Όταν το 1897 συζητείτο το «Ανατολικό Ζήτημα» και στην Κωνσταντινούπολη ο Freiherr von Marschall εξασφάλιζε προς όφελος των γερμανικών συμφερόντων την κατασκευή του σιδηροδρόμου, η Deutsche Rundschau ανακοίνωνε τον Οκτώβριο του 1897:
«Κατά τη διάρκεια του Ελληνο-τουρκικού πολέμου το Ράιχ τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της τουρκικής πλευράς και προσπάθησε να βοηθήσει την Τουρκία με την πρόταση του αποκλεισμού των ελληνικών λιμένων ώστε να παρεμποδίσει τη μεταφορά στρατιωτών και υλικού στην Κρήτη». Και περαιτέρω,«Ενώ η Αγγλία ενισχύει τον ξεσηκωμό των Αρμενίων για να ασκήσει πίεση στην Τουρκία, το Γερμανικό Ράιχ παρεμβαίνει με στόχο την μεγαλύτερη δυνατή διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας της Τουρκίας. Η γερμανική ανατολική πολιτική άρχισε να γίνεται ένας ουσιαστικός παράγοντας της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής εξέλιξης. Ως πρόγραμμα διατυπώθηκε σε κείνη η περίφημη ομιλία του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β΄ κατά το δεύτερο ταξίδι του στην Ανατολή και συγκεκριμένα στη Δαμασκό (1898), στην οποία διαβεβαίωνε τον Χαλίφη και τους επί της γης διεσπαρμένους 300 000 000 Μωαμεθανούς για τη φιλία του». (Απόσπασμα από την έκθεση του Goltz Pascha, αναφορά στην Deutsce Rundschau Οκτώβριος 1897).
Το 1913 γράφει ο Jäckh στο βιβλίο του με τίτλο «Η Γερμανία στην Ανατολή μετά τον Βαλκανικό Πόλεμο» : «Ας θυμηθούμε ποια είναι η θέση της Τουρκίας: ένας παλιός κυρίαρχος λαός βασιλεύει πάνω σε μια μεγάλη, πολύμορφη επικράτεια, στην οποία 3 ήπειροι αλληλοαναπτύχθηκαν, και ο οποίος έπρεπε να μάθει κάθε διαπλοκή και κάθε σύνδεσμο που προέκυπτε από μια τέτοια γεωγραφική θέση. Ο τουρκικός κυρίαρχος λαός, του οποίου εκπρόσωπος ήταν ο έξυπνος και χωρίς ενδοιασμούς Αβδούλ Χαμίτ, προσπάθησε να διατηρήσει την ενότητα μιας καθυστερημένης και εσωτερικά σπαρασσόμενης επικράτειας μέσω του δυνάστη του και μέσω του περισσότερο πνευματικού χαλίφη. Μόνον η βία και το θρησκευτικό πάθος μπορούσαν κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες να έχουν κάποια επίδραση και, πράγματι, για ένα διάστημα κατάφεραν να λειτουργήσουν. Η θρησκευτικο-πολιτική αντίδραση του Χαλίφη εξαπλώνεται: οι απεσταλμένοι του πηγαίνουν στην Τρανσκαυκασία, την Κριμαία, το Βόλγα και μέχρι το Φατάλ. Αλλά οι κίνδυνοι παραμονεύουν παντού: ο κίνδυνος από τους Αρμένιους τους οποίους στηρίζει η Ρωσία, ο κίνδυνος από τους Άραβες τους οποίους στηρίζει η Αγγλία, ο κίνδυνος από τους Σύριους που έχουν επηρεασθεί φονερά από τους Άραβες, ο κίνδυνος από τους Βαλκάνιους, ο κίνδυνος από τους Έλληνες, ο κίνδυνος από τους Ιταλούς. Παντού αποσύνθεση και κατακερματισμός, πατρονάρισμα και απειλή»(σελ. 76/77).
«Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να κρατήσει μια επιφυλακτική διπλωματική στάση λόγω των οικονομικών δυσκολιών της, της εσωτερικής διάσπασης, καθώς και της ιδιαίτερη θέσης της στη Μεσόγειο, η οποία ενδιέφερε την Αγγλία και την Γαλλία και η οποία την έφερνε σε αντίθεση με την Ιταλία»(σελ. 79).
