Του Στέλιου Κούλογλου
Τα χρόνια που έμενα στις Βρυξέλλες, αγόραζα μισό κιλό Lavazza εσπρέσο σε κόκκους, προς 7 ευρώ και κάτι το πακέτο. Γυρνώντας στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο, προς μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι το ΙΔΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ πακέτο πωλείται 15 ευρώ.
Μετά από σχεδόν 3 μήνες άγονων ερωτήσεων σε ιδιωτικές εταιρείες και δημόσιους φορείς, ακολουθεί μια ιστορία κερδοσκοπίας και καταλήστευσης των Ελλήνων πολιτών.
Στο Βέλγιο, ο κατώτατος μισθός είναι 2.000 και κάτι ευρώ. Σε ορισμένους κλάδους, οι συλλογικές συμβάσεις- τις οποίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέπεμψε την προηγούμενη εβδομάδα στις ελληνικές καλένδες- προβλέπουν υψηλότερους κατώτατους μισθούς.
Χοντρικά, με βάση την αγοραστική δύναμη, ο Έλληνας πληρώνει 3 φορές παραπάνω τον συγκεκριμένο καφέ– και όχι μόνο. Πώς είναι δυνατόν;
Οι ερωτήσεις ξεκίνησαν από την εταιρεία που εισάγει και εμπορεύεται τη συγκεκριμένη μάρκα καφέ (Lavazza) στην Ελλάδα.
Μετά από αρκετά τηλεφωνήματα για να βρεθεί ο αρμόδιος, στις 27 Σεπτεμβρίου έστειλα mail στον κ. Κ. (όλα τα ονόματα στη διάθεση των αρμοδίων αρχών) με την προφανή ερώτηση:
«Πώς εξηγείται κατά την άποψη σας η τόσο μεγάλη διαφορά; Σε τι τιμή εισάγετε το συγκεκριμένο προϊόν και σε τι χονδρική τιμή το πουλάτε στους πελάτες σας (ενδιάμεσοι προμηθευτές, σούπερ μάρκετ, κλπ); ».
Αναμένοντας μέρες στον ακουστικό μου, σαν τον παλιό καλό ΟΤΕ, άρχισα να ενοχλώ τις ελληνικές αρχές και καταναλωτικές οργανώσεις, από την Συνήγορο του Καταναλωτή μέχρι την ΕΚΠΟΙΖΩ.
Κατέληξα ότι αρμόδια είναι η υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης στην οποία υπέβαλλα καταγγελία στις 9 Οκτωβρίου, ζητώντας να διερευνηθεί η υπόθεση.
Eπιτέλους την επόμενη μέρα, 10 Οκτωβρίου, επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί μου η κυρία Χ., επικεφαλής του Εμπορικού Τμήματος της Lavazza όπως συστήθηκε.
Έπειτα μου έστειλε το παρακάτω mail:
«Σε συνέχεια της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας, παρακαλώ όπως μας αποστείλετε τις φωτογραφίες από τα ράφια ώστε να φαίνονται οι συγκεκριμένοι κωδικοί προϊόντος στους οποίους αναφέρεστε, προκειμένου να διερευνηθεί το θέμα και να σας απαντήσουμε σχετικά».
Έστειλα φυσικά τις φωτογραφίες με τα προϊόντα, όπως τα βλέπετε και στο άρθρο, επαναλαμβάνοντας το αίτημα μου για τις τιμές.
Mετά από μία εβδομάδα, στις 17 Οκτωβρίου έλαβα ένα νέο mail εκ μέρους της Lavazza, αυτή τη φορά από τον κ. Β., αρμόδιο για όλη την ευρύτερη περιοχή πέρα από την Ελλάδα.
Ο κ. Β. έστειλε μία σειρά από σημεία ως απάντηση, αποφεύγοντας να αναφερθεί στην ..ταμπακιέρα: πόσο πουλάει η εταιρεία στα σούπερ μάρκετ το προϊόν.
Παρέπεμψε το θέμα στα σούπερ μάρκετ που καθορίζουν την τελική τιμή, πρόσθεσε ότι στο Βέλγιο υπάρχει ανταγωνισμός (σωστό-εδώ έχουμε καρτέλ) και ότι στην Ελλάδα έχει επιβληθεί ειδικός φόρος επί του καφέ (κι αυτό σωστό, αλλά ο φόρος είναι 3 ευρώ το κιλό. Άντε δηλαδή o φτωχός Έλλην καταναλωτής να αγόραζε το πακέτο του μισού κιλού 1,5 ευρώ παραπάνω. Όχι 8).
