Με 158 «ναι» υπερψηφίστηκε το εργασιακό νομοσχέδιο αλλά και η τροπολογία που περιλαμβάνει τις τριετίες και τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό.
Επί της αρχής σύσσωμη η αντιπολίτευση καταψήφισε το σχέδιο νόμου. Συγκεκριμένα, καταψηφίστηκε από 138 βουλευτές σε σύνολο 296 παρόντων βουλευτών.
ο υπουργός Εργασίας Άδωνις Γεωργιάδης προχώρησε σε σχετική ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, λέγοντας ότι το νομοσχέδιο είναι πλέον νόμος του κράτους και ευχαριστώντας τους βουλευτές που το ψήφισαν.
Το Εργασιακό μας Νομοσχέδιο μόλις πέρασε από την Βουλή των Ελλήνων και καθίσταται Νόμος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ευχαριστώ όλους τους συναδέλφους Βουλευτές για την εμπιστοσύνη τους.
Το Εργασιακό μας Νομοσχέδιο μόλις πέρασε από την Βουλή των Ελλήνων και καθίσταται Νόμος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ευχαριστώ όλους τους συναδέλφους Βουλευτές για την εμπιστοσύνη τους. pic.twitter.com/a7KdlIEAvY
— Άδωνις Γεωργιάδης (@AdonisGeorgiadi) September 22, 2023
Κουτσούμπας: Οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους θα ακυρώσουν στην πράξη τα αντεργατικά μέτρα
Τη «βαρβαρότητα» του δρόμου ανάπτυξης που εφαρμόζει η σημερινή, αλλά και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, η οποία «αυξάνει την εκμετάλλευση και την απανθρωπιά, αναζητά νέες αγορές, επενδυτικές ευκαιρίες και περισσότερα κέρδη για το κεφάλαιο και θυσιάζει τις ανάγκες του λαού στο βωμό κόστους – οφέλους», κατήγγειλε από το βήμα της Βουλής ο γενικός γραμμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, μιλώντας για το εργασιακό νομοσχέδιο.
«Αυτή η βαρβαρότητα», τόνισε είναι και το νήμα που συνδέει την καταστροφή του λαού της Θεσσαλίας, που είναι βουτηγμένος μέσα στη λάσπη και προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια του, παίρνοντας δύναμη μόνο από τη συγκλονιστική αλληλεγγύη των σωματείων απέναντι στα «αντεργατικά μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση».
Ο κ. Κουτσούμπας κατήγγειλε την εμπορευματοποίηση του νερού, των δασών και της υγείας, με το πρόσχημα της συμβολής των ιδιωτών στην προστασία τους, την «φοροεπιδρομή» στους αυτοαπασχολούμενους την ώρα που «το μεγάλο κεφάλαιο φοροαπαλάσσεται», την επιβολή «νέων χαρατσιών» στο λαό με την υποχρεωτική ασφάλιση ακινήτων, που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ.
Με όλα αυτά, «το κράτος πετάει την ευθύνη από πάνω του και καλεί τον λαό να πληρώσει ξανά», επισήμανε ο γραμματέας του ΚΚΕ, προσθέτοντας ότι όλα γίνονται από τις ελληνικές κυβερνήσεις «με οδηγό τα φιρμάνια της ΕΕ», που θυσιάζει τις λαικές ανάγκες στο βωμό του κόστους – οφέλους.
«Το ν/σ έχει καταδικαστεί στη συνείδηση των εργαζομένων»
Ο Δημήτρης Κουτσούμπας αναφέρθηκε στις (21/9) μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις ενάντια στο νομοσχέδιο «που δεν βλέπει η κυβέρνηση», τονίζοντας πως το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου έχει καταδικαστεί στη συνείδηση των εργαζομένων.
Σημείωσε ότι με το δήθεν «ξεπάγωμα» των τριετιών που ανακοίνωσε, η κυβέρνηση προσπαθεί να αποσπάσει την ανοχή των εργαζομένων και τον συμβιβασμό τους με την ακρίβεια που συνεχώς γιγαντώνεται.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, υπογράμμισε, «φέρνει νέα παρέμβαση στον εργάσιμο χρόνο κατά παραγγελία μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, καταργεί το 8ωρο, εκτοξεύει την ευέλικτη εργασία με εργαλείο τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, καταργεί το πενθήμερο και την κυριακάτικη αργία σε μία σειρά επιπλέον κλάδους, όπως των τροφίμων – ποτών, και ποινικοποιεί τη συνδικαλιστική δράση».
«Κι άλλες κυβερνήσεις έφεραν αντεργατικούς νόμους κι έφαγαν τα μούτρα τους»
Αναφέρθηκε επίσης στις τροπολογίες που κατέθεσε το ΚΚΕ για το αναδρομικό «ξεπάγωμα» των τριετιών, αλλά και τη μονιμοποίηση όλων των πενταετών, επταετών και εποχικών πυροσβεστών.
Καυτηρίασε και τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, που «έβαλαν χέρι», όπως είπε, στο σταθερό ημερήσιο χρόνο και, με νομοθετικές παρεμβάσεις τους, όλα τα προηγούμενα χρόνια, έβαλαν τη βάση και διατήρησαν τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε βάρος των εργαζομένων.
«Κι άλλες κυβερνήσεις προσπάθησαν να εφαρμόσουν αντεργατικούς νόμους κι έφαγαν τα μούτρα τους», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Κουτσούμπας, επισημαίνοντας ότι οι εργαζόμενοι, με τους αγώνες τους, θα ακυρώσουν στην πράξη όλα τα αντεργατικά μέτρα στους χώρους δουλειάς, γιατί οι ανάγκες του λαού δεν μπορεί να συμπιέζονται στις «δαγκάνες» των κερδών των λίγων.