Του Λέων Κόκκοτα
«Επίσης ο καταλανικός εθνικισμός στηριζόταν πρωταρχικά στις τοπικές μεσαίες τάξεις, σε σημαίνοντα πρόσωπα των επαρχιακών μικρών πόλεων και σε διανοουμένους, επειδή η μαχητική και κατά κύριο λόγο αναρχική εργατική τάξη, Καταλανών και μεταναστών, αντιμετώπιζε με καχυποψία τον εθνικισμό λόγω της ταξικής της θέσης. Όλα τα κείμενα που σχετίζονταν με το αναρχικό κίνημα εκδίδονταν συνειδητά και εσκεμμένα στην ισπανική γλώσσα.»…..
E.J Hobsbawm «Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα μύθος και πραγματικότητα» σελ 196
Στην Καταλονία υπάρχει de facto «κατάσταση εξαίρεσης». Η ισπανική κυβέρνηση, κάνει στην ουσία χρήση του άρθρου 155 του ισπανικού συντάγματος του 1978, που δίνει τη δυνατότητα στο ισπανικό κράτος να παύσει το καθεστώς των αυτονομιών – μέσω της παύσης της ηγεσίας και των διοικητικών θεσμών της αυτονομίας – για λόγους εθνικής ασφαλείας. Στόχος της ισπανικής κυβέρνησης είναι η ακύρωση, στην πράξη, του δημοψηφίσματος με ερώτημα την απόσχιση και την ανεξαρτησία, που έχει προκηρύξει η καταλανική κυβέρνηση για τις 1/10/2017.
Είναι η δεύτερη φορά από το 2012 που εφαρμόζεται ένας τύπος «καθεστώτος εξαίρεσης» από την ισπανική κυβέρνηση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την καταστρατήγηση της «καταστατικής τάξης» των χωρών που εφαρμόζονται οι πολιτικές λιτότητας και τις «άτυπες» περιπτώσεις εφαρμογής «εκτάκτων καθεστώτων» στις περιπτώσεις εκείνες που το καθεστώς της λαϊκής κυριαρχίας δεν οδηγεί στο επιθυμητό για τις άρχουσες τάξεις αποτέλεσμα, πρέπει να μας κάνει ιδιαίτερα «σκεπτικούς» σε ότι αφορά το παρών και το μέλλον της αστικής δημοκρατίας στην Ευρώπη. Η ήττα του «κοινωνικού συμβολαίου» σήμανε και την ήττα τόσο της «καταστατικής τάξης», όσο και της δημοκρατίας της πολιτικής διαπραγμάτευσης, έτσι όπως την ξέραμε, τουλάχιστον στην Ευρώπη, από την εποχή του «καπιταλισμού της ευημερίας». Τα προηγούμενα «πολιτικά εργαλεία», το προηγούμενο πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας της δημοκρατίας, μάρτυρες ενός ενδόξου και απαξιωμένου από τη θέση του ηττημένου, παρελθόντος, είναι ακατάλληλα για τις ευρωπαϊκές ελίτ σε ότι αφορά τη διαχείριση της κρίσης. Η δημοκρατία μετατρέπεται σε μια τυπική και επιτελεστική λειτουργία μέχρι οι «ιθαγενείς» να μάθουν πως πρέπει να ψηφίζουν και το «βαθύ κράτος» αναλαμβάνει σε πολλές περιπτώσεις την πολιτική εκπροσώπηση των ευρωπαϊκών ελίτ.
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον κανένα από τα δικαιώματα που προβλέπονται από τους καταστατικούς χάρτες δεν είναι πλέον αυτονόητο. Από την άλλη, οι άρχουσες τάξεις που δεν έχουν τη δυνατότητα να «μεταρρυθμίσουν» την καταστατική τάξη στηριζόμενες στη νομιμοποίηση που θα τους παρείχε η λαϊκή κυριαρχία, καταφεύγουν σε κάθε είδους έκτακτα μέτρα. Από την επίσημη ή την ανεπίσημη κήρυξη του καθεστώτος «εκτάκτου ανάγκης», μέχρι την συγκρότηση θεσμών εντός της χώρας που δεν υπόκειται σε κανενός είδους δημοκρατικό έλεγχο. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα έγραφε ένας οπαδός του φιλελευθερισμού – πόσο μάλλον ένας μαρξιστής – ο καταλανικός λαός δικαιούται την καταστρατήγηση μιας συνταγματικής τάξης που η ίδια η κυβέρνηση του έχει πετάξει από καιρό στα σκουπίδια, έχοντας κάθε δικαίωμα στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και στην απόσχιση.
Δεν μπορεί λοιπόν, να υπάρχει αριστερός που να μην είναι για λόγους αρχής, ενάντια στην εφαρμογή οποιουδήποτε τύπου «εκτάκτων μέτρων» από την ισπανική κυβέρνηση. Δεν μπορεί να υπάρχει αριστερός που να μην καταλαβαίνει ότι το δικαίωμα στο δημοψήφισμα είναι στοιχειώδες αστικοδημοκρατικό δικαίωμα, όπως ακριβώς και το δικαίωμα στην απόσχιση. Τα υπερασπιζόμαστε και τα δυο, απέναντι στον αυταρχισμό του ισπανικού κράτους. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι συμφωνούμε με την απόσχιση. Δεν είμαστε οπαδοί του «αποσχιστικού δρόμου για τον σοσιαλισμό» και μάλιστα μέσα από ένα πολιτικό σχέδιο ταξικής συνεργασίας, μέσα από ένα πολιτικό σχέδιο που αποτελεί τον ορισμό του Λαϊκού Μετώπου. Ούτως ειπείν, στην Καταλονία θα ψηφίζαμε στο δημοψήφισμα της Κυριακής και θα ψηφίζαμε ΟΧΙ.
Αυτό είναι ένα πρώτο επίπεδο συζήτησης, μια τοποθέτηση γενική και δημόσια. Το δεύτερο επίπεδο συζήτησης, κατά τη γνώμη μου με περισσότερη αξία από το πρώτο, είναι η συζήτηση «εντός του κινήματος».
Στη διεθνή βιβλιογραφία το καταλανικό εθνικό κίνημα συμπεριλαμβάνεται – και εξετάζεται συγκριτικά εντός του συγκεκριμένου πλαισίου – στα αυτονομιστικά κινήματα που έρχονται να ταλανίσουν την προοπτική του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Αν δεν υπήρχε η καταλανική αριστερά – και αναφέρομαι στην καταλανική Λαϊκή Ενότητα – να λειτουργεί ως άτυπο «γραφείο τύπου» της καταλανικής εθνικής υπόθεσης εμβολίζοντας την απελπισία μιας ηττημένης αριστεράς που ψάχνει εναγωνίως για οποιοδήποτε στήριγμα, χωρίς κριτήρια και ιδεολογικές σταθερές, με μυθοπλασίες και υπερβολές, τότε το «καταλανικό ζήτημα» θα είχε τεθεί στο πλαίσιο που του αρμόζει. Δίπλα στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Λομβαρδίας, της Φλάνδρας και του Κεμπέκ.
Εδώ και χρόνια όμως φαίνεται να έχουν αρθεί οι βασικές διαιρετικές τομές που χώριζαν στην παράδοση μας την αριστερά από τη δεξιά, τον κόσμο της εθνικής από τον κόσμο της κόκκινης, κομμουνιστικής σημαίας. Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια η αριστερά βρέθηκε να δίνει μάχες που δεν ήταν δικές της, κάτω από ξένες σημαίες. Χωρίς επικαιροποιημένη και συνεκτική ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό που να λαμβάνει υπόψη τις κληρονομιές, τόσο του Ψυχρού Πολέμου, όσο της κατάρρευσης και της ήττας της κομμουνιστικής υπόθεσης τη δεκαετία του ’90.
Άμεσα ή έμμεσα στηρίχτηκαν οι επεμβάσεις της Αυτοκρατορίας στη Λιβύη και τη Συρία, βαφτίστηκαν επαναστάσεις από αυτές που πρέπει να στηρίζουν οι κομμουνιστές, η επέμβαση των «εντεταλμένων στρατών» της Αυτοκρατορίας και η ναζιστική αντεπανάσταση στην Ουκρανία αντιμετωπίστηκε περίπου ως μακρινός απόγονος της Μαχνοβίτσα. Οι τζιχαντιστές πολιτικοί κρατούμενοι του Καντάφι χαρακτηρίζονται συλλήβδην «πολιτικοί κρατούμενοι» και η απελευθέρωσή τους από τις φυλακές του Λιβυκού καθεστώτος χαιρετίζεται μεγαλοπρεπώς, για να λειτουργήσει στο συλλογικό ασυνείδητο της αριστεράς ως τμήμα του μαρτυρολογίου της. Ο «χάρτης» και η εδαφοποίηση της πολιτικής παράδοσης χάνουν τη σημασία τους και τα «υποκείμενα» ή οι κάθε λογής «αγωνιστές», δεν αξιολογούνται πλέον με βάση το πολιτικό σχέδιο που υπηρετούν και την ιστορική σχέση αυτού του σχεδίου με την υπόθεση της αριστεράς, αλλά με βάση τα χαρακτηριστικά της ρουτίνας του «ρεπερτορίου του αγώνα». Μια ορισμένη αριστερά, αντί να είναι η φωνή και το πρόγραμμα ενάντια σε κάθε καταπίεση, έχει καταντήσει «η φωνή των απανταχού καταπιεσμένων»[1],το γραφείο τύπου του αγώνα τους, χωρίς να την ενδιαφέρουν τα πολιτικά συνδηλούμενα των διαφόρων «κραυγών για την ελευθερία» που ακούγονται από δεξιά και από αριστερά.
