Γράφει ο Μαξίμ
«Τις προάλλες», είπε φανερά εκνευρισμένος ο εργάτης, «έσπασε η αποχέτευση· θα θυμάσαι ίσως…»
«Η σωλήνα της ύδρευσης» είπε ο νεαρός μηχανικός.
«Όχι! Η αποχέτευση. Έσπασε η αποχέτευση. Μετά, αφού είχε σπάσει η ύδρευση. Εσύ είχες φύγει. Φτιάξαμε τη σωλήνα με τα νερά, μετά έσπασε η αποχέτευση… και βγαίναν όλα έξω… Καταλαβαίνεις…»
«Ναι…»
«Μετά ήρθε εκείνος… ήρθε από πάνω μου τρώγοντας φιστίκια, ενώ εγώ καθάριζα με τα χέρια… και μου λέει: “Δύσκολο ε;” και μου χαμογελάει!»
«Έτσι σου είπε!» είπε ο νεαρός μηχανικός κατάπληκτος.
Ο εργάτης ένευσε καταφατικά: «Έτσι!»
«Και σύ τι απάντησες;»
«Τι να του πω; Τίποτα! Έκανα τη δουλειά μου. Να τον δείρω; Να βρω τον μπελά μου; Αλλά είναι αυτό: Κάτσε ρε! Βλέπεις ότι κάνω αυτό… με γυμνά χέρια… να γίνει γρήγορα η δουλειά… και ’σύ κάθεσαι από πάνω, άνετος τρώγοντας φιστίκια και με κοροϊδεύεις;…»
«Δεν έπρεπε να συνεχίσεις.»
Αλλά στο μυαλό του εργάτη αναδύθηκε πάλι η εικόνα αυτού που έζησε και φούντωσε:
«Και τι να ’κανα; Να τον πλάκωνα;»
«Να έλεγες: “Δεν κάνω αυτή τη δουλειά”. Μα καλά, με γυμνά χέρια καθόσουν και καθάριζες; Ούτε γάντια δεν είχες;»
«Όχι.»
«Κακώς το έκανες. Έπρεπε να αρνηθείς.»
Ακολούθησε μικρή σιωπή.
«Και δεν έφυγε;»
«Όχι. Δεν έφυγε. Τουλάχιστον φύγε, ρε παιδί μου!» (έκανε μια γρήγορη κοφτή κίνηση στον αέρα με το ’να του χέρι, σαν να ’διωχνε μύγα) «Άσε με να κάνω τη δουλειά μου όπως πρέπει…»
«Κατάλαβα…» είπε ο νεαρός μηχανικός και συνέχισε ν’ ακούει το παράπονο του Εμβέρ.
Κάθε φορά άκουγε κι ένα παράπονο, που ’ταν κλεισμένο στην ψυχή του σαραντάχρονου δουλευτή. Για τη δουλειά του, για τη γυναίκα του, για το παιδί και τη φτώχια του, για τη χαμένη του πατρίδα, για τα χαμένα όνειρά του. Κάποτε ήταν κι αυτός παιδί, που ήθελε να σπουδάσει, να γίνει μηχανικός, είχε όνειρα. Αλλά ο πατέρας του τού είπε μια μέρα: «Παιδί μου, δεν μπορώ να σε σπουδάσω. Σπουδάζω ήδη τα δύο αδέρφια σου. Τα οικονομικά της οικογένειας δεν αντέχουν. Συγχώρα με, παιδί μου, μα δε μπορώ…»
Κι έκτοτε το ’χε παράπονο ο Εμβέρ σ’ όλη του τη ζωή! Πληγώθηκε τόσο βαθιά η παιδική του ψυχή, που από τότε αρπαζότανε με το παραμικρό. Έγινε ευέξαπτος και τα παρεξηγούσε όλα. Συχνά οργιζόταν τόσο πολύ, που μπορούσε να μη σου μιλήσει για μέρες. Έκανε τη δουλειά του κι αν του ’λεγες καμιά κουβέντα, γυρνούσε και σε κοιτούσε άγριος, έτοιμος να σε βρίσει. Αυτό, όμως, το ‘κανε μόνο στους άλλους εργάτες, που δεν νοιάζονταν ούτε ήξεραν τα προβλήματά του. Στον Σπύρο δεν φερόταν ποτέ έτσι. Μ’ αυτόν ήταν πάντα ευγενικός. Αν τύχαινε να είναι θυμωμένος, ο νεαρός μηχανικός τον προσέγγιζε με ειλικρινές ενδιαφέρον και ρωτούσε αν είναι καλά.
Ο Εμβέρ μιλούσε συχνά στον Σπύρο. Έτσι, χωρίς να το επιδιώκει. Απλά, κοίταγε το πρόσωπό του, χαμογελούσε και του έπιανε τη κουβέντα. «Είσαι καλό παιδί, ρε τρελέ! Λίγο ήσυχος, αλλά καλό παιδί!» έλεγε. Άλλες φορές τον χτύπαγε φιλικά με δύναμη στην πλάτη κι έκανε χάζι με την αμηχανία που είχε στα χοντροκομμένα και ακατανόητα αστεία που ξεστόμιζε με ευχαρίστηση. Έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να καταλάβει ο Σπύρος – και ήθελε πολλή δουλειά για να μπει στην ψυχή αυτών των ανθρώπων. Στα βιβλία όλα ήταν καθαρά. Αλλά γρήγορα διαπίστωσε ότι η πραγματικότητα είναι τόσο βαθιά και πολύπλοκη, που, με τα χρόνια, έμενε ολοένα κατάπληκτος με τις αλήθειες που ανακάλυπτε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Ώσπου, κάποια στιγμή, κατανόησε πόσο ανόητος ήταν ο ίδιος. Πόσο κουτός και πλανεμένος γιατί θεωρούσε, μέχρι τότε, ότι οι γνώσεις που είχε κερδίσει στη ζωή του, είχαν κερδηθεί με πολλή δουλειά, με ιδρώτα δικό του και το μυαλό του. «Ανόητος…», «πλάνη…» μονολογούσε συχνά. Στο χώμα και τη λάσπη, στα σίδερα και στις σκαλωσιές, στα εργοτάξια συνάντησε ανθρώπους που ήταν πολύ πιο έξυπνοι από ’κείνον, και από πολλούς συναδέλφους του μηχανικούς. Που αν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες με εκείνον, θα τον είχαν ξεπεράσει προ πολλού. Άλλωστε, ίδιον των μηχανικών – και όχι μόνο· αλλά και των γιατρών, των νομικών, των οικονομολόγων κ.ά. – είναι να νομίζουν τους εαυτούς τους εξυπνότερους απ’ ότι πραγματικά είναι.
