Η ΝΔ παραμένει το μόνο ισχυρό κόμμα του παραδοσιακού ελληνικού δικομματισμού. Ραγδαία μειούμενο, αλλά μόνο του. Η αντιπολίτευση απέχει πολύ από τη διαμόρφωση ενός δεύτερου πόλου, ικανού να διεκδικήσει την κυβέρνηση, με ένα εναλλακτικό πρόγραμμα.
Για την ακρίβεια ένα είδος προγράμματος υπάρχει. ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά έχουν συγκλίνουσες θέσεις (ακρίβεια, στεγαστικό, ΕΣΥ, εργασιακά, μισθοί, συντάξεις). Υπάρχουν και διαφορές φυσικά (Άμυνα, Πανεπιστήμια), αλλά προφανώς γεφυρώνονται. Το ίδιο ισχύει και για το παρελθόν. Το ΠΑΣΟΚ ήταν κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, ή ο ΣΥΡΙΖΑ βρίθει από «υποστηρικτές του Κασσελάκη», που οδήγησαν το ΣΥΡΙΖΑ στη ρευστοποίηση, και τους ίδιους στην ανυποληψία. Αλλά θεωρητικά, κανείς κοιτάει μόνο μπροστά.
Η ΝΔ σήμερα είναι με διαφορά, η χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Έχει ξεπεράσει τα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας, -με υποκλοπές, υπερσυγκεντρωτικό «επιτελικό» κράτος, τη διάβρωση των κρατικών θεσμών (ανεξάρτητων αρχών, δημόσιας διοίκησης, δικαιοσύνης), το μεταναστευτικό (Πύλος), τα ΜΜΕ (πρωτίστως την τραγελαφική ΕΡΤ) και την παραβίαση του συντάγματος (ιδιωτικά πανεπιστήμια). Εφαρμόζει καταστροφική αναπτυξιακή πολιτική (με τουρισμό, ρηάλ έστειτ να απορροφούν τους αναπτυξιακούς ευρωπαϊκούς πόρους και την παρασιτική ενέργεια να εξαντλεί κάθε δυναμισμό της οικονομίας). Η εργασία βιώνει την ακραία φτωχοποίηση (σε μία οικονομία που δημιουργεί αποκλειστικά θέσεις εργασίας βασικού μισθού). Η φορολογική πολιτική συμπιέζει τους καταναλωτές και τα βασικά εισοδήματα και φοροαπαλλάσει τους πλουσιότερους, ενώ ενθαρρύνει τη «μαύρη οικονομία» των επιχειρηματικών τάξεων. Δικαίως οι έλληνες θεωρούν ότι το 2019 ζούσαν καλύτερα από το 2025. Επιβεβαιώνεται από τις ευρωπαϊκές στατιστικές που καταγράφουν την δεινή θέση των Ελλήνων σε διαθέσιμο εισόδημα, κατανάλωση, μισθούς (στις δύο φτωχότερες οικονομίες της Ευρώπης).
Η απαλλαγή από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι το πρωταρχικό και αποκλειστικό πολιτικό διακύβευμα. Καλά είναι τα περί ανασυγκρότησης των κομμάτων, επανεκκίνησης, ο διαγκωνισμός για το ποιός κάνει καλύτερη αντιπολίτευση, οι κορώνες για το αποτρόπαιο «καθεστώς Μητσοτάκη», ο διαγκωνισμός για τον «τυπικό τίτλο της αντιπολίτευσης στη Βουλή», αλλά είναι μία παρέλαση «πολιτικής ανοησίας» στα κανάλια και τις κομματικές διαδικασίες. Κανένα κόμμα δεν μπορεί μόνο του. Και όσοι επιμένουν στην «ανοησία» αυτή, βλέπουν τα ποσοστά τους να μειώνονται.
