Δραματική αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας καταγράφηκε στην Ελλάδα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, διακόπτοντας μία χαμηλή πορεία που είχε ξεκινήσει το 1956.
Η μείωση του ετήσιου ποσοστού βρεφικής θνησιμότητας (IMR) εκτιμήθηκε ότι απέτρεψε 209.109 θανάτους βρεφών στη χώρα από το 1958 έως το 2022.
Ωστόσο από το 2008 έως και το 2016 σημειώθηκε αύξηση του IMR κατά 57% (3,4 θανάτους νεογνών ανά 1.000 γεννήσεις), ενώ από το 2016 έως το 2022, σημειώθηκε βελτίωση, με αποτέλεσμα η βρεφική θνησιμότητα να υποχωρήσει στις 3,1 ανά 1.000 γεννήσεις.
Τα παραπάνω επισημαίνουν ειδικοί από τα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Πάτρας, σε πρόσφατη δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό Cureus. Σύμφωνα με τη συντακτική ομάδα, η βρεφική θνησιμότητα είναι ένα κρίσιμο περιγεννητικό μέτρο και θεωρείται επίσης σημαντικός δείκτης Δημόσιας Υγείας.
Με την ανάλυσή τους, παρουσιάζουν τις τάσεις στη βρεφική, νεογνική και μετανεογνική θνησιμότητα, δηλαδή τους θανάτους βρεφών πριν κλείσουν το ένα έτος. Τα ποσοστά υπολογίστηκαν με βάση επίσημα εθνικά δεδομένα που ελήφθησαν από την ΕΛΣΤΑΤ, καλύπτοντας 67 έτη, από το 1956 έως το 2022.
Ειδικότερα, όπως αναφέρουν, το ετήσιο ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας παρουσίασε επιταχυνόμενη πτώση για περισσότερα από 50 χρόνια, φτάνοντας σε ιστορικό χαμηλό το 2008 (2,7 θάνατοι από 1.000 γεννήσεις). Το υψηλότερο ποσοστό είχε καταγραφεί το 1957 (44,1 ανά 1.000 γεννήσεις).
Τα ευρήματα
Ένα σημαντικό εύρημα της ανάλυσής των ειδικών ήταν η κατάρρευση της επιταχυνόμενης βελτίωσης των ποσοστών βρεφικής θνησιμότητας που προκλήθηκε για πέντε δεκαετίες από τη μεγάλη λιτότητα μεταξύ 2008 και 2016.
«Στα τέλη του 2008, η Ελλάδα χτυπήθηκε από μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση που είχε αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην η υγεία του πληθυσμού και τα περιγεννητικά ποσοστά, ως τα πιο ευαίσθητα στον αντίκτυπο των κοινωνικών καθοριστικών παραγόντων της υγείας, ήταν τα πρώτα που επηρεάστηκαν. Έτσι, η αύξηση των θνησιγενών γεννήσεων συσχετίστηκε με την οικονομική ύφεση, αλλά οι πρώτες αναφορές για τη βρεφική θνησιμότητα ήταν ασαφείς , προκαλώντας μια ολοκληρωμένη ανάλυση της χρονικής τάσης σε εθνικό επίπεδο».
Η μελέτη, με τη μεγαλύτερη περίοδο παρακολούθησης των εθνικών δεδομένων σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες, ανέδειξε συνολικά τον δραματικό αντίκτυπο της μεγάλης ύφεσης στο IMR, δείχνοντας τη σχετική αύξηση, μια στατιστικά σημαντική τάση από το 2008 και την άνευ προηγουμένου ανοδική τάση μετά πέντε δεκαετίες αυξανόμενης βελτίωσης.