Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Ήταν ένα γλυκό κι απαλό απόγευμα από ‘κείνα που γαληνεύουν την ψυχή του ανθρώπου με τις απαράμιλλες σε ομορφιά εικόνες του χαρά θεού. Ο ρήγας τ’ ουρανού τυλιγμένος στον πορφυρό μανδύα του καθισμένος πάνω στο χρυσό άρμα του, έγερνε και αναπαυθεί στην ορθάνοιχτη αγκαλιά της ερωμένης του δύσης, μάλλον πολύ κουρασμένος από το ημερήσιο ταξίδι του, στέλνοντας τις τελευταίες ζείδωρες ακτίνες του στη φιλενάδα του γη.
Τ’ ανάλαφρο δροσερό αεράκι που φυσούσε ‘κείνες τις μαγεμένες στιγμές, έκανε να λυγίσουν τα κλαδιά των δέντρων δεξιά και ζερβά, κι έμοιαζαν θα έλεγε κανείς, σαν λυγερόκορμες νεράιδες με φιδίσια κορμιά, αποχαιρετώντας με αυτόν τον τρόπο τον ήλιο τον άρχοντα του γλαυκού ουρανού.
Τα κλαδιά δε των διάφορων οπωροφόρων δέντρων τα γιομάτα καρπούς, διάσπαρτα στους μικρούς κήπους του χωριού, έγερναν και κείνα σαν να ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να ευχαριστήσουν τη μητέρα του γη, που τα θρέφει με την τροφή και τους χυμούς των σπλάγχνων της, πριν τα τυλίξει τ’ αραχνοΰφαντο μαύρο πέπλο της ερχόμενης νύχτα. Τα διάφορα πουλιά πετώντας από δέντρο σε δέντρο, ανήσυχα, τιτιβίζοντας, ψάχνοντας μάλλον να εντοπίσουν σε πιο δέντρο θα κουρνιάσουν να περάσουν τη νύχτα, έδιναν και κείνα μια εικόνα σπάνιας ομορφιάς, στην γύρω περιοχή.
Τέλος ψηλά στον γαλανό ουρανό, ολόλευκα σαν καθαρό βαμβάκι ελάχιστα σύννεφα, σκόρπια δεξιά κι αριστερά έμοιαζαν θα μπορούσε κανένας να πει, ότι ήταν άγγελοι, που μαγεμένοι από την ομορφιά της γης ξεχάστηκαν κι απόμειναν εκεί μακριά από τον παράδεισό τους όπως μας λένε οι ποιητές.
Οι λιόφυτες και γιομάτες με διάφορα αγριόδεντρα και θάμνους ραχούλες γύρω από το χωριό, κι ο μικρός χρυσαφένιος κάμπος που απλωνότατε στα πόδια του, χρώμα που του έδιναν οι φρεσκοθερισμένες καλαμιές και οι καταπράσινες ρεματιές γιομάτες, αιωνόβια κι όχι μόνο, πλατάνια, σχημάτιζαν μια ανεπανάληπτη σε ομορφιά εικόνα.
Η Φιλιώ, μια δεκαεξάχρονη κοπελιά, που τα ξανθά σαν το μετάξι μαλλιά της, τα ριγμένα ατίθασα στους ώμους της, απολάμβανε τις όμορφες κείνες εικόνες καθισμένη σ’ ένα μικρό παγκάκι στην μικρή αυλή του σπιτιού της, ενώ ένα γλυκό χαμόγελο ήταν συνέχεια ζωγραφισμένο στα κατακόκκινα σαν τα κεράσια χείλη της. Ο γλυκός όμως ήχος της καμπάνας απέσπασε τον ρεμβασμό της και σχεδόν ενδόμυχα ψιθύρισε «έφτασε η ώρα του εσπερινού».
Δεν πρόλαβε όμως να αποτελειώσει την φράση της και η διαπεραστική φωνή της μητέρας της που της έλεγε αρκετά δυνατά την τρόμαξε κάπως. «Που είσαι Φιλιώ» έλεγε και ξανάλεγε η μητέρα της, κι αμέσως έτρεξε κοντά της. Όταν η μητέρα της την αντίκρισε της είπε σαν να τη μάλωνε: «που είσαι; δεν άκουσες την καμπάνα; δεν μ’ ακούς που σου φωνάζω τόση ώρα;» και δίχως να την αφήσει να πει καμιά απολύτως λέξη της είπε με αυστηρό ύφος: «εγώ θα πάω στον εσπερινό, εσύ να πάρεις το καλάθι και να πας στο αμπέλι πριν σουρουπώσει να το γεμίσεις με σταφύλια. Αύριο περιμένουμε μουσαφίριδες». Ενώ η καμπάνα της εκκλησίας που πολιούχου του χωριού, ο Άγιος Αθανάσιος, εξακολουθούσε να χτυπάει καλώντας τους χωριανούς να πάνε να παρακολουθήσουν την ακολουθία του εσπερινού. Η ερχόμενη μέρα ήταν Κυριακή.