Έσπευδε, λοιπόν, από την πρώτη μέρα στη δουλειά και έλεγε καλημέρα σε όλους. Οι εργάτες παραξενεύονταν που ένας μηχανικός ερχόταν στη δουλειά και έλεγε σ’ έναν προς έναν «καλημέρα» λες κι ήταν υπουργοί και δεν τους προσπερνούσε απλά, αδιάφορος, όπως έκαναν οι υπόλοιποι. Έλεγαν μεταξύ τους: «Τον είδες αυτόν; Μας χαιρέτισε!» «–Ε και;…» έλεγαν οι πιο έμπειροι. «Καινούργιος είναι. Όλοι στην αρχή οι νεαροί μηχανικοί μας χαιρετάνε, και στη πορεία… ούτε που μας ξέρουν!» Οι εργοδηγοί κι οι μηχανικοί κοίταζαν τον Σπύρο σαν εξωγήινο!… γιατί οι μέρες περνούσαν και αυτός όχι μόνο συνέχιζε να λέει καλημέρα χαμογελαστός, αλλά, συχνά, όποτε έβρισκε ευκαιρία, βοηθούσε τους εργάτες στη δουλειά τους… Οι μηχανικοί παραξενεύονταν, γιατί αυτοί δεν έλεγαν «καλημέρα», δεν βοηθούσαν τους τεχνίτες ούτε ήταν φιλικοί μαζί τους, μόνο έπαιρναν τα σχέδια, τα μελετούσαν, έδειχναν δεξιά-αριστερά στο κτίριο με το χέρι τους κι έδιναν οδηγίες στους εργοδηγούς τι πρέπει να κάνουν τα συνεργεία.
Με τους εργάτες οι μηχανικοί δεν είχαν σχεδόν καμία επαφή. Για αυτούς οι χειρώνακτες ήταν σκλάβοι. Δούλοι. Εργαλεία· που μιλούσαν και πληρώνονταν. Δεν ήξεραν ούτε τα ονόματά τους ούτε τίποτα, ήξεραν μόνο τις ιδιότητες ολίγων μαστόρων. Αυτός π.χ. είναι υδραυλικός, ο άλλος ηλεκτρολόγος, ο παραδίπλα είναι ο καλουπατζής κ.ο.κ. Στο Ημερήσιο Δελτίο κατέγραφαν αριθμούς:
“Συνεργείο σιδεράδων: 2 μάστορες & 6 βοηθοί·
Καλουπατζήδες: 3 μάστορες & 9 βοηθοί·
Οδηγοί φορτηγών: 3 άτομα·
Λαμαρινάδες: 3 μάστορες 8 βοηθοί” κ.ο.κ.
Γι’ αυτούς οι εργάτες, οι μάστορες, οι βοηθοί, οι χειριστές μηχανημάτων, οι οδηγοί ήταν απλώς… άψυχοι αριθμοί. Απρόσωπες μεταβλητές του προγράμματος υλοποίησης του έργου. Γιατί όσο σκύβει το κεφάλι ο άνθρωπος κι όσο διαβιούν εις βάρος των φτωχών οι κοινωνικές ομάδες της εργασιακής και επιστημονικής αριστοκρατίας, ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα άψυχο και αποπροσωποποιημένο εργαλείο. Έτσι δούλευαν οι μηχανικοί, έτσι έχτιζαν τα θαυμαστά κτίρια και τις μεγάλες αίθουσες, τις περίτεχνες προσόψεις και τις επιβλητικές εισόδους των μεγάλων εταιρειών: αδιαφορώντας για τις ζωές που έτριβαν με τα χέρια τους το σκυρόδεμα και το σίδερο· όντες αναίσθητοι για τους ανθρώπους που έστηναν τα καλούπια και κουβαλούσαν τα ξύλα. Εκείνοι ασχολούνταν με την επίβλεψη, με την οργάνωση και την διοίκηση του έργου. Και κατά περιπτώσεις ήταν δημιουργικοί όταν ανέκυπτε κάποιο πρόβλημα. (Αν και, εδώ που τα λέμε, οι μηχανικοί στον ιδιωτικό κατασκευαστικό τομέα δεν είναι και τόσο δημιουργικοί. Ο βαθμός της δημιουργικότητάς τους είναι μάλλον περιορισμένος. Απλά έχουν κάποιες γνώσεις τις οποίες αξιοποιούσαν για την οργάνωση και τη διοίκηση του έργου. Ενώ οι καλύτεροι απ’ αυτούς είχαν… γνωριμίες, οργανωτικές και κάποιες διπλωματικές ικανότητες. Στη ουσία ήταν διανοητικοί σκλάβοι των μελετητικών εταιρειών και των αρχιτεκτόνων.)