Τα προλεχθέντα συμβάλλουν τα μάλα στη συγκρότηση μιας αφήγησης για την υπόθεση του καταλανικού εθνικού κινήματος που κινείται στο επίπεδο του μεταφυσικού και του μεταμοντέρνου. Ανασύρονται αυθαίρετα τμήματα και πρωταγωνιστές της ισπανικής ιστορίας και συγκολλούνται χωρίς κανόνες για να παρουσιάσουν «αυτό που δεν είναι» ως «αυτό που είναι». Οι «ιστορικές παρακαταθήκες» όμως ζουν στον κόσμο των πεθαμένων –όσο και αν επιμένουν κάποιοι στη γραμμική συνέχεια της κομμουνιστικής εποποιίας – και για να επανέλθουν στον κόσμο των ζωντανών πρέπει να υπάρχει αυτός που θα τις ανασύρει και θα τις ξαναστήσει στον κόσμο των ζωντανών. Για να είναι έγκυρος ο ισχυρισμός της συνέχειας ή η αναβίωση του ιστορικού παρελθόντος στο παρόν, θα πρέπει να αποδεικνύεται για την κάθε περίπτωση ξεχωριστά και όχι να «τεντώνεται» ή να φτιασιδώνεται το παρόν για να χωράει στο παρελθόν.
Για την ιστορία μας λοιπόν ανασύρθηκε ο Φράνκο και το φασιστικό του καθεστώς για να συγκροτηθεί ένα δίπολο που το «άλλο» είναι ο Ντουρούτι και η ισπανική επανάσταση. Το Ισπανικό κράτος ακόμη και όταν εφαρμόζει το «καθεστώς εξαίρεσης» δεν είναι ένα φασιστικό κράτος. Παρόλο που η ισπανική μεταπολίτευση ήταν μια συμφωνημένη από τα πριν και συγκροτημένη διαδικασία μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, ενσωματώνοντας το πολιτικό προσωπικό του Φρανκισμού στο βαθύ κράτος τη διοίκηση και τα πολιτικά κόμματα, παρόλο που η συμφωνία για «πολιτική συμφιλίωση» έκρυψε τα εγκλήματα μια πολύχρονης δικτατορίας κάτω από το χαλί, το ισπανικό κράτος δεν είναι ένα φασιστικό κράτος. Το αφήγημα της ισπανικής δεξιάς περιλαμβάνει τον Φράνκο, την ισπανική Μοναρχία και την ιδέα της ισπανικότητας. Η ισπανική δεξιά υπεράσπισε τις αξίες της από την σκοπιά της αντεπανάστασης ενάντια στην επανάσταση και τον κομμουνισμό. Αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο πρόβλημα για την ισπανική δεξιά, αν επικαλούμενη τη δημοκρατία επιχειρούσε να οργανώσει «από τα κάτω» το αντι – αποσχιστικό κίνημα. Κανείς δε θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι δίπλα στις ισπανικές σημαίες δε θα κυμάτιζαν οι σημαίες των Καρλιστών και τα πορτραίτα του Φράνκο. Αυτό για την ισπανική δεξιά θα ισοδυναμούσε με καταστροφή.
Το επίσημο αφήγημα όμως δεν είναι αυτό που ζει στο βάθος της ισπανικής δεξιάς. Η Ισπανία για να ενταχθεί στο Δυτικό Κόσμο και τους θεσμούς του τη δεκαετία του ’70 υπέγραψε ένα κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο στο οποίο αναγκάστηκε να βρει τρόπο να ενσωματώσει το παρελθόν, στο παρών μιας συμφωνημένης δημοκρατίας που χώραγε και τον εσωτερικό εχθρό, στο δρόμο ενός πλουραλιστικού καθεστώτος που εγγυόταν τα τυπικά της δημοκρατίας και άνοιγε το δρόμο στην ευρωπαϊκή ενσωμάτωση και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Όταν το διεθνές περιβάλλον πετάξει κάποια στιγμή την Ισπανία στο περιθώριο των χαμένων της παγκοσμιοποίησης θα ξανασυζητήσουμε με ενδιαφέρον το ισπανικό αφήγημα και τις κληρονομιές του Φρανκισμού.
Κάθε κράτος εξορισμού υπερασπίζεται την εδαφικότητα του απέναντι στον εσωτερικό και τον εξωτερικό εχθρό. Κράτος που δεν το κάνει, παύει να είναι κράτος. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει αυτή την στιγμή στην Καταλονία η ισπανική Δεξιά, πέρα από υπερβολές και υπερβατολογικά σχήματα. Να θυμίσω ότι ήταν το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα – και όχι η ισπανική δεξιά – που έθαψε οριστικά την ΕΤΑ, μεταφέροντας τον πόλεμο στην ίδια τη χώρα των Βάσκων, με παραστρατιωτικές ομάδες Λατινιαμερικάνικου τύπου.
Από την άλλη, αν είναι κάτι που σίγουρα απουσιάζει από το αποσχιστικό κίνημα στην Καταλονία, αυτό είναι η παρουσία του Ντουρούτι και η ιστορική κληρονομιά του ισπανικού αναρχισμού και της ισπανικής επανάστασης. Παρουσιάζεται σαν ιστορική κληρονομιά το αντίθετο ακριβώς από αυτό που συνέβη, σαν να ήταν ο καταλανικός εθνικισμός η θρυαλλίδα της ισπανικής επανάστασης, ενώ συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το πολιτικό πρόγραμμα του καταλανισμού δεν ήταν συμβατό με το πολιτικό πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ιβηρική χερσόνησο. Οι Ισπανοί αναρχικοί γνώριζαν ότι για να κερδηθεί ο εμφύλιος και να νικήσει η επανάσταση έπρεπε να πάρουν όλη την Ισπανία και να στρατεύσουν για αυτό τον σκοπό κάτω από τις σημαίες τους το ισπανικό «προλεταριάτο» ανεξαρτήτως των εθνικών τους πεποιθήσεων. Ο εθνικισμός θα στεκόταν εμπόδιο και πιθανόν να έστηνε το «προλεταριάτο» στις αντίπαλες πλευρές του οδοφράγματος.
Αυτό που κατάλαβαν οι Ισπανοί που πολέμησαν για την επανάσταση δεν το κατανόησαν ποτέ οι Καταλανοί εθνικιστές. Η ισπανική επανάσταση ήταν μια – κυριολεκτικά – διεθνής επανάσταση και από τη «ζαριά» στην Ισπανία κρίθηκε το μέλλον του ναζισμού, το μέλλον της επανάστασης, το αν θα γινόταν πόλεμος και ο χαρακτήρας του. Ο Lluís Companys, ο ηγέτης του καταλανικού εθνικού κινήματος, μετά την συντριβή της ισπανικής επανάστασης και της δεύτερης ισπανικής δημοκρατίας κατέφυγε στο Παρίσι. Εκεί τον συνέλαβαν οι Ναζί, το 1940 και τον παρέδωσαν στο Φρανκικό καθεστώς. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας της ήττας της γενιάς του, με την έννοια ότι πέρα από την ήττα της ισπανικής επανάστασης, έζησε και την κατάληψη της Γαλλίας από τους Ναζί. Όταν οδηγήθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, αυτό που φώναξε πριν εκτελεστεί ήταν: «Για την Καταλονία». Από όλο αυτό το αίμα, την ήττα και τη ναζιστική λαίλαπα που θα κόστιζε δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς, ο αριστερός εθνικιστής, μέχρι την τελευταία του πνοή το μόνο που έβλεπε ήταν η Καταλανική Υπόθεση.
Πέρα από κάθε είδους καλλωπισμούς της ιστορίας για να ταιριάζει στο πλαίσιο που θέτουμε, ένα δεύτερο σύμπτωμα της μεταμοντέρνας αρρώστιας είναι η αποπολιτικοποίηση των αγώνων, των θεσμών του κράτους, η βασιλεία του αδιαμεσολάβητου σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Για την υπόθεση της Καταλονίας αυτό αντιστοιχεί σε αφηγήσεις που αποπολιτικοποιούν, ουδετεροποιώντας, το φαινόμενο του εθνικισμού. Στην περίπτωσή μας είναι το «πλήθος» που ορμά στο προσκήνιο της ιστορίας, έμπλεο εθνικιστικού πυρετού, για να ανατρέψει μέσω της απόσχισης όλους τους όρους που κάνουν τη ζωή του ανυπόφορη. Γιατί άραγε το «πλήθος» χρησιμοποιεί το εργαλείο της απόσχισης και όχι αυτό της σοσιαλιστικής επανάστασης; Στην Καταλονία δεν υπάρχουν κράτος, πολιτικά κόμματα, ιδεολογικοί μηχανισμοί, δεξιά και αριστερά και σε τελευταία ανάλυση όλα αυτά που συνιστούν την πάλη των τάξεων στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και δημιουργούν έναν συσχετισμό εντός της κοινωνίας υπέρ ή κατά της ιστορικής προοπτικής της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης; Στην Καταλονία δεν υπάρχει άραγε η διαμεσολάβηση του κοινωνικού από το πολιτικό μέσω των θεσμών του κράτους και των πολιτικών κομμάτων και μπορεί το κοινωνικό να περιφέρεται «γυμνό» στο προσκήνιο της ιστορίας; Ο εθνικισμός αποτελεί τελικά σημαία ευκαιρίας, πέρα από τις τάξεις και τα πολιτικά κόμματα και μπορεί να την σηκώνει ο οποιοσδήποτε, χωρίς επιπτώσεις;
Η «ψυχή» και η ιστορία του σεπαρατισμού στην Ισπανία ανήκουν στoν Συντηρητισμό, στη Δεξιά – με εξαιρέσεις την ΕΤΑ στη Χώρα των Βάσκων και την Terra Lliure στην Καταλονία, για όσο καιρό έλαμπε ακόμη το αστέρι του «τριτοκοσμισμού» – και αυτό δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. Τα δυο εθνικιστικά – δεξιά κόμματα, το Καταλανικό CiU (συμμαχία του φιλελεύθερου CDC και του Χριστιανοδημοκρατικού UDC) και το Βασκικό PVN, κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή των δυο περιοχών για πολλά έτη και είναι στην ουσία τα κόμματα που το όνομα τους συνδέεται με τα επιτεύγματα του καθεστώτος της αυτονομίας. Το CiU κυβέρνησε την Καταλονία από το 1980 μέχρι το 2003 χωρίς διακοπή και κατόπιν επέστρεψε πάλι το 2010. Το Βασκικό PVN κυβέρνησε από το 1980 μέχρι το 2009 και κατόπιν επέστρεψε στην κυβέρνηση το 2012.
