Του Νίκου Ασλανίδη
Τον Αριστομένη Συγγελάκη τον γνώρισα πριν από χρόνια στο μαρτυρικό χωριό Πύργοι Πτολεμαΐδας, όπου ήταν ομιλητής την ημέρα μνήμης για τα 355 θύματα από τους ναζί και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Μιλούσε με πάθος για τις γερμανικές επανορθώσεις, γεγονός που με κέντρισε το ενδιαφέρον και τον πλησίασα να τον γνωρίσω καλύτερα.
Όπως μου είπε, είναι διδάκτορας της Οδοντιατρικής και διδάσκει στο πανεπιστήμιο Αθηνών και το ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο της Κύπρου. Κατάγεται από τον Αμιρά Ηρακλείου, από μία οικογένεια με πολλά θύματα στο ολοκαύτωμα της Βιάννου.
Εδώ και 18 χρόνια αγωνίζεται για το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων, απευθύνει ομιλίες και αρθρογραφεί εντός και εκτός Ελλάδας, πάντα με το ίδιο θέμα. Είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα με πρόεδρο τον Μανόλη Γλέζο και τα τελευταία χρόνια συγγραμματέας της ίδιας επιτροπής.
Πώς ασχοληθήκατε με το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων;
Όπως γνωρίζετε, κατάγομαι από τη Βιάννο, όπου διαπράχθηκε το δεύτερο μεγαλύτερο ολοκαύτωμα της χώρας μετά τα Καλάβρυτα, με 401 νεκρούς τον μαύρο Σεπτέμβρη του 1943. Μεγάλωσα με την εικόνα της μαυροφορεμένης γιαγιάς μου Δέσποινας, που μόλις άκουγε γερμανικά στην τηλεόραση κλεινόταν στο δωμάτιό της κι έκλαιγε γοερά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη στιγμή που μας υποδεχόταν στο χωριό του πατέρα μου, τον Αμιρά, όταν ερχόμασταν από την Αθήνα. Μαζί της ήταν πολλές ακόμη γυναίκες, που περίμεναν τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Όλες ήταν μαυροφορεμένες. Το μαύρο χρώμα, το χρώμα του πένθους, κυριαρχούσε στην επαρχία Βιάννου επί δεκαετίες μετά τη λήξη της Κατοχής.
Ο πατέρας μου που έμεινε ορφανός στα επτά του χρόνια, ο μακαρίτης ο θείος μου ο Χρύσανθος που αναγκάστηκε στα έντεκά του χρόνια να αναλάβει την προστασία της οικογένειάς μας, ή ο Βενιαμίν της οικογένειας, ο θείος μου Αριστομένης που ήταν στην κοιλιά της μάνας του όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον πατέρα του, μου μετέδωσαν τη φλόγα όχι για εκδίκηση αλλά για δικαιοσύνη!
Ήταν λοιπόν φυσιολογικό να ενταχθώ στο κίνημα διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, μία απόφαση που σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή μου!
Συμμετέχοντας ενεργά στο Εθνικό Συμβούλιο, είχα την τύχη να συνεργαστώ με μεγάλες μορφές της Αντίστασης και του αντιδικτατορικού κινήματος, που σήμερα δεν είναι στη ζωή: το σεμνό ήρωα Λάκη Σάντα, τον πρωτοπόρο της δικαστικής διεκδίκησης Γιάννη Σταμούλη, τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, τον χαλύβδινο αντιστασιακό και εξαίρετο νομικό Ευάγγελο Μαχαίρα, τον μειλίχιο, ασυμβίβαστο αγωνιστή Στέλιο Ζαμάνο, τον καπετάν Ερμή, τον Χαράλαμπο Ρούπα. Αλλά και με το σύμβολο της Εθνικής μας Αντίστασης Μανόλη Γλέζο, τον Επονίτη Στέφανο Ληναίο, τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου Δημήτρη Παπαχρήστο, τους αντιστασιακούς Βασίλη Μπρακατσούλα, Χρήστο Τσιντζιλώνη, Δημήτρη Παλαιολογόπουλο και άλλους, που παρά την προχωρημένη ηλικία τους μάχονται ανυποχώρητα για τη δικαίωση της Ελλάδας. Το ήθος και η ανιδιοτέλειά τους, η αγωνιστική τους συνέπεια και η χαλύβδινη θέλησή τους αποτελούν διαρκή πηγή έμπνευσης για όλους μας!