Απάντησα αμέσως την ίδια μέρα, στις 17 Οκτωβρίου:
«Το κύριο ερώτημα που έθεσα παραμένει αναπάντητο: πόσο πουλάει η Lavazza, το συγκεκριμένο προϊόν στους λιανοπωλητές».
Δώδεκα μέρες αργότερα, στις 29 Οκτωβρίου ο κ. Β. μου έστειλε νέο mail. Τότε έμαθα ότι η τιμή πώλησης των κόκκων εσπρέσο είναι απόρρητη:
«Σας ευχαριστώ για το email σας. Ωστόσο, το αίτημά σας περιλαμβάνει ευαίσθητες και εμπιστευτικές εμπορικές πληροφορίες που δεν μπορούμε να μοιραστούμε».
Το πράγμα γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον. Ήταν σαν να έψαχνα τον κωδικό από τη βαλίτσα ενεργοποίησης των πυρηνικών πυραύλων, που κουβαλάει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Έτσι άρχισα να ρωτώ τα σούπερ μάρκετ πόσο αγοράζουν το αναθεματισμένο εσπρέσο από τη Lavazza. Μετά από ώρες αναμονής στα τηλέφωνα -έμαθα απ’ έξω όλες τις προσφορές σε απορρυπαντικά- τζίφος ξανά: ήταν εμπορικό μυστικό.
Δεν απέμεινε παρά να απευθυνθώ στο τελευταίο καταφύγιο κάθε Έλληνα πολίτη. Το δημόσιο και στην περίπτωση μου το υπουργείο Ανάπτυξης, στο οποίο είχα ήδη καταγγείλει την υπόθεση.
Η απάντηση είχε καθυστερήσει (συνήθως απαντούν σε ένα μήνα, μου είπαν) και άρχισα τα τηλεφωνήματα.
Εκεί έμαθα ότι για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει πρόβλημα θα πρέπει σε σχέση με κάποια περίοδο αναφοράς, συγκεκριμένα του 2021, να έχει σημειωθεί αύξηση κέρδους 50%.
Αλλά ακόμα και αν είχε σημειωθεί παράβαση, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που είχε επιβληθεί κάποιο πρόστιμο, ίσως δεν θα το μάθαινα ποτέ.
Γιατί δικαιούμαι να έχω ενημέρωση για την καταγγελία μου, μόνο αν το πρόστιμο, που πιθανώς θα είχε επιβληθεί, θα είναι μεγαλύτερο από 50.000 ευρώ. (Είναι κάτι σαν τις απευθείας αναθέσεις της κυβέρνησης: όλα επιτρέπονται μέχρι ενός ποσού).
Διαφορετικά δεν θα μάθω ποτέ την τύχη της.
Αν έχει επιβληθεί 49.000 γιατί να μην το μάθω; «Εχετε έννομο συμφέρον; Δεν έχετε», πήρα την απάντηση.
Στην απελπισία μου, κατέφυγα σε ένα καλό φίλο που ασχολείται με την παραγωγή προϊόντων καφέ στην Ελλάδα. «Ο καθένας κάνει ότι θέλει και βάζει ότι τιμή θέλει», μου είπε. «Οι εταιρείες ψάχνουν λογικά το μεγαλύτερο κέρδος, αφού δεν υπάρχει κανένας έλεγχος. Έχει χαθεί. Και την πληρώνει ο καταναλωτής».
Η πίστη μου στο δόγμα Μητσοτάκη, για τις μαγικές ιδιότητες της «αγοράς» που αυτορυθμίζεται είχε αρχίσει να κλονίζεται. Δεν έφτανε αυτό, κλονίστηκε η πίστη μου και στην υγιή δημοσιογραφία:
Eίδα στον Σκάι και τον νέο ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργο Αυτιά να συνεχίζει το ίδιο επάγγελμα και στις Βρυξέλλες, υποστηρίζοντας σε πρωινή εκπομπή ότι η Ελλάδα είναι πιο φθηνή (θα επανέλθω αύριο για το «ρεπορτάζ» Αυτιά).
Έχουν περάσει δύο μήνες και δεν μπορώ να περιμένω άλλο, μήπως και -ίσως- ενημερωθώ για την καταγγελία μου. Ανυπεράσπιστοι από το κράτος τους, τα ΜΜΕ και τις σκελετικές καταναλωτικές οργανώσεις, οι Έλληνες πολίτες πρέπει να μάθουν γιατί ξεμένουν στις 20 του μήνα.
Όσο για μένα έχω μείνει με την απορία: δεν έχεις «έννομο συμφέρον», αν σε κλέβουν ασύστολα;