Τα δυο εθνικιστικά κόμματα δεν έπαιζαν ρόλο μόνο σε τοπικό επίπεδο. Ήταν και τα δυο κόμματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής από το 1993 μέχρι το 2012 και σε πολλές περιπτώσεις «διαμεσολαβητές ισχύος» σε ότι αφορά την σταθερότητα του ισπανικού πολιτικού συστήματος. Σε αυτό το χρονικό διάστημα έλεγχαν περίπου τις 20 από τις 350 θέσεις της ισπανικής Κάτω Βουλής και κατά καιρούς, ιδιαίτερα σε περιόδους κυβερνητικής αστάθειας, ασκούσαν αξιοσημείωτη επιρροή στο ισπανικό πολιτικό σύστημα. Έτσι, μπόρεσαν να διαπραγματεύονται παραχωρήσεις σε τοπικό επίπεδο από την κεντρική κυβέρνηση, σε αντάλλαγμα με τη δική τους συναίνεση, είτε στον σχηματισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας είτε στην ψήφιση επώδυνων προϋπολογισμών. Με αυτό τον τρόπο συμπλέχτηκαν με τα κόμματα εξουσίας και το ισπανικό κράτος και λειτούργησαν για αρκετά έτη ως παράγοντας ρυθμιστικός και σταθεροποιητικός του ισπανικού πολιτικού συστήματος.[2]
Πάντως ήταν κυρίως τα καταλανικά κόμματα εξουσίας (δεξιά και κεντροαριστερά) τα οποία ανέλαβαν να διαμεσολαβήσουν και να εκπροσωπήσουν πολιτικά την ήττα του καταλανικού κινήματος των πλατειών μετά το 2011 με εργαλείο τον καταλανισμό και αίτημα την απόσχιση και την ανεξαρτησία. Το εθνικιστικό πολιτικό πρόγραμμα, πολλές φορές, φαντάζει ως μια λύση, «αμοιβαία επωφελής» στην ιστορική διένεξη του προλεταριάτου με την αστική τάξη. Θα φάνταζε σαν ένα λιγότερο δυστοπικό εγχείρημα για την προοπτική του εργατικού κινήματος στην Ισπανία, αν σε αυτό το «καράβι» δεν είχε «μπαρκάρει» και η αντικαπιταλιστική αριστερά στην Καταλονία (Λαϊκή Ενότητα, CUP) , μπολιάζοντας το «λαϊκό μετωπικό» εγχείρημα της ταξικής συνεργασίας με τον «ριζοσπαστισμό» της. Σήμερα, το αποσχιστικό κίνημα στην Καταλονία, οργανώνεται από τον κυβερνητικό συνασπισμό κομμάτων της δεξιάς και της κεντροαριστεράς (Junts pel Sí coalition) που στηρίζεται από την Λαϊκή Ενότητα (με εκλογική επιρροή περίπου 8%).
Ας δούμε την ιστορία του αποσχιστικού κινήματος από το 1978 μέχρι σήμερα, να κατανοήσουμε τα ζητήματα που θέτει, τη βάση της κοινωνικής και πολιτικής νομιμοποίησης του.
Το Ισπανικό Σύνταγμα του 1978 προέβλεπε ναι μεν το «αδιαίρετο της ενότητας του ισπανικού έθνους», προέβλεπε όμως από την άλλη «το δικαίωμα στην αυτονομία στις εθνότητες και τις περιοχές που το συγκροτούν». Το «Δεύτερο Θέσπισμα για την Αυτονομία της Καταλονίας» εγκρίθηκε με δημοψήφισμα το 1979 που συγκέντρωσε το 88% των ψήφων και το γεγονός αυτό αποδυνάμωσε τους οπαδούς της ανεξαρτησίας. Το θέσπισμα προέβλεπε την αποκλειστική αρμοδιότητα της Καταλανικής κυβέρνησης πάνω στα ζητήματα του πολιτισμού, των μεταφορών, του εμπορίου, του περιβάλλοντος, των επικοινωνιών, της δημόσιας ασφάλειας και των τοπικών κυβερνήσεων. Στα ζητήματα της υγείας, της εκπαίδευσης και της δικαιοσύνης, η τοπική κυβέρνηση μοιραζόταν τις αρμοδιότητες με το κεντρικό κράτος. Το δικαιϊκό σύστημα ορίστηκε ενιαίο για όλη την ισπανική επικράτεια με εξαίρεση τον καταλανικό αστικό κώδικα.
Η κατάσταση με τις πολιτικές ισορροπίες και εν πολλοίς το γεγονός που βρίσκεται μέχρι σήμερα πίσω από τις πολιτικές εξελίξεις ήταν η σύγκρουση του ισπανικού κράτους με τους Καταλανούς αυτονομιστές γύρω από την τύχη του «Τρίτου Θεσπίσματος για την Αυτονομία», το 2005. Το κείμενο του Θεσπίσματος δεν προέβλεπε απλά, μια «επαυξημένη αυτονομία». Ήταν ένα κείμενο ουσιαστικής και όχι τυπικής απεμπλοκής βασικών θεσμών του καταλανικού από το ισπανικό κράτος. Μεταξύ άλλων, το κείμενο προέβλεπε την ουσιαστική οργανική απεμπλοκή του καταλανικού δικαιϊκού συστήματος από το ισπανικό, την καθιέρωση της καταλανικής ως κυρίαρχης γλώσσας και την εγκατάσταση ενός καθεστώτος ουσιαστικής οικονομικής ανεξαρτησίας από το ισπανικό κράτος, με ταυτόχρονη κατάργηση του συστήματος «αλληλεγγύης» μεταξύ των Αυτονομιών, που προβλεπόταν από το σύνταγμα του 1978.[3] Το σύνταγμα του 1978 παρείχε την πρόνοια της μεταφοράς πόρων από τις πλουσιότερες Αυτονομίες στις φτωχότερες. Οι Καταλανοί εθνικιστές μέσω του Θεσπίσματός τους καταργούσαν αυτήν ακριβώς την πρόνοια και θεσμοθετούσαν την ισόποση κατανομή των εισερχομένων – εξερχομένων πόρων από την Αυτονομία τους. Σε αυτό το σημείο, για να κατανοήσουμε τη διγλωσσία, το αντιφατικό και το παράλογο του εθνικιστικού πυρετού, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τόσο οι καταλανικές κυβερνήσεις, όσο και οι καταλανικές αντιπροσωπείες στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά και το καταλανικό λόμπυ στην Κομισιόν, είχαν κάνει τα πάντα ενάντια στην απόφαση του πλούσιου ευρωπαϊκού βορά να περικόψει τους ευρωπαϊκούς πόρους από τον φτωχό ευρωπαϊκό νότο.
Το «Τρίτο Θέσπισμα για την Αυτονομία» στηρίχτηκε ενώπιον της ισπανικής βουλής και της ισπανικής γερουσίας από τους Σοσιαλιστές και καταψηφίστηκε από το Λαϊκό Κόμμα, δηλαδή την ισπανική Δεξιά, η οποία υποστήριξε ότι το κείμενο ήταν αντισυνταγματικό και ανακοίνωσε την προσφυγή της ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν προσέφυγε μόνο η ισπανική Δεξιά και κάποιες προσωπικότητες της ισπανικής δημοσιογραφίας. Την προσφυγή υπέγραφαν οι Αυτονομίες της Αραγωνίας, της Βαλένσια και των Βαλεαρίδων Νήσων.[4] Θα πρέπει να σταθούμε λίγο στο ζήτημα της προσφυγής των άλλων Αυτονομιών ενάντια στην απόφαση των Καταλανών. Ο καταλανισμός (καταλανικό εθνικό αφήγημα) συνηθίζει να περιλαμβάνει στην «επικράτεια» του και τις λεγόμενες «Καταλανικές Χώρες». Οι «Καταλανικές Χώρες» περιλαμβάνουν εκτός από τις Βαλεαρίδες και τη Βαλένσια, τμήμα της Αραγονίας, το Πριγκηπάτο της Ανδόρα, τμήμα της Νότιας Γαλλίας (Roussillon) και την πόλη Alghero στην Σαρδηνία. Οι «Καταλανικές Χώρες» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο καταλανικός κόσμος στον Μεσαίωνα. Οι άλλες Αυτονομίες προφανώς είχαν πρόβλημα να θεωρούνται από τους καταλανούς στο συνταγματικό τους κείμενο ως «Καταλανικές Χώρες» και να περιλαμβάνονται με αυτό τον τρόπο στο καταλανικό έθνος. Η δε Αυτονομία της Βαλένσια έχει βρεθεί πολλές φορές σε «κατάσταση πολέμου» προσπαθώντας να «αποκρούσει» καταλανικά προγράμματα δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, που έχουν στόχο την συμπερίληψη της γλώσσας τους στα Καταλανικά. Ο δεύτερος λόγος (όχι απαραίτητα κατά σειρά προτεραιότητας) έχει να κάνει με τις δημοσιονομικές πρόνοιες του καταλανικού συνταγματικού κειμένου, που καταργούσε την «αλληλεγγύη» ανάμεσα στις Αυτονομίες.
Το Δικαστήριο αξιολόγησε την συνταγματικότητα του κειμένου και η απόφαση του εκδόθηκε το 2010 με πλειοψηφία 6 – 4. Το Δικαστήριο επαναδιατύπωσε 14 άρθρα και υπαγόρευσε την ερμηνεία σε 27 ακόμη. Τα άρθρα αυτά αφορούσαν κυρίως το δικαιϊκό σύστημα, τα ζητήματα της γλώσσας και τις δημοσιονομικές πολιτικές. Επίσης, επαναδιατύπωσε το άρθρο που όριζε τους καταλανούς ως έθνος, απεμπλέκοντας τον όρο από τη νομική του διάσταση. Η καταλανική κυβέρνηση δεν αποδέχθηκε ποτέ την απόφαση και πρόβαλε τις αντιρρήσεις της ως προς τη νομιμότητα της σύνθεσης του δικαστηρίου.
Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι πρέπει να συζητηθεί το δημοψήφισμα του 2006 στην Καταλονία και ο συσχετισμός που κατά τη γνώμη μου διαμόρφωσε το αποτέλεσμα στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το 2006 έγινε δημοψήφισμα στην Καταλονία για την αποδοχή ή όχι, του «Τρίτου Θεσπίσματος για την Αυτονομία». Το 74% των Καταλανών ψήφισε υπέρ του σχεδίου και το 21% εναντίον[5]. Εναντίον του σχεδίου είχαν ταχθεί το Λαϊκό κόμμα και η Καταλανική Κεντρο – αριστερά. Οι ψηφοφόροι τους προφανώς πήγαν μέχρι την κάλπη να φωνάξουν ένα βροντερό, όχι. Στο δημοψήφισμα όμως συμμετείχε μόνο το 49% του εγγεγραμμένου στους εκλογικούς καταλόγους πληθυσμού. Το 51% απείχε. Αυτή η εικόνα, η εικόνα της διαιρετικής τομής ανάμεσα στον πληθυσμό έστω και δια της αποχής, ήταν αυτή που όπλισε με αυτοπεποίθηση αυτούς που προσέβαλαν την συνταγματικότητα του θεσπίσματος. Είναι πολύ αμφίβολο αν το Συνταγματικό Δικαστήριο θα έβγαζε αυτή την απόφαση και όχι κάποια, εγγύτερα στις προσδοκίες του καταλανικού εθνικισμού, αν η συμμετοχή ήταν για παράδειγμα, όχι 49%, αλλά 90%. Σε ότι αφορά τον ίδιο τον συσχετισμό 6 – 4 που διαμορφώθηκε με τις ψήφους των δικαστών, πέρα από διάφορες θεωρίες συνομωσίας, αυτός μπορεί να συζητηθεί ως προς το ζήτημα, του τι είδους κράτος ήταν το ισπανικό το 2010. Η «Παλινόρθωση του Βασιλείου των Βουρβώνων» ή ένα καθεστώς που κοιτάζει προς τον Φράνκο με νοσταλγία, δε θα έβγαζε ποτέ έναν συσχετισμό 6 – 4, πολλά υποσχόμενο στο μέλλον, αλλά ίσως ένα συσχετισμό 10 – 0, για τον παραδειγματισμό κάθε ενδιαφερόμενου.
Το καίριο ερώτημα αφορά τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος στο δημοψήφισμα του 2006. Για ποιο λόγο η πλειοψηφία του πληθυσμού απείχε από την κάλπη και πως συνδέεται αυτό με τη γενική τάση χαμηλής συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία που παρατηρείται στην Καταλονία και φτάνει το 60%;
Η απάντηση βρίσκεται στη φύση του καταλανισμού (καταλανικός εθνικισμός) ως εθνικισμού και στην λειτουργία του ως πολιτική ιδεολογία που συγκροτεί ένα πολιτικό πρόγραμμα, αυτό της καταλανικής αστικής τάξης. Το σχέδιο αυτό φαίνεται να είναι ηγεμονικό, ακόμη και λόγω της «σιωπής», αυτών που έχουν κάθε συμφέρον να αντιτίθενται. Το αστικό πολιτικό σχέδιο είναι εν τέλει αυτό στο οποίο ορκίζονται όλοι αυτοί, που ενώ μέχρι χτες κατήγγειλαν τις πολιτικές λιτότητας των καταλανικών κυβερνήσεων σήμερα τις ψηφίζουν, που ενώ το 2011 χτυπήθηκαν με την καταλανική αστυνομία στους δρόμους σήμερα ζητούν περισσότερη αυτονομία για αυτήν, που ενώ το 2011 ήθελαν να βάλουν φωτιά και να κάψουν τους «καταλανικούς θεσμούς» σήμερα, αυτούς τους ίδιους θεσμούς τους θέλουν ανεξάρτητους.
Το 1979 το 68% του πληθυσμού στην Καταλονία[6] αισθανόταν μόνο Ισπανοί ή τόσο Ισπανοί όσο και Καταλανοί. Το 35% αναγνώριζαν τους εαυτούς τους, μόνο ως Ισπανούς ή περισσότερο ως ισπανούς παρά ως Καταλανούς και το 33% αισθανόταν το ίδιο Ισπανοί όσο και Καταλανοί. Το 2007 μόνο το 50% αισθανόταν μόνο Ισπανοί ή τόσο Ισπανοί όσο και Καταλανοί, την ίδια στιγμή το άλλο 50% αισθανόταν περισσότερο Καταλανοί παρά Ισπανοί (30%) ή μόνο Καταλανοί (20%) . Φαίνεται ξεκάθαρα, ότι από το 1979 τα Καταλανικά πολιτικά κόμματα και οι καταλανικές κυβερνήσεις έχουν σφυρηλατήσει επιτυχώς, μια Καταλανική ταυτότητα και αυτό φαίνεται να ενδυναμώνεται συνεχώς ως τάση. Για αυτή την μεταστροφή δεν ευθύνονται μόνο οι δυο νόμοι που ψηφίστηκαν, ο νόμος για την «Κανονικοποίηση της Γλώσσας» το 1983 και ο νόμος για τη «Γλωσσική Πολιτική» το 1998 που εξασφάλισαν την Καταλανική ως κυρίαρχη γλώσσα στη δημόσια σφαίρα, αν και η ισπανική ήταν δημοφιλέστερη. Όποιος θέλει να κατανοήσει τόσο την μεταστροφή όσο και την έλλειψη αντίδρασης των ισπανοφώνων απέναντι σε αυτούς τους νόμους που περιόριζαν τα δικαιώματα τους, θα πρέπει να περάσει πρώτα από τη διαπίστωση ότι η «καταλανικότητα» καθορίζει το κοινωνικό και το οικονομικό status στην Καταλονία. Όταν αναφερόμαστε στην «καταλανικότητα» δεν εννοούμε στη δυνατότητα του οποιουδήποτε να μιλάει άπταιστα την καταλανική γλώσσα, αλλά το καθεστώς της καταγωγής του από καταλανικά γλωσσικά δίκτυα, δηλαδή, για την περίπτωσή μας τη δυνατότητα του μετασχηματισμού των γλωσσικών – πολιτισμικών δικτύων σε δίκτυα πολιτικής αλληλεγγύης με την επέμβαση της πολιτικής εξουσίας, της επιχειρηματικής ελίτ και των δικτύων πατρωνίας.
Για την Καταλονία μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελούσε και αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της συνδυασμένης και ανισόμερης ανάπτυξης. Μέσα στα 3 πρώτα ΑΕΠ εντός της ισπανικής επικράτειας με το 30% των κατοίκων της να επιβιώνει σε θλιβερές πόλεις των 25.000 – 30.000 κατοίκων δίπλα στις βιομηχανικές ζώνες. Η Υπηρεσία Υγείας της Βαρκελώνης ανέφερε ότι η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ των ανδρών, μπορεί να είναι και 10 έτη, εξαρτώμενη από την κοινωνικο – οικονομική τους κατάσταση. Ο ΟΟΣΑ (2003) αναφέρει ότι η Καταλονία είναι μια από τις ισπανικές περιοχές με την πιο απευθείας σχέση μεταξύ του εισοδήματος των γονιών και της δυνατότητας του παιδιού τους να παρακολουθήσει το Πανεπιστήμιο. Αν προσθέσουμε στον συλλογισμό μας ότι η εισοδηματική διαφορά συνδέεται με την «καταλανικότητα», μπορούμε να συμπεράνουμε το μέγεθος της περιθωριοποίησης για τους «άλλους».
Οι «άλλοι» είναι το λεγόμενο «σπιράλ της σιωπής». Ισπανόφωνοι μετανάστες ή απόγονοι μεταναστών ξέρουν πολύ καλά ότι η κοινωνική τους ανέλιξη έχει οροφή και η οροφή είναι η καταλανική καταγωγή. Παραμένουν σιωπηλοί πολιτικά και είναι μέσα στο 40% που απέχει από τις εκλογικές διαδικασίες στην Καταλονία, μέσα στο 51% που απείχε από το δημοψήφισμα του 2006,και μέσα στο 60% της αποχής από το δημοψήφισμα του 2014.
Ας δούμε όμως ποιοι είναι αυτοί που θα ψήφιζαν σήμερα για την ανεξαρτησία[7], την κοινωνική τους τάξη σε συνδυασμό με την καταγωγή τους και την εκλογική τους συμπεριφορά. Ανάμεσα στους κατοίκους της Καταλονίας, το ερώτημα της ανεξαρτησίας γίνεται πιο δημοφιλές όσο πιο υψηλό γίνεται το εισόδημα.
Η ανεξαρτησία είναι δημοφιλής μόνο ανάμεσα σε αυτούς που απαντούν «ζούμε άνετα». Ανάμεσα στους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν «πολλές δυσκολίες» για να βγάλουν τον μήνα η ανεξαρτησία είναι το 30%. Οι Καταλανοί που ζουν χειρότερα, που είναι άνεργοι ή συνταξιούχοι δεν είναι με την ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία αρχίζει να προηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους.
Αυτό που στην ουσία απομακρύνει τους φτωχούς από την ιδέα της ανεξαρτησίας είναι η καταγωγή τους και η καταγωγή της οικογένειας τους. Οι Καταλανοί που είναι γεννημένοι εκτός Καταλονίας έχουν χαμηλότερα εισοδήματα και είναι λιγότερο με την ιδέα της ανεξαρτησίας. Το 37% δηλώνει λιγότερο από 1200 ευρώ και μόνο το 10% αγγίζει τα 2400 ευρώ οικογενειακό εισόδημα. Για τα παιδιά αυτής της γενιάς τα πράγματα είναι καλύτερα αφού γιατί μόνο το 20% πλέον δηλώνει οικογενειακό εισόδημα κάτω από 1200 ευρώ, ενώ το 25% ξεπερνά τα 2400 ευρώ.
