Αναμφίβολα το θέμα των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα, από τα χρόνια των μνημονίων και μετά, αποτελεί ένα καυτό ζήτημα που απασχολεί ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Πριν την κρίση, δηλαδή πριν από το 2010, τα κόκκινα δάνεια δεν αποτελούσαν πρόβλημα για την ελληνική οικονομία, αλλά ούτε και για το τραπεζικό σύστημα. Οι πολίτες στην πλειονότητά τους πλήρωναν τα χρέη τους, έστω και αν πολλά εξ αυτών δημιουργήθηκαν όχι από ανάγκη, αλλά την έμμεση πίεση που ασκούσαν οι τράπεζες στους πολίτες για πλαστή ευδαιμονία με την λήψη διακοποδανείων και καταναλωτικών δανείων χωρίς καμία εξασφάλιση.
Οι εποχές όμως πέρασαν, ήρθαν οι δυσκολίες και τα μνημόνια και αρκετοί πολίτες έβαλαν προτεραιότητες και μέσα σε αυτές δεν ήταν η εξόφληση των δανείων τους. Πολλά έγιναν κόκκινα και το πρόβλημα των πολιτών μεταφέρθηκε στις τράπεζες που χρειάστηκαν τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και πακτωλό δισεκατομμυρίων για να σταθούν στα πόδια τους.
Τότε έπεσε η ιδέα να διώξουν από πάνω τους τα κόκκινα δάνεια και να τα μεταφέρουν σε κάποιο διπλανό «δωμάτιο». Οι τράπεζες είχαν ισολογισμούς «διαμάντι», με τα λεφτά των Ελλήνων φορολογουμένων και τα κόκκινα δάνεια «παρκαρισμένα» σε κάποιες εταιρίες στις οποίες και οι ίδιες έχουν συμμετοχή. Και όλα αγγελικά πλασμένα, μόνο που το πρόβλημα μπορεί να άλλαξε όροφο, ωστόσο παρέμεινε στο ίδιο ακίνητο (ελληνική οικονομία). Μέσα σε αυτή την αναμπουμπούλα γεννήθηκαν οι servicers, οι εταιρίες που πήραν πάνω τους τα κόκκινα δάνεια σε υποπολλαπλάσιες τιμές και ζητούσαν από τους δανειολήπτες να τα πληρώσουν στην αρχική τους αποτίμηση ή κάπου εκεί κοντά, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα έρχονταν αντιμέτωποι με πλειστηριασμούς. Και δεν αρκέστηκαν μόνο σε δάνεια κάποιας αξίας, αλλά κυνήγησαν ακόμη και μικροποσά.
Εκμεταλλεύτηκαν αρκετοί το θολό πλαίσιο και έκαναν χρήση, σύμφωνα με τις καταγγελίες τουλάχιστον, αθέμιτους τρόπους προσέγγισης και πίεσης των δανειοληπτών. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από την ψήφιση του νόμου 4354/2015 για τη μεταβίβαση των κόκκινων δανείων και περίπου 15 από την εκκίνηση των πρώτων τιτλοποιήσεων βάσει του νόμου 3156/2003.
Στην αρχή αυτής της νέας εποχής διαχείρισης των δανείων από τους servicers, οι πιο αισιόδοξοι πίστευαν ότι η θέση του δανειολήπτη δεν θα επιβαρυνόταν, καθώς, ανεξαρτήτως αν είχε απέναντί του την τράπεζα ή τον servicer, τα δικαιώματά του παρέμεναν τα ίδια. Όπως αναφέρουν έγκριτοι νομικοί που γνωρίζουν άριστα την αγορά, στην πραγματικότητα, τόσο ο νόμος για την τιτλοποίηση του 2003 όσο και ο τελευταίος για τις μεταβιβάσεις των κόκκινων δανείων του 2023, προβλέπουν ρητά ότι η μεταβίβαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της θέσης του οφειλέτη (βλ. ν. 5072/2023, άρθρο 21, παρ. 11: «Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων της παρ. 1, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή…»).
