Με το αρχικό, σχεδόν γιγαντιαίο, διψήφιο προβάδισμα στις αρχές του περασμένου Μαϊου να κατακρημνίζεται ακόμη και στην διαφορά της μίας μονάδας σε πρόσφατη δημοσκόπηση*, μια ανάσα πριν τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές της Πέμπτης στην Βρετανία, οι αναλυτές και ο Τύπος αναρωτιούνται τι συμβαίνει με την Τερέζα Μέι.
Για το περιοδικό Time, η απόφαση της Βρετανίδας πρωθυπουργού για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες είχε νόημα την στιγμή που ελήφθη. Στα μέσα Απριλίου, το κόμμα της, το Συντηρητικό, ήταν μπροστά από τους Εργατικούς του Κόρμπιν σχεδόν κατά 21 μονάδες. Ωστόσο, είχε κληρονομήσει μια ισχνή πλειοψηφία μόλις 12 εδρών στην Βουλή των Κοινοτήτων μετά την παραίτηση του Κάμερον έπειτα από το δημοψήφισμα για το «Brexit». Ακόμα και μια μικρή «ανταρσία» των βουλευτών της θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις διαπραγματεύσεις για το Brexit.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι γενικά απέκλειε τις εκλογές, η Μέι αποφάσισε, το Σαββατοκύριακο του Πάσχα, ότι χρειάζεται μεγαλύτερη πλειοψηφία και μια προσωπική εντολή – δεδομένου ότι η ανάληψη της πρωθυπουργίας δεν έγινε μέσω εκλογών – επιτρέποντάς της να συντρίψει τα αντίπαλα κόμματα που εκλαμβάνουν την τακτική της ως σχέδιο για ένα «σκληρό Brexit», με την χώρα, όχι μόνο να εγκαταλείπει την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση αλλά και την κερδοφόρα ενιαία αγορά της.
Φαίνεται όμως πως αυτή η απόφαση αποτέλεσε την πρώτη ρωγμή στην «βιτρίνα» της προσεκτικά κατασκευασμένης «ισχυρής και σταθερής» ηγετικής της εικόνας. Τώρα, λίγο πριν την ψηφοφορία της Πέμπτης, οι εκλογές έγιναν πιο «σφιχτές» από όσο ίσως θα μπορούσε να φανταστεί. Μέχρι τις 25 Μαΐου, οι Εργατικοί μείωσαν το προβάδισμα των Συντηρητικών σε μόλις πέντε μονάδες, σύμφωνα με δημοσκόπηση της YouGov για την εφημερίδα «The Times». Την Τετάρτη, οι ίδιες δημοσκοπήσεις, σε λεπτομερέστερη έρευνα, έδειξαν οι Συντηρητικοί θα μπορούσαν να χάσουν 20 έδρες και οι Εργατικοί να κερδίσουν 30 έδρες.
Είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς τι καταστροφή θα σήμαινε κάτι τέτοιο για τους «Τόρις». Αν και θα παρέμεναν το μεγαλύτερο κόμμα, ωστόσο, η Μέι θα έπρεπε να μπει σε έναν δύσκολο συνασπισμό με ένα τρίτο μέρος που θα ήθελε ένα λιγότερο σοβαρό ή σκληρό Brexit ή να προσπαθήσει να κυβερνήσει με μια κυβέρνηση μειοψηφίας.
Αν και πολλοί πολιτικοί και αναλυτές αμφισβητούν αυτό το αποτέλεσμα, η συζήτηση για την κατολίσθηση των συντηρητικών κάθε άλλο παρά έχει σταματήσει. Χωρίς να περιμένουν καν το αποτέλεσμα των εκλογών, οι βουλευτές ήδη αναρωτιούνται τι πήγε στραβά για τους Τόρις. Η αντιπολίτευση έχει πολλές εκδοχές. Ο Clive Lewis, πρώην γραμματέας άμυνας του Εργατικού Κόμματος, εκτιμά ότι η συντηρητική «ύβρις» είναι «εν μέρει υπεύθυνη» για τα πρόσφατα προβλήματά τους. Λέει ότι αυτή η αυτοπεποίθηση οδήγησε την Μέι σε ένα μανιφέστο γεμάτο «σκληρές και δρακόντειες πολιτικές».
Το μεγαλύτερο λάθος βήμα της Μέι αφορούσε την κοινωνική πρόνοια. Βάσει του προεκλογικού σχεδίου που παρουσίασε οι γηραιότεροι πολίτες θα πρέπει στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας να πληρώνουν περισσότερα, ώστε να καλύπτεται το κόστος της περίθαλψής τους, ακόμη και να παραχωρούν στο κράτος το σπίτι τους αφού φύγουν από τη ζωή.