Το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης είναι καθορισμένο από το μεγαλύτερο κίνημα δεκαετιών, το «κίνημα των Τεμπών»: Δημοκρατία και Δικαιοσύνη. Με μία λέξη: αξιοπιστία θεσμών και διαφάνεια. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πρώτα από όλα θεσμικό. Εδράζεται στις παθογένειες, που όλοι γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες και που αναπαράγονται από τον παραδοσιακό δικομματισμό.
Το αίτημα για Δημοκρατία και Δικαιοσύνη σημαίνει διάλυση του συστήματος ελέγχου και συγκάλυψης. Κοινώς οι δημόσιοι λειτουργοί είναι υπεύθυνοι για τις επιλογές και τις πράξεις τους, είτε πρόκειται για διαφθορά, παραβίαση ή αμέλεια των καθηκόντων τους, είτε για ανοικτή συγκάλυψη. Στα Τέμπη εμπλέκονται αρκετοί θεσμοί. -Υπουργεία, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Δημόσιοι Φορείς, Δικαιοσύνη. Αλλά και γενικότερα οι «συνήθεις ύποπτοι» είναι πολλοί (εφορία, πολεοδομία, τοπική αυτοδιοίκηση), τα καίρια υπουργεία που εμπλέκονται σε αδειοδοτήσεις και τη διαχείριση έργων (Μεταφορών, Πολιτισμού, Ενέργειας, Γεωργίας, κλπ), οι υπηρεσίες, -η Πυροσβετική και η Αστυνομία, κ.ο.κ. Έχει δευτερεύουσα σημασία εάν πρόκειται για ποινικά θέματα (δόλος ή αμέλεια) ή πολιτικά (ανοργανωσιά ή ρουσφέτια).
Οι εικόνες από τις δολοφονίες μπροστά σε αστυνομικά τμήματα, μέχρι τα τακτικά κρούσματα σε εφορίες και πολεοδομίες, επίορκων δημόσιων λειτουργών, δείχνουν μονοσήμαντα προς μία κατεύθυνση. Αυτό το «μπάχαλο» ανευθυνότητας, ατιμωρησίας και συγκάλυψης δεν πάει άλλο. Και τελικά πρέπει να διαμορφωθεί εκείνο το σύστημα που θα στηρίξει επιτέλους τους δημόσιους λειτουργούς, και είναι πολλοί, που κάνουν καλά τη δουλειά τους και υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, στη δημόσια διοίκηση, τις ανεξάρτητες αρχές, την τοπική αυτοδιοίκηση, κ.ο.κ., που είναι πολιτικά ανεξάρτητοι και αντέχουν στις πιέσεις κάθε μορφής και είδους, συχνά με προσωπικό κόστος.
Στο δια ταύτα, το επίδικο είναι οι μονιμότερες, οι ριζικές θεσμικές αλλαγές που θα καταστήσουν το σύστημα μη διατρητό και διαβλητό. Ποιές είναι αυτές και πώς θα εφαρμοστούν στη νομοθεσία, τους θεσμούς, από την ΕΡΤ μέχρι την δημόσια διοίκηση και από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι την υγεία, από τους σιδηρόδρομους μέχρι την αστυνομία, από την εφορία μέχρι την πολεοδομία, αυτό είναι το θέμα. Αυτήν την ρήξη, αυτήν την τομή επιζητά το «κίνημα των Τεμπών».
Και επιπρόσθετα είναι η Δικαιοσύνη καθώς η εμπιστοσύνη στο θεσμό βρίσκεται στα τάρταρα. Όχι για τις συνήθεις και τρέχουσες υποθέσεις της Δικαιοσύνης, αλλά για τις σοβαρές απόπειρες «σοκαριστικών» εισαγγελικών εισηγήσεων (από τη δική της Χρυσής Αυγής, μέχρι τη συγκάληψη των Τεμπών) και πληθώρας δικαστικών αποφάσεων, την ευθυγράμμιση με κυβερνητικές επιλογές, τη συγκάληψη σκανδάλων, τις «περιστρεφόμενες πόρτες» συγγενών δικαστών και ιδιωτικών νομικών γραφείων). Το σύστημα απαιτεί βαθιές μεταρρυθμίσεις για να διασφαλιστεί η αξιοπιστία του.