Οι μηχανικοί δεν σκέφτονται, δεν νοιάζονται για τους χειρώνακτες συναδέλφους τους, κι ούτε κατανοούν τον ψυχισμό τους. Οι εργάτες γι’ αυτούς ήταν κάτι σαν σκύλοι, με κατώτερα ένστικτα, με μια ανώριμη άποψη για την κοινωνία και λαϊκή αισθητική…
Αυτοί, βέβαια, το μόνο που είχαν ν’ αντιτάξουν στην «κατωτερότητα» των μαστόρων και των βοηθών ήταν οι γνώσεις τους, τα πτυχία τους, το κύρος τους, το πολυτελές πουκάμισό τους, τα δερμάτινα παπούτσια τους, το ακριβό τους ρολόι, το αμάξι με τα δερμάτινα καθίσματα, το περίτεχνο και ακριβό φαγητό… Κατά τ’ άλλα, πλήρης συσκότιση και κενότις υπήρχε στο βασίλειο της σκέψη τους. Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν τις συνήθειες «πιασμένων» «λαϊκών» εργολάβων: μπουζούκια, πόρνες, κουστούμια, βίλες, πολυτελή εστιατόρια, ουίσκι, σκυλάδικα κ.ά… Άλλοι, πάλι, ήταν αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, τούς άρεσε η δουλειά· δούλευαν ώρες πολλές συνεχόμενα ωσάν αυτόματα. Γι’ αυτούς η αξία του ανθρώπου καθοριζόταν από την ποσότητα έργου που έφερνε εις πέρας. Εάν κάποιος εξέφραζε μπροστά τους ότι επιθυμεί να εργάζεται οκτάωρο, για να έχει ελεύθερο χρόνο, ευθύς αμέσως έπεφτε στα μάτια τους και τον θεωρούσαν τεμπέλη, ανίκανο και δειλό.
Απ’ αυτή την ομάδα κάποιοι άκουγαν τα λεγόμενα «έντεχνα» και «ψαγμένα» τραγούδια, «εναλλακτικά», γλυκανάλατα, ξένα έως και chillout – ιδίως οι νεότεροι. Άλλοι, μεγαλύτεροι σε ηλικία, άκουγαν Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Μαρκόπουλο… Όλα συνδυάζονταν. Όλα υπήρχαν. Όλα μπορούσε να τα αλέσει ο μύλος του πολυμήχανου χαρακτήρα τους…
Κι ο μύλος άλεθε και έτρωγε ουκ ολίγους… ακόμη και πρώην αριστερούς… Και σ’ αυτούς είχε μία ιδιαίτερη αδυναμία.
Αν ερχόσουν και τόλμαγες να αμφισβητήσεις την πολιτική άποψη πάλαι ποτέ κομμουνιστών, τη στάση ζωής τους κ.ο.κ., γίνονταν ανήμερα θηρία! άγριοι λύκοι! αρκούδες! «Ποιος είσαι εσύ που θα πεις σε μένα για αγώνες! Για τα δικαιώματα των εργαζομένων! Για τον σοσιαλισμό! τις ιδεολογίες! την πάλη των τάξεων! Όλα αυτά ηττήθηκαν! κατέρρευσαν! Αποδείχτηκαν πλάνη! Ξεγέλασαν τον λαό! Χτίστηκαν δικτατορίες στο όνομά του! Όλα ήταν ψέματα! Παντού οι αγώνες προδόθηκαν! Στην ηλικία σου κι εγώ τέτοια έλεγα… Κοίτα να εκσυγχρονιστείς! να αλλάξεις μυαλά! Γιατί είσαι εκτός εποχής…»
Τέτοια έλεγαν κι έτριζαν τα δόντια έτοιμοι να σκάσουν.
Πολύ λίγοι ήταν οι μηχανικοί που είχαν έναν άλλον προβληματισμό, μια κάποια μικρή, έστω, κοινωνική ευαισθησία. Αυτοί ως επί το πλείστον αντιμετώπιζαν ή είχαν αντιμετωπίσει βιοποριστικά προβλήματα. Μερικοί είχαν οικογένεια, άλλοι υπήρξαν άνεργοι, πολλοί είχαν δανειακές υποχρεώσεις κ.ά.
Μια μέρα, όμως, απέλυσαν έναν συνάδελφο. Όλοι λυπήθηκαν, φοβήθηκαν τι θα γίνει με τους ίδιους… Ο Σπύρος προσπάθησε να τους μιλήσει. Πλησίασε τους πιο ευαίσθητους συναδέλφους, πρότεινε να απεργήσουν:
«Αν απεργήσουν έξι μηχανικοί είναι σαν να απεργούν σαράντα εργάτες… Το έργο δεν θα μπορεί να συνεχίσει. Να φέρουν άλλους δεν μπορούν, γιατί η πολυπλοκότητα του έργου είναι τέτοια που δεν επιτρέπει απεργοσπάστες. Οι εργοδηγοί δεν έχουν το σύνολο του έργου στο μυαλό τους. Χρειάζεται χρόνος για να μπει κανείς στο έργο, να διαβάσει τα σχέδια. Μόνο τόλμη χρειάζεται και καλή οργάνωση.»
«Μα ποιος θα απεργήσει; Όλοι φοβούνται. Σκέψου να χάσει κανείς τη δουλειά του. Δάνεια, λογαριασμοί, φροντιστήρια παιδιών, υποχρεώσεις… Ξέρεις τι είναι όλα αυτά;» έλεγε ένας διστακτικός συνάδελφος.
«Αν ξεκινήσουμε δυο-τρεις μηχανικοί αποφασισμένοι να μιλάμε στους συναδέλφους, θα εμψυχωθούν, θα συμφωνήσουν, θα εμπνευστούν. Αν βγει μόνο ένας, δεν θα γίνει τίποτα… Ας είμαστε δύο. Δύο μόνο και θα τους πείσουμε. Θ’ ακολουθήσουν κι οι μάστορες.»
«Δεν ξέρω…» έλεγε ο ένας.
«Θα δούμε…» έλεγε ο άλλος.
Και ο Σπύρος πήγαινε απ’ τον έναν στον άλλον. Τους μιλούσε, τους εξηγούσε ότι χωρίς θυσίες, χωρίς ρίσκο τίποτα δεν μπορεί να κερδηθεί στη ζωή:
«Ή όλα ή τίποτα. Αύριο θα είναι η σειρά μας» έλεγε με πάθος.
Όμως τα ώτα ήσαν κουφά…
Οι ήχοι που ελάμβανον ήσαν λειψοί, διακεκομμένοι. Φόβος. Αμφιβολία. Δουλοπρέπεια. Μοιρολατρία. Μελαγχολία.