Η κοινωνική κατακραυγή ήταν έντονη, με τον κόσμο να βαφτίζει αυτό το σχέδιο ως «φόρο άνοιας». Σε μια απελπισμένη απόσυρση προσπάθεια να αντιστρέψει το εις βάρος της κλίμα, η Μέι υποχώρησε από την αρχική της θέση κάνοντας κάποιες αλλαγές στο σχέδιό της για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. «Μετά το φόρο της άνοιας, τα μέσα ενημέρωσης μύρισαν αίμα», λέει ο Lewis. «Άλλες πολιτικές άρχισαν να ξετυλίγονται. Είχε καλέσει σε εκλογές καταρχήν για μεγαλύτερη πλειοψηφία και, δεύτερον, για να δημιουργήσει μια πολιτική κληρονομιά. Το δεύτερο από αυτά σίγουρα το πυροβόλησε».
Για τον Συντηρητικό βουλευτή, Mark Spencer, η Μέι σκόπιμα οργάνωσε τις εκλογές ως μια μάχη προεδρικού στιλ, μεταξύ της ίδιας και του Κόρμπιν. Ο Σπένσερ είναι σίγουρος ότι η μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος δυσπιστεί έναντι του βετεράνου αριστερού ηγέτη. «Δεν θα κοιμηθώ άνετα αν ο Κόρμπιν διαπραγματευτεί για μας το Brexit», λέει.
Η πρωθυπουργός πίστευε ότι η μακρά θητεία της στο υπουργείο Εσωτερικών θα λειτουργούσε υπέρ της και εναντίον του Κόρμπιν, ο οποίος δεν είναι δημοφιλής μεταξύ των βουλευτών του για τις αριστερές απόψεις του, όπως η κατάργηση των πυρηνικών όπλων και η εμφανής προσέγγισή σε ορισμένες οργανώσεις, όπως η Παλαιστινιακή Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, που για τους Βρετανούς αναγνωρίζονται ως “τρομοκρατικές”.
Η αντίθεση έγινε ιδιαίτερα έντονη μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Μάντσεστερ στις 22 Μαΐου, όταν η Μέι κατηγόρησε τον αντίπαλό της ότι ενοχοποίησε την βρετανική πολιτική στην Μέση Ανατολή. Επιπλέον αίσθηση προκάλεσε και η εξαγγελία της για αλλαγές στο νομικό πλαίσιο και περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού.
Αντίθετα, εκτός από ένα πρόσφατο λάθος, όταν δεν μπόρεσε να κοστολογήσει την πρόταση των Εργατικών για δωρεάν κρατική μέριμνα σε παιδιά έως δύο ετών, κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής συνέντευξης, ο Κόρμπιν διεξήγαγε μια ομαλή προεκλογική εκστρατεία. «Ο Κόρμπιν έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες των ανθρώπων, οι οποίες ήταν πολύ χαμηλές», λέει ένα ανώτερο στέλεχος των Εργατικών που ζήτησε ανωνυμία. «Δεδομένου του χρόνου που είχε για να μιλήσει στον αέρα, οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι δεν είναι τόσο κακός».
Η αυτοπεποίθηση του Κόρμπιν είναι τόση, που πήρε την αργοπορημένη απόφαση να συμμετάσχει στο τηλεοπτικό ντιμπέιτ, κάτι που τόσο ο ίδιος όσο και η Μέι απέφευγαν. Προκάλεσε την Μέι να κάνει το ίδιο, σε μια έξυπνη κίνηση, ώστε να την εμφανίσει δειλή ή να την αναγκάσει σε μια ακόμη αλλαγή γνώμης. Ο Κόρμπιν κέρδισε τις εντυπώσεις και ο Vince Cable, ένας Φιλελεύθερος Δημοκράτης που θήτευσε μαζί με την Μέι στο υπουργικό συμβούλιο συνασπισμού του Κάμερον από το 2010 μέχρι το 2015 λέει, ότι το «επιχειρησιακό στιλ» της Μέι ήταν σαν να βρισκόταν σε «μπούνκερ» (σσ. εξοπλισμένο καταφύγιο) στο υπουργείο Εσωτερικών. «Οι αδυναμίες της φάνηκαν σε αυτήν την εκστρατεία. Θα πάθει ζημιά επειδή δεν κατάφερε να πετύχει το θεαματικό αποτέλεσμα που έλπιζε».
Αρνητική εντύπωση προκάλεσε και η απουσία της στο τελευταίο debate, πριν από περίπου μια εβδομάδα, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί. Το Συντηρητικό Κόμμα εκπροσώπησε η υπουργός Εσωτερικών Άμπερ Ράντ, η οποία υπέστη καταιγισμό πυρών από όλους τους υπόλοιπους, και η απούσα Μέρι έδωσε για μια ακόμη φορά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τροφή για σχόλια και επικρίσεις.