«Αυτοί λοιπόν ήταν οι στόχοι και τα μέσα της γερμανικής ανατολικής πολιτικής: επιφύλαξη, σεβασμός στην τουρκική ιδιαιτερότητα και αυτοπεποίθηση, και ταυτόχρονα σύνδεση με αυτό όπως και οποιοδήποτε άλλο τμήμα του απέραντου κόσμου: δραστήριες εμπορικές σχέσεις και έντονη παρουσία. Αλλά οι ελλείψεις στην τεχνική υποδομή και την εμπορική ικανότητα, ο θρησκευτικός και φυλετικός ρατσισμός φυσικά απογοήτευαν, μακροπρόθεσμα.»(σελ. 78).
Φυσικά, τα λόγια που γράφτηκαν τότε θα μπορούσαν να υποδηλώνουν μια συνέχιση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Γερμανία και η Τουρκία παρέμειναν σύμμαχοι. Κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία δεν δίστασε να επιτεθεί στην Ελλάδα ενώ, ταυτόχρονα, το Υ. Εξωτερικών της πληροφορούσε την Τουρκία ότι τα δικά της σύνορα δεν κινδύνευαν.
Σήμερα θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η Ευρώπη ενώθηκε και έκανε δυνατή την συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών και τη δημιουργία μιας ηπείρου με πολυ-πολιτισμικό πληθυσμό, ελευθερία, ειρήνη και οικονομική ισχύ.
Αν μόνο οι γείτονες της Ευρώπης κατέβαλλαν μια κοινή προσπάθεια με στόχο την ελευθερία και την ειρήνη σε κοσμικές συνθήκες!
Και εδώ εμφανίζεται ένα πρόβλημα, όχι νέο αλλά ολοφάνερα παλιό. Το πρόβλημα των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης, ιδίως στη Μεσόγειο, και όσον αφορά στα σύνορα της Ελλάδας στα Βαλκάνια.
Εν τω μεταξύ έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια Τουρκία η οποία εξελίχθηκε σε ισλαμικό-φασιστικό κράτος. Ένα ιμπεριαλιστικό κράτος που αγωνίζεται για τον Πανισλαμισμό κατά το πρότυπο της μουσουλμανικής αδελφοποίσης. Η Τουρκία, με τον Ερντογάν επικεφαλής του καθεστώτος, θέλει να αναλάβει το ρόλο του «Αρχηγού». Η Τουρκία, αφού εξαφάνισε την αντιπολίτευση στο εσωτερικό, ή τουλάχιστον την φίμωσε, επιδιώκει να αποκτήσει επιρροή στις μουσουλμανικές εθνότητες των Βαλκανίων, της Συρίας, του Ιράκ, των Παλαιστινιακών εδαφών και της Αφρικής. Προ πάντων οι χώρες που ανήκαν στην πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούν στόχο της ανάπτυξης ενός εξτρεμιστικού, σουνιτικού ισλαμικού φανατισμού. Γι’ αυτό το λόγο κινητοποιεί στις εθνικές ομάδες αυτών των χωρών όλα τα ξεπερασμένα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού Ισλάμ, μέσω αντι-δυτικής προπαγάνδας.
Η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει δραστικά αυτή την προπαγάνδα και να στηρίξει τις ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες απειλούνται καθημερινά με οπισθοδρόμηση όσον αφορά την κοσμικοποίησή τους λόγω αυτού του καθεστώτος και του εξτρεμιστικού Ισλαμισμού. Η δημοκρατία, η ελευθερία του λόγου και τα ατομικά δικαιώματα είναι αδιαπραγμάτευτες.
Εδώ αξίζει να ρίξουμε ένα βλέμμα στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Μεσόγειο:
Η Τουρκία προκαλεί με την μεταφορά ανθρώπων στα ελληνικά σύνορα και στα ελληνικά νησιά. Προκαλεί περνώντας λαθραία πλοία και πολεμικό υλικό στη Λιβύη και παραβιάζοντας το εμπάργκο, προκαλεί αποκαλώντας συνειδητά την αδικία δίκαιο, δημοσιεύει χάρτες όπου ελληνικές περιοχές περιγράφονται ως δικές της οικονομικές ζώνες, προκαλεί με την μετατροπή της Αγ. Σοφίας σε τζαμί, προκαλεί με γεωτρήσεις στις ελληνικές και κυπριακές περιοχές, και σχεδόν προκάλεσε στρατιωτική σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας.
Ο Ερντογάν διαδίδει επίσης την αντι-δυτική του προπαγάνδα μέσω των γερμανικών ΜΜΕ και παρουσιάζεται ως ο «νόμιμος εκπρόσωπος όλων των Μουσουλμάνων». Προπάντων όμως κάνει ανθελληνική προπαγάνδα.