Είναι αλήθεια ότι απεργίες γενικά δεν γίνονταν. Τα σωματεία ήταν ανύπαρκτα. Τα πιο αξιόλογα είχαν αποξενωθεί απ’ τους εργαζόμενους δίχως επιρροή, χωρίς συμμετοχή…
«Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη» είπε στον Σπύρο ένας συνάδελφος. Και ο Σπύρος στενοχωρήθηκε, γιατί έβλεπε ότι είχε δίκιο. Εκείνος κελαηδούσε. Αλλά γύρω του έβρεχε…
Ο συνάδελφος απολύθηκε. Το κλίμα βάρυνε στην εταιρεία. Όλοι μελαγχόλησαν. Σύντομα, όμως, η περίοδος που πένθους πέρασε. Και όλα ξεχάστηκαν. Οι μηχανικοί άλλαξαν διάθεση. Ο φόβος εξαφανίστηκε.
«Ουφ! Τη γλιτώσαμε…» έλεγαν και χαμογελούσαν ξανά.
Ο Σπύρος κατάλαβε ότι οι μηχανικοί είναι μια ιδιαίτερη κάστα ανθρώπων. Σκεφτόταν ότι όταν οι άνθρωποι δεν «λερώνουν» τα χέρια τους, ιδιαίτερα επιστήμονες όπως οι μηχανικοί, οι νομικοί, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι διευθυντές, οι οικονομολόγοι, οι τραπεζικοί, οι φυσικοί, οι μαθηματικοί, οι εκπαιδευτικοί – όλοι αυτοί, όταν δεν είχαν την «τύχη» να… ροζιάσουν χέρια τους κατά την πορεία της ζωής τους, δεν μπορούν να καταλάβουν τον εργάτη, τον δουλευτή, τον χειρώνακτα, τον άνεργο, τον απελπισμένο, ούτε ακόμη και τον επιστήμονα συνάδελφό τους.
Είναι αποξενωμένοι.
Αυτό βεβαίως δεν ισχύει για όλους. Γιατί υπάρχουν κι αυτοί που λησμονούν από πού ξεκίνησαν ή εκείνοι που συχνά λένε ότι «εγώ ξεκίνησα από φτωχή οικογένεια και με σκληρή δουλειά κατάφερα κι έγινα γιατρός!» ή ότι «φοιτητής δούλευα σερβιτόρος! διανομέας! δούλευα οικοδομή! δεν έγινα, έτσι, διευθυντής απ’ τη μια στιγμή στην άλλη!» θέλοντας να πουν ότι έχουν πείρα από τη ζωή, ότι το δικαιούνται να μιλούν και να δικαιολογούν την εύπορη ζωή τους…
Υπήρξαν στιγμές που ο Σπύρος επιχείρησε να μιλήσει στους εργάτες. Ήταν όμως τόσο κατακερματισμένοι, τόσο πολυδιασπασμένοι και αναλώσιμοι μέσα σ’ αυτό το πλήθος των υπεργολάβων που ούτε στοιχειώδης οργάνωση δεν μπορούσε να υπάρξει. Επιδίωξε, ωστόσο, να προσπαθήσει, να βρει τους πιο ικανούς σε κάθε συνεργείο, εκείνους που είχαν επιρροή και μέσω αυτών να αφυπνίσει αγωνιστικό φρόνημα σε όλους, ούτως ώστε μετά να υπάρξει μια κάποια οργάνωση.
Αδύνατον.
Το μόνο που εν τέλει μπορούσε να συνεγείρει φαινόταν να είναι η παρέμβαση ενός οργανωμένου σωματείου το οποίο θα προπαγάνδιζε τον αγώνα με πυγμή μέσα στο εργοτάξιο. Ο φόβος και η επιφύλαξη που είχαν εργάτες και μηχανικοί έσπαζε μόνο στο θυμικό, με την εμπιστοσύνη, το αίσθημα της σιγουριάς, της πυγμής, της δύναμης, της μαζικότητας.
Αλλά, ήρθαν κι αυτοί…
Και το μόνο που έκαναν ήταν να μοιράσουν μονότονα και ακατανόητα στη γλώσσα φυλλάδια, να πουν μερικά χιλιοειπωμένα συνθήματα και να φύγουν ήσυχα και ωραία – όπως ήρθαν.
Ο Εμβέρ έτρεξε, μια απ’ αυτές τις φορές, και βρήκε τον Σπύρο:
«Τους είδες;» έλεγε με ένταση. «Αυτοί νομίζουν ότι κάνουν αγώνα… Πού είναι ο αγώνας!… Τώρα θυμήθηκαν να κάνουν απεργία!… Μας θυμούνται μόνο στην απεργία!… Γίνεται μια μέρα απεργία!… και τι γίνεται; Ε και;… Νομίζουν ότι κάτι κάνανε!… Πάνε μια βόλτα και ποιο το αποτέλεσμα;… Φοβήθηκε κανείς;… Κανείς! Ίδια είναι κι αυτοί! Άχρηστοι!… Άσε που κανείς δεν καταλαβαίνει και τι λένε!… Προχτές ένας απ’ αυτούς μου λέει στον δρόμο να πάρω κουπόνι για να βοηθήσω λέει το κόμμα… Απλώς τον κοίταξα και έφυγα. Να το πάρω. Αλλά αν το πάρω, στη ζωή μου εμένα τι θ’ αλλάξει;… Τους βαρέθηκα!» έλεγε θυμωμένος ο εργάτης και «στόλιζε», με τον τρόπο του, τους συνδικαλιστές.
Ο Σπύρος συμφωνούσε εν πολλοίς σ’ αυτές τις παρατηρήσεις, πλην όμως διευκρίνιζε ότι δεν φταίει η ύπαρξη των σωματείων γενικά, για την εξαθλίωση των εργαζομένων, αλλά η ανεπάρκεια των σωματείων και των οργανώσεων να κάνουν κοινό μετωπικό αγώνα με προοπτική.