Ποιες είναι όμως οι πραγματικές συνθήκες; Μπορεί όντως η θέση του δανειολήπτη να παραμείνει ανέπαφη; Η αλήθεια είναι ότι οι διαφορές μεταξύ τράπεζας και servicer είναι υπαρκτές: ο servicer μπορεί ευκολότερα να προχωρήσει σε ενέργειες που αγγίζουν τα όρια του νόμου και γνωρίζει ότι ενδέχεται να κριθούν άκυρες ή καταχρηστικές. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν το κόστος της συμμόρφωσης είναι μεγαλύτερο από τις κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση, οπότε ο servicer λειτουργεί συχνά ως ιδιώτης δανειστής και όχι ως χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Ας δούμε δύο παραδείγματα τα οποία και έχουν δημοσιοποιηθεί από γνώστες της αγοράς, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό το πρόβλημα:
Τι προκύπτει όμως από τα παραπάνω; Μια τράπεζα δεν θα προχωρούσε στις ενέργειες αυτές, καθώς δεν θα ήθελε να ρισκάρει τη φήμη της και την αξιοπιστία της. Αν και κάθε servicer μπορεί να έχει διαφορετική πολιτική, η διαρκής ενασχόλησή του με δάνεια σε καθυστέρηση τον οδηγεί συχνά στο να επιτρέπει πρακτικές που ενδέχεται να είναι αμφιλεγόμενες ή αμφισβητήσιμες νομικά. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι, αν για να δικαιωθεί ένας οφειλέτης απαιτούνται χρόνια και συνεχείς δικαστικές διαδικασίες, τίθεται το ερώτημα ποιος μπορεί να αντέξει οικονομικά και ψυχικά να εμπλακεί σε μια τέτοια διαδικασία. Οι servicers διαθέτουν ισχυρά νομικά επιτελεία και οικονομική δυνατότητα να υποστηρίξουν μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες, ενώ ο οφειλέτης, που συνήθως βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, δεν έχει πάντα την ίδια δυνατότητα για νομική υποστήριξη και συχνά απογοητεύεται από το σύστημα, οδηγούμενος σε παραιτήσεις.
Δάνεια 69,3 δισ. που έχουν αγοραστεί από funds, διαχειρίζονται οι εταιρείες διαχείρισης και σε αυτούς θα επιστραφούν περίπου 10,6 δισ. Παράλληλα, πάνω από το 25% των οφειλετών τους είναι σε διαδικασία εκτελέσεων. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αν και αρχικά παρουσίασε αντιστάσεις στην αλλαγή του μοντέλου της τιτλοποίησης και της μεταβίβασης των κόκκινων δανείων, σήμερα πια φαίνεται να είναι πιο δεκτικό στο νέο αυτό μοντέλο. Οι ιδιωτικοί φορείς που έχουν αναλάβει την αποπληρωμή των κόκκινων δανείων, συνήθως εφαρμόζουν αυστηρότερες και συχνά αμφισβητήσιμες τακτικές, προσπαθώντας να αυξήσουν την ταχύτητα ανάκτησης των απαιτήσεών τους.
Ουσιαστικά, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων φαίνεται να μην έχει βρει ακόμη μια πλήρη και βιώσιμη λύση για τα εκατομμύρια των οφειλετών. Η πώληση των δανείων σε ξένα funds και η ανάθεση της διαχείρισης σε servicers μπορεί να φαίνεται λύση στα χαρτιά, αλλά στην πράξη προκαλεί ακόμα περισσότερα προβλήματα στους δανειολήπτες. Η επιβολή νομικών πιέσεων και ορισμένες φορές αυθαίρετων πρακτικών φαίνεται ότι συνεχώς αυξάνουν τις κοινωνικές εντάσεις, κάνοντας τους δανειολήπτες να αισθάνονται ακόμη πιο αδύναμοι και αβοήθητοι στον αγώνα τους να κρατήσουν τα σπίτια τους.
Το θέμα αυτό μάλιστα έφερε και την πρώτη ενδοκομματική αντιπαράθεση με την ερώτηση 11 βουλευτών της ΝΔ προς τον υπουργό Οικονομικών.
Η ερώτηση φέρνει στην επιφάνεια σοβαρές ανησυχίες και αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των νομοθετικών προσπαθειών για τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων και την προστασία των δανειοληπτών. Παράλληλα αναδεικνύει ότι παρά τις διαχρονικές προσπάθειες για την υιοθέτηση ενός εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, η διαδικασία δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην προστασία της ιδιωτικής περιουσίας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Αναλυτικότερα, σημειώνεται ότι ο εξωδικαστικός μηχανισμός δεν κατέστη σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικός, κυρίως λόγω της άρνησης των εταιρειών διαχείρισης να συμμετέχουν ενεργά στην διαδικασία, κάτι που παρέτεινε τη διαδικασία και δεν διευκόλυνε τους οφειλέτες. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι μόνο το τελευταίο χρονικό διάστημα, έπειτα από πιέσεις, παρατηρείται μικρή βελτίωση.
