του Δημήτρη Δαμασκηνού
φιλόλογου-ιστορικού και συγγραφέα,
negreponte2004@yahoo.gr
Είναι γνωστό πως ο πολυγραφότατος αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και προοδευτικός λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης παρέμενε αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου εκτοπισμένος στα νησιά του Αιγαίου μαζί με μια δράκα [1] ανυπότακτων καλλιτεχνών, όπως ήταν ο Θέμος Κορνάρος, οι ποιητές Φ. Αγγουλές, Σάκης Ρετσινάς, Γ. Μαντζομελέκης, Μ. Φουρτούνης, Μέμος Παναγιωτόπουλος, Τ. Σπυρόπουλος, Σπ. Μήλας, οι Καλλιτέχνες Χρήστος Δαγκλής, Ν. Σκυριανός, Β. Βλασίδης, Γ. Φαρσακίδης, Π. Τζαννετέας κ.α. καθώς και άλλοι σπουδαστές Ανωτάτων Σχολών, που “το μοναδικό τους έγκλημα”, όπως σημείωνε τον Νοέμβριο του 1955 η σύνταξη του περιοδικού “Επιθεώρηση Τέχνης”, “είναι ότι δεν δέχτηκαν ποτέ να κάνουν συμβιβασμούς με τη συνείδηση τους και να υποστείλουν τη σημαία της ανεξαρτησίας του πνευματικού ανθρώπου” [2].
Άλλωστε τον Γενάρη του 1955, από το Πρόχειρο Αναρρωτήριο στον Άη-Στράτη είχε ήδη γραφεί ιδιοχείρως από τον Λουντέμη το “Ανοιχτό Γράμμα Σ’ όλους τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας και σ’ έναν –χωριστά” [3], στο οποίο περιέγραφε τον τόπο της εξορίας του σαν “ένα αλλόκοτο στίβο, έναν πειραματικό σταθμό αντοχής της ανθρώπινης Συνείδησης. Ένα τσίρκο από βουβούς μάρτυρες με θεατές τα αέναα [4] κύματα” με τη θάλασσα να τριγυρίζει τους εξόριστους σ’ επάλληλους κύκλους σαν τους επτά κύκλους της Κόλασης.
Το “Ανοιχτό γράμμα…” δημοσιεύτηκε στην “Επιθεώρηση Τέχνης τον Ιούνιο του 1955, αποτυπώνοντας με σπάνια ευαισθησία το αγωνιστικό ήθος και τις αξίες του πολιτισμού που υπερασπιζόταν ο Λουντέμης και οι σύντροφοί του, επιμένοντας να υψώνουν με το κορμί, την καρδιά και το μυαλό τους πύργο ατίθασο μπρος στην κτηνώδη αυθαιρεσία του αυταρχικού μετεμφυλιακού κράτους.
Σ’ αυτό σημείωνε χαρακτηριστικά: “Δέκα ολόκληρα χρόνια μας κυνηγά η αποτροπιαστική επωδός [5]: «Απαρνήσου!» Πρέπει να απαρνηθείς εσύ τις ιδέες σου για χάρη εκείνου που δεν έχει ιδέες. Ν’ απαρνηθείς εσύ το ιδανικό σου για χάρη κείνου που ιδανικό του είναι να σκοτώνει το δικό σου ιδανικό”.
Και αφού στη συνέχεια διατράνωνε την απόφασή του να πει αυτός κι οι σύντροφοί του απλά, λιτά, ατάραχα όχι, το “Ανοιχτό γράμμα…” κατέληγε σε μια έκκληση στους συναδέλφους του να ενώσουν στο όνομα του πολιτισμού τη φωνή τους για την απόλυση των εκτοπισμένων συναδέλφων τους, μιας και “σε καμμιά στιγμή της ιστορίας δεν νικήθηκε το πνεύμα παρά μόνο όταν απαρνήθηκε τον εαυτό του”. “Ήρθε η ώρα”, σημείωνε ο Λουντέμης “τον τίτλο σας να τον πάρετε από τη Ζωή, αλλοιώς θα σας τον αφαιρέσει η Τέχνη”.