«Α, καλά… Εσύ πάλι γι’ αυτά θ’ αρχίσεις να μου λες… Για την Αντίσταση και όλα αυτά…» είπε ο Εμβέρ χαμογελώντας. «Πού ‘ναι τα, ρε τρελέ! Δεν τα βλέπω να γίνονται… Πάνε αυτές οι εποχές…»
Ο Εμβέρ ζούσε σε ένα ημιυπόγειο. Δηλαδή, τι ημιυπόγειο… κανονικό υπόγειο. Όλη η οικογένεια ήταν στοιβαγμένη σαν τα ποντίκια. Μόνο κάποιοι φεγγίτες άφηναν το φως να εισέρχεται στον χώρο· από εκεί έμπαινε φρέσκος αέρας κάθε πρωί.
Ο Εμβέρ ζούσε με την γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά· δύο αγοράκια.
Ο Σπύρος τους επισκέφτηκε ένα απόγευμα, όταν χάλασε ο υπολογιστής των παιδιών. Τον υποδέχτηκαν, ως τιμώμενο πρόσωπο και αυτό τον εξέπληξε και τον έφερε σε αμηχανία. Σε ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία τον έφερε η στάση του Εμβέρ. Όταν ο Εμβέρ πρότεινε στον Σπύρο να καθίσει στην τραπεζαρία, εκείνος άρχισε σαν πασάς να δίνει αυστηρές εντολές στη γυναίκα του να περιποιηθεί τον καλεσμένο. Οι διαταγές είχαν σκοπό την περιποίηση του νεαρού μηχανικού. Τα παιδιά ήταν όρθια. Στρατιωτάκια. Περίμεναν τι θα πει ο πατέρας τους.
Ο Σπύρος κάθισε για λίγο στην τραπεζαρία και ζήτησε να μάθει πού είναι ο υπολογιστής. Η πατριαρχική φιγούρα του Εμβέρ τον αιφνιδίασε. Ο Εμβέρ είπε αυστηρά στα παιδιά να δείξουν στον κύριο Σπύρο πού είναι το μηχάνημα. Το μικρότερο αγοράκι, ο Γιαννάκης, χαμογέλασε και έτρεξε σ’ ένα τραπέζι, πάνω στο οποίο ήταν μια οθόνη υπολογιστή. Ο Σπύρος πλησίασε, ευχαρίστησε το μικρό αγόρι χαμογελαστός και άρχισε να εξετάζει τον χαλασμένο υπολογιστή.
Το ζευγάρι ρώτησε τον Σπύρο αν ήθελε, μετά, να καθίσει να φάνε όλοι μαζί. Ο Σπύρος τους ευχαρίστησε και είπε ότι δεν ήταν ανάγκη, θα μπορούσαν να το κανονίσουν, αν επέμεναν, μία άλλη φορά. Η Αντελίνα, παρά ταύτα, σέρβιρε κρύο νερό και κουλουράκια. Τα παιδιά αποδεσμεύτηκαν επί τέλους από το πατέρα τους και έτρεξαν στον καναπέ. Το μεγαλύτερο αγόρι, ο Πέτρος, άνοιξε την τηλεόραση, είχε μία ξενόγλωσση σαπουνόπερα· ο Γιαννάκης πήρε ένα tablet και άρχισε να παίζει παιχνίδια.
«Όλη μέρα μ’ αυτά ασχολούνται!» παραπονέθηκε ο Εμβέρ.
Η Αντελίνα συγκατένευσε στο σχόλιο του συζύγου της.
«Δεν έχουν άλλες δραστηριότητες;» ρώτησε ο Σπύρος καθώς κοιτούσε τον υπολογιστή.
«Ο μικρός πάει ποδόσφαιρο και ο μεγάλος ασχολείται με μια γκόμενα! Όμως όταν είναι σπίτι, όλη μέρα αυτό κάνουν. Τηλεόραση και παιχνίδια. Δεν ανοίγουν βιβλίο. Τους λέω: “Μην είστε ρε μαλάκες! Η ζωή δεν είναι αυτό! Εκεί έξω θα σας… λιώσουν τα κόκαλα! Διαβάστε να έχετε καλύτερη τύχη από μένα!” Τίποτα αυτοί…»
«Κατάλαβα…» ψέλλισε ο Σπύρος αμήχανος που τα παιδιά ήταν παρόντα σ’ αυτή τη συζήτηση. «Οι συμμαθητές, οι φίλοι, οι παρέες – εκείνοι είναι συνεπείς στο σχολείο;»
«Ααα! Κανείς απ’ αυτούς δεν δίνει σημασία! Αυτοί νομίζουν ότι μια ζωή θα είναι ξάπλα, βόλτα, γκόμενες, παιχνίδια! Μαλάκες σου λέω!»
«Μη βρίζεις…» είπε η Αντελίνα.
«Γιατί!» βρόντηξε ο Εμβέρ. «Σάμπως αυτά τι κάνουν; Τα ‘χεις ακούσει ποτέ πώς μιλάνε στο δρόμο μεταξύ τους;…» (ο Εμβέρ κούνησε την ανοικτή παλάμη του σφαιρικά στον αέρα) «Ου! Εγώ είμαι ευγενικός!»
«Χμ! Σ’ ευχαριστούμε πολύ που ήρθες» είπε η Αντελίνα στον Σπύρο προσπαθώντας ν’ αλλάξει κουβέντα.
«Παρακαλώ, δεν είναι τίποτα, έχει εγκατασταθεί απ’ ό,τι φαίνεται ένα πρόγραμμα και δημιουργεί πρόβλημα· κολλάει ο υπολογιστής. Σύντομα θα το έχω διορθώσει.»
«Αυτά τα βλαμμένα φταίνε! Όλη μέρα ίντερνετ! Ούτε που ξέρω τι κάνουν σ’ αυτό το μαραφέτι!»
«Όλα τα παιδιά σήμερα μ’ αυτά ασχολούνται» είπε γλυκά η Αντελίνα.
