Οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό. Πόσες φορές θα τον κρεμάσουν στην Μικρά Ασία στην Αρμενία; Και πού αλλού;
Μπαίνοντας στην Σμύρνη σ’ ένα προσκυνηματικό ταξίδι μας με τον Σύλλογο Μικρασιατών πριν κάποια χρόνια, τράβηξε την προσοχή μου ένα μεγάλο μνημείο. Ήταν ένα άγαλμα μια γυναίκα, λαμπρή, επιβλητική που τα πόδια της είχε αγκαλιάσει ένας άνδρας με βράκες πολύ πιο μικρόσωμος απ’ την γυναίκα. Και μια επιγραφή έγραφε: «Η Δόξα πηγαίνει αγκαλιά με τους Τσέτες» Και γω τρόμαξα, ακούγοντας τον ξεναγό να προφέρει την λέξη «Τσέτες». Και τρόμαξα που «η Δόξα για τους Τούρκους είναι συνυφασμένη με τους Τσέτες». Που έκαψαν, ξεκοίλιασαν, έσφαξαν, βίασαν! Που ήταν απερίγραπτη η αγριότητά τους. Η βαναυσότητά τους. Όχι ο ηρωισμός τους. Όχι η γενναιότητά τους. Πόσο ηρωικός μπορεί να ‘σαι όταν σκοτώνεις ένα μωρό; Όταν ξεκοιλιάζεις μια έγκυο; Υπάρχει μεγάλη διαφορά του γενναίου απ’ τον βάρβαρο. Κι αυτήν την βαρβαρότητα την ονόμασαν Δόξα.
Και γω θυμάμαι την γιαγιά μου την Σμυρνιά, Άννα την έλεγαν, πώς άνοιγαν τα υπέροχα γαλάζια της μάτια πελώρια από τρόμο. Στην προφορά και μόνο της λέξης «Τσέτες».
– Οι Τσέτες, οι Τσέτες κάνανε το κακό. Όχι ο στρατός. Όχι οι Τούρκοι που ζούσαμε μαζί, οι Τσέτες».
Κι έτρεμε ολόκληρη, όταν έλεγε αυτή τη λέξη. Μ’ έσπρωχνε, με κατέβαζε απ΄ την ποδιά της, που καθόμουν και την ρώταγα για την χαμένη πατρίδα της.
– Έλα τώρα γιαγιά, ακόμα τους φοβάσαι; Μικρό κοριτσάκι εγώ, δεν καταλάβαινα το σοκ που είχε βιώσει και συνέχιζα:
– Θέλεις να ξαναγυρίσεις στη πατρίδα σου;. Αναζητάς το σπίτι σας;
Η γιαγιά μου έπαιρνε ένα στοχαστικό, μακρινό ύφος. Γεμάτο νοσταλγία. Σαν να μεταφερόταν πίσω στο σπίτι της. Έπειτα, τίναζε πίσω με τρόμο το ωραίο της κεφάλι. Σα να ‘βλεπε το σπίτι τους και τη φρίκη του διωγμού. Της σφαγής, της φωτιάς, του τέλους, του ξεριζωμού του γένους της.
– Σε μια άλλη ζωή! Σε μια άλλη ζωή! Μου απαντούσε και έπειτα σιγοψιθύριζε ένα τραγούδι που μου τραγουδούσε όταν της έλεγα να μου πει τραγούδια που τραγουδούσαν εκεί. «Άαπροοο μου πεεριστέρι πέετα στον ουρανόοο τον γαλανόοο…»
Εγώ και η αδελφή μου, ή άλλη ζωή, η επόμενη της γιαγιάς μας, εμείς το αίμα της, τα γονίδιά της, άσπρα περιστέρια σαν κι αυτά που μας τραγουδούσε, πετάξαμε στην ωραία, αγαπημένη, χαμένη για πάντα Σμύρνη. Τι άλλο θα χάσομε ακόμα;
Η ιστορία της Σμύρνης χάνεται μέσα στην μυθική αρχαιότητα. Υποστηρίζεται ότι ιδρύθηκε το 1100 π.Χ. από τους Εφέσιους και πήρε το όνομά της από την αμαζόνα Σμύρνη που είχε κατακτήσει την Έφεσσο.
