«Εξηγήσαμε ότι οι δύο πλευρές έχουν έρθει αρκετά κοντά, τουλάχιστον όσον αφορά τα δημοσιονομικά. Οι δικές μας συμβιβαστικές προτάσεις μας έφερε 0,5% του ΑΕΠ κοντά στη θέση των δανειστών. Αυτό το μισό τοις εκατό δεν δικαιολογεί τη διακοπή», ανέφερε.
«Ο πραγματικός λόγος που οι διαπραγματεύσεις διεκόπησαν είναι ότι οι εκπρόσωποι των θεσμών δεν είχαν εντολή να διαπραγματευτούν περαιτέρω ώστε να καλυφθεί αυτό το δημοσιονομικό κενό και σε καμία περίπτωση να διαπραγματευτούν για τις προτάσεις μας για το χρέος» συνέχισε.
«Δυστυχώς, η προεδρία του Εurogroup επέλεξε να επικεντρωθεί στις αδυναμίας της ελληνικής πλευράς, κι όχι όλων των πλευρών, όπως ανέφερε στο άρθρο του ο Ολιβιέ Μπλανσάρ» του ΔΝΤ, ανέφερε ο Γ.Βαρουφάκης.
«Δεν είναι στιγμή απόδοσης ευθυνών, αλλά ώρα οι ευρωπαίοι ηγέτες να βρουν λύσεις, όπως περιμένουν οι Ευρωπαίοι πολίτες» τόνισε ο έλληνας ΥΠΟΙΚ.
«Αυτό οπου χρειάζεται η οικονομία είναι βαθιές μεταρρυθμίσεις, κι αυτό είναι που παρουσιάσαμε» είπε.
«Κάλεσα τους ομολόγους μου να δώσουν έμφαση στη διαφορά μεταξύ μεταρρυθμίσεων που χτυπούν παθογένειες και στις περικοπές», τόνισε. «Η αύξηση του ΦΠΑ δεν είναι μεταρρύθμιση, η ενίσχυση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ είναι μεταρρύθμιση» είπε ενδεικτικά.
«Προτείναμε η παρακολούθηση του πρϋπολογισμού να γίνεται σε εβδομαδιαία βάση, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση, με αυτοματοποιημένο σύστημα που θα προβλέπει οριζόντια μείωση των δαπανών όταν εκτροχιάζεται ο προϋπολογισμός και παρουσιάζει πρωτογενές έλλειμμα» είπε.
Όσον αφορά το χρέος, είπε, η Αθήνα πρότεινε «μεταφορά του χρέους 27 δισ. προς ΕΚΤ στον ESM με δημιουργία νέου παθητικού, δανείοου αν θέλετε, χωρίς όμως η Ελλάδα να δανειστεί ούτε ένα ευρώ, χρησιμοποιώντας ως κοινό conditionality, συνθήκη, το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που σας ανέλυσα, που θα γίνει η βάση κλεισίματος του σημερινού προγράμματος και της μετάβασης στη νέα εποχή».
«Διασιθανόμενη πλήρως την ιστορική βαρύτητα της στιγμής, η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε τους ευρωπαίους εταίρους να προβούμε γρήγορα σε συζήτηση ακόμη και σε επίπεδο αρχηγών κρατών. Ο χρόνος δεν είναι πολύς αλλά είναι αρκετός ώστε να επιτεχυθεί τέτοια επωφελής συμφωνία που θα έθετε την ελληνική κρίση εκτός πρωτοσέλιδων και θα ενέπνεε εμπιστοσύνη στους πολίτες της Ευρώπης» κατέληξε.