Η ερώτηση επισημαίνει επίσης τη θετική κίνηση του νομοθέτη για την υποχρεωτικότητα ρύθμισης των οφειλών για ευάλωτους δανειολήπτες και άτομα με αναπηρία άνω του 67%, αλλά καταγράφει τα στενά κριτήρια για την ένταξη στους προστατευόμενους, κάτι που αφήνει εκτός την πλειοψηφία των οφειλετών. Ακόμη, αναφέρει ότι οι άλλες δικαστικές διαδικασίες, όπως η πτώχευση, δεν προσφέρουν προστασία για την κύρια κατοικία.
Επιπλέον, υπογραμμίζεται η ανισότητα στην πληροφόρηση μεταξύ των δανειοληπτών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με τον δανειολήπτη να μην έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει τις προτάσεις ρύθμισης, κάτι που τον αφήνει σε μια μειονεκτική θέση όταν προσφεύγει στη Δικαιοσύνη.
Αναφορικά με τις καταγγελίες που έχουν γίνει για ύποπτες πρακτικές, αναφέρεται ότι τράπεζες ενδέχεται να πωλούν δάνεια σε funds σε χαμηλότερη τιμή από την ονομαστική αξία τους, με τα funds στη συνέχεια να απαιτούν την πλήρη αποπληρωμή από τους δανειολήπτες, προχωρώντας σε πλειστηριασμούς των ακινήτων τους, και τα ακίνητα αυτά να καταλήγουν σε εταιρείες real estate συνδεδεμένες με τα ίδια funds, δημιουργώντας αμφιβολίες για τη διαφάνεια και την ορθότητα των διαδικασιών.
Η ερώτηση αναφέρεται επίσης σε άλλες πρακτικές, όπως υπερβολικές καθυστερήσεις στην εξέταση των αιτημάτων ρύθμισης και την επιβολή αυστηρών όρων αποπληρωμής, που συχνά θέτουν τους δανειολήπτες σε αδύναμη θέση. Η καθυστέρηση αυτή, μάλιστα, μπορεί να ξεπερνά τους έξι μήνες, με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να βρίσκονται αντιμέτωποι με την απώλεια της κύριας κατοικίας τους.
Άλλα προβλήματα που αναφέρονται περιλαμβάνουν την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των εταιρειών διαχείρισης και των νομικών τους τμημάτων, με συνέπεια οι δανειολήπτες που έχουν δικαιωθεί δικαστικά να μην ενημερώνονται για την απόφαση και να επιμένουν σε ενέργειες κατάσχεσης, παρά τις δικαστικές αποφάσεις υπέρ τους.
Τέλος, η μη συμμετοχή των εταιρειών διαχείρισης στο νέο μηχανισμό της πλατφόρμας εξωδικαστικού μηχανισμού (Ν. 4738/2020) αποτελεί ένα ακόμη ζήτημα, το οποίο επιβαρύνει την ήδη δύσκολη κατάσταση για πολλούς δανειολήπτες.
Η εν λόγω ερώτηση αποτυπώνει μια σειρά από προβλήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των εξωδικαστικών μηχανισμών, την ανεπαρκή προστασία της πρώτης κατοικίας και την ανεπαρκή συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, καταδεικνύοντας την ανάγκη για βαθύτερες αλλαγές και περισσότερη διαφάνεια στις διαδικασίες διαχείρισης των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα.
Η συνέχιση του έργου του αντλιοστασίου της ΔΕΥΑΧ στον Σταυρό προχωρά κανονικά, καθώς το Συμβούλιο…
Η Ολγα Κεφαλογιάννη, κατέθεσε σήμερα, κατά πληροφορίες, την αίτηση διαζυγίου κατά του Μίνωα Μάτσα. Η…
Σύμφωνα με την εφημερίδα Handelsblatt, Γερμανοί δημοσιογράφοι φέρονται να εκδιώχθηκαν από τη συνάντηση μεταξύ της υπουργού Εξωτερικών, Αναλένα…
Για τη δημοσιογραφία και τα όνειρά του, τις 110 διώξεις μετά τις αποκαλύψεις, την πολιτική…
Ο Σύλλογος θυμάτων οχηματαγωγού "Ηράκλειον" τελεί επετειακό μνημόσυνο την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου στον Ιερό Ναό…
Μπορεί οι τιμές των ακινήτων να «τρέχουν» με μικρότερη ταχύτητα από το 2023, ωστόσο ειδικά…
This website uses cookies.