Η πόλη έφτασε στο απόγειο της αίγλης της, στα χρόνια της βασιλείας του Κροίσου. Ο βασιλιάς των Περσών ο Κύρος την κατάστρεψε ολοσχερώς. Ο Μέγας Αλέξανδρος σχεδίαζε να κτίσει μια νέα Σμύρνη, σχέδιο που υλοποιήθηκε αργότερα από τους διαδόχους του. Ο Αντίγονος έβαλε τα θεμέλια και ο Λυσίμαχος έκτισε τα πρώτα σπίτια. Πάνω στα ερείπια αυτής της νέας Σμύρνης, που στο μεταξύ κατέρρευσε και πάλι, χτίστηκε η σημερινή πόλη της Σμύρνης.
Κατά την ρωμαϊκή κυριαρχία ο Τιβέριος και ο Μάρκος Αυρήλιος έκτισαν εκεί θαυμάσια κτίρια και η Σμύρνη υμνήθηκε ως η ωραιότερη πόλη του κόσμου. Που έκαψαν πριν 100 χρόνια οι Τούρκοι με τους Τσέτες.
Ο Ludwig Ross, Γερμανός καθηγητής της αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έφορος αρχαιοτήτων στην Ελλάδα επί Όθωνος, σε μελέτη του για τη Σμύρνη που δημοσιοποιήθηκε το 1845 αναφέρει:
«Παρ’ όλη την ποικιλία των εθνών και των θρησκευμάτων παραμένει ωστόσο η Σμύρνη στα βασικά συστατικά μια ελληνική πολιτεία. Έπειτα από τόσες αλλαγές στο πέρασμα χιλιετηρίδων κάτω από την κυριαρχία Περσών, Ρωμαίων, Σαρακηνών, Φράγκων και Τούρκων, αυτή η πόλη που λέγεται Σμύρνη δεν έπαψε ποτέ να είναι Ιωνία…»
Η πόλη εκτεινόταν από τις παρυφές του όρους Πάγος, με την ακρόπολη και το αρχαίο θέατρο στην κορυφή
Νοτιοδυτικά και σε απόσταση τριών περίπου μιλίων απλωνόταν ο κάμπος της Σμύρνης και βορειοανατολικά η πόλη έφτανε ως τον κόλπο του «Μπουρνάμπα».
Έξω από την πόλη απλωνόταν παράλληλα προς τη θάλασσα ο Φραγκομαχαλάς, το προάστιο με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Η προκυμαία που είχε κατασκευαστεί κατά μήκος της παραλίας, με θέα το λιμάνι και τα γύρω βουνά είχε προσελκύσει τους πλουσιότερους κατοίκους που είχαν χτίσει διώροφα σπίτια με μαρμάρινες προσόψεις.
Κατά μήκος της προκυμαίας και προς τη νότια πλευρά υπήρχαν πολλά κέντρα διασκέδασης και θέατρα. Από τις αίθουσες αυτές δεν έλειπαν τα ρώσικα μπαλέτα αλλά και παραστάσεις από το Παρίσι. Υπήρχαν επίσης κατά μήκος της προκυμαίας τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία και καφέ όπου οι γυναίκες εκεί κυκλοφορούσαν ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας. Έλληνες και Αρμένιοι είχαν τα ωραιότερα μαγαζιά στην προκυμαία.
Στο λιμάνι της Σμύρνης με την μεγάλη εμπορική κίνηση, βρίσκονταν επίσης όλες οι εταιρείες και οι αντιπρόσωποι εμπορικών και βιομηχανιών οίκων της Ευρώπης και της Αμερικής. Εκεί βρισκόταν και τα προξενεία, το χρηματιστήριο της Σμύρνης, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες, τα μεγαλύτερα εμπορικά.
Ο πατέρας της γιαγιάς μου είχε εκεί χρυσοχοείο. Τα χρυσά τα έκτισαν σε διπλό τοίχο στο πλυσταριό. Άλλοι συγγενείς λένε, τα έβαλαν σε κιούπι και τα έθαψαν στον κήπο. Πήραν μαζί τους κάποια κρυμμένα σε απόκρυφα σημεία για να «εξαγοράζουν» την ζωή τους. Και εκεί στο φευγιό τους και εδώ στον ριζωμό τους. Ένα δαχτυλίδι μ’ ένα μπριγιάν μεγάλο σα στραγάλι η γιαγιά μου η Άννα το χάρισε στην πρώτη νύφη της, τη μαμά μου. Το πρώτο εγγόνι της ήμουν εγώ και είχα το όνομά της
– Όταν παντρευτεί η Αννούλα θα το δώσεις στην Αννούλα, Αρτεμισία». Και η μαμά μου μού το έδωσε λέγοντάς μου, ότι ήταν παραγγελία της γιαγιάς.
