Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Πριν από πολλά χρόνια όταν ήταν ακόμα αμούστακο παιδί έπαιρνε το ανηφορικό μονοπάτι που τον οδηγούσε στην απέναντι από το σπίτι του μικρή ελαιοσκέπαστη καταπράσινη ραχούλα, σιγοτραγουδώντας διάφορα τραγούδια του αγαπημένου του τόπου. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι ή φθινόπωρο. Σε ακανόνιστες ώρες, πότε λιόγερμα, πότε λίγο μετά το μεσημέρι και πολλές φορές όταν ο ρήγας τ’ ουρανού είχε κρυφτεί πλέον στην αγκαλιά της ερωμένης του δύσης. Εκείνος πάντα πήγαινε εκεί περιεργάζοντας τα όποια ερπετά, τα διάφορα έντομα, τις ακούραστες μέλισσες που πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι, τα πουλιά και τα μύρια άλλα πλάσματα του δημιουργού μας, ξεχνιότανε και περνούσε πολλές ώρες σε κείνο το αγαπημένο του μέρος.
Δεν πήγαινε ποτέ όμως με αδειανά τα χέρια του. Όταν αποφάσιζε να επισκεφθεί την μικρή ραχούλα, την πολυαγαπημένη του γωνιά όπως την αποκαλούσε, διαβαίνοντας από τα σοκάκια του μικρού χωριού φρόντιζε κι έκοβε ένα λουλούδι, ανάλογα με την εποχή, από το περιβόλια ή τις διάσπαρτες γλάστρες στις αυλές των σπιτιών. Την άνοιξη που είχε πολλές επιλογές λουλουδιών, διάλεγε ένα τριαντάφυλλο μοβ χρώματος, το δε καλοκαίρι ένα λουλούδι, πολύχρωμο κατά προτίμηση, ενώ το φθινόπωρο, ένα αγιοδημητριάτικο, όπως λέγεται λουλούδι. Το χειμώνα δε που οι επιλογές του ήταν ελάχιστες τον έφτανε ένα κλαδί μοσχομυριστής μολόχας ή ένα κλαδί μαντζουράνας. Οι χωριανοί τον είχαν συνηθίσει πλέον και δεν έδιναν καμία πια σημασία, όταν τον έβλεπαν ν’ απλώνει το χέρι του και να κόβει από τις γλάστρες τους λουλούδια. Το αντίθετο, γινότανε τα τελευταία χρόνια. Όταν τον έβλεπαν ν’ ανηφορίζει, τον διευκόλυναν δίνοντάς του εκείνοι το λουλούδι που εκείνος επιθυμούσε, με μεγάλη τους ευχαρίστηση.
Τις πρώτες μέρες πριν από πολλά χρόνια, κι όταν αντιλήφθηκαν ότι του είχε γίνει συνήθεια να επισκέπτεται το μικρό λόφο ανησύχησαν όλοι και προσπαθούσαν εκτός από τους οικείους του και οι χωριανοί να τον συνεφέρουν. Δεν τους άρεσε η επιμονή του να επισκέπτεται τη ραχούλα συνέχεια. Πίστευαν ότι κάτι δεν έπρεπε να πήγαινε καλά με την υγεία του και αυτό δυστυχώς το επιβεβαίωσε ο ψυχίατρος που οι δικοί του άνθρωποι, όταν αντιλήφθηκαν την σοβαρότητα της καταστάσεως του, έσπευσαν να τον δει. Ο γιατρός τους είχε πει τότε ότι πάσχει από βαριάς μορφής μελαγχολία, δίνοντάς του κάποια ψυχοφάρμακα και διάφορες οδηγίες στους δικούς του, πως να του φέρονται κ.λπ. ελπίζοντας ότι θα συνέλθει το παιδί, κάτι που παρά τις επίμονες και φιλότιμες προσπάθειες του γιατρού δεν έφεραν τα προσδοκούμενα αποτελέσματα.
Τι ήταν όμως εκείνο που έφερε το νέο στην κατάσταση αυτή, θα το μάθουμε στις επόμενες σειρές της σημερινής μας ιστορίας. Ο Γιαννιός, έτσι τον έλεγαν το ήρωα της σημερινής μας ιστοριούλας, ήταν το τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς πάμφτωχης όμως οικογένειας. Από μικρός ήταν ανήσυχο παιδί, πολύ ζωηρός και φαινότανε πολύ καθαρά ότι οι όποιες ανησυχίες του για την ηλικία του ήταν ασυνήθιστες. Πολλές φορές ενώ τα άλλα παιδιά της ίδιας ηλικίας ασχολούτανε με διάφορα μικροπράγματα παίζοντας, εκείνος ασχολούταν ώρες ολόκληρες να περιεργάζεται τα λουλούδια, τα πουλιά, τ’ αστέρια κ.λπ., και δυστυχώς κανένας δεν του έδινε σημασία. Πολλά παιδιά τον κορόιδευαν, πολλά τον ζήλευαν και πολλά τον φώναζαν αεροβαρεμένο κ.λπ.
Μόνο μια κοπελιά της ίδιας ηλικίας πρόσεξε πως ήταν διαφορετικός από τ’ άλλα παιδιά που πολλές φορές πήγαινε μαζί του στη μικρή ραχούλα και ο Γιαννιός βέβαια χαιρότανε αφάνταστα. Αυτή την διαπίστωσή της, την είπε κάποια βραδιά στον πατέρα της και κείνος αντί να την ρωτήσει να μάθει τι ήταν εκείνο που την έκανε να πιστεύει ότι ο Γιαννιός ήταν διαφορετικός, την ξυλοφόρτωσε λέγοντάς της ότι αν την έβλεπε στο εξής να τον κάνει παρέα θα την σκότωνε. Η κοπελιά φοβήθηκε πάρα πολύ και σιγά σιγά απομακρύνθηκε από τον Γιαννιό λέγοντας του διάφορες δικαιολογίες. Κι ο Γιαννιός απόμεινε πλέον ολομόναχος.