«Γι’ αυτό έχουν χαζέψει!» αντέτεινε ο Εμβέρ. «Να βγουν έξω, να πάνε μια βόλτα, τι κάθονται και στέλνουν μηνύματα όλη μέρα! Εγώ αν ήθελα να δω κάποιον, κάτι να του πω, πήγαινα για έναν καφέ και τα λέγαμε… Αυτοί εδώ, και μαζί να είναι, συνέχεια μ’ αυτά τα κινητά ασχολούνται πατ! πατ! πατ! πατ! πατ! Όλο κουμπάκια πατάνε…»
«Άσε, ρε πατέρα, όλη μέρα γκρίνια!» διαμαρτυρήθηκε ο Πέτρος.
«Είπες τίποτα σύ ρε;!…» αγρίεψε ο Εμβέρ στον γιο του. «Έχε χάρη που είναι εδώ ο άνθρωπος, κωλόπαιδο!… Αλλιώς θα σου ’λεγα…»
«Έλα… άσε τα παιδιά…» είπε η Αντελίνα, έπειτα απευθύνθηκε στον Σπύρο: «Αν είναι δύσκολο, δεν πειράζει, ασ’ το, μη σε ταλαιπωρούμε.»
«Όχι, όχι…» είπε ο Σπύρος. «Φτιάχνει, απλό είναι.»
«Ξέρει, ρε ο Σπύρος! Έτσι δεν είναι, ρε τρελέ!» είπε ο Εμβέρ χαμογελώντας και έπειτα στράφηκε στη γυναίκα του: «Είναι καλός αυτός! Εσύ, φέρε τη ρακή!»
«Τώρα θα πιεις;…» απόρησε η Αντελίνα.
«Ναι, τώρα! Θα πιω με τον φίλο μου!»
«Εγώ… ευχαριστώ… δεν πίνω…»
«Το ξέρω, ρε τρελέ! Είδες, γυναίκα! Είδες πώς κοκκινίζει! Γουλιά δεν βάζει στο στόμα του! Έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς. Από αύριο όμως… ε, τρελέ;… χα! χα! χα!» είπε και ο Εμβέρ έσκασε στα γέλια.
«Ο άνθρωπος είναι σοβαρός, δεν είναι σαν κι εσένα…» είπε η Αντελίνα.
«Άκου! Μου βγάζει και γλώσσα! Δηλαδή εγώ δεν είμαι σοβαρός;» είπε ο Εμβέρ.
«Αν θέλεις, είσαι» είπε σταθερά η Αντελίνα.
«Χεχ! Παντρέψου, φίλε μου, να δεις καλό! Δεν φτάνει που δουλεύω όλη μέρα για όλους σας εδώ μέσα, δεν είμαι και σοβαρός! Δηλαδή αν αλήθεια δεν ήμουν σοβαρός τι θα γινόταν; Μου λες;…»
«Θα ήταν ακόμη καλύτερα, αν δεν έπινες…»
«Ωραία… Αλλά εγώ θέλω να πιω! Θέλω τη ρακή μου! Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή! Εκτός κι αν θες να πας εσύ αύριο δουλειά! Δεν είναι δύσκολο…» είπε ο Εμβέρ και κοίταξε την γυναίκα του σηκώνοντας τα φρύδια με ειρωνεία.
«Όλο τέτοια λες…» είπε η Αντελίνα και πήγε στην κουζίνα να φέρει το μπουκάλι.
«Χε! χε! χε!» γέλασε παιχνιδιάρικα ο Εμβέρ με ύφος νικητή.
«Ορίστε!» είπε η Αντελίνα κι άφησε το μπουκάλι στο τραπέζι. «Μόνο μην πιεις πολύ.»
«Θα πιω όσο γουστάρω! Εγώ δεν είμαι ο άντρας εδώ πέρα;…» είπε ο Εμβέρ και σκούντηξε τον Σπύρο κλείνοντάς του το μάτι.
Ο Σπύρος χαμογέλασε συγκρατημένα και είπε:
«Δεν έχει άδικο, εδώ που τα λέμε, η Αντελίνα, Εμβέρ» είπε ο Σπύρος.
«Να τα μας… Ε, να κάνετε παρέα εσείς οι δύο! Να κάνετε κόμμα!»
«Έλα, μη λες ανοησίες του ανθρώπου!» είπε η Αντελίνα.
«Το αλκοόλ βλάπτει πολύ, είναι τοξικό και είναι γνωστό ότι η μακροχρόνια κατανάλωσή του είναι επιζήμια για τον οργανισμό.»
«Αυτός εδώ είναι ο μόνος στο εργοτάξιο που δεν πίνει! Όλοι έχουν ένα ποτήρι με μπύρα, κρασί… κι αυτός πίνει νερό! Όχι! Καλά κάνεις… μην κοιτάς, εγώ είμαι ο βλάκας!» είπε και ήπιε μονορούφι το ποτηράκι που είχε γεμίσει. «Αλλά τι να κάνεις;… πώς θα πάω αύριο στη δουλειά! Δεν είναι σαν και σας… στα γραφεία!»
Ο Σπύρος κοκκίνισε.
«Κύριε, Σπύρο… φτιάχνει ο υπολογιστής;» ρώτησε ο Γιαννάκης.
«Σώπα! Μιλήσαν…» είπε ο Εμβέρ.
Ο Σπύρος γύρισε στο μικρό αγοράκι και είπε:
«Και βέβαια φτιάχνει! Σε δυο λεπτά θα είναι έτοιμος. Να γράψουμε κι ένα anti-virus, να το βάλουμε να ελέγξει αν υπάρχουν ιοί, αυτό ήταν όλο!»
Το αγοράκι χαμογέλασε· μετά τον ρώτησε:
«Να σας ρωτήσω; Έχετε παίξει Leage of Legends;»
«Leage of Legends; Όχι, δεν έτυχε; είναι καλό;»
«Είναι τέεεελειο! να το παίξετε με τους φίλους σας!»
«Εντάξει, θα το κοιτάξω. Αν και για να σου πω την αλήθεια δεν πολυπαίζω συχνά παιχνίδια…»
«Γιατίιιι;» ρώτησε το αγοράκι.