Ποια είναι η θέση του Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας απέναντι στις προκλήσεις και την εξτρεμιστική πολιτική της Τουρκίας;
Αξίζει να ρίξουμε ένα βλέμμα: Η φωνή του Υπουργείου Εξωτερικών για την μετατροπή της Αγ. Σοφίας σε τζαμί μόλις που ακούστηκε. Διαβάζουμε τις εξής δηλώσεις: «Η μετατροπή της Αγ. Σοφίας σε τζαμί δεν αποτελεί συμβολή στην αλληλοκατανόηση των λαών… Απαιτείται λογικός διάλογος μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ… (Ο διάλογος εμποδίζεται επίσης από)…» Αφορμές διένεξης όπως γεωτρήσεις της Τουρκίας έξω από την Κρήτη και την Κύπρο»… και τέλος εκφράζεται η ελπίδα «ότι το καθεστώς της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς» δεν θα τεθεί σε κίνδυνο.
Οι προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο: Το Υπ. Εξ. αντιλαμβάνεται ότι τα σύνορα έχουν παραβιασθεί. Θα επιθυμούσε ένα λογικό διάλογο με την Τουρκία. Ταυτόχρονα το Υπ. Εξ. τονίζει ότι ο διάλογος με την Τουρκία είναι σημαντικός διότι η Τουρκία είναι για την ΕΕ μια χώρα σημαντική από στρατηγικής πλευράς.
Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για διάλογο με την Τουρκία. Ποιος άλλωστε δεν ενδιαφέρεται; Το γερμανικό ΥΠΕΞ όμως παραβλέπει το γεγονός ότι η Τουρκία έχει αλλάξει και ότι ο πολιτικός προσανατολισμός της εδώ και πολύ καιρό δεν είναι αυτός τον οποίο περιγράφει: «Η Τουρκία, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1982, είναι ένα λαϊκό, κοινωνικό και δημοκρατικό Κράτος Δικαίου». Το γερμανικό ΥΠΕΞ περιγράφει την αλλαγή στην Τουρκία ως αλλαγή του νέου Συντάγματος του 2018, με το οποίο παραχωρούνται διευρυμένες αρμοδιότητες στον Πρόεδρο του Κράτους. Ασκεί κριτική στην οπισθοδρόμηση που επήλθε στο χώρο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ελευθερίας του Τύπου και του Κράτους Δικαίου, εμφανίζει όμως ως ακίνδυνη την πολιτική θέση της Τουρκίας, διότι την περιγράφει ως συνδυασμό «στοιχείων σύγχρονης βιομηχανικής και οικονομικά εξελιγμένης κοινωνίας και ζωντανών παραδόσεων καθώς και ενός βαθιά ριζωμένου εθνικού αισθήματος».
Οι διμερείς σχέσεις με την Τουρκία, όπως περιγράφονται από το γερμανικό ΥΠΕΞ, αφήνουν ξεκάθαρα να αντιληφθούμε γιατί η Γερμανία κρατά τόσο χαμηλούς τους τόνους και γιατί ασκεί τόσο μαλακή κριτική όσον αφορά τις εξελίξεις στην Τουρκία. Η Γερμανία και η Τουρκία συνδέονται με εξαιρετικά πολύπτυχες και δυνατές σχέσεις στις οποίες επίσης 3 περίπου εκ. κάτοικοι της Γερμανίας τουρκικής καταγωγής συμβάλλουν σημαντικά…(…) Η Γερμανία είναι πολύ σημαντικός εμπορικός εταίρος και ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Τουρκία. Το 2019 οι γερμανικές εξαγωγές στην Τουρκία έπεσαν από το ποσό των 20,4 εκ. στα 18 εκ. Ο αριθμός των γερμανικών επιχειρήσεων και των τούρκικων επιχειρήσεων με συμμετοχή γερμανικών κεφαλαίων στην Τουρκία ξεπερνά τις 7400. Το 2018 δημιουργήθηκε η JETCO (Διμερής Επιτροπή Οικονομίας και Εμπορίου) η οποία μαζί με το γερμανο-τουρκικό ενεργειακό φόρουμ αποτελούν την πλατφόρμα διαλόγου μεταξύ εκπροσώπων της πολιτικής και της οικονομίας των δύο χωρών. Για τους Γερμανούς τουρίστες η Τουρκία παραμένει αγαπημένος προορισμός διακοπών.
