της Νεφέλης Ευαγγέλου
Η Φιλένια, όταν έκλεινε το σχολείο, για διακοπές, καταγινόταν με δουλειές του σπιτιού και όχι μόνο. Ήταν πρόθυμη, εργατική και σβέλτη. Είχε πολλές αρετές για ένα παιδί, μόλις έντεκα χρόνων. Πέρα από αυτά τα χαρίσματα , ξεχώριζε και για τον ευγενικό και ευχάριστο χαρακτήρα της. Κάποιες φορές και για τον δυναμισμό της.
Γινόταν αγαπητή με την εγκαρδιότητα και το πηγαίο γέλιο της. Συναγωνιζόταν το κελάρυσμα του μικρού ποταμιού, κοντά στην μεγάλη, χωματένια αυλή, στο πίσω μέρος του σπιτιού της.
Εκεί, έδεναν την Λευκή, την κατσικούλα, που – χρόνια αρκετά- τους χάριζε το γάλα της. Αγνό, φρέσκο, μπόλικο. « Άμε, Φιλένια, μετάδεσε την κατσίκα», φώναζε, από το παράθυρο της κουζίνας, η μητέρα της. Η μικρή, άφηνε σκούπα και γουβάδες, για να πάει το ζωντανό στη βόλτα του.
Δεν χρειαζόταν να διασχίσει μεγάλη απόσταση. Το χωράφι με τη «βρύση», που άφηνε να τρέχει, ελεύθερα, νερό της πηγής, ήταν – δεν ήταν διακόσια μέτρα μακριά από το σπίτι της. Έδενε την κατσικούλα σε χαμηλό κλαδί καστανιάς, όπου έφταναν τα χεράκια της. Ήταν πολύ μεγάλο δέντρο και άπλωνε κλαδιά και φύλλα σαν τεράστια ομπρέλα, για ίσκιο παραδεισένιο. Οι περαστικοί ξαπόσταιναν εκεί, δίπλα στη φυσική βρύση, που έτρεχε χωρίς σταματημό , χειμώνα καλοκαίρι. Έπαιρναν μία ανάσα και συνέχιζαν τον δρόμο τους. Άλλοι κατευθύνονταν προς τα υψώματα, άλλοι προς τα περιβόλια.
Άρεσε στη Φιλένια αυτή η σύντομη διαδρομή. Την επεδίωκε, Δεν περίμενε πάντα, να της ζητήσει η μητέρα της να την κάνει. Το έκανε και μόνη της.
Κάποιες, φορές, μετάδενε την κατσικούλα και η μητέρα της. Η Φιλένια καθόταν – για λίγο – δίπλα στη βρύση, κρατώντας συντροφιά στη Λευκή, που, σε όλη της τη ζωή, γνώριζε το σχοινί και τον περιορισμό. Ήταν το πιο ευχάριστο κομμάτι της ημέρας – όταν δεν έβρεχε – αυτή η αλλαγή, κοντά στη μικρή φίλη της. Η Φιλένια τραγουδούσε γλυκά, όση ώρα καθόταν δίπλα στη βρύση. Ένοιωθε και εκείνη ελεύθερη και απολάμβανε όμορφες στιγμές της παιδικής ηλικίας της. Το τραγούδι άκουγε ο Αντώνης και, κρυμμένος στους πυκνούς θάμνους- ίσα με το μπόι του, ανακάλυπτε τα πρώτα σκιρτήματα που αναστάτωναν την καρδιά του. Την καρδιά ενός δωδεκάχρονου αγοριού, της εποχής που μούσκευαν τα μαξιλάρια, τα δάκρυα ενός « άτυχου » έρωτα.
Το κορίτσι δεν είδε, δεν κατάλαβε κάτι. Έτσι ή αλλιώς δεν υπήρχε ελπίδα να ανταποκριθεί στο αίσθημα του.
Συνέχιζε – ανέμελα – να φροντίζει την κατσικούλα του και οι δύο μαζί έμοιαζαν να είναι ντουέτο. Κάποια μέρα, δεν συνόδεψε τη Λευκή στο χωράφι. Ήθελε η μητέρα της, να βγει για λίγο από τη λάτρα του σπιτιού, να περπατήσει και να ξαποστάσει στη βρύση. Ισως, να συναντούσε και κάποιες γειτόνισσες.