– Θα το δώσεις Αννούλα μου στην πρώτη σου κόρη ή στην πρώτη σου νύφη. Έτσι μου παράγγειλε η γιαγιά σου.
Και γώ, το ‘χασα! Μέσα στο σπίτι μου! Δεν ξέρω πώς! Γρουσουζιά, είπα, γρουσουζιά να χαθεί το δαχτυλίδι!
Ο παππούς της γιαγιάς μου είχε στην προκυμαία εμπορικά με υφάσματα πολυτελείας, μετάξια, βελούδα, μπροκάρ, κασμίρια. Στην σφαγή, πέταγε τα τόπια με τα υφάσματα στο σκάφος. Του φώναζαν να τ’ αφήσει και να μπει στη βάρκα να φύγουν μ’ αυτός τίποτα. Πέταγε συνέχεια τόπια με υφάσματα για να ξεκινήσει τη νέα του ζωή στη νέα του πατρίδα. Μέχρι που τον έφτασαν οι Τούρκοι και τον έσφαξαν, μπροστά στα μάτια όλων των δικών του που ήταν στη βάρκα. Θρήνος και οδυρμός και ουρλιαχτά και η γιαγιά μου δεν μίλαγε ποτέ γι’ αυτό! Το στόμα της λές και το σφράγισε. Μου το διηγήθηκε η ξαδέλφη μας η Ήρα.
Αυτή η ευημερία των κατοίκων της Σμύρνης! Ανεξάρτητα από θρησκεία, γλώσσα και εθνικό φρόνημα, πίστευαν ότι τίποτε, ούτε ο πόλεμος, μπορούσε να τους αγγίξει. Στις 2 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Οπωσδήποτε στα 1919 πολύ λίγοι θα μπορούσαν να προμαντέψουν το δυσοίωνο μέλλον. Σε μόλις τρία χρόνια θα ερχόταν το τέλος. Σεπτέμβρης του 1922 και η Σμύρνη κάηκε! Και οι Έλληνες ξεριζώθηκαν.
Σφάχτηκαν, σα πρόβατα. Και ‘γω έμεινα για πάντα με την απορία: Εκτός από τον στρατό που ήταν φυσικό να ηττηθεί εκεί στα βάθη της Ανατολής που παρασύρθηκε, και που δεν είχε δουλειά εκεί στα βάθη, εκεί στις στέπες της Ασίας. Που έμεινε χωρίς φαγητό, χωρίς πολεμοφόδια. Και η απορία μου είναι, γιατί δεν αντιστάθηκε ο λαός. Γιατί στη Σμύρνη δεν πήρε ο λαός τα όπλα, τα μαχαίρια, τις πέτρες ν’ αντισταθούν στην επέλαση που γινόταν, στη σφαγή, στη φωτιά. Γιατί δεν αντιστάθηκαν; Γιατί τα περίμεναν όλα από το στρατό, αφού ο στρατός είχε ηττηθεί. Γιατί δεν υπεράσπισαν τις ζωές τους, την πατρίδα τους, γιατί άφησαν τους Τσέτες να τους σφάξουν; Τόσο «πολιτισμένοι» ήταν που περίμεναν βοήθεια μόνο απ’ τον στρατό;
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη
Σε μία ιστορική ημέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Σωκράτης Φάμελλος, νέος πρόεδρος του κόμματος, προχώρησε…
Η συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ στον νομό Χανίων χαρακτηρίστηκε από μεγάλη προσέλευση, με…
Ο Παύλος Πολάκης, μετά την ολοκλήρωση των εσωκομματικών εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ, όπου κατέλαβε τη δεύτερη…
Μπορεί ο πρωθυπουργός να υπόσχεται φοροελαφρύνσεις για τη μεσαία τάξη, εν τω μεταξύ όμως η…
Στις 28 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί συνάντηση με τους κατοίκους των Κεραμειών, με στόχο την ενημέρωση…
Ο Σωκράτης Φάμελλος είναι ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, καθώς κατάφερε να επικρατήσει από την…
This website uses cookies.