«Τι να σου πω. Δεν ξέρω. Μικρός έπαιζα. Κάποια στιγμή, απλά, σταμάτησαν να μου αρέσουν. Αλλά όποτε υπάρχει ευκαιρία, μ’ αρέσει να μαθαίνω γι’ αυτά.»
Το αγοράκι χαμογέλασε χαρούμενα. Τον συμπάθησε τον Σπύρο.
«Εκτός από παιχνίδια, παίζει και ποδόσφαιρο. Είναι πολύ καλός στη μπάλα!» είπε και καμάρωσε ο Εμβέρ.
«Μπράβο! Σ’ αρέσει το ποδόσφαιρο;» ρώτησε ο Σπύρος.
«Ναι…» είπε το αγοράκι χαμογελαστά. «Παίζω αγώνες! Είμαι κεντρικός επιθετικός!»
« Πολύ ωραία!» είπε ο Σπύρος. «Είναι ωραίος ο αθλητισμός. Κι εγώ μικρός έπαιζα μπάσκετ.»
«Τι θέση;» ρώτησε ο Γιαννάκης.
«Δυάρι.»
«Α…» είπε λακωνικά. Μετά συμπλήρωσε: «Αν θέλετε ελάτε μία μέρα να με δείτε… Θα σας πει ο μπαμπάς μου πότε έχω αγώνα.»
«Εντάξει, Γιάννη. Θα έρθω μια μέρα να σε δω.»
Ο Σπύρος παρατήρησε ότι ο Γιαννάκης είχε εξαιρετικά χαμηλό ανάστημα. Ήταν εννέα χρονών κι έδειχνε το πολύ έξι. Ο Σπύρος θυμήθηκε τα λόγια του Εμβέρ:
«Μετακομίσαμε πριν επτά χρόνια εδώ.»
Και πραγματικά σ’ αυτό το σπίτι κανείς δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν άνθρωποι. Και όμως ζούσαν ο Εμβέρ με την Αντελίνα και τα δυο τους παιδιά.
Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν φανερό ότι ήταν δύσκολη. Προσέφεραν ό,τι καλύτερο στα παιδιά τους, ενώ οι ίδιοι δεν υπολόγιζαν τους εαυτούς τους. Ενδεικτικό είναι ότι υπήρχε ένας σταθερός υπολογιστής, ένας φορητός, ένα τάμπλετ και το κάθε αγόρι είχε το δικό του κινητό τηλέφωνο τελευταίας τεχνολογίας. Μια μέρα ο Εμβέρ εκμυστηρεύτηκε στον Σπύρο ότι αυτά τα έβρισκε στη μαύρη αγορά σε εξευτελιστικές τιμές.
Επίσης, ο Σπύρος είχε καταλάβει ότι στο φαγητό δεν έκαναν τσιγγουνιές. Δεν έτρωγαν, βέβαια, συχνά ψάρι (δεν το αγαπούσαν άλλωστε), αλλά η κοιλιά του Εμβέρ ήταν αδιάψευστος μάρτυρας ότι φιλοξενούσε μεγάλες ποσότητες φαγητού και αλκοόλ. Οι μεζέδες στο καφενείο, με την παρέα, συνόδευαν την κουβέντα ή το τάβλι. Αν είχε αγώνα οι μπύρες και τα λουκάνικα χόρευαν χαρούμενα μέσα στο στόμα του Εμβέρ.
Φευ! Αυτές οι συνήθειες δεν ήταν μόνο για τους φτωχούς και τους χειρώνακτες. Φοιτητές, μηχανικοί, γιατροί, εκπαιδευτικοί, συνδικαλιστές, διευθυντές και δάσκαλοι – όλοι είχαν συχνά παρόμοιες διατροφικές συνήθειες. Στον ελεύθερο χρόνο ξέδιναν, για την βαθύτερη έλλειψη νοήματος ζωής, στο φαγητό, στο αλκοόλ, στο ποδόσφαιρο, στις άσκοπες διασκεδάσεις… Μόνο που ο Εμβέρ και η Αντελίνα αγωνίζονταν σκληρά για την επιβίωσή τους, και αυτές οι αδυναμίες τους ήταν το αντίβαρό τους για τις αντιξοότητες που βίωναν στη ζωή τους, ενώ οι υπόλοιποι, που δεν είχαν βιοποριστικό πρόβλημα και ήταν σε κάποιο βαθμό δημιουργικοί, σκότωναν μέσα τους, την βαθύτερη από τους χειρώνακτες, έλλειψη νοήματος ζωής. Και συχνά είναι βαθύτερη αυτή η έλλειψη, γιατί ο σκληρός αγώνας για ζωή, μπορεί να είναι δύσκολος, όμως σου δίνει ένα νόημα ζωής – πρέπει να βγεις, να κυνηγήσεις, να ελιχθείς, να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, να προγραμματίσεις, να είσαι διαρκώς σε κίνηση, για να θρέψεις την οικογένειά σου…
Η ακινησία και η ακαμψία, όσο κι αν φαίνεται αδιανόητη για τους γιατρούς, τους μηχανικούς, τους εκπαιδευτικούς κ.ά. είναι εσωτερική, βαθύτερη και πιο τρομερή όσον αφορά την διεκδίκηση μιας αληθινά καλύτερης ζωής. Ιδιαιτέρως σε καιρούς κρίσης. Γίνονται μαλθακοί. Νωθροί. Φριχτά ατομιστές. Ενώ συχνά δεν έχουν συνείδηση αυτής της κατάστασης.