Στη συνέχεια η μικρή Φιλιώ υπακούοντας στα όσα της είπε η μητέρα της, πήρε ένα μικρό καλάθι και σιγοτραγουδώντας τράβηξε για το αμπέλι που βρισκότανε λίγο έξω από το χωριό.
Το αμπέλι της οικογένειας της, το είχε φυτέψει ο παππούς της και το διατηρούσε σε πολύ καλή κατάσταση ο πατέρας της. Εκείνες τις πέτρινες εποχές το αμπέλι μικρό ή μεγάλο σε έκταση ήταν κάτι το απαραίτητο για όλες τις οικογένειες. Τέλος όταν κάποια στιγμή έφτασε στο μικρό αμπέλι δεν έχασε καθόλου καιρό. Άρχισε και πάλι σιγοτραγουδώντας να κόβει σταφύλια διαλέγοντας τα πιο ώριμα από τα κλήματα.
Είχε γιομίσει σχεδόν το καλάθι σταφύλια και τότε έγινε το κακό. Απλώνοντας το χέρι της να κόψει το τελευταίο σταφύλι ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα στο μεσαίο δάκτυλό της και αμέσως την επόμενη στιγμή είδε ένα μικρό φίδι να τυλίγεται γύρω από τον τρυφερό σαν τον αφρό καρπό της. Αμέσως τρομαγμένη πάρα πολύ, αφήνει το μικρό καλάθι κάτω και με όλη τη δύναμη της φωνής της άρχισε να φωνάζει «βοήθεια – βοήθεια, με τσίμπησε ένα φίδι». Την επόμενη στιγμή τινάζοντας το χέρι της προσπαθούσε να διώξει το φίδι που όσο τίναζε το χέρι εκείνο έσφιγγε τον καρπό της πιο δυνατά. Τέλος κλαίγοντας πανικόβλητη έχοντας το χέρι της τεντωμένο τρέχοντας πήρε το δρόμο για το σπίτι, φωνάζοντας συγχρόνως «βοήθεια – βοήθεια». Τότε θυμήθηκε κάποιες παρόμοιες περιπτώσεις με ερπετά που της είχε διηγηθεί ο παππούς της κατά καιρούς όταν ήταν πολύ μικρή, κάτι που φαινότανε σαν παραμύθια κι όμως ήταν αληθινές και αυτό της έκανε καλό. Της έλεγε ο παππούς της, ότι όλα τα ζωντανά του δάσους φοβούνται τον άνθρωπο κι ότι κάνουν, το κάνουν να προστατευτούν απ’ αυτόν. Το καλύτερο σε τέτοιες περιπτώσεις της έλεγε είναι ο παθών να κρατήσει την ψυχραιμία του. Αυτό έκανε και η Φιλιώ. Κράτησε την ψυχραιμία της όσο αυτό ήταν δυνατό, κι εξοικειωμένη που ήταν ως χωριατοπούλα με τα ζώα και τα ερπετά, έφτασε κάποια στιγμή στο σπίτι της.