Η Αντιπολίτευση συνεπώς καλείται να πει κάτι για αυτά. Κοινώς δεν αρκεί μία σύγκλιση θέσεων στο οικονομικό, κοινωνικό, και περιβαλλοντικό πεδίο. Χρειάζεται ένα πρόγραμμα αλλαγής των θεσμών και ανασυγκρότησης, μία θεσμική και δίαφανη δημοκρατία, με την επιβεβλημένη ανεξαρτησία και καλή λειτουργία, των ανεξάρτητων εξουσιών. Αυτή η θεσμική τομή είναι το ύψιστο αίτημα του «Κινήματος των Τεμπών».
Και η ΝΔ μπορεί να είναι ο πρωτεργάτης της αλλοίωσης των θεσμών, ο πιο ρουσφετολογικός μηχανισμός, ο πιο ακραίος μηχανισμός ελέγχου από τους «δικούς μας», ο υπέρτατος φορέας της διαπλοκής με ιδιωτικά συμφέροντα στην Ανώτατη Παιδεία την Υγεία, τις Υποδομές, την Ενέργεια, κ.ο.κ., αλλά στην αντίπερα όχθη τα «μαντάτα δεν είναι καλά».
Το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ, έχει απωλέσει προ πολλού τη φρεσκάδα της Αλλαγής. Στην πολύ μακρά περίοδο διακυβέρνησης της χώρας, έγινε μέρος των ενδημικών παθογενειών. Δύσκολα θα εμφανιστεί ως δύναμη ριζικών αλλαγών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε μία μεγάλη ευκαιρία. Εν μέσω των πιέσεων από το Αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και την ολομέτωπη επίθεση από τους κατεστημένους θεσμούς, διολίσθησε στον συμβιβασμό, ή στην παραδοσιακή πολιτική (του «στιγματισμού» των αντιπάλων), χάνοντας την ευκαιρία της συγκρουσιακής εξυγίανσης και θωράκισης των δημοκρατικών θεσμών. Ακόμα και η Αριστερά εν συνόλω έχει μία βαθιά «φοβική» παράδοση, ότι κάθε μέτρο ελέγχου, αξιολόγησης ή απόδοσης ευθύνης, μπορεί να αποτελέσει εν δυνάμει μηχανισμό, που στα χέρια της Δεξιάς, θα συνεπάγεται πολιτικές διώξεις.
Και έτσι η «ζωή συνεχίζεται» με τη δίαβρωση των θεσμών, την ανοχή, την καταπολέμηση κάθε μέτρου που θα σπάσει την ατιμωρησία, τη διάχυση ευθυνών σε διοικητικές και πολιτικές διαδικασίες, σε συναποφάσεις, και σε πληθώρα άλλων τεχνικών εγγεγραμμένων εντός του συστήματος, που καθιστούν «αόρατες» τις ευθύνες σε τραγικά συμβάντα. Το ίδιο όμως βιώνουν οι πολίτες και στην καθημερινότητα τους, στις συναλλαγές τους με το σύστημα αυτό. Αφορά όλους τους πολίτες στις πιο απλές εκφάνσεις του καθημερινού βίου. Μόνο που στα Τέμπη αυτή η αυθαιρεσία και αυτό το σύστημα οδήγησαν στο «θάνατο των νέων». Το ρουσφέτι, οι πολιτικοί φίλοι, η νομοθεσία των ειδικών περιπτώσεων, η αυθαιρεσιούλα μικρής ή μεγάλης κλίμακας, έχασαν την «αθωότητα» τους.