Πράγματι οι διαμαρτυρίες και οι πιέσεις έφεραν κάποιο αποτέλεσμα: το 1956 είχαν μείνει στον Άη Στράτη μόλις 820 εξόριστοι. Ο Λουντέμης, ωστόσο, αν και απολύθηκε από τον Άη Στράτη, μετά τη δίκη [6] για τη συλλογή διηγημάτων “Βουρκωμένες μέρες” [7] και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του συνειδητοποιούσε ημέρα με την ημέρα πως το κλίμα στην αμερικανοκρατούμενη Ελλάδα των δωσιλόγων γι’ αυτόν ήταν βαρύ.
Δεν ήταν ακριβώς έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός πως λίγο καιρό αργότερα η τότε ελληνική κυβέρνηση κι ενώ ο συγγραφέας βρισκόταν στο εξωτερικό, με αφορμή την ομιλία του στα εγκαίνια του μνημείου στο πρώην ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ (βρισκόταν τότε στο έδαφος της ΛΔΓ [8]), όπου θύματα υπήρξαν και Έλληνες [9], του αφαίρεσε εντελώς αυθαίρετα την ελληνική ιθαγένεια στερώντας του παράλληλα και τη δυνατότητα να επιστρέψει στην Ελλάδα [10].
Ο Μενέλαος Λουντέμης πικραμένος αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Ρουμανία, κάνοντας πολλά ταξίδια σ’ όλον τον κόσμο. Αλλά η βάση του ήταν το Βουκουρέστι. Εκεί τον συνάντησε τον Αύγουστο του 1962 ο Τάσος Βουρνάς. Καρπός της συνάντησης του αυτής ήταν και το κείμενο “Συνάντηση με τον Λουντέμη” (παρατίθεται στη συνέχεια αυτούσιο), που δημοσιεύτηκε στην “Επιθεώρηση Τέχνης” τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου:
Συνάντηση με τον Λουντέμη [11]
Το Σαββατοκύριακο 10-12 Αυγούστου βρισκόμουν στο φλεγόμενο Βουκουρέστι. Ζέστη να ιδούν τα μάτια σας. Οι αχνοί της παχειάς Βουκουρεστιάνικης καμπίσιας γης σε τυλίγουν να σε πνίξουν. Υγρασία μαζί και κουφόβραση που κάνει τους Βουκουρεστιάνους να αερίζονται σαν τρελλοί στους δρόμους, στα τρόλλεϋ, στα κέντρα και στα σπίτια τους.
Μέσα στην μεσημεριάτικη άπνοια, καθώς προσπαθώ να δροσισθώ στα λινά φίνα σεντόνια του “Ατενέ”, χτυπάει το τηλέφωνο δίπλα μου. Συνέρχομαι από τη νάρκη μου και αρπάζω το ακουστικό.
– Ποιός;
– Λουντέμης, εδώ! Καλώς όρισες στο Βουκουρέστι. Ντύνομαι κ’ έρχομαι!
Πριν προφτάσω καλά – καλά ν’ απαντήσω στα καλωσορίσματά του, το τηλέφωνο κλείνει. Ρίχνω μια απελπισμένη ματιά στα ρούχα μου που καίνε σαν τη φλεγόμενη βάτο [12], σηκώνομαι, ντύνομαι.
Και νάτος σε λίγο εισβάλλει ζωηρός, κεφάτος, θορυβώδης, πηγαίος, συγκινημένος. Αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε σταυρωτά, ρωμέικα. Πώς να το κάνεις τέσσερα χρόνια λείπει από την Ελλάδα, μια μικρή ζωή.
– Άντε ‘τοιμάσου, φεύγουμε! μου κάνει φουριόζος [13].
– Μέσα στο λιοπύρι [14];
– Ίσα – ίσα μέσα στο λιοπύρι. Θα σε πάω εγώ κάπου να δροσερέψει ο νους σου και το κορμί σου!
Μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου έχει παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του, ένα “Μόσκοβιτς”. Με ρίχνει κυριολεκτικά μέσα και βάζει μπρος ξεκινώντας σαν σίφουνας. Όλοι οι “τροχαίοι” του Βουκουρεστίου τον ξέρουν και του χαμογελάνε με επιείκεια. Είναι ο “σκριτόρ Γκρέκου”, ο Έλληνας συγγραφέας.
– Λέγε! μου κάνει.
– Σαν τί θες να μάθεις;
– Για όλα! Για τους φίλους, για την πατρίδα, για την πνευματική κίνηση, για το λαό μας!
Εγώ λέω κ’ εκείνος οδηγεί το αυτοκίνητο προσεκτικά, πετώντας ανάκατα τις ερωτήσεις του. Πηγαίνουμε έξω από το Βουκουρέστι και παίρνουμε τη θαυμάσια “αουτομπάν”, το φαρδύ αυτοκινητόδρομο που τραβάει βορειοδυτικά. Ο αέρας μας χτυπάει δροσερός, γύρω το πράσινο οργιάζει. Οι περίφημες λίμνες του Βουκουρεστιού είναι γεμάτες από κολυμβητές.
Κάπου δέκα χιλιόμετρα έξω από την πόλη είναι το “Πάρκουλ Μπανιάσα”, το πάρκο της Μπανιάσας. Πώς να σου δώσω, Έλληνα αδελφέ μου, να καταλάβεις τί θα πει πάρκο εδώ αφού δεν τόχεις πιάσει ούτε στις πιο τολμηρές στιγμές της φαντασίας σου; Απέραντες απλόχωρες εκτάσεις γιομάτες δένδρα, παρτέρια και χλόη, όσο φτάνει το μάτι σου. Το σοφό ανθρώπινο χέρι καθοδηγώντας τη φύση έχει φτιάξει ένα αριστούργημα. Το αυτοκίνητο περνάει από θαυμάσιους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, που τους σκιάζουν τα πανύψηλα δένδρα. Το φως είναι πράσινο, φιλτραρισμένο από τα φύλλα. Το μάτι ξεκουράζεται, η καρδιά ελαφρώνει.
Ο Λουντέμης χαίρεται τη χαρά μου, λες κι’ ο ίδιος τάφτιαξε με τα χέρια του τούτα τα θαύματα και μου τα προσφέρει με την καρδιά του.
Στην πιο πυκνή συστάδα του πάρκου ένα χαριτωμένο κέντρο μας περιμένει. Παρκάρουμε και καθόμαστε στη βεράντα για καφέ.
– Τώρα λέγε εσύ! του κάνω. Ο κόσμος κει κάτω στην πατρίδα θέλει να μάθει για σένα.
Δούλεψα, γύρισα τον κόσμο, έχω χορτάσει τόπους και ανθρώπους. Τώρα κυκλοφόρησε στα ρουμάνικα ένα καινούργιο μου βιβλίο, “Το ρολόι του κόσμου χτυπάει μεσάνυχτα” και τυπώνεται ένα δεύτερο “Οδός Αβύσσου αριθμός 0”. Ελπίζω μέσα στο χρόνο να τελειώσω ένα τρίτο σε δυο τόμους συνολικού όγκου χιλίων σελίδων.
– Δεν νοστάλγησες τον τόπο μας;
– Η ψυχή μου το ξέρει, λέει και μελαγχολεί απότομα. Ένας συγγραφέας όσο κι’ αν ζει άνετα εδώ, ανήκει στον τόπο του και το λαό του.
Ο ήλιος κατεβαίνει χαμηλά στον κάμπο. Το πάρκο της Μπανιάσας ευωδιάζει. Μένουμε κάμποσο σιωπηλοί.
– Έλα, μου κάνει, μελαγχολήσαμε. Θέλω να σε πάω, όσο είναι μέρα να ιδείς ένα θαύμα, “Το σπίτι της ανάπαυσης των συγγραφέων”. Περνώ τρεις μήνες το χρόνο κι’ εγώ εκεί.