Όταν μιλάμε για γερμανικές αποζημιώσεις, για τι ποσά πρόκειται;
Ως κίνημα διεκδίκησης αποφεύγουμε να μιλούμε για ποσά, για να μη ρίχνουμε νερό στο μύλο όσων διαδίδουν ότι, τάχα, θέλουμε τις αποζημιώσεις και τις επανορθώσεις, για να λύσουμε τα οικονομικά μας προβλήματα την περίοδο της κρίσης. Αντίθετα, για εμάς προέχει να αναδείξουμε τους λόγους που απαιτείται η Γερμανία να αποδώσει τις οφειλές της προς την Ελλάδα και αυτοί συνοπτικά είναι πρώτον η ανάγκη να δικαιωθεί η Αντίσταση, η θυσία της Ελλάδας και η μεγαλειώδης συμβολή της στη συντριβή του Άξονα, δεύτερο η ανάγκη να αναγνωρισθούν πλήρως τα φοβερά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε το Γ’ Ράιχ και να υπάρξει έμπρακτη μεταμέλεια της δημοκρατικής Γερμανίας για την εξόντωση του ελληνικού λαού και την καταστροφή και λεηλασία της χώρας μας, και τρίτο διότι η απόδοση δικαιοσύνης κι αποζημίωσης αποτελεί ισχυρό μήνυμα πρόληψης και αποτροπής της διάπραξης νέων εγκλημάτων από επίδοξους ζηλωτές του φασισμού.
Για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας, υπάρχει επίσημος προσδιορισμός των ελληνικών αξιώσεων, που με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις υπερβαίνουν τα 400 δισ. ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται οι αρχαιολογικοί και άλλοι πολιτιστικοί θησαυροί. Σημειώνω ότι υπάρχουν και υψηλότερες εκτιμήσεις, μεταξύ αυτών και του Εθνικού Συμβουλίου. Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό είναι να προσέλθουν στην τράπεζα της διαπραγμάτευσης οι δύο κυβερνήσεις και, αν υπάρχει βούληση, λύση θα βρεθεί!
Γιατί η Γερμανία αρνείται να καταβάλει τις αποζημιώσεις;
Μας έχει προβληματίσει η προκλητικά αδιάλλακτη στάση της Γερμανίας, απέναντι μάλιστα στην Ελλάδα, που με τη θυσία της συντέλεσε τα μέγιστα στην απαλλαγή της Ευρώπης και της ίδιας της Γερμανίας από το χιτλερικό εφιάλτη!
Όμως έχει αξία να δούμε την παρελκυστική στάση που κράτησε η μεταπολεμική Γερμανία στο ζήτημα των αποζημιώσεων και επανορθώσεων: από το 1953 (που υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου, η οποία «πάγωνε» το ζήτημα μέχρι την επανένωση της Γερμανίας και τη σύναψη συνθήκης ειρήνης) έως το 1990, που επανενώθηκε η Γερμανία, η κυβέρνηση της Ο.Δ.Γ. ισχυριζόταν ότι «είναι πολύ νωρίς» για τις αποζημιώσεις. Μετά το 1990 ισχυριζόταν ότι «είναι πολύ αργά πλέον», ενώ ταυτόχρονα οχυρωνόταν πίσω από την απόλυτη εφαρμογή της αρχής της ετεροδικίας, για να αποκρούσει τις αγωγές των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας. Τα τελευταία χρόνια η γερμανική κυβέρνηση άλλαξε στάση ισχυριζόμενη ότι το θέμα «έχει νομικά και πολιτικά κλείσει οριστικά»! Χωρίς όμως να απαντά στην ερώτηση του Μανόλη Γλέζου «πότε έκλεισε και με ποιον τρόπο».
Στο συμπέρασμα αυτό, ότι το ζήτημα των γερμανικών οφειλών είναι απαράγραπτο, ανοικτό και ισχυρά τεκμηριωμένο, κατέληξε άλλωστε σε πρόσφατη σημαντική γνωμοδότησή της και η Υπηρεσία Ερευνών του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου.
Κοντολογίς, η επίμονη άρνηση της Ο.Δ. της Γερμανίας να αποδώσει τις οφειλές της προς την Ελλάδα, σε αντίθεση με ό,τι έχει πράξει απέναντι σε άλλες χώρες, προσβάλλει την Ελλάδα, είναι αντίθετη με τις αξίες, στις οποίες έχει θεμελιωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και, πάντως, δεν συμβάλλει στη συμφιλίωση και την ειρηνική συνύπαρξη των δύο χωρών αλλά και τη δημοκρατική προοπτική της Ευρώπης, όπως εύστοχα επισημαίνει και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις διεκδίκησαν αυτά τα ποσά ή έκαναν τα στραβά μάτια;
Αναμφισβήτητα οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν διεκδίκησαν σθεναρά, μεθοδικά κι αποφασιστικά τις γερμανικές οφειλές, με ελάχιστες εξαιρέσεις (μεταξύ των οποίων η ρηματική διακοίνωση της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου στις 14/11/1995). Αντίθετα, άφησαν μόνες τις οικογένειες των θυμάτων να παλεύουν απέναντι στο πανίσχυρο γερμανικό κράτος.
