Ο Λούης Τίκας ήταν ο Ρεθυμνιώτης μετανάστης, ο οποίος πρωτοστάτησε στην αιματηρή εξέγερση των εργατών που πέρασε στην ιστορία ως «πόλεμοι του άνθρακα» και άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της εργατικής νομοθεσίας των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο.
Oι Πόλεμοι του Άνθρακα ήταν ένοπλες ταξικές αναμετρήσεις στα ορυχεία της Αμερικής στην περίοδο 1890-1930. Αιτία τους ήταν οι άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας των ανθρακωρύχων. Οι Έλληνες ανθρακωρύχοι, ξεριζωμένοι από τον τόπο τους από την σκληρή πραγματικότητα μιας χρεωκοπημένης Ελλάδας και με τις ψεύτικες υποσχέσεις των δουλεμπόρων της εποχής, είχαν καταλήξει στο μακρινό Κολοράντο να δουλεύουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες στα ορυχεία του Ροκφέλερ και του συναφιού του.
Στις 23 Σεπτέμβρη του 1913 ξεσπάει μια τεράστια απεργία του συνδικάτου Ενωμένων Ανθρακωρύχων Αμερικής (United Mine Workers of America). Στο Νότιο Κολοράντο, με κέντρο την πόλη Λάντλου (Ludlow), οι Ελληνες μαζί με εργάτες από 32 άλλες εθνότητες, συμμετέχουν καθολικά στην απεργία. 13.000 ανθρακωρύχοι παραλύουν τη λειτουργία των ορυχείων. Οι απεργοί, ανάμεσα στα άλλα, διεκδικούν:
• Την καθιέρωση του οκτάωρου (αντί του 12ωρου)
• Την αναγνώριση του συνδικάτου τους.
• Την δυνατότητα να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας.
• Το δικαίωμα να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι, κι όχι από τα καταστήματα της εταιρίας.
• Την κατάργηση του script (η πληρωμή τους δεν γίνονταν σε εθνικό νόμισμα αλλά σε εναλλακτικό νόμισμα της εταιρίας με το οποία μπορούσαν να ψωνίσουν μόνο από τα καταστήματα της εταιρίας)
• Την αυστηρή εφαρμογή των νόμων της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων
• Την εφαρμογή των νόμων που αφορούσαν το σύστημα φρουρών της εταιρείας, οι οποίοι είχαν τους εργατικούς καταυλισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η Δευτέρα 20 Απρίλη του 1914 έμεινε στην ιστορία τους αμερικάνικου εργατικού κινήματος σαν «η Σφαγή του Λάντλοου». Ηταν Δευτέρα του Πάσχα. Στον καταυλισμό των απεργών οι περισσότεροι κοιμούνταν αφού την προηγούμενη γιόρτασαν το ελληνικό Πάσχα. Οι ένοπλοι της εταιρίας απαίτησαν να τους παραδοθούν δυο Ιταλοί συνδικαλιστές. Οι απεργοί αρνήθηκαν. Ο Τίκας, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα.
Μετά τη δολοφονία Τίκα ακολουθεί μαζική σφαγή. Η πολιτειακή Εθνοφρουρά μαζί με τους ένοπλους φρουρούς της εταιρίας, επιτέθηκε στον καταυλισμό. 20 γυναικόπαιδα και δυο συνδικαλιστές πέφτουν νεκροί.
Μετά τη Σφαγή ξέσπασε η μεγάλη ένοπλη εξέγερση, που αποκαλέστηκε «Πόλεμος των Δέκα Ημερών». Μέσα σε λίγες μέρες, ο αντάρτικος στρατός του συνδικάτου, κυρίως Έλληνες και Ιταλοί απεργοί, έτρεψε σε φυγή την Εθνοφρουρά και κατέλαβε ολόκληρο το Νότιο Κολοράντο. Όλες οι πηγές της εποχής μαρτυρούν πως οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους ετοιμοπόλεμοι Κρητικοί, με εμπειρία στον ανταρτοπόλεμο, ήταν η κύρια αιτία της στρατιωτικής υπεροχής των απεργών. Για να αποκατασταθεί η εξουσία του Κυβερνήτη του Κολοράντο μέσα στην ίδια του την πολιτεία, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναγκάστηκε να στείλει τον Ομοσπονδιακό Στρατό σαν ειρηνευτική δύναμη.