Έλα όμως που η μητέρα της έλειπε στον εσπερινό, κι ο πατέρα της δεν είχε επιστρέψει από τη δουλειά του ακόμα, τι να κάνει δεν ήξερε. Δεν είχε σταματήσει βέβαια να φωνάζει σε βοήθεια από τη στιγμή που την τσίμπησε το φίδι ούτε μια στιγμή. Οι γείτονες έτρεξαν πανικόβλητοι κοντά της να δούνε τι συμβαίνει, ο ένας κατόπιν του άλλου, όταν όμως αντίκριζαν το φίδι τυλιγμένο στο χέρι της κοπελιάς, στο ανατριχιαστικό εκείνο θέαμα τρόμαζαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έλεγαν πολλά, ένας δε απ’ τους χωριανούς είπε να πάρουν ένα μακρύ ξύλο να του βάλουν λίγο βαμβάκι στην άκρη με οινόπνευμα, να το ανάψουν και να το πλησιάσουν στο φίδι. Με αυτόν τον τρόπο έλεγε ότι το φίδι θα τρομάξει στη θέα της φωτιάς και θα φύγει. Ένας άλλος πιο ψύχραιμος όμως είπε: «καλά το φίδι σίγουρα με τη φωτιά θα φύγει αν όμως δεν το σκοτώσουμε και κρυφτεί κάπου στο σπίτι όλη η οικογένεια θα ζει με το φόβο μην τους τσιμπήσει». Τότε έγινε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Ο μπεκρής του χωριού έτυχε να περνάει κείνη τη στιγμή από τη γειτονιά εκείνη, και βλέποντας τόσο πολύ κόσμο μαζεμένο κι ακούοντας τόση φασαρία πέρασε στην αυλή του σπιτιού με τον σκύλο του που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ. Τώρα όταν αντίκρισε το φίδι γύρω από το χέρι της κοπελιάς, δεν είπε τίποτα απολύτως. Στη συνέχεια παίρνει από την κουζίνα του σπιτιού ένα ζευγάρι γάντια, τα φοράει στα χέρια του κι αμέσως πλησιάζει την κοπελιά που σχεδόν ήταν λιπόθυμη και με μια κίνηση σαν αστραπή πιάνει το ερπετό από το κεφάλι και με γρήγορες κινήσεις το ξετύλιξε από το χέρι της κοπελιάς. Όλοι έμειναν έκθαμβοι κι άφωνοι στην εικόνα που αντίκρισαν.
Ο μπεκρής δεν είπε πάλι τίποτα, κρατώντας δε το ερπετό με το ένα χέρι από το κεφάλι και με το άλλο από τη ουρά, έφυγε κατευθυνόμενος για τη φτωχική του καλύβα κάπου έξω από το χωριό.
Τέλος όταν απομακρύνθηκε αρκετά για μια στιγμή σταματάει, γυρίζει προς τους χωριανούς και τους λέει: «να χαρακώσετε το δάκτυλο της κοπέλας να φύγει το δηλητήριο εφόσον πρώτα το δέσετε αρκετά σφικτά στον καρπό. Μετά από αρκετή ώρα επέστρεψε στο κεντρικό καφενείο του χωριού όπως έκανε κάθε βράδυ, παρήγγειλε μισή οκά κρασί και άρχισε πάλι σιγά – σιγά να το πίνει. Κάποιος περίεργος χωριανός τον ρώτησε τι απόκανε το ερπετό, το σκότωσε ή το άφησε ελεύθερο. Κι ο μπεκρής του απάντησε με φωνή σοβαρή και σταθερή. Γιατί να το σκοτώσω το πλασματάκι του θεού; Αυτό του είπε ο μεγαλοδύναμος να κάνει και αυτό έκανε. Και συμπλήρωσε. Τα ζώα δεν πειράζουν κανέναν αν δεν τα πειράξει.
Ότι κάνουν το κάνουν από φόβο. Και πίνοντας μια γουλιά κρασί πρόσθεσε: «ο άνθρωπος είναι το πιο αιμοβόρο ζώο πάνω στη γη, που δίχως λόγο σκοτώνει, λεηλατεί, σχολιάζει, κατακρίνει, φθονεί, μισεί, κι όταν του δοθεί η ευκαιρία σπέρνει τη συμφορά δίχως λόγο και αφορμή». Και πίνοντας πάλι μια γουλιά κρασί συμπλήρωσε «δεν μπορώ όμως να καταλάβω γιατί τον έπλασε ο θεός έτσι» και σκουπίζοντας τα πλούσια γένια του και το φουντωτό μουστάκι του διώχνοντας κάποιες σταγόνες κρασιού που είχαν σταματήσει πάνω τους είπε: «δεν μπορώ να βρω το γιατί και θα πεθάνω με αυτόν τον καημό».
*συγγραφέας – ποιητής
Κάθε φορά που πλησιάζει η επέτειος της μεγαλειώδους λαϊκής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, εμφανίζονται οι γνωστοί –…
Στο πλαίσιο του κύκλου Διαδικτυακές Συναντήσεις που διοργανώνει ο Όμιλος Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη…
Eπίσημη επίσκεψη αντιπροσωπείας του Nanjing University of Aeronautics and Astronautics (NUAA) πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημίου Κρήτης,…
Σε ανάρτηση προέβη ο Θοδωρής Κολυδάς, μετεωρολόγος και διευθυντής της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, με αφορμή…
«ΣΤΕΦΑΝΕ ΣΚΕΤΕ, αν τα μέλη και οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ με αναδείξουν Πρόεδρό τους,…
Σε κλίμα συγκίνησης, εκατοντάδες πολίτες και φοιτητές συγκεντρώθηκαν το απόγευμα της Κυριακής στην πλατεία της…
This website uses cookies.