Τώρα όταν αποφοίτησε το δημοτικό ο Γιαννιός, ο πατέρας του του είπε ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για παρά πέρα σπουδές. Ο μικρός έκλαψε βέβαια, αλλά ήξερε ότι όσο κι αν εξηγούσε στον πατέρα του πόσο πολύ ήθελε να σπουδάσει, δεν θα έφερνε απολύτως κανένα αποτέλεσμα και αφέθηκε στη μοίρα του. Το περίεργο και το πλέον απαράδεκτο ήταν, ότι ο δάσκαλος του δεν είχε αντιληφθεί τίποτα απολύτως ή και αν είχε αντιληφθεί κάτι, δηλαδή ότι ο Γιαννιός ήταν ξέχωρα προικισμένο παιδί, δεν το σπουδαιολόγησε όπως όφειλε να κάνει κι έτσι οι ιδιαίτερες ικανότητες κι ανησυχίες του πέρασαν απαρατήρητες.
Η κοπελιά όμως συνέχισε τις σπουδές της, πήγε στο γυμνάσιο και στις διακοπές του σχολείου το καλοκαίρι πηγαίνοντας στο χωριό ο Γιαννιός ήλπιζε ότι θα του έκανε παρέα. Εκείνη όμως δεν του έδινε πια καμία απολύτως σημασία. Αυτή η συμπεριφορά της του στοίχισε πάρα πολύ. Δεν έλεγε όμως σε κανέναν τίποτα. Ο Γιαννιός όμως σιγά – σιγά από την τελευταία φορά που είδε την κοπελιά κατάλαβε ότι την αγαπούσε, όμως πως ήταν δυνατό να της ξεστομίσει κάτι τέτοιο; Ήξερε ότι, ότι κι αν της έλεγε ανταπόκριση δεν θα έβρισκε από δαύτηνε και μη έχοντας άλλη επιλογή κλείστηκε για πάντα στον εαυτό του και η κατάσταση του επιδεινώθηκε πάρα πολύ.
Κανένας όμως δεν έμαθε το παραμικρό για την αιτία της επιδείνωσης της κατάστασής του, εκτός από την αυγούλα, τ’ αστέρια τ’ ουρανού και από τον πιο πιστό φίλο όλων των ερωτευμένων της γης, το φεγγάρι. Έτσι περνούσαν τα χρόνια και ο Γιαννιός μαράζωνε, όλο και περισσότερο. Στη ραχούλα πήγαινε, γιατί ακριβώς απέναντι ήταν και σε μικρή απόσταση απ’ αυτή το σπίτι της Τασούλας, έτσι έλεγαν την κοπελιά που αγαπούσε, προσδοκώντας ότι κάποια μέρα θα το νοιώσει ότι γι’ αυτήν πηγαίνει εκεί και μόνο γι’ αυτήν. Ήλπιζε ο δόλος ότι κάποια μέρα θα πήγαινε να τον βρει. Δεν ήθελε όμως να την περιμένει, όταν θα τον έβλεπε, με αδειανά χέρια. Γι’ αυτό έκοβε ανάλογα την εποχή όπως στην αρχή αναφέρουμε ένα λουλούδι να της προσφέρει. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι ας άσπρισαν τα ολόξανθα που σαν τον ήλιο έλαμπαν μαλλιά του. Τώρα πια πολύ μεγάλος ακόμα, παίρνει το ανηφορικό κείνο μονοπάτι που τον οδηγεί στην ραχούλα καρτερώντας την αγαπημένη του. Τέλος εδώ πρέπει να πω, ότι κανένας δεν έμαθε ποτέ για την κρυφή του εκείνη αγάπη.
Κλείνοντας δε τη σημερινή μας ιστοριούλα αγαπητοί μου αναγνώστες οφείλω να πω, ότι οι ρίζες της αλήθειας υπάρχουν μέσα της. Κάπου όμως έβαλα και τα χτένια της φαντασίας μου και την έπλεξα στον αργαλειό της μούσας μου. Εσείς όμως μην δίνετε σημασία σ’ αυτό, κρατήστε μόνο την ουσία της.
*συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων
Ο περισσότερος κόσμος έχει επιστρέψει στην κανονικότητα μετά την παγκόσμια κρίση της πανδημίας. Όμως, για…
Στην τηλεόραση της Ναυτεμπορικής και την εκπομπή «Rush Hour», με τη Νικόλ Λειβαδάρη και τον Παύλο…
Έκρηξη στις αφίξεις μεταναστών στα νότια παράλια της Κρήτης, καταγράφεται τα τελευταία 24ωρα, κάτι που αποδίδεται…
Παρέμβαση στη Βουλή για τη μεγάλη αδικία σε βάρος των παραγωγών ελαιολάδου και εν τέλει…
Αύριο, 15/11 στις 10:00, ο Δήμαρχος Χανίων, Παναγιώτης Σημανδηράκης θα πραγματοποιήσει αυτοψία στο Ποδηλατοδρόμιο του…
Στο Γραφείο του Δημάρχου Χανίων, Παναγιώτη Σημανδηράκη, βρέθηκαν χθες οι τρεις νεαροί από το Παράρτημα…
This website uses cookies.