Η σχέση ανάμεσα στην καταγωγή και την ανεξαρτησία είναι προφανής. Ανάμεσα στους «τρίτης γενιάς» Καταλανούς, με 2 γονείς και 4 παππούδες – γιαγιάδες γεννημένους – ες στην Καταλονία, η υποστήριξη για την ανεξαρτησία φτάνει το 75%. Αυτός ο αριθμός αρχίζει να γίνεται χαμηλότερος σε οικογένειες με πιο «ετερογενή» καταγωγή. Η υποστήριξη στην ανεξαρτησία μειώνεται στο 49% ανάμεσα στα παιδιά που ένας από τους δυο γονιούς έχει γεννηθεί έξω από την Καταλονία και στο 29% στην περίπτωση που και οι δυο γονείς έχουν γεννηθεί εκτός Καταλονίας, δηλαδή που ήλθαν στην Καταλονία ως μετανάστες.
Νομίζω ότι το βασικό του τελευταίου διαγράμματος είναι η πόλωση. Στο γράφημα φαίνεται η Καταλονία των άκρων. Στο ένα άκρο, στο κάτω αριστερό τετράγωνο, βρίσκονται οι Καταλανοί με καταγωγή έξω από την Καταλονία και με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα που είναι και αυτοί που αντιτίθενται περισσότερο στην ανεξαρτησία. Στο πάνω δεξιό άκρο βρίσκονται τα εγγόνια των Καταλανών με τα πιο υψηλά εισοδήματα που είναι και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας.
Η εργατική τάξη και τα πιο χαμηλά εισοδήματα, οι μετανάστες από άλλες περιοχές της Ισπανίας και τα παιδιά τους δεν στηρίζουν την υπόθεση της ανεξαρτησίας. Ήταν γνωστό ότι οι προβλέψεις για το δημοψήφισμα έλεγαν ότι οι ψήφοι θα ήταν περίπου 50 – 50.
Υπάρχει όμως ένα ερώτημα για τους ένθερμους υποστηρικτές της ανεξαρτησίας και ιδιαίτερα αυτούς από τα αριστερά, εγχώριους και εξωχώριους. Ότι η εθνικιστική δεξιά και το κράτος γράφουν στα «παλαιότερα των υποδημάτων τους» αυτού του είδους τη θεσμική ανισότητα που δημιουργεί μειονότητες είναι γνωστό. Η Αριστερά όμως;
V.
Τι ζητάνε οι Καταλανοί εθνικιστές; Οι καταλανοί εθνικιστές θέλουν διαπραγμάτευση με το Ισπανικό κράτος.
Οι καταλανική αστική τάξη, το καταλανικό μπλοκ εξουσίας δε θέλει την ανεξαρτησία. Ανεξάρτητη Καταλωνία θα ήταν καταστροφή για αυτούς. Να αρχίσω από τα προφανή. Την προηγούμενη φορά, το 2015, που είχε ανοίξει πάλι αυτή η συζήτηση, η S&P είχε υποβαθμίσει τα καταλανικά ομόλογα στην κατηγορία «σκουπίδια». Η προϋπόθεση που έθεταν οι αστικοί κύκλοι, δηλαδή η διεθνής αναγνώριση, αποδείχτηκε χίμαιρα και η πόρτα έκλεισε με βρόντο στα μούτρα των Καταλανών πρώτα από τον ΟΗΕ και κατόπιν από την Κομισιόν. Θα πρέπει να μπουν σε διαπραγματεύσεις από την αρχή με την ΕΕ και με δεδομένο ότι το διαζύγιο με την Ισπανία δε θα ήταν «βελούδινο», ας υποθέσουμε με ασφάλεια ότι πρόκειται να εισπράττουν το ένα veto μετά το άλλο. Για το νόμισμα, αυτό που είναι εξασφαλισμένο και τους διαμηνύθηκε επίσημα είναι, ότι σίγουρα δεν πρόκειται για το ευρώ.
Το σημαντικότερο όμως ότι όλο αυτό το πανηγύρι θα ήταν κόντρα στο ρεύμα των πιο βαθιών πεποιθήσεων του καταλανικού εθνικισμού, των φόβων του και της ιδεολογίας του. Ο καπιταλισμός στην Καταλονία μπορεί να συνδέθηκε στα πρώτα του βήματα με τη βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη, αλλά μεγαλούργησε γιατί η Καταλονία ήταν η βιομηχανική και τεχνολογική πρωτοπορία μιας ολόκληρης Αυτοκρατορίας. Η ισπανική Αυτοκρατορία εξασφάλιζε ότι μπορούσε να εξασφαλιστεί με το κύρος και την ισχύ. Καταρχάς την εσωτερική αγορά και την προστασία μέσω του δασμολογικού συστήματος από τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Οι Καταλανοί από την πλευρά τους εκτίμησαν τις ευκολίες που τους προσέφερε η ισπανική Αυτοκρατορία. Μπορεί στο εθνικό τους αφήγημα οι υπόλοιποι Ισπανοί να ήταν απολίτιστοι, μη ευρωπαίοι, κλπ, οι ίδιοι όμως μεγαλούργησαν στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας, με την πιο πολυπρόσωπη και ευημερούσα παροικία τους να βρίσκεται στην Κούβα, η οποία όμως χάθηκε μετά την ήττα στον Ισπανο-αμερικανικό πόλεμο του 1898. Κάπου εκεί τελειώνει η Αυτοκρατορία, παρόλα αυτά και ενώ ριζοσπαστικοποιείται ο καταλανικός εθνικισμός δεν ζητά ποτέ ανεξαρτησία. Δεν είναι και λίγο να απευθύνεσαι, χωρίς ανταγωνισμό, σε μια εσωτερική αγορά τουλάχιστον δεκάδων εκατομμυρίων. Η μόνη περίοδος (αν εξαιρέσουμε την περίοδο μετά το 2010) που γίνεται αυτή η συζήτηση είναι τη δεκαετία του ’30, που πλέον η επανάσταση βάζει μπουρλότο, όχι μόνο εντός αλλά και εκτός της Ισπανίας. Αυτή είναι νομίζω μια ιδεοτυπική προσέγγιση για την καταλανική αστική τάξη, που γνωρίζει καλά ότι όπως στο παρελθόν έτσι και στο μέλλον, θα ήταν ένα «τίποτε», χωρίς την υπόλοιπη Ισπανία.
Η καταλανική ελίτ, στο προηγούμενο διάστημα είχε κάνει όλες τις προετοιμασίες που απαιτούνται για να υλοποιηθεί στα πρώτα της στάδια, η απόσχιση και η ανεξαρτησία. Υπήρχε σχέδιο για τους θεσμούς που θα χρειαζόταν το νέο κράτος, σχέδιο για την διάδοχη κατάσταση, που οι παλιοί θεσμοί, οι θεσμοί του ισπανικού κράτους, θα έπρεπε να αντικατασταθούν από αντίστοιχους του νέου κράτους και ένα συμβούλιο δικαστών και νομικών που θα προετοίμαζε το καθεστώς της ανεξαρτησίας σε ό,τι αφορά το νομοπαρασκευαστικό έργο.
Έχουμε λοιπόν ένα κίνημα αποσχιστικό ναι μεν, που δεν εννοεί στα αλήθεια την απόσχιση δε. Νομίζω ότι αυτό που περίμεναν οι αποσχιστές ήταν η «στρατιωτικού τύπου» απάντηση του ισπανικού κράτους. Η κυβέρνηση Ραχόι είναι κυβέρνηση μειοψηφίας που στηρίζεται στη Βουλή από το καταλανικής καταγωγής «Ποτάμι» τους Ciudadanos. Για κάποιους, η βάρβαρη επέμβαση του ισπανικού κράτους, ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών πιέσεων των καταλανών «Ποταμίσιων», οι οποίοι πέρα από τις υπόλοιπες ταυτότητες, δηλαδή, του νεοφιλελεύθερου, οπαδοί της “rule and law” διακυβέρνησης, είναι παιδιά ισπανών μεταναστών στην Καταλονία, άρα άμεσα ενδιαφερόμενοι σε σχέση με τα τεκταινόμενα του δημοψηφίσματος, με τον τρόπο που περιγράψαμε προηγουμένως.
Η μόνη περίοδος που το καταλανικό πολιτικό σχέδιο ευδοκίμησε ήταν η περίοδος μέσα στη δεκαετία του 2000, που είχαν την εξουσία οι Σοσιαλιστές. Οι Σοσιαλιστές ανέλαβαν να περάσουν και, το έκαναν, το «Τρίτο Θέσπισμα για την Αυτονομία» από τα ισπανικά νομοθετικά σώματα. Η Δεξιά μπλόκαρε τελικά τη διεύρυνση της αυτονομίας στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Η ιστορία της ισπανικής δεξιάς λέει ότι δεν έχει τα ίδια περιθώρια διαπραγμάτευσης με τους αυτονομιστές σε σχέση με τους σοσιαλιστές. Η κρίση, κρίση και στο ισπανικό πολιτικό σκηνικό, με μια δεξιά κυβέρνηση μειοψηφίας που στηρίζεται από το ισπανικό Ποτάμι, βουτηγμένη στα σκάνδαλα, είναι ο ένας «πήχης». Τον άλλο «πήχη» τον τοποθετεί στο ύψος του, το ισπανικό μνημόνιο, το ισπανικό χρέος, οι ανακεφαλαιοποιήσεις των ισπανικών τραπεζών και ο αποπληθωρισμός της ισπανικής οικονομίας. Το «εθνικό ζήτημα» στην Ισπανία και το μέγεθος της ισπανικής οικονομίας ήταν οι δυο λόγοι που η Ισπανία αντιμετωπίστηκε πιο «χαλαρά» από την Τρόικα.