Ξεκινάμε από φαρδειούς δρόμους τραβάμε τώρα κατά το νότο. Μπροστά μας προβάλλει ένα νέο πάρκο. Μια πελώρια σιδερένια πόρτα κλείνει την είσοδο. Ο Λουντέμης κορνάρει, βγαίνει ο θυρωρός. Τον αναγνωρίζει, τον χαιρετά εγκάρδια και η πόρτα ανοίγει διάπλατα. Είμαστε στο παλάτι της Μογκοσόγιας του παλιού Ρουμάνου άρχοντα Μπραγκοβάνου, ένα αριστούργημα του 18ου αιώνα με κόκκινα τούβλα σαν και τα δικά μας τα βυζαντινά παλάτια του Μυστρά. Μόνο εδώ που το διατηρούν ανέπαφο. Το κτίριο (πέρασε κι ο Ρήγας από δω σα γραμματικός του άρχοντα στα 1790), ζει και σήμερα. Το κεντρικό είναι Μουσείο. Τα γύρω παλάτια είναι το “σπίτι της ανάπαυσης των καλλιτεχνών”. Καθώς βαδίζουμε στο πάρκο έρχεται από αντίκρυ ένας γεράκος με μπαστούνι. Είναι ο “μαέστρου” Τσυπριάν, μεγάλος απόμαχος ηθοποιός της Ρουμανίας.
Ο Μενέλαος του κάνει χαρές:
– Τί το θέλεις το μπαστούνι μαέστρο;
– Για να σκοτώνω φίδια, απαντάει ο γεράκος με ψεύτικη σοβαρότητα.
Και κει μπροστά στα μάτια μας, σ’ ένα εύθυμο διάλογο, συντελείται μια εξαίσια θεατρική παράσταση.
Φύγαμε από τη Μογκοσόγια, με το σούρουπο. Ακολούθησε μια “ελληνική βραδιά” στο σπίτι του συγγραφέα Δήμου Ρεντή με μελιτζάνες, κολοκυθάκια τηγανητά, σκορδαλιά, τσιροσαλάτα και ούζο. Τάχε φέρει όλα από την Αθήνα η μητέρα του που ήρθε να τον επισκεφθεί. Και φυσικά δεν έλειψαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι στο πικ-απ.
Φεύγουμε αργά. Το νυχτωμένο και εργατικό Βουκουρέστι, η σοσιαλιστική πολιτεία, κοιμάται. Αποχαιρετώ τον Λουντέμη που φεύγει τα ξημερώματα για την εξοχή, στη θάλασσα, με ένα αδελφικό αγκάλιασμα και την καλύτερη ευχή που μπορείς να δώσεις εδώ στους Ρωμιούς: “Καλή πατρίδα”!
ΤΑΣΟΣ ΒΟΥΡΝΑΣ
Η λογοτεχνική παραγωγή στην πολιτική προσφυγιά και οι μεταφράσεις των έργων του
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης εξορίας του ο Μενέλαος Λουντέμης επισκέφθηκε αρκετές χώρες, ανάμεσά τους και την πρώην ΕΣΣΔ σε δύο ταξίδια που πραγματοποιήθηκαν το 1958 και το 1959 αντίστοιχα [16]. Στο πρώτο μάλιστα το 1958 βρέθηκε με τον Ναζίμ Χικμέτ στην Τασκένδη, πρωτεύουσα της πρώην Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν, όπου διεξαγόταν το Β’ Συνέδριο Συγγραφέων Ασίας – Αφρικής, στο οποίο ήταν και οι δύο προσκεκλημένοι. Ο Φώτης Σιούμπουρας αναφέρει πως η συνάντηση τους ήταν συγκινητική και οι σύνεδροι ζήτησαν ν’ ανέβουν οι δύο ποιητές στη σκηνή για ν’ απαγγείλουν τα ποιήματά τους [17].
Η επίσκεψη το 1958 και 1959 του Μενέλαου Λουντέμη στην ΕΣΣΔ συνοδεύτηκε από την έκδοση τεσσάρων έργων του στα ρωσικά το 1958, 1959, 1960 και 1961. Η περίοδος, άλλωστε, της πολιτικής προσφυγιάς ήταν δημιουργική για τον συγγραφέα, αφού όχι μόνο η ΕΣΣΔ, μα και στις υπόλοιπες “σοσιαλιστικές δημοκρατίες” εκτίμησαν το λογοτεχνικό του έργο, με αποτέλεσμα έργα του να μεταφραστούν και να κυκλοφορήσουν στην Αλβανία, στη Βουλγαρία, στη Λαϊκή Κίνα, στην Τσεχοσλοβακία, την πρώην ΛΔΓ, τέλος στην Πολωνία [18].
