Η κρίση του κορονοϊού έχει ανατρέψει πλήρως τα δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδος και πλέον θέτει υπό αμφισβήτηση και τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η οποία εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης, το μέγεθος των πρωτογενών πλεονασμάτων και το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους.
Είναι ενδεικτικό πως στις αρχές Αυγούστου το πρωτογενές ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού σημείωσε απόκλιση κατά 9,3 δισ. ευρώ σε σχέση με το στόχο που είχε τεθεί στον προϋπολογισμό του 2020. Συγκεκριμένα, την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020 το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους 8,19 δισ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1,16 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με προβολές που κάνουν στελέχη του υπουργείου Οικονομικών στο τέλος του 2020 το πρωτογενές έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού θα ξεπεράσει τα 16 δισ. ευρώ, ήτοι θα καταγράψει απόκλιση 25 δισ. ευρώ έναντι του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 7 δισ. ευρώ που είχε τεθεί στον προϋπολογισμό 2020.
Αυτά τα 7 δισ. ευρώ του πρωτογενούς πλεονάσματος η Ελλάδα σκόπευε να τα χρησιμοποιήσει για να αποπληρώσει χρέος, χωρίς να έχει την ανάγκη να προβεί σε νέο δανεισμό. Τελικά, αντί για πρωτογενές πλεόνασμα η χώρα οδηγείται σε πρωτογενές έλλειμμα διψήφιου μεγέθους , κάτι που θέτει εκτός παραδοχών την ανάλυση βιωσιμότητάς του ελληνικού χρέους που έχουν καταρτίσει οι θεσμοί.
Αυτό άλλωστε θα ισχύσει και για το μέτωπο της ανάπτυξης, καθώς αντί για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% εφέτος θα έχουμε ύφεση που ενδεχομένως να αγγίξει και το 10%. Και όσο μεγαλύτερη η ύφεση τόσο δυσκολότερη θα είναι η διαδικασία δημοσιονομικής εξισορρόπησης μετά την κρίση του κορονοϊού, παρά τους αναμενόμενους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης
Θετική συνιστώσα τα χαμηλά επιτόκια
Η μόνη θετική συνιστώσα στην εξίσωση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους είναι σήμερα τα χαμηλά επιτόκια, καθώς λόγω της παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει αισθητά και κινούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αλλά και αυτή η παράμετρος δεν θα ισχύει για πάντα.
Από μόνη της δε αυτή η παράμετρος δεν αρκεί. Αξίζει να σημειωθεί πως η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους έχει βασιστεί στην παραδοχή πως η ελληνική κυβέρνηση θα διατηρήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και περίπου 2% τα επόμενα έτη. Αυτή η παραδοχή συνεπαγόταν πως η Ελλάδα θα κατέγραφε πρωτογενή πλεονάσματα 15 δισ. ευρώ μέσα σε μια διετία, ποσό που θα της επέτρεπε να αποπληρώσει χρέος και να καλύψει ανάγκες της χωρίς να δανεισθεί περαιτέρω. Αυτή όμως η παραδοχή δεν ισχύει πλέον.
Έτσι, η προ διετίας ανάλυση βιωσιμότητας χρέους των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων που έδειχνε ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και θα συμμορφωθούν με το όριο του 20% μακροπρόθεσμα, δεν ισχύουν πλέον. Αυτό σημαίνει πως αργά ή σύντομα το Eurogroup θα αναγκαστεί στη βάση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει τον Αύγουστο του 2018 να επανεξετάσει το κατά πόσον θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους για να διατηρηθούν σε βιώσιμο μονοπάτι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας. Για να γίνει ωστόσο αυτό η Ελλάδα θα πρέπει να εξακολουθήσει να σέβεται το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.
Το "Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη & Ελένης Γαρεδάκη", στο Βιοτεχνικό Πάρκο Χανίων, επισκέφθηκε ο Γενικός Γραμματέας…
«Αγοράστε ό,τι μπορείτε». Με αυτή τη φράση οι κρυπτο-ευαγγελιστές παραινούν τους -κυρίως retail- επενδυτές να…
Όλα δείχνουν πως το πάρτι των κρυπτονομισμάτων ξαναρχίζει. Το Bitcoin ανεβαίνει κατακόρυφα και οι "μεγάλοι παίκτες"…
Η μείωση και γήρανση του πληθυσμού της χώρας αποτελούν μείζον εθνικό πρόβλημα, καθώς η διαφορά μεταξύ γεννήσεων…
Κοντά στην εκλογή από την πρώτη Κυριακή των εκλογών για την ανάδειξη ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ…
Γιατί οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, δεν έχουν δει καμία ουσιαστική μείωση του χρόνου εργασίας από τη δεκαετία…
This website uses cookies.