Οι λόγοι γι’ αυτήν τη στάση εντοπίζονται κυρίως στη διαχρονική εξάρτηση μεγάλου μέρους της εγχώριας πολιτικής ελίτ από τον ξένο παράγοντα. Η στάση αυτή προσβάλλει τους αγώνες του λαού μας, που θυσιάστηκε για την απόκρουση και τη συντριβή του φασισμού, αλλά δεν είδε τη δικαίωση να έρχεται. Λαοί που δεν διεκδικούν τα δίκαιά τους, δεν δικαιούνται να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον.
Ωστόσο, είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει παραιτηθεί των ελληνικών αξιώσεων, γεγονός που έχει αναγνωριστεί κατ’ επανάληψη και από την Ο.Δ. της Γερμανίας.
Ας μην παρασυρόμαστε λοιπόν από τη γερμανική προπαγάνδα, που κάποιοι αφελώς ή ιδιοτελώς αναπαράγουν, ότι, δήθεν, η Ελλάδα «έχει παραιτηθεί», ή ότι, τάχα, «έχει αποζημιωθεί», ή, τέλος ότι τα εγκλήματα έχουν παραγραφεί. Και να αψηφήσουμε εκείνους που μας προτρέπουν να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και να ασχοληθούμε, δήθεν, με το μέλλον. Γιατί γνωρίζουμε άριστα ότι το μέλλον οικοδομείται μόνο στα στέρεα θεμέλια της μνήμης, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας!
Πώς είδατε τις προσπάθειες της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;
Η προηγούμενη κυβέρνηση, αν και ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς (οι προγραμματικές της δηλώσεις τον Φεβρουάριο του 2015 ήταν θετικότατες και σαφέστατες όσον αφορά τις γερμανικές οφειλές), εντούτοις δεν μπόρεσε να προωθήσει αποφασιστικά το ζήτημα! Παρά τις ρητορικές της διακηρύξεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ εγκλωβισμένη στις μνημονιακές της δεσμεύσεις και σαγηνευμένη από τα θέλγητρα της εξουσίας δεν έριξε το βάρος της στη σθεναρή και αποφασιστική διεκδίκηση.
Θετικές αναλαμπές βέβαια, υπήρξαν, όπως η έκδοση του πορίσματος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής τον Ιούλιο του 2016 (με καθοριστικό το ρόλο σ’ αυτό του προέδρου της Τριαντάφυλλου Μηταφίδη), η ομιλία του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Κομμένο της Άρτας (16/8/2016) κ.α. Όμως χρειάστηκαν τρία ολόκληρα χρόνια για να έλθει το θέμα στην Ολομέλεια της Βουλής (17/4/2019) και να επιδοθεί ρηματική διακοίνωση στη Γερμανία (4/6/2019), μία σημαντική και αναγκαία πράξη, η οποία όμως δεν είχε τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει, εξαιτίας του προεκλογικού χρόνου που έγινε.
Τι θα λέγατε στη νέα κυβέρνηση, για να είναι πιο αποτελεσματική;
Πρώτον, έχει ιστορικά αποδειχθεί ότι η υποχωρητικότητα εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Μόνο η σθεναρή και μεθοδική διεκδίκηση των εθνικών δικαίων κάνει τη χώρα σεβαστή σε όλους.
Δεύτερον, να προχωρήσει η κυβέρνηση άμεσα στη σύνταξη ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού εθνικού σχεδίου διεκδίκησης, στη βάση του ιστορικού ψηφίσματος της Βουλής της 17ης Απριλίου 2019 και της ρηματικής διακοίνωσης της 4ης Ιουνίου 2019. Η κυβέρνηση καλείται να αξιοποιήσει ό,τι θετικό έχει παραχθεί τα προηγούμενα χρόνια και να διατηρήσει ως κόρη οφθαλμού την ενότητα του έθνους στην ιερή αυτή υπόθεση.
Τρίτον, να μη θυσιάσει, χάριν των εφήμερων εντυπώσεων, τη μεθοδική και αποτελεσματική διεκδίκηση. Αλλά και να μην αφήσει το χρόνο να περνά. Και να μην παρασυρθεί από τις σειρήνες για τη σαλαμοποίηση των ελληνικών αξιώσεων, που είναι ενιαίες και αδιαίρετες!