Ιδιαίτερα, όμως, στη Ρουμανία ο συγγραφέας υπήρξε πολύ αγαπητός. Άλλωστε πολλά από τα έργα του έχουν γραφεί κατά την περίοδο που έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στο Βουκουρέστι και φυσικά έχουν μεταφραστεί στα Ρουμάνικα, Η Elena Lazar στο βιβλίο της Η Νεοελληνική Λογοτεχνία στη Ρουμανία (1837-2005). Βιβλιογραφία [19] καταγράφει αναλυτικά τους τίτλους που κυκλοφόρησαν σ’ αυτή την όμορφη χώρα της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά οι τίτλοι είναι οι εξής:
Πολλές, όμως, ήταν και οι μεταφράσεις σύγχρονων Ρουμάνων συγγραφέων (ποιητών, πεζογράφων και θεατρικών συγγραφέων) που πρόσφερε στο ελληνικό κοινό ο Μενέλαος Λουντέμης συμβάλλοντας στη βαθύτερη γνωριμία και προσέγγιση των δύο λαών της βαλκανικής χερσονήσου. Ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου της Μακεδονίας Τσιπριάν – Λουκρέτσιους Ν. Σούτσιου ακολουθώντας τα βήματα των Ρουμάνων συγγραφέων στην Ελλάδα παράθεσε στη μελέτη που κυκλοφόρησε το 2017 [20] 12 τίτλους έργων που η μετάφρασή τους φέρει την υπογραφή του Μενέλαου Λουντέμη. Ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά της έκδοσής τους στην Ελλάδα αυτοί είναι οι εξής:
Συμπερασματικά, η περίοδος της πολιτικής προσφυγιάς υπήρξε ιδιαίτερα δημιουργική για τον Μενέλαο Λουντέμη. Πολλά βιβλία του γράφτηκαν όταν ο συγγραφέας έζησε ως εξόριστος στο Βουκουρέστι, αρκετά απ’ αυτά μεταφράστηκαν κυρίως στις λεγόμενες “σοσιαλιστικές χώρες”, ο ίδιος αγαπήθηκε από τους Ρουμάνους μα κι έγινε γνωστός σ’ ένα διεθνές κοινό που εκτίμησε την αμεσότητα και τον λυρισμό, τη δύναμη και το ρεαλισμό της “πένας” του.
Χανιά, 10 Οκτωβρίου 2017
Σημειώσεις:
[1] δράκα η: (λογοτ.) ό,τι χωράει η χούφτα του ανθρώπου, κυρίως στην έκφραση μια ~, πολύ μικρός αριθμός: Mια ~ αγωνιστών / άνθρωποι. [λόγ. < ελνστ. δράξ, αιτ. δράκα].
[2] Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Να απολυθούν, περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 11, Νοέμβριος 1955, σελ. 412.
[3] Μενέλαος Λουντέμης, “Ανοιχτό Γράμμα Σ’ όλους τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας και σ’ έναν –χωριστά”, περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 6, Ιούνιος 1955, σελ. 487-489.
[4] αέναος -η -ο: που είναι ή γίνεται από πάντα, διαρκώς και για πάντα· αιώνιος. [λόγ. < αρχ. ἀέναος].
[5] επωδός η: (εδώ μτφ.) για λόγια που επαναλαμβάνονται πολλές φορές και συνήθ. γίνονται βαρετά. [λόγ. < ελνστ. ἐπῳδός (διαφ. το αρχ. ἐπωδός “που ψέλνει επωδές”)].
[6] Για τη δίκη του Μενέλαου Λουντέμη ο αναγνώστης μπορεί να βρει ενδιαφέροντα στοιχεία στις σελίδες 355-379 από το βιβλίο του Δημήτρη Δαμασκηνού “Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας. Ένα δοκίμιο-μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη”, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2017 από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς.