Το σίγουρο είναι ότι ακόμη και μια κυβέρνηση της αριστεράς στην Ισπανία (Σοσιαλιστικό Κόμμα και Ποδέμος), δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα των Καταλανών εθνικιστών. Μπορεί όμως να διαπραγματευτεί το πακέτο των αιτημάτων με καλή διάθεση και να κλείσει μετά από χρόνια μια ετεροβαρή συμφωνία, δίνοντας τους για παράδειγμα, τα «πολιτισμικά» που ζητάνε. Ο Ραχόι όμως και το ισπανικό κράτος αντέδρασαν με τρόπο τέτοιο που δεν συνάδει με το αφήγημα της εθνικής ενότητας στην Ισπανία. Θα το χρεωθεί και μπορεί να το πληρώσει με το «κεφάλι» του. Το καταλανικό εθνικό κίνημα έσπασε την απομόνωση του – απομόνωση που οφείλεται στο εθνικιστικό περιεχόμενο του πολιτικού του προγράμματος – μετά την καταστολή. Αυτή τη στιγμή γίνονται διαδηλώσεις σε όλη την Ισπανία, όχι για στηριχτεί η υπόθεση της καταλανικής απόσχισης, αλλά για να πέσει η κυβέρνηση του Ραχόι. Ο Ραχόι κατάφερε να μετατρέψει ένα αποσχιστικό κίνημα σε σύμβολο του αγώνα για τις πολιτικές ελευθερίες, ενάντια στο κράτος εκτάκτου ανάγκης. Η ισπανική δεξιά, οι αντιφάσεις και η αδυναμία του πολιτικού συστήματος λόγω της κρίσης, έδωσαν το φιλί της ζωής σε ένα γεγονός το οποίο φαινόταν να έχει ηττηθεί από το 2012. Ενώ μέχρι την προηγούμενη μέρα από το καταλανικό δημοψήφισμα, τα διεθνή ΜΜΕ δεν ασχολούνταν σχεδόν καθόλου με το θέμα, τώρα έχει γίνει διεθνές και, δυστυχώς για το Ραχόι, ευρωπαϊκό θέμα.
Αξίζει να αναφερθούμε στην στάση των Ποδέμος και των Σοσιαλιστών σε ό,τι αφορά το αποσχιστικό κίνημα. Τα δυο κόμματα κινήθηκαν εντός του πλαισίου της εθνικής ενότητας. Τα δυο κόμματα κράτησαν «υπεύθυνη», «εθνική» στάση, τασσόμενα εναντίον της απόσχισης, υπέρ του δημοκρατικού διαλόγου, στηρίζοντας όμως την ενότητα της Ισπανίας. Το καθένα από τα δυο το είπε με το δικό του τρόπο και ο τρόπος σχετίζεται τόσο με τη θέση τους στην κλίμακα δεξιά-αριστεράς, όσο με την ιστορία τους και τις πολιτικές τους προσδοκίες. Οι Σοσιαλιστές είναι «εθνικό κόμμα» ενώ οι Ποδέμος πασχίζουν να αποδείξουν ότι είναι, δίνοντας τις απαραίτητες εγγυήσεις που θα τους ανοίξουν το δρόμο σε μια πιθανή συμμετοχή τους σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με τους Σοσιαλιστές.
Παρόλα αυτά, έχει αξία να αναφερθούμε στα αιτήματα και την πολιτική καμπάνια της απόσχισης, να δούμε και τι είδους μέλλον μπορεί να έχει μια αριστερά της ταξικής συνεργασίας στην Καταλονία, που το μόνο που ευαγγελίζεται τελικά είναι η ανεξαρτησία.
Ο καταλανικός καπιταλισμός φαίνεται να τα καταφέρνει καλύτερα με την κρίση σε σχέση με την υπόλοιπη Ισπανία. Το ΑΕΠ τους αυξήθηκε κατά 3,4% το 2015 (η καλύτερη επίδοση από το 2008) και ήταν η χρονιά που σημείωσαν ρεκόρ εξαγωγών.[8] Είναι καταρχάς στη «φύση», εννοώντας στην ιδεολογία του καταλανικού εθνικισμού, που θεωρεί τους υπόλοιπους ισπανούς κάτι σαν αφρικανούς, να μη θέλει να μοιραστεί μαζί τους τα οφέλη της ανάκαμψης. Αυτό που ψάχνουν εναγωνίως είναι μια καλύτερη θέση στον ισπανικό και διεθνή καταμερισμό εργασίας, μια θέση περισσότερο «εθνική», από αυτό που είναι σήμερα.
Ιστορικά, το «Δεύτερο Θέσπισμα για την Αυτονομία» το 1979, ήταν ένα «πολιτικό συμβόλαιο» που υπογράφτηκε ανάμεσα στην ισπανική κυβέρνηση και την Αυτονομία της Καταλονίας. Οι Καταλανοί συμφώνησαν να πληρώνουν, παίρνοντας σε αντάλλαγμα το δικαίωμα να χτίσουν το κράτος τους, βασισμένο στην «εθνική τους ιδιαιτερότητα». Το συμβόλαιο αναθεωρήθηκε τη δεκαετία του 2000 και το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν σε βάρος των επιδιώξεων τους. Αυτό που προβάλλεται σήμερα σαν κύριο αίτημα του καταλανικού εθνικού κινήματος αφορά την «αλληλεγγύη» ανάμεσα στις Αυτονομίες, το καθεστώς δηλαδή, που μπορούν να μεταφέρονται πόροι από τη μια Αυτονομία στην άλλη για να στηριχτούν οι θεσμοί του κράτους, το κοινωνικό κράτος και οι δημόσιες επενδύσεις. Το αίτημα αυτό συνδέεται με ένα δεύτερο που αφορά τη δυνατότητα μιας πιο «εθνικής» πολιτικής εκπροσώπησης στην ΕΕ. Αυτό που ζητάνε δηλαδή είναι μια ανακατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων που θα ευνοούσε την Καταλονία, εις βάρος της υπόλοιπης Ισπανίας που θα την διαπραγματεύονταν οι ίδιοι.
Αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαίο ότι ηγεμονεύεται από την καταλανική δεξιά. Είναι ο «εθνικισμός των πλουσίων» ενάντια στον «εθνικισμό των φτωχών» και για όσους από την αριστερά μπορούν και στηρίζουν ένα τέτοιο κανιβαλικό, πολιτικό πρόγραμμα, διανθίζοντας το με «σοσιαλισμούς» και «χειραφετήσεις», ο δρόμος για τον σοσιαλισμό που προτείνουν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας «κανιβαλικός δρόμος για το σοσιαλισμό». Αυτό ακριβώς ήταν που έγινε αντιληπτό στην υπόλοιπη Ισπανία (με τη βοήθεια της προπαγάνδας του κεντρικού κράτους) και το αποσχιστικό κίνημα δεν έχαιρε καμίας αποδοχής, μέχρι που χτυπήθηκε από τον Ραχόι.
Οι Καταλανοί εθνικιστές δεν χρησιμοποιούν ως σύμβολα την Αλγερία του Μπεν Μπιελά ή το Βιετνάμ του Χο-Τσι-Μινχ. Εμπνέονται από τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και τα παραδείγματα που χρησιμοποιούν είναι η Κροατία του Τούζμαν, η Σλοβενία και το Τσεχοσλοβάκικο «βελούδινο διαζύγιο». Τα σύμβολα του αγώνα τους είναι οι δυο Καταλανοί ήρωες του Πολέμου της ισπανικής Διαδοχής (1701-1714) οι Rafael Casanova και Josep Moragues[9]. Η συμμετοχή της αριστεράς στο αποσχιστικό κίνημα δεν έθεσε το ζήτημα της αντικατάστασης των συμβόλων. Ίσα-ίσα επικεντρώθηκε στη γκροτέσκο συζήτηση της αντικατάστασης του πρώτου από τον δεύτερο, γιατί ο δεύτερος ήταν ταπεινή κοινωνικής καταγωγής.