Ο Κέιμπλ συμφωνεί με τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν μια συντηρητική πλειοψηφία περίπου κατά 60 έδρες, η οποία απέχει πολύ από το ορόσημο των 100 που πολλοί Συντηρητικοί είχαν προβλέψει σε ιδιωτικές συζητήσεις. «Η εκστρατεία ήταν αδιάφορη και υπήρξαν κακές εκτιμήσεις», λέει ο Κέιμπλ. «Πρέπει να ενεργοποιήσουν τους υποστηρικτές». Ένα μέλος της κυβέρνησης που μίλησε υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, αν και παραδέχεται ότι η ψηφοφορία θα είναι δύσκολη, ωστόσο εκτιμά, πως οποιαδήποτε αύξηση της πλειοψηφίας του κόμματος θα «ενισχύσει» την Μέι, ανεξάρτητα από το πόσο μικρή θα είναι αυτή η αύξηση. Ο John Rentoul, επικεφαλής πολιτικός σχολιαστής στην εφημερίδα «The Independent» και επισκέπτης καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου, συμφωνεί. «Αν πάρει την πλειοψηφία, θα είναι δική της πλειοψηφία και εντολή για το Brexit».
Ακόμη και όταν η Μέι ανακοίνωσε τις εκλογές με τόσο μεγάλο προβάδισμα, ο καθηγητής John Curtice, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Strathclyde, λέει ότι η ίδια υποστήριξε πως η απόφαση δεν ήταν μια «άσκηση άνευ κινδύνου». Ένα μεγάλο προβάδισμα σε ψήφους δεν μεταφράζεται αναγκαστικά σε τεράστια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, λέει. «Όλοι ξεχνούν ότι οι Συντηρητικοί είχαν ένα προβάδισμα επτά μονάδων επί των Εργατικών το 2015 και κατέληξαν με μια πλειοψηφία μόλις 12 εδρών. Η πρωθυπουργός δεν είχε τις καλύτερες εκλογές, το μανιφέστο που λέει στους ανθρώπους για το κακό φάρμακο που θα πρέπει να καταπιούν για τα επόμενα πέντε χρόνια, δεν έχει πάει πάρα πολύ καλά».
Ο Curtice λέει ότι αν η Μέι καταλήξει με μια πλειοψηφία μόνο, για παράδειγμα, 30 εδρών, δεν θα έχει «απελευθερωθεί» από πιθανές ανταρσίες, ιδιαίτερα μεταξύ των βουλευτών που είναι εναντίον της ΕΕ και αποκλείουν παραχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Για τον «Economist», όποιος κι αν είναι ο νικητής των εκλογών θα αναγκαστεί να αναμορφώσει τη θέση της Βρετανίας στον κόσμο σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να επανεξετάσει τις εγχώριες πολιτικές για τα πάντα, από τα δημοσιονομικά έως την αλιεία, δεδομένου ότι πλέον δεν θα έχει τις οριοθετήσεις των Βρυξελλών.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο εκτός από το Brexit που σχετίζεται με αυτές τις εκλογές. Τα τελευταία 40 χρόνια η Βρετανία κυριαρχείται από τον νεοφιλελευθερισμό, με έμφαση στην ανατροπή του κράτους μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της μείωσης των φόρων, ιδίως των πλουσίων… Με έμφαση στην παγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα την παγκοσμιοποίηση των οικονομικών, στον έλεγχο του πληθωρισμού και του ισοζυγίου στον προϋπολογισμό και επέτρεψε την πλήρη δημιουργική καταστροφή.
Σε αυτές τις εκλογές, για πρώτη φορά από την δεκαετία του ’70, αυτή η φιλοσοφία δεν είναι βασική. Ακόμη και Μέι επιτίθεται εναντίον των «προνομιούχων» και καταγγέλλει ότι «είναι καιρός να θυμηθούμε το καλό που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση». Όπως αναφέρει ο Economist, υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους θα είναι πολύ δύσκολο, τόσο για τη Μέι όσο και για τον Κόρμπιν, να δημιουργήσουν μετεκλογικά ένα νέο πολιτικό τοπίο, γρήγορα και σωστά, όπως απαιτείται λόγω των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί από το Brexit.
Ο πρώτος είναι η έλλειψη προετοιμασίας. Ο δεύτερος είναι ότι το λαϊκιστικό κύμα έσκασε άσχημα για τη Βρετανία και κανείς δεν μπορεί να «επενδύσει» πλέον σε αυτό. Το τρίτο είναι το ίδιο το Brexit. Ακόμη και οι υπέρμαχοί του παραδέχονται ότι η Βρετανία θα υποστεί βραχυπρόθεσμες διαταραχές καθώς επαναδιαπραγματεύεται τη σχέση της με τη μεγαλύτερή της αγορά. Οι περισσότεροι ανεξάρτητοι αναλυτές προβλέπουν μακροπρόθεσμες βλάβες στην οικονομία της χώρας.
Το μόνο βέβαιο είναι, ότι και με αφορμή αυτές τις εκλογές, το βρετανικό πολιτικό σύστημα θα βρεθεί, αργά ή γρήγορα και ανεξάρτητα από το πώς (brexit ή κοινωνικές αντιδράσεις) προ της μοιραίας ανάγκης να δώσει λύσεις στα πραγματικά προβλήματα. ‘Ίσως και να μπορούσε να τα αποφύγει αλλά το πολιτικό κόστος σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν απρόβλεπτο…
*Η σφυγμομέτρηση της Survation φέρνει τους Τόρις στο 41,5% και τους Εργατικούς στο 40,4%.