Στις 22 Μαρτίου 2016 η Εφη Τσιχλάκη έπεφτε νεκρή στο σπίτι όπου έμενε με τον σύζυγό της Κ.Λ. στον Πλατανιά Χανίων. Δίπλα στο κεφάλι της βρέθηκε το πυροβόλο που αποτέλεσε το φονικό όπλο και ανήκε στον σύζυγό της, ο οποίος κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και προφυλακίστηκε. Η δίκη ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2017 και ύστερα από τρεις συνεδριάσεις το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. Η απόφαση πάρθηκε κατά πλειοψηφία: οι τρεις τακτικοί δικαστές ψήφισαν ενοχή, με μακροσκελέστατη αιτιολογία, αλλά οι τέσσερις ένορκοι πείστηκαν από τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι επρόκειτο για αυτοκτονία.
Το 2017 ο εισαγγελέας Εφετών Κρήτης Χαράλαμπος Μωυσίδης άσκησε έφεση κατά της απόφασης και αύριο (ύστερα από οκτώ αναβολές!) αρχίζει ξανά η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης. Σύμφωνα με τον εισαγγελικό λειτουργό, από την αποδεικτική διαδικασία της πρωτοβάθμιας δίκης προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε τη σύζυγό του στο κεφάλι. Στήριξε, δε, την έφεσή του: α) στις αντιφάσεις του κατηγορούμενου (σχετικά με τη θέση του όπλου), β) στις καταθέσεις των συγγενών του θύματος για τη σχέση της με τον σύζυγό της, γ) στην κατάθεση ενός αστυνομικού σχετικά με τα ευρήματα, δ) στην ασαφή κατάθεση ενός συγγενούς του κατηγορούμενου, ε) στα πορίσματα του ιατροδικαστή, στ) στην ψυχιατρική έκθεση για χειρόγραφη επιστολή του θύματος, η οποία δεν οδηγεί σε συμπέρασμα αυτοκτονίας κ.ά.
Σημαντικό στοιχείο, κατά τον εισαγγελέα, αποτελεί η κατάθεση της ιατροδικαστή ότι το θύμα είχε χάσει τις αισθήσεις του από στραγγαλισμό και στη συνέχεια πυροβολήθηκε στο κεφάλι, καθώς και το γεγονός ότι το όπλο δεν βρέθηκε στο ύψος του χεριού της, αλλά δίπλα στο κεφάλι και μάλιστα από την αριστερή πλευρά, παρότι ήταν δεξιόχειρας. Ο εισαγγελέας κρίνει ότι ο κατηγορούμενος σκότωσε τη σύζυγό του ύστερα από διαπληκτισμό και στη συνέχεια έτρεξε σε γειτονικό σπίτι ζητώντας βοήθεια σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει σαν αυτοκτονία τη γυναικοκτονία.
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του υποστήριξε ότι οπλοφορούσε από το 1996 («το Αστυνομικό Τμήμα δεν ήξερε ότι οπλοφορώ»), ότι δούλευε ως προστασία ή συνοδεία και ότι λίγο πριν από τον θάνατο της γυναίκας του είχε πυροβολήσει για να απομακρυνθούν κάποια αδέσποτα σκυλιά από τον μαντρότοιχο που είχε τα ζώα του. Ετσι εξήγησε γιατί εντοπίστηκαν στα χέρια του κατάλοιπα πυροβολισμού.
Συγκλονιστική μαρτυρία φίλης του θύματος στην «Εφ.Συν.»:
«Φοβόμαστε να καταθέσουμε, η Εφη ποτέ δεν θα αυτοκτονούσε»
Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής μια γυναίκα (τα στοιχεία της είναι στη διάθεση της «Εφ.Συν.») θέλει να μιλήσει για τη φίλη της, την Εφη.
● «Φοβάμαι να πάω στο δικαστήριο, όπως και αρκετοί άλλοι. Η Εφη ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει κακό στον εαυτό της. Πόσω μάλλον να επιλέξει να αυτοκτονήσει ενώ δεν ήταν μόνη της στο σπίτι και ο Κ.Λ. ήταν στο μπάνιο. Ούτε από όπλα ήξερε…»
● «Τη βλέπαμε συχνά να κλαίει και λίγο καιρό πριν τη χάσουμε έψαχνε για σπίτι στο Ρέθυμνο. Δεν άντεχε άλλο, το είχε ανακοινώσει στον σύζυγό της και εκείνη την περίοδο ήταν πολύ καλά. Ομως κατάφερε να τη μεταπείσει και εκείνη δέχτηκε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία»
● «Παρόλο που είμαι σίγουρη ότι θα γινόταν μια εξαιρετική μητέρα, δεν ήθελε να κάνει παιδιά μαζί του εξαιτίας της συμπεριφοράς του […] Κάποιες φορές μάς έλεγε «τώρα που θα ‘ρθει, ήρεμα, μη μιλάτε και πολύ» και εμείς καταλαβαίναμε ότι το έλεγε για να προστατεύσει εμάς. Φοβόταν ότι η εριστική συμπεριφορά του μπορούσε να στραφεί εναντίον μας».
● «Οι γονείς της δεν ζούσαν, ο αδερφός της στη Γερμανία, δεν είχε ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, κάποιον να της πει «προχώρα». Ηταν ευάλωτη και μόνη. Κάποια στιγμή της είχα πει «αν τον φοβάσαι τόσο πολύ, έλα στο σπίτι μου». Δεν ήθελε να φορτώνει τους άλλους με τα δικά της. Είχε αξιοπρέπεια»
● «Φοβάμαι τον κατηγορούμενο και δεν μπορώ να πάω να καταθέσω. Αλλά θα ήθελα να απευθυνθώ στους δικαστές και σας παρακαλώ να με προστατεύσετε, να μη μαθευτεί το όνομά μου. Οταν η Εφη έψαχνε για σπίτι, ο κατηγορούμενος κατάλαβε ότι ήταν αποφασισμένη να φύγει από αυτόν. Η Εφη τον ακολούθησε στα Χανιά αλλά ήταν διαφορετική, αποφασισμένη, πατούσε στα πόδια της».