Η Λαϊκή Ενότητα της Καταλονίας, στηρίζει με την ψήφο της μια κυβέρνηση που εφαρμόζει αυστηρή λιτότητα, μεγεθύνοντας τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες. Νομίζει ότι έχει υπογράψει ένα πολιτικό συμβόλαιο με την Καταλανική δεξιά, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Το πώς έχει η κατάσταση με το πολιτικό συμβόλαιο που υποτίθεται ότι έχει υπογράψει η «αντικαπιταλιστική αριστερά» στην Καταλονία, το περιγράφει ο ηγέτης της καταλανικής δεξιάς, σε μια συνέντευξή του στην καταλανική εφημερίδα La Vanguardia[10] : «Μπορεί να φαίνεται ότι το PDeCAT είναι ευάλωτο στην Λαϊκή Ενότητα, μα αυτό δεν είναι αλήθεια. Αφήστε με να σας δώσω ορισμένα παραδείγματα. Η Λαϊκή Ενότητα έθεσε ως προϋπόθεση για να στηρίξει τον προϋπολογισμό του 2017, να αυξηθούν όλοι οι φόροι, μα αυτό δεν έγινε, κανένας φόρος δεν αυξήθηκε. Αυτό ήταν ένα φιάσκο για τη Λαϊκή Ενότητα. Παρόλα αυτά δημιούργησαν πολύ θόρυβο γύρω από αυτό το θέμα. Άλλο παράδειγμα: απαίτησαν να κοπούν οι επιδοτήσεις προς τα ιδιωτικά σχολεία και αυτό δεν έγινε. Παρότι θύμωσαν, τίποτε δεν άλλαξε στην πραγματικότητα. Αν επικεντρωθείς στο «θόρυβο», μπορεί να σχηματίσεις την εντύπωση ότι η Λαϊκή Ενότητα παίρνει αυτό που θέλει. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική». Βεβαίως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική στα πάντα. Η Λαϊκή Ενότητα, παρόλο που στο πρόγραμμά της ισχυρίζεται ότι επιδιώκει το αντίθετο, στηρίζει μια αποσχιστική συμμαχία που το λέει καθαρά, ότι την επόμενη μέρα της απόσχισης θα επιδιώξουν την ενσωμάτωση του νέου κράτους στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Ας κοιτάξουμε όμως, μέσα από τα λόγια τους γιατί επιλέγουν τον «αποσχιστικό δρόμο για τον σοσιαλισμό». Ας δούμε πως το περιγράφει ο David Fernandez, βουλευτής της Λαϊκής Ενότητας στο Καταλανικό κοινοβούλιο[11]: «Το σύνθημα μας είναι: στο δρόμο που χάραξε ο Ζαπάτα, διεκδικούμε για τον εαυτό μας αυτό που θέλουμε για όλους τους ανθρώπους του κόσμου, δηλαδή ελευθερία, δικαιοσύνη και δημοκρατία. Παρόλα αυτά, αν έπρεπε να διαλέξω έναν κεντρικό, σημαντικό, αναπαλλοτρίωτο λόγο, θα έλεγα ότι θέλουμε ανεξαρτησία για να ξεπεράσουμε, να εξαλείψουμε και να μετασχηματίσουμε τις αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες που καθορίζουν την κοινωνία μας…..Για να το πούμε διαφορετικά, θα επέλεγα ένα προσιτό από οικονομική άποψη σύστημα στέγασης, κοινωνικό σύστημα υγείας, ποιοτική εκπαίδευση, φροντίδα για τους ηλικιωμένους. Μια πιο ηθική και ανθρώπινη χώρα. Η έκφραση «ανεξάρτητη χώρα» έχει την ίδια σημασία με την έκφραση «μια διαφορετική χώρα». Να αυτοκαθοριστούμε, να ξεσηκωθούμε, για να ξαναχτίσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη, να «ξαναχτίσουμε» τους εαυτούς μας από τα ερείπια που άφησε η κρίση. Να επανακτήσουμε την κυριαρχία: πολιτική κυριαρχία απέναντι σε ένα δημοφοβικό κράτος, οικονομική κυριαρχία απέναντι στα αρπακτικά των διεθνών αγορών, λαϊκή κυριαρχία απέναντι στις ελίτ και τη διαφθορά που έχουν απαγάγει τη δημοκρατία μας, για να επιστρέψουμε αυτή τη χώρα στους δικαιωματικούς κατόχους, το λαό. Χωρίς κυριαρχία, είναι άλλοι που θα αποφασίζουν για εμάς, ξέρουμε ποιοι, ξέρουμε τι και ξέρουμε πως. Ανεξαρτησία σημαίνει την ανάκτηση των μόνων δημοκρατικών εργαλείων που μας επιτρέπουν να ξεκινήσουμε να αλλάζουμε τα πράγματα σε ένα διεθνές επίπεδο στο οποίο η κυριαρχία των κρατών και των αγορών δεν έχει να κάνει τίποτε με την ελευθερία των εθνών και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων….».
Ωραία λόγια και μάλιστα με νόημα αν ακούγονταν από το στόμα ενός βιετναμέζου ή ενός αλγερινού επαναστάτη την εποχή των αγώνων ενάντια στην αποικιοκρατία. Τα λέει όμως ένας πολίτης της ιμπεριαλιστικής Ισπανίας, περήφανος προφανώς για το δικό του, το ξεχωριστό εθνικό φρόνημα, όσο και να θέλει να το ντύσει με αριστερές φανφάρες, που διέπρεψε την περίοδο της ισπανικής Αυτοκρατορίας και του επιτρέπει σήμερα να φοράει παπούτσια και να μπορεί να ονειρεύεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Λαϊκή Ενότητα είναι το πιο ανυποχώρητο τμήμα του σεπαρατιστικού μπλοκ στην καταλονία. Είναι αυτοί που έβαζαν από παλιά (στον προηγούμενο γύρο του εθνικού ζητήματος, το 2015) και με έμφαση το ζήτημα των «καταλανικών χωρών»[12] και σε αυτό ήταν ανυποχώρητοι. Καμία αναφορά στο άτυπο καθεστώς διαχωρισμού ανάμεσα στους Καταλανούς από καταγωγή και τους υπόλοιπους. Προφανώς ο σύντροφος αναφέρεται στον «σοσιαλισμό»» της δικής του Volkisch κοινότητας, έναν «σοσιαλισμό» που δεν αφορά κανέναν, από εμάς τους υπόλοιπους.
Το ισπανικό προλεταριάτο, κύριε; Ας βράσει στο ζουμί του θα ήταν η απάντηση ή ας αποσχιστούν και αυτοί να φτιάξουν έναν σκασμό μικρά κρατίδια, να μετατρέψουν την Ισπανία σε ιβηρική εκδοχή των Βαλκανίων, για να δουν επιτέλους τον σοσιαλισμό. Προφανώς δεν έχει διαβάσει λέξη από την ιστορία των Βαλκανίων, αλλιώς θα κατανοούσε τι σημαίνει ακριβώς η συγκρότηση ενός καταλανικού κράτους, με ισπανόφωνη μειονότητα πλέον σε μια ισπανική θάλασσα. Μόνο πόλεμος, καταστροφή και ανταλλαγή πληθυσμών. Ο ορισμός της ισπανικής δυστοπίας.
Όποιος καταλανός πασχίζει για την επανάσταση πρέπει να πάρει μαζί του το προλεταριάτο της υπόλοιπης Ισπανίας. Αυτό δεν θα το καταφέρει ποτέ, εξετάζοντας τα «λογιστικά βιβλία» των άλλων Αυτονομιών , απαιτώντας από την κεντρική κυβέρνηση να μειώσει τη δική του συνεισφορά στο κεντρικό ταμείο. Θα πρέπει να αρχίσει από τα «λογιστικά βιβλία» της δικής του Αυτονομίας, να συγκρουστεί με τη δική του αστική τάξη, να στραφεί ενάντια στο καθεστώς της «άνισης ανάπτυξης» εντός της δικής του Αυτονομίας, να απαιτήσει να αρθεί το άτυπο καθεστώς διαχωρισμού ανάμεσα στους Καταλανούς από καταγωγή και τους ισπανόφωνους γόνους μεταναστών, να παλέψει για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό στην Καταλωνία.
Αυτοί όμως έχουν στο μυαλό τους την «Ικαρία». Θέλουν να «πάρουν» την επανάσταση από την Ισπανία και να την «μεταφέρουν» κάπου αλλού, στο δικό τους φαλανστήριο, στη δική τους Home Colony, που έγραφαν και οι ουτοπικοί σοσιαλιστές. Οι συσχετισμοί δεν είναι με το μέρος τους και αυτό αφελώς κάνουν ότι δεν το καταλαβαίνουν, ακόμη και όταν τους το επισημαίνουν οι «σύμμαχοι». Η φύση του νέου καθεστώτος θα καθοριστεί από το πολιτικό πρόγραμμα της κοινωνικής τάξης που κατέχει την πολιτική εξουσία την περίοδο της μετάβασης. Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αυτή είναι η αστική τάξη της Καταλονίας και η δυναμική του πράγματος δεν φαίνεται να μεταβάλλεται.
Υπάρχει «κάτι» που συνδέει την επανάσταση με την εδαφικότητα, τουλάχιστον στην μαρξιστική παράδοση; Πέρα από την ρήση του Μαρξ, την οποία θα πρέπει να διαβάσουν όλοι οι οπαδοί της «μετατροπής του εθνικού σε ταξικό», « …..Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα, με τη δική του αστική τάξη….»[13], υπάρχει η εμπειρία της Ρώσικης επανάστασης. Προϋπόθεση για τη νίκη των Μπολσεβίκων ήταν να μην αφήσουν την πολιτική τους εξουσία να σβήσει περικυκλωμένη σε δυο «κομμούνες», της Πετρούπολης και της Μόσχας. Πολέμησαν σκληρά για να επεκτείνουν την εξουσία τους στα όρια της Τσαρικής Ρωσίας. Η διεθνοποίηση της επανάστασης έχει μια προϋπόθεση, ιδιαίτερα σε περιόδους που δεν υπάρχει καμία ΕΣΣΔ να την «υιοθετήσει». Η προϋπόθεση είναι, να μπορεί να δεσμεύσει για τον εαυτό της όσο το δυνατόν περισσότερο έδαφος, πόρους και ανθρώπους, ώστε να μπορέσει με αξιώσεις να δώσει τη μάχη ενάντια στην καπιταλιστική περικύκλωση. Αυτό είναι ένα μάθημα που προφανώς οι Καταλανοί σύντροφοι δεν το γνωρίζουν.
Οι οπαδοί του «μετασχηματισμού του εθνικού σε ταξικό» και αυτό είναι το διεθνές υπόδειγμα, ενώ δεν είναι διόλου φειδωλοί όταν στηρίζουν μειονότητες ή εθνικά καταπιεσμένους που υπάγονται σε άλλα κράτη-έθνη, όταν το πρόβλημα είναι εντός της χώρας τους συνηθίζουν να κοιτάνε από την άλλη. Το προηγούμενο διάστημα στήριζαν ενθέρμως το καταλανικό εθνικό κίνημα, όχι απέναντι στην ισπανική κυβέρνηση, αλλά ως τέτοιο, με το πρόγραμμα του και αυτά που φαντάζεται για τον εαυτό του. Όταν η συζήτηση γίνεται στα «εντός συνόρων», εκεί αρχίζουν να μπαίνουν «άλλα» κριτήρια. Στην εντός συνόρων περίπτωση, για παράδειγμα, η καταπιεσμένη εθνότητα ή η μειονότητα δεν φτάνει να αυτοανακηρυχθεί ως τέτοια, όπως για παράδειγμα οι Καταλανοί, αλλά χρειάζεται «πιστοποιητικά καταπίεσης», τα οποία οφείλει να παραλάβει οσονούπω, από την εθνότητα που την καταπιέζει.