Το τέλος του «οικογενειακού δικομματισμού»
Η ΝΔ δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει. Ένα 20-30% των ελλήνων πολιτών είναι ταυτισμένοι με το σύστημα αυτό, βολεύονται, ανταμοίβονται στους έωλους θεσμούς, φθάνουν σε υπέρτατα δικαστικά αξιώματα, συμμετέχουν στα μικροδίκτυα της διαπλοκής, ρουσφετολογούν ασύστολα με τον τοπικό βουλευτή, επιβιώνουν επαγγελματικά στα ΜΜΕ. Δεν θέλουν αλλαγές. Οι πολιτικοί της ΝΔ γνωρίζουν να διαχειρίζονται το σύστημα και γνωρίζουν να κυβερνούν, απλά επιτιθέμενοι στους «δαιμονοποιημένους» αντιπάλους.
Η Αντιπολίτευση είναι απλά διαλυμένη. Δίπλα στο ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, υπάρχει μία πληθώρα κομμάτων «οικογενειακού τύπου», με αρχηγούς χωρίς κόμμα, μονοπρόσωπα πολιτικά σχήματα. Και είναι πολλά. Και καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα. Είναι γνωστά περισσότερο από το όνομα του επικεφαλής και λιγότερο από τον τίτλο ή το πρόγραμμα του κόμματος: Βελόπουλος, Λατινοπούλου, Κωνσταντοπούλου, Κασσελάκης, Βαρουφάκης.
Και το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Υπάρχει παλιά παράδοση (Αρσένης, Τζοβόλας, Σαμαράς, Μπακογιάννη, Αβραμόπουλος). Πρόκειται για μία φτηνή εκδοχή των μεγάλων πολυσυλλεκτικών αρχηγικών κομμάτων που η «οικογένεια» εγγυόταν την ενότητα και την κυβερνησιμότητα.
Είναι απόρεια του ιδιότυπου «ελληνικού δικομματισμού». Από το 1955 μέχρι σήμερα, επί 60 χρόνια δημοκρατίας (εξαιρουμένης της περιόδου παρεκτροπής (1965/74), τρεις οικογένειες έχουν το μονοπώλιο στην πρωθυπουργία: Καραμανλής, -δύο γενιές (19 χρόνια), Παπανδρέου, -τρεις γενιές (17 χρόνια), Μητσοτάκης, -δύο γενιές (10 χρόνια). Σύνολο 46 χρόνια. Καθόλου άσχημα. Εξαίρεση είναι η οκταετία Σημίτη (εν μέρει διάλειμμα ανάμεσα σε δύο Παπανδρέου). Και κάποιες σύντομες εξαιρέσεις – η διετία Σαμαρά (σε συνθήκες βαθιάς κρίσης) και τα μεταβατικά σχήματα του 1989/90. Η μόνη πραγματική ρήξη στο παραδοσιακό «οικογενειακό δικομματισμό» είναι τα 4,5 χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα.
Η «οικογενειακού τύπου» αρχηγία, εξασφαλίζει το θέμα της ηγεσίας και της ενότητας στα μεγάλα πολυσυλλεκτικά κόμματα που ήταν δύο: η Δεξιά και το Κέντρο. Η Αριστερά, του μόνιμου 10%, της μετεμφυλιακής μακράς περιόδου, κομμουνιστική ή μετά-κομμουνιστική, αναδεικνύεται δυναμικά μόνο σε συνθήκες κρίσης η και πολυδιάσπασης του Κέντρου (ΕΔΑ 1958, ΣΥΡΙΖΑ 2012-2019), ενώ σε περιόδους ανόδου του Κέντρου πιέζεται.
Ο «οικογενειακός δικομματισμός» είναι φαινόμενο πρωτόγνωρο για ευρωπαϊκή χώρα και συγκροτεί την υπέρτατη «κανονικότητα», η άρση της οποίας διαμόρφωσε αυτό το πρωτόγνωρο «Αντί-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο. Κοινώς όχι λόγω ιδεολογικών ή πολιτικών ακροτήτων του ΣΥΡΙΖΑ, -μνημόνιο εφάρμοσε και μάλιστα επιτυχώς, το μακεδονικό το έλυσε, επίσης επιτυχώς, και την κοινωνία αναμφίβολα ανακούφισε. Το «αντισυριζα μέτωπο» εδράζεται κυρίως και πρωτίστως στην έλευση της Αριστεράς, ως κυβέρνησης.