Τέταρτον, να προχωρήσει στην περαιτέρω διεθνοποίηση του ζητήματος, αξιοποιώντας και την κοινοβουλευτική διπλωματία. Το 2019 και το 2020, που συμπληρώνονται 75 χρόνια από τη λήξη της Κατοχής και τον τερματισμό του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ,αντίστοιχα, να οργανωθούν εκδηλώσεις για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών στις πρωτεύουσες των συμμάχων μας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και στο Βερολίνο.
Πέμπτον, να αξιοποιήσει τη λαϊκή δυναμική: ο λαός μας στηρίζει, όσο τίποτε άλλο, τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών και η ενεργοποίησή του στην υπόθεση μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Στο ζήτημα αυτό μπορεί να βοηθήσει καταλυτικά η τοπική αυτοδιοίκηση.
Έκτον, να επιδιώξει, με επίμονες και μεθοδικές ενέργειες να φέρει τη γερμανική κυβέρνηση στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Αλλά αν δεν τα καταφέρει σε εύλογο χρόνο, να προχωρήσει στη δικαστική διεκδίκηση!
Έβδομο και τελευταίο: να προχωρήσει στη σύσταση μόνιμης κοινοβουλευτικής επιτροπής διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών και, γιατί όχι, μίας ισχυρής διοικητικής δομής, θωρακισμένης με μέσα και αρμοδιότητες, με αντικείμενο και στόχο την καλύτερη δυνατή οργάνωση και συντονισμό της διεκδίκησης. Και βεβαίως, να συνεργαστεί αρμονικά με το Εθνικό Συμβούλιο και τους άλλους φορείς του κινήματος διεκδίκησης, αξιοποιώντας τη γνώση, την εμπειρία και τη δύναμή τους για την επίτευξη του εθνικού μας σκοπού!
Με τον Μανώλη Γλέζο βρέθηκε στο ίδιο μετερίζι.
Υπάρχουν σήμερα Γερμανοί που υποστηρίζουν το αίτημά μας;
Ως καρπός των προσπαθειών του Εθνικού Συμβουλίου αλλά, κυρίως, ως αποτέλεσμα της ευαισθησίας του πιο προοδευτικού τμήματος της γερμανικής κοινωνίας, στις αρχές του 2000 συγκροτήθηκαν οι πρώτες συλλογικότητες στη Γερμανία, που τάσσονταν αναφανδόν υπέρ της απόδοσης «δικαιοσύνης κι αποζημίωσης» στην Ελλάδα με πιο σημαντική την ομάδα AK Distomo από το Αμβούργο.
Σήμερα, υπάρχουν πλέον αρκετές ομάδες νομικών, ιστορικών, συνδικαλιστών, νεολαίων, που μετέχουν ενεργά στον κοινό μας αγώνα για δικαιοσύνη κι αποζημίωση, δικαιοσύνη κι επανόρθωση! Σε επίπεδο κομμάτων είναι σταθερή και επίσημη η στήριξη των ελληνικών αξιώσεων από το Die Linke (το κόμμα της αριστεράς), ενώ κατά καιρούς έχουν ταχθεί υπέρ της απόδοσης των γερμανικών οφειλών σημαντικές προσωπικότητες από το SPD, τους Πράσινους κι άλλα κόμματα. Επιπλέον, νέες πρωτοβουλίες πανεπιστημιακών, πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων έχουν αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα.
Τελικά είστε αισιόδοξος ότι θα καταβληθούν κάποτε οι γερμανικές αποζημιώσεις;
Είμαι βαθιά αισιόδοξος γιατί το δίκιο μας είναι βουνό. Έχει τέτοια δύναμη το ζήτημα που, όσα λάθη κι αν έγιναν από ελληνικής πλευράς κι όσες προσπάθειες από τη Γερμανία για τον ενταφιασμό των ελληνικών αξιώσεων, το ζήτημα παραμένει ανοικτό κι επίκαιρο εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη λήξη της Κατοχής!
Η δικαίωση δεν θ’ αργήσει, υπό την προϋπόθεση ότι ο λαός θα πάρει την υπόθεση στα χέρια του! Το οφείλουμε στους 149 του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη, εκ των οποίων 109 γυναίκες και μικρά κορίτσια, τη μνήμη των οποίων τιμούμε αύριο. Το οφείλουμε στον ελληνικό λαό, που αντιστάθηκε στο φασισμό ηρωικά και θυσιάστηκε όσο ελάχιστοι λαοί στην Ευρώπη.