Η βασική επιδίωξη του Λένιν ήταν το πολιτικό πρόγραμμα για την σοσιαλιστική επανάσταση. Με αυτό τον τρόπο οφείλουμε να διαβάζουμε τις «ιστορικές παρακαταθήκες». Η σοσιαλιστική επανάσταση του Λένιν, όπως και του Μαρξ πριν από αυτόν, είναι ένας πόλεμος που απαιτεί ένα πραγματικό πεδίο μάχης το οποίο δεν μπορεί να είναι το κεφάλι των επαναστατών ή η ιδεαλιστική επίκληση της επανάστασης ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Το πεδίο μάχης θα ήταν τα κράτη-έθνη με τα σύνορά τους και τους εθνικούς τους πολιτισμούς, οι πραγματικές μονάδες μέτρησης της πολιτικής ισχύος. Η επανάσταση επρόκειτο να γίνει εντός του κάθε έθνους-κράτους.
Το πρώτο ζήτημα λοιπόν είναι η συναρμογή των υποτελών με το πολιτικό πρόγραμμα της δικής τους άρχουσας τάξης. Εδώ τα πράγματα είναι απλά. Οι κομμουνιστές είναι σε κάθε περίπτωση απέναντι στο πρόγραμμα διεκδικήσεων της δικής τους άρχουσας τάξης. Πως εφαρμόζεται όμως το πρόγραμμα αυτό στην περίπτωση, είτε πολυεθνικών αυτοκρατοριών που καταπιέζουν τα υποτελή έθνη εντός της επικράτειας τους είτε εθνικών μειονοτήτων;
Η απάντηση περιλαμβάνει δυο μέρη, όπως ακριβώς συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Είναι ιστορικό γεγονός ότι όταν οι εθνικά καταπιεσμένοι προβούν πια στην απαίτηση της απόσχισης, στο εσωτερικό τους λειτουργεί μια πολιτική ηγεσία που έχει σχεδιάσει το πολιτικό τους πρόγραμμα και έχει επιχειρήσει να εντάξει όλες τις κοινωνικές τάξεις κάτω από την σημαία της, τη σημαία του σεπαρατισμού. Από την άλλη μεριά τώρα, η άρχουσα τάξη που καταπιέζει, η επισήμως εθνική, κάνει και αυτή το ίδιο από τη μεριά της. Ο στόχος των κομμουνιστών είναι να διεμβολίσουν τα δυο πολιτικά σχέδια, μην τυχόν και τα δυο προλεταριάτα, αντί να βρεθούν στα αντίπαλα χαρακώματα του επικείμενου πολέμου, στραφούν τελικά ενάντια στους καταπιεστές τους. Να σημειώσω ότι ο Λένιν δεν θεωρεί σε καμία περίπτωση ότι για να υλοποιήσει κάποιος τη διεθνιστική δουλειά, από την μια μεριά της εθνικής ή της μειονοτικής διένεξης, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει ο καθρέπτης του από την άλλη μεριά.
Ο κομμουνιστής από την μεριά της εθνότητας που καταπιέζει, οικοδομώντας την ενότητα των δυο εργατικών τάξεων που ζουν εντός των ίδιων συνόρων, οφείλει να στηρίξει το αναφαίρετο δικαίωμα της απόσχισης στην εθνότητα που καταπιέζεται, ως αντιτιθέμενος στο πρόγραμμα πολιτικών διεκδικήσεων της δικής του αστικής τάξης. Αυτό σημαίνει ότι θα την υπερασπιστεί εμπράκτως απέναντι στη δική του άρχουσα τάξη, ότι και αν χρειαστεί να κάνει. Η στήριξη στο «αναφαίρετο δικαίωμα» δεν σημαίνει και πολιτική συμφωνία. Δεν σημαίνει πολιτική συμφωνία, γιατί το κομμουνιστικό πρόγραμμα προτάσσει την σοσιαλιστική επανάσταση και όχι τη βαλκανοποίηση του κόσμου, ως απάντηση για το κοινωνικό ζήτημα.
Ο κομμουνιστής από την μεριά της εθνότητας που καταπιέζεται έχει την υποχρέωση να αντιταχθεί στο ζήτημα του σεπαρατισμού που βάζει η δική του αστική τάξη, στο πολιτικό πρόγραμμα της δικής του αστικής τάξης και να κρατήσει το δρόμο ανοιχτό στην προοπτική της επανάστασης.
Αυτή είναι εν πολλοίς η «ιστορική παρακαταθήκη» της παράδοσης μας σε σχέση με το εθνικό ζήτημα. Παντού; Η απάντηση είναι όχι.
Οι αποικιοκρατούμενες χώρες είναι διαφορετική περίπτωση και η διαφορά έγκειται στο ότι είναι η αποικιοκρατία μέσω της οποίας διαμεσολαβείται η υπαγωγή του εδάφους, των ανθρώπων και των πόρων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αν δεν ηττηθεί πολιτικά με τον πιο απόλυτο τρόπο, δηλαδή στρατιωτικά, η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να έχει κανένα μέλλον. Οι επαναστάτες που ανήκουν στις χώρες των «ποδεμένων» έχουν υποχρέωση να στηρίζουν τις επαναστάσεις στον κόσμο των «ξυπόλητων» ακόμη και αν αυτές είναι εθνικές, δηλαδή αντιαποικιοκρατικές. Οι επαναστάτες στις χώρες των αντιαποικιοκρατικών αγώνων έχουν την πολιτική υποχρέωση να μην σταματήσουν τον αγώνα μέχρι το τέλος και το τέλος δεν είναι άλλο από την σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτή είναι η διαδικασία των δυο διαδοχικών επαναστάσεων είναι η «διαρκής επανάσταση».
Η περίπτωση της Καταλονίας δεν είναι η περίπτωση ενός «υποτελούς έθνους» που καταπιέζεται. Είναι η περίπτωση μιας εθνότητας που καταπιέζεται στην καρδιά του ιμπεριαλισμού, κομμάτι της κληρονομιάς του. Καταπιέζεται και, σε όποιον δεν φτάνουν οι καταδίκες του πολιτικού προσωπικού της Αυτονομίας από το 2015 και μετά, τα γεγονότα του δημοψηφίσματος το αποδεικνύουν περίτρανα.
Δεν συμφωνούμε πολιτικά με την απόσχιση για λόγους που αναλυτικά εξηγήσαμε κυρίως όμως δεν συμφωνούμε με την «αντικαπιταλιστική αριστερά» της Καταλονίας, που έχει καταντήσει συμπλήρωμα της αστικής τάξης.
__________________
[1] Ο Μαρξ από την εποχή του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος θεωρεί σημαντικό να κάνει διακριτή τη διαφορά ανάμεσα στον «προλετάριο» και τον «κομμουνιστή». Η διάκριση αυτή δεν έχει σχέση με την κοινωνική καταγωγή ή την κοινωνική τάξη ως θέση στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά την κοινωνική τάξη ως ιστορική προοπτική, την τάξη που υλοποιείται, την τάξη στο επίπεδο του πολιτικού αγώνα. Γράφει ο Μαρξ στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (σελ. 36 – 37) : «….Στην πράξη οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρός….. Ο άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι ο ίδιος με τον σκοπό όλων των άλλων προλεταριακών κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο.» Για τον Μαρξ οι κομμουνιστές είναι η πολιτική πρωτοπορία γιατί εκφράζουν την ιστορική προοπτική του προλεταριάτου. Οι κομμουνιστές δεν είναι η φωνή των καταπιεσμένων, είναι το πολιτικό πρόγραμμα ενάντια στην καταπίεση και το δεύτερο δεν είναι καθόλου ίδιο με το πρώτο.
[2] http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/13537113.2015.1003484?journalCode=fnep20
[3] https://www.vilaweb.cat/noticia/3748884/20100629/sentencia – lestatut – obre – nova – era – politica – catalunya.html
[4] http://www.hoy.es/prensa/20061115/nacional/admitidos – recursos – aragon – valencia_20061115.html
[5] http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/5091572.stm
[6] Τα συμπεράσματα εν πολλοίς και τα στατιστικά προέρχονται από τα παρακάτω δυο κείμενα https://www.researchgate.net/publication/289007808_Nationalism_and_public_opinion_in_contemporary_Spain_The_demobilization_of_the_working_class_in_Cataloniaκαι http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/13537110601155734.
[7]https://politica.elpais.com/politica/2017/09/28/ratio/1506601198_808440.html;id_externo_rsoc=FB_CCτα στοιχεία της EL PAIS προέρχονται από την Καταλανική Στατιστική Υπηρεσία http://ceo.gencat.cat/ceop/AppJava/pages/home/fitxaEstudi.html;colId=6288&lastTitle=Bar%F2metre+d%27Opini%F3+Pol%EDtica.+2a+onada+2017
[8] http://gencat.cat/economia/catalaneconomy/article2/index.html και http://gencat.cat/economia/catalaneconomy/article4/index.html
[9] http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/14608944.2011.552491
[10] La Vanguardia 09/07/2017 από https://www.marxist.com/the-independence-referendum-and-the-catalan-national-question.htm
[11] http://www.collectiuemma.cat/article/david-fernandez-i-want-independence-in-order-to-eradicate-poverty-inequality-and-social-ex
[12] https://www.vilaweb.cat/noticia/4237507/20150326/coincidencies-discrepancies-fulls-ruta-cap-independencia.html
[13] Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, 1980, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, σελ 34
Το βράδυ του Σαββάτου, 23 Νοεμβρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρης…
Σε πλήρη ετοιμότητα δηλώνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ενόψει της αυριανής διαδικασίας εκλογής προέδρου (Κυριακή 24 Νοεμβρίου). Σύμφωνα με ανακοίνωση…
Σε πολύ δύσκολη θέση είναι οι κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ που υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ, καθώς μετά…
Η 29η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, COP29, που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στην πρωτεύουσα…
Θερμοκρασίες ρεκόρ καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι στις ελληνικές θάλασσες καθιστώντας το, το πιο ζεστό σε βάθος σαρακονταετίας…
Η βουλευτής Χανίων αποκαλύπτει, σε συνέντευξή της στα «Νέα» και στον Χρήστο Χωμενίδη, το παρασκήνιο…
This website uses cookies.