[7] Μενέλαου Λουντέμη, Βουρκωμένες μέρες, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000. Η πρώτη έκδοση αυτής της συλλογής διηγημάτων έγινε στην Αθήνα το 1953 από τις εκδόσεις “Ο Σύγχρονος”.
[8] ΛΔΓ: Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.
[9] Φώτης Σιούμπουρας, Ο δικός μας Μενέλαος Λουντέμης, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 2005, σελ. 131.
[10] Βλ. Δημήτρης Δαμασκηνός, “Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας. Ένα δοκίμιο-μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη”, εκδόσεις Ραδάμανθυς, Χανιά Μάρτιος 2017, σελ. 397-405.
[11] Τάσος Βουρνάς, Συνάντηση με τον Λουντέμη, περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 96, Δεκέμβριος 1962, σελ. 221-222.
[12] βάτος η πληθ. και τα βάτα: 1. γένος διάφορων φυτών, που περιλαμβάνει αγκαθωτούς θάμνους ή δενδρύλλια. 2. (λόγ.) ο βάτος: Ο Θεός εμφανίστηκε στο Mωυσή με τη μορφή φλεγόμενης βάτου. [λόγ. < αρχ. βάτος ὁ & ἡ].
[13] φουριόζος -α -ο: που κινείται, που ενεργεί με βιασύνη, με ορμή και ως ουσ. [ιταλ. furioso -ς].
[14] λιοπύρι το: η υπερβολική ζέστη από την ηλιακή ακτινοβολία, ο καύσωνας. [λιο- 1 + πύρ(α) -ι].
[15] Ο Γιάννης Βεάκης (1918-25 Μαρτίου 2006) υπήρξε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, πολιτικός εξόριστος στη Ρουμανία και διακεκριμένος σκηνοθέτης του Κρατικού Θεάτρου Βουκουρεστίου. Βλ. Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], «Ξανάσμιξε»… με τον πατέρα του. Έφυγε από τη ζωή ο γιος του Αιμίλιου Βεάκη, Γιάννης, διακεκριμένος σκηνοθέτης στη Ρουμανία, εφημερίδα “Ριζοσπάστης”, Τετάρτη 12 Απρίλη 2006, σελ. 23.
[16] ΕΣΣΔ: Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
[17] Φώτης Σιούμπουρας, Ο δικός μας Μενέλαος Λουντέμης, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 2005, σελ. 103.
[18] Κάποια μεμονωμένα έργα του μεταφράστηκαν επίσης και στον λεγόμενο “δυτικό κόσμο”, συγκεκριμένα στην Αγγλία μα και στην Τουρκία.
[19] Elena Lazar, Literatura neoelenă în România (1837-2005). O bibliografie (Η νεοελληνική λογοτεχνία στη Ρουμανία. 1837-2005. Βιβλιογραφία), Editura Omonia, Βουκουρέστι, 2005.
[20] Τσιπριάν – Λουκρέτσιους Ν. Σούτσιου, Στα βήματα των Ρουμάνων συγγραφέων στην Ελλάδα. Παραδοσιακός και σύγχρονος ρουμανικός πολιτισμός, εκδοτικός οίκος Κ. & Μ. ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, σελ. 395, Θεσσαλονίκη 2017.
Το βράδυ του Σαββάτου, 23 Νοεμβρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρης…
Σε πλήρη ετοιμότητα δηλώνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ενόψει της αυριανής διαδικασίας εκλογής προέδρου (Κυριακή 24 Νοεμβρίου). Σύμφωνα με ανακοίνωση…
Σε πολύ δύσκολη θέση είναι οι κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ που υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ, καθώς μετά…
Η 29η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, COP29, που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στην πρωτεύουσα…
Θερμοκρασίες ρεκόρ καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι στις ελληνικές θάλασσες καθιστώντας το, το πιο ζεστό σε βάθος σαρακονταετίας…
Η βουλευτής Χανίων αποκαλύπτει, σε συνέντευξή της στα «Νέα» και στον Χρήστο Χωμενίδη, το παρασκήνιο…
This website uses cookies.