Την Ελλάδα την κυβερνάει η Δεξιά προδικτατορικά και το Κέντρο κυριαρχεί από το 1981 και μετά. Το Κέντρο, ιστορικά, συγκροτείται, και κερδίζει, γύρω από ώριμα κοινωνικά αιτήματα. Τη δεκαετία του ‘60 η ελληνική κοινωνία ζητούσε «οξυγόνο» από το μετεμφυλιακό κράτος. Το 1981 μία Αλλαγή, στον ασφυκτικό έλεγχο της Δεξιάς και στους θεσμικούς και νομικούς αναχρονισμούς του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Στην μακρά όμως διάρκεια της ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ, αναπόφευκτα αυτό προσαρμόστηκε στα νέα κελεύσματα της εποχής. Διότι η Ελλάδα στην μακρά περίοδο προσαρμόζεται εκ των πραγμάτων στις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις του «Δυτικού Κόσμου». Και αυτό ξεπερνάει το διαχωρισμό Δεξιάς και Κέντρου. Ο Καραμανλής έκανε κρατικοποιήσεις στη δεκαετία του ‘70 (και ενέταξε τη χώρα στην ΕΟΚ). Ο Παπανδρέου εισήγαγε τα σταθεροποιητικά προγράμματα το 1985-87. Και ο Σημίτης ταυτίστηκε με το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα της εποχής και προέβη σε ρεκόρ ιδιωτικοποιήσεων και την χρηματιστικοποίηση της οικονομίας (και ενέταξε τη χώρα στο Ευρώ).
Η κρίση του 2008 ταυτίστηκε με το Κέντρο και πρακτικά αυτό διαλύθηκε. Και ανακάμπτει με πολύ αργό ρυθμό ως πολυσυλλεκτικό κόμμα, αντιφατικό και αποκομμένο. Σήμερα το Κέντρο πολύ απέχει από το να εκφράσει τη νέα διαχωριστική γραμμή και τα ώριμα κοινωνικά αιτήματα του «κινήματος των Τεμπών». Και η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, βούλιαξε μετά το 2019, με τη στρατηγική της «διεύρυνσης» και της «πασοκοποίησης» του, της ιδέας δηλαδή να πάρει τη θέση του παραδοσιακού Κέντρου. Χάνοντας την ευκαιρία να συγχρονιστεί με αυτό που σήμερα είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό κίνημα δεκαετιών και απαιτεί ριζικές ρήξεις και τομές.
Επιπρόσθετα φαίνεται ότι αυτός ο «οικογενειακός δικομματισμός», ως μακρά ιστορική φάση, κλείνει μάλλον οριστικά. Η οικογένεια Παπανδρέου έχασε το ΠΑΣΟΚ (με την ήττα του Γιώργου στις εσωκομματικές εκλογές). Η οικογένεια Καραμανλή είναι πλέον απούσα (με τον στιγματισμό του τελευταίου συγγενή πολιτικού με τα Τέμπη). Και ο Μητσοτάκης είναι σε αποδρομή (με τον νεότερο τον Μπακογιάννη να έχει υποστεί ιστορική ήττα στο Δήμο της Αθήνας). Μάλλον διανύουμε το «τέλος εποχής» του «οικογενειακού δικομματισμού». Σήμερα η ρευστοποίηση του «δικομματισμού» συνάδει με την ρευστοποίηση της «οικογενειοκρατίας».
Η ενιαία Αντιπολίτευση
Η αντιπολίτευση δεν έχει παρά μόνο μία επιλογή. Την ενοποίηση μέσα από την ανανέωση της. Πριν γίνει υποκείμενο των θεσμικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων καλείται η ίδια να δώσει το παράδειγμα της δικής της ανανέωσης και αυτοκάθαρσης. Το επιχείρησε ο Σημίτης το 1996, κληρονομώντας ένα ΠΑΣΟΚ, των μεγάλων σκανδάλων, της μεγάλης και μικρής διαπλοκής και μεταμορφώνοντας το, εν μία νυκτί, με το αφήγημα του εκσυγχρονισμού. Και πέτυχε αναμφίβολα την ανανέωση και τη μακροημέρευση του ΠΑΣΟΚ. Απέτυχε παταγωδώς στην εφαρμογή του.