Ο Γιαννάκης είχε εμφανώς προβλήματα στην ανάπτυξή του. Ίσως η έλλειψη καθαρού αέρα και φωτός να πρόσβαλαν την υγεία του. Τις επόμενες μέρες ο Εμβέρ είπε στον Σπύρο ότι πήγαν τον Γιαννάκη στον γιατρό. Συνέστησε ενέσεις και δυνατά φάρμακα. Πέρασαν τρεις μήνες, και τα ποδαράκια κι η κοιλίτσα του Γιαννάκη ήταν μαύρα από τα τσιμπήματα. Στην αρχή έκλαιγε. Μετά συνήθισε. Παραπονιέται μόνο γιατί όταν χτυπάει τα ποδαράκια του στον αγώνα, πονάει πολύ…
Ο υπολογιστής επισκευάστηκε. Ο Σπύρος κάθισε ακόμη λίγο στο σπίτι και κουβέντιασε με τον Εμβέρ, την Αντελίνα και τα παιδιά. Ο Εμβέρ είχε πάρει αγκαλιά τον μικρό του γιο και του έδινε πολλά φιλιά και τον χάιδευε… Έτσι ήταν. Τη μια στιγμή αγρίευε και φώναζε, την άλλη θα έλεγε: «ο γιόκας μου!» ή «η καλή μου γυναίκα!» ή ότι «αν δεν ήταν αυτή, εγώ θα ήμουν χαμένος!» και άλλα παρόμοια.
Έπειτα, ο Σπύρος έφυγε. Και, αντί να πάει σπίτι του, άρχισε να γυρίζει στους δρόμους. Και να σκέφτεται… να σκέφτεται πολύ… Ειδικά τον Γιαννάκη… μα και το Εμβέρ…
Και για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ένιωθε ντροπή.
«Θεωρούν εμένα καλόν άνθρωπο!» μονολογούσε καθώς περπατούσε. «Πόσο καλοπροαίρετοι είναι. Επειδή ήρθα και τους έφτιαξα τον υπολογιστή. Είναι που είναι αγνοί.»
Έπειτα, θυμήθηκε τα λόγια μιας ηρωίδας από ένα μυθιστόρημα ενός μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Οι εικόνες σχηματίστηκαν μπροστά του σαν όνειρο καθώς περπατούσε. Ήταν σαν να ήταν μια δική του ανάμνηση, γιατί στα μεγάλα έργα λογοτεχνίας, η εμπειρία που βιώνει ο αναγνώστης γίνεται πλέον ένα προσωπικό μα και καθολικό πανανθρώπινο βίωμα:
Ήταν μια κοπέλα φτωχή. Ζούσε με την μητέρα της σε μια τρώγλη και προσπαθούσε να βρει δουλειά. Μα οι προσπάθειές της ήσαν άκαρπες. Επειδή η κοπέλα ήταν όμορφη, συχνά της έκαναν ανήθικες προτάσεις. Η μητέρα της, ένας αγνός άνθρωπος, την φρόντιζε και την εμψύχωνε. Μια μέρα, ένας αριστοκράτης θέλησε να προσφέρει κάποια χρήματα, δίχως ανταλλάγματα, στο «ταλαντούχο» κορίτσι… Εκείνη τα δέχτηκε, τυφλωμένη από τον ωραίο λόγο και τους καλούς τρόπους του κυρίου. Το βράδυ όμως δεν κοιμόταν. Σκεφτόταν. Το πρωί σηκώθηκε οργισμένη φωνάζοντας και χτυπώντας τα χέρια της στο τραπέζι. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ανήθικος!» είπε στην μητέρα της. Η μητέρα έμεινε κατάπληκτη και προσπάθησε να συνετίσει την κόρη της. Της είπε ότι φέρεται παράλογα και ότι ο κύριος απλώς θέλησε να τη βοηθήσει, γιατί είναι καλός άνθρωπος. Η κοπέλα γύρισε στην μάνα και της είπε: «Είσαι μια δούλα! Έμαθες να σκύβεις το κεφάλι! Εκπροσωπείς το παλιό!», μετά άρχισε να τρέμει και να κλαίει ασυγκράτητα. Κάποια στιγμή, ηρέμησε. Το βράδυ ξάπλωσε να κοιμηθεί. Και το πρωί… η μάνα σηκώθηκε… την αναζήτησε… αλλά απάντηση δε βρήκε… και τότε είδε το αγαπημένο κορμί της μονάκριβης κόρης της να αιωρείται στο βάθος του δωματίου… άψυχο… και κρύο…
«Έμαθες να σκύβεις το κεφάλι! Είσαι μια δούλα!» θυμήθηκε ο Σπύρος. «Οι άνθρωποι έμαθαν να ευγνωμονούν τον καθένα που φαίνεται διακριτικός και ευγενικός! Έμαθαν να λένε ευχαριστώ για το… τίποτα. Ενώ κανείς δεν κάνει κάτι για ν’ αλλάξει τη ζωή τους. Κι όμως. Τόσο περήφανοι. Ακατάβλητοι. Και αγνοί.»
«Καλημέρα, Εμβέρ!» φώναξε, την επόμενη μέρα, από μακριά ο Σπύρος στο εργοτάξιο σηκώνοντας το χέρι του.
«Καλημέρα, τρελέ!» χαιρέτησε ο Εμβέρ χαμογελώντας. «Ο υπολογιστής δουλεύει ρολόι!»
«Τέλεια!» είπε ο Σπύρος.
Όλοι χαιρέτησαν τον Σπύρο. Και όσο περνούσε ο καιρός, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, όλο και περισσότεροι, άγνωστοι τεχνίτες, τον χαιρετούσαν με τ’ όνομά του.
Κι εκείνος τους χαμογελούσε, τους αντιχαιρετούσε και τους θαύμαζε.
Ο Βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ, Παύλος Πολάκης, σε ανάρτησή του επέκρινε δριμύτατα την απόφαση του…
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν έξι ομοσπονδίες, σωματεία κ.λπ. (μεταξύ αυτών και εργαζομένων στην ΕΥΔΑΠ…
Πανελλήνιο ρεκόρ στον αριθμό των αποβιωσάντων δοτών οργάνων καταγράφηκε φέτος, σύμφωνα με τον Ελληνικό Οργανισμό…
Οι χώρες της Ομάδας των Επτά (G7) ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη ζήτησαν σήμερα Τρίτη (26/11) σε δήλωσή…
Άκαμπτη η κυβέρνηση, αδιαφορεί για τις εκκλήσεις όλων των αρμόδιων φορέων που ζητούν επιτακτικά να…
H Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια κατηγόρησε την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σχετικά με τις…
This website uses cookies.