Έδεσε το σχοινί της κατσικούλας, σ’ ένα κλαδί γερό του μεγάλου πλάτανου και γύρισε στο σπίτι. Εκείνη την ημέρα, δεν θα τραγουδούσε η Φιλένια, θα είχε όμως κελάηδημα από τα πουλιά, η Λευκή, την ώρα που θα έτρωγε το χορτάρι της. Ο Αντώνης δεν εγνώριζε την αλλαγή που έγινε. Φαντάστηκε, πως η Φιλένια έφυγε νωρίτερα από το χωράφι και γι’ αυτό δεν την πρόφτασε. Το μεσημεράκι, η μητέρα επέστρεψε, για να φέρει την κατσίκα στο υπόστεγό της, στην αυλή του σπιτιού. Μόλις έλυσε το σχοινί από το κλαδί, πέφτει ένα χαρτί διπλωμένο. Είχε σφηνώσει κάποιος, σε κόμπο, ένα σημείωμα.Ααπευθυνόταν στην κόρη της, αλλά δεν είχε όνομα.
Το γλυκό, μελαχρινό κορίτσι είχε εμπνεύσει αίσθημα στον Αντώνη, μαθητή έκτης τάξης. Η μητέρα, εκείνη την εποχή, δεν σκεπτόταν τίποτ΄ άλλο από την προστασία των παιδιών της. Εκείνο το ραβασάκι, όσο αθώο και αν ήταν, δημιουργούσε θέμα. Δεν δίστασε, να κατσαδιάσει την κόρη της για το ραβασάκι, που δεν έλαβε η ίδια.
Ξεφώνιζε η Φιλένια , υπερασπίζοντας τον εαυτό της , ενώ από τα γύρω σπίτια – κοντά στο δικό της – « έλαβαν γνώση » δύο γειτόνισσες που κατεύνασαν το θυμό της μητέρας της.
” Α, μα παιδιά είναι… Ύστερα, τι γράφει το σημείωμα; Χαράς το πράγμα!” Απεφάνθησαν, οι κριτές. Η Φιλένια κατάλαβε ποιος το έγραψε το γραμματάκι. Δεν αποκάλυψε το όνομα, αλλά του το φύλαγε κιόλας.
Στο σχολείο, την ώρα που η δασκάλα δίδασκε σε τρείς τάξεις ταυτόχρονα , ανέθεσε στη Φιλένια να προσέχει τα παιδιά των άλλων τριών τάξεων. Όλα – όλα τα παιδιά, δεν ξεπερνούσαν τα είκοσι. Έκαναν, όμως, φασαρία γιατί απασχολούνταν κάνοντας χειροτεχνία ή χαρτογραφία. Η δασκάλα ζοριζόταν πολύ, προσπαθώντας να κάνει σωστά τη διδασκαλία στις άλλες τρείς τάξεις. Παρέδωσε στη Φιλένια και το όπλο της, δηλαδή την βίτσα, για να τιμωρεί τα ανήσυχα παιδιά. Έβγαλε το άχτι της η Φιλένια. Κάθε λίγο και λιγάκι ράβδιζε τον καημένο τον Αντώνη που καθόταν ήσυχα – ήσυχα στο θρανίο του. Διαμαρτυρήθηκε στην δασκάλα αλλά εκείνη αδιαφόρησε , μάλλον. Στράφηκε στη Φιλένια και τόλμησε να ρωτήσει, ίσα – ίσα. « Γιάντα με δέρνεις ; » Δεν τα χάνει εκείνη και απαντά.. « Ξέρεις εσύ!
Έχε χάρη που δε σε μαρτύρησα ! Αλλιώς, δεν θα πατούσες στο σχολείο…» Λούφαξε ο Αντώνης, δεν ξαναμίλησε, δεν εκδήλωσε ξανά παράπονο, ποτέ. Άδοξο τέλος είχε η παιδική ιστορία τους, όπως συμβαίνει σε όλες τις ιστορίες του δημοτικού σχολείου.
Η Φιλένια με τη Λευκή, συνέχισαν τις ” βόλτες” τους και ο Αντώνης έβλεπε – τουλάχιστο – την έξυπνη, γλυκιά συμμαθήτρια του που τον ρωτούσε, πότε – πότε, « τι κάνεις; ». Μέχρι εκεί…
Τα στοιχεία που παρουσιάζει το Sky News δείχνουν ότι μέσα σε δύο χρόνια σημειώθηκε αύξηση 21% στις…
«Αυτοί οι δύο κατηγορούμενοι δημιούργησαν πραγματικά ένα σπίτι φρίκης και έθεσαν τις εξαιρετικά σκοτεινές επιθυμίες…
Σε όλο τον κόσμο το πλαστικό χρήμα κερδίζει έδαφος. Οι κάρτες και οι εφαρμογές στα κινητά…
Ελπίδα για το πολύπαθο Εθνικό Σύστημα Υγείας εξακολουθεί να δίνει το έμψυχο δυναμικό του, που…
Στις 20 Ιανουαρίου 2025 θα πραγματοποιηθεί η δίκη των δύο ψαράδων που κατηγορούνται για τη…
Είπαμε, να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα, να περάσουμε καλά, να κάνουμε και χαβαλέ, αλλά κάποιοι το…
This website uses cookies.