Η Τουρκία έβαλε υποψηφιότητα για εταίρος στην ΕΕ. Οι διαδικασίες, που ξεκίνησαν το 2005, αποτελούσαν για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας μια διαδικασία με ανοιχτή έκβαση.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσφέρει τη στήριξή της στην Τουρκία όχι μόνο στο θέμα της ένταξης στη ΕΕ αλλά και διμερώς στο ζήτημα της παροχής βοήθειας στους περίπου 3,7 εκ. Σύριους πρόσφυγες που φιλοξενούνται στην Τουρκία. Το Υπ. Εξ. έχει από το 2012 θέσει στη διάθεση των Τούρκων συνολικά 198 εκ. ευρώ ως ανθρωπιστική βοήθεια, πρωτίστως για την κάλυψη των βασικών αναγκών των προσφύγων (διατροφή, στέγη και υγεία). Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης έχει από το 2015 διαθέσει περίπου 349 εκ. ευρώ για να στηρίξει πρόσφυγες και τουρκικές κοινότητες που ανέλαβαν πρόσφυγες.
Βασικά προγράμματα της εξωτερικής, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής πολιτικής για την Τουρκία είναι:
-Η πολιτιστική ακαδημία Tarabya στην Κων/πολη, ένα πρόγραμμα οικοτρόφων για καλλιτέχνες και των δύο φύλλων.
-Η γερμανο-τουρκική γέφυρα νεολαίας για την ενίσχυση των ανταλλαγών νέων
-Το τουρκικο-γερμανικό πανεπιστήμιο της Κων/πολης
-Τα γερμανικά σχολεία εξωτερικού στην Άγκυρα, Κων/πολη και Σμύρνη καθώς και τα σχολεία PASCH(«Σχολεία: Συνεταίροι του μέλλοντος»)
Ποιος πιστεύει τώρα ότι η Γερμανάι έχει κάποιο σοβαρό λόγο να προωθήσει την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας;
Λόγω των ιδιαίτερων σχέσεών της με την Τουρκία η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να υψώσει τη φωνή της για τα παγκόσμια ανθρώπινα δικαιώματα, για την διόρθωση της πολιτικής κατεύθυνσης που έχει πάρει η Τουρκία. Η Γερμανία είναι σε θέση να σκήσει μεγάλη πίεση στην Τουρκία. Παρόλα αυτά δεν κάνει το παραμικρό.
Δικαίως μπορεί να υποπτευθεί κανείς ότι η Γερμανία τοποθετεί τα συμφέροντά της υπεράνω των ατομικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ότι παίζει διπλό παιχνίδι.
Η πρόσφατη λανθασμένη απόφαση του γερμανικό ΥΠΕΞ να προσλάβει μια σύμβουλο επί θρησκευτικών θεμάτων στο υπουργείο, η οποία εμφανώς διατηρεί σχέσεις με δεξιές εξτρεμιστικές σουνιτικές οργανώσεις, ενισχύει την υποψία ότι η πολιτική της Γερμανίας υποστηρίζει κρυφά τον Ερντογάν. Πολλοί Τούρκοι στη Γερμανία χειραγωγούνται μέσω της γερμανόφωνης τουρκικής τηλεόρασης στο Βερολίνο, η οποία μεταδίδει τη σχετική προπαγάνδα και τα ψεύδη μιας αντι-δυτικής και αντι-κοσμικής αντίληψης.
Η σιωπή και η ανεκτικότητα της Γερμανίας ενισχύουν εξαιρετικά την υποψία ότι ακολουθεί ιστορικά τον ίδιο δρόμο προάσπισης των συμφερόντων της. Η Ελλάδα, λόγω του πικρού παρελθόντος της και με τις δύο χώρες έχει ένα λόγο επιπλέον να υπερασπίσει τα δικαιώματά της στη ΕΕ και στην Μεσόγειο και έχει δικαίωμα να προσδοκά ότι η Γερμανία θα εκφρασθεί ανοιχτά, ότι θα φανεί έτοιμη να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα και τις προκλήσεις και ότι θα επέμβει για λογαριασμό της ΕΕ.
Η Τουρκία εξελίσσεται σε ένα θεοκρατικό, φανατικό κράτος. Η επιθετική προσπάθεια επέκτασής της δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Ως μέλος του ΝΑΤΟ είναι οπλισμένη μέχρι τα δόντια και η Γερμανία έχει κατά μεγάλο μέρος συμβάλει σ’ αυτό. Οι παλιοί και νέοι σύμμαχοι; Η ΕΕ οφείλει να διακηρύξει μεγαλόφωνα: «Εδώ δεν υπάρχει πλέον χώρος για ένα νεο-οθωμανικό όραμα»