Η ενοποίηση ή συμπαράταξη λοιπόν σήμερα είναι μονόδρομος και ταυτόχρονα η δοκιμασία είναι το ίδιο το «πρόγραμμα της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης». Ελάχιστη σημασία έχει η σύμπραξη από πάνω ή από κάτω, ελάχιστη σημασία έχει η προδιάθεση των στελεχών. Σημασία έχει ποιοί μπορούν να συμβάλλουν σε αυτό και με τι πολιτικό βάρος. Θάρρος και δυναμική υπέρβαση του χθες χρειάζονται οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης και η ίδια η διαδικασία θα αναδείξει τα πολιτικά στελέχη του αύριο. Και σε κάθε περίπτωση θα αφήσει εκτός τα εκτεθειμένα πρόσωπα του χθές. Αξιόμαχες δυνάμεις υπάρχουν. Και στο ΠΑΣΟΚ και στο ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά. Ικανές να εγγραφούν στο «Πρόγραμμα Δημοκρατία και Δικαιοσύνη». Υπάρχουν και πολλά «βαρίδια», έξωφθαλμα μάλιστα, -λαϊκιστές και ρουσφετολόγοι, χειριστές των θεσμών, που δεν έχουν θέση στο ανανεωτικό εγχείρημα της αντιπολίτευσης. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς.
Η παραδοσιακή «πολυσυλλεκτικότητα» πέθανε μαζί με την «οικογενειακή ηγεμονία». Σήμερα το διακύβευμα είναι ένα ενιαίο κομματικό ή εκλογικό σχήμα, σχετικά ομοιογενές και αξίοπιστο με ένα πρόγραμμα Δημοκρατίας και Δικαιοσύνης. Ριζοσπαστικό εκ των πραγμάτων. Πέρα από το παραδοσιακούς διαχωρισμούς. Με δυνάμεις από όλα τα κόμματα. Και με δυνάμεις που θα μείνουν στο περιθώριο. Ή θα το τολμήσουν, με υπερβάσεις, οι κομματικές ηγεσίες και ηγεμονικές ομάδες στο Κέντρο και την Αριστερά ή θα συνεχίσουν την πολιτικά αδιάφορη, εν συνόλω, πορεία τους. Και κυρίως δεν θα αποτελέσουν το κατεπείγον του «φραγμού κατά της Ακροδεξιάς» και της επίθεσης «στη δημοκρατία και τους θεσμούς» της.
* Ο Γιώργος Σταθάκης είναι καθηγητής πολιτικής οικονομίας, πρώην υπουργός
Του Ηρακλή Καλογεράκη, Αντιναύαρχου ε.α. * Η Κρήτη, το μεγαλύτερο Ελληνικό νησί και 5ο μεγαλύτερο της…
Ο πατέρας θύματος των Τεμπών μίλησε με λόγια βαθιάς αλήθειας για την τραγωδία, τη συγκάλυψη,…
Με αφορμή την είδηση για το μπλόκο που επέβαλλαν οι ΑμερικανοΝΑΤΟϊκοί στην πρόσβαση ακόμη και…
Ένα τραγικό περιστατικό εκτυλίχθηκε το απόγευμα της Τρίτης, στον Μύτικα Ευβοίας, με έναν 50χρονο άνδρα πατέρα τεσσάρων…
Συγκάλυψη εξακολουθούν να βλέπουν οι πολίτες για την τραγωδία των Τεμπών σύμφωνα με τα ευρήματα της δημοσκόπησης…
Συνεχίζεται ο κύκλος δράσεων της Περιφέρειας Κρήτης για τη διάδοση της Τέχνης της Συλλογής και…
This website uses cookies.