῎Ολβιος, ὅστις τῆς ἱστορίας ἔσχε μάθησιν
[Ευτυχής όποιος από την ιστορία του έχει διδαχθεί]
(Ευριπίδης από Σαλαμίνα)
Γράφει ο Ευθύμης Λεκάκης,
Νομικός, Ιστορικός ερευνητής
Αμέσως μόλις ξεκίνησε ο Ευρωπαϊκός πόλεμος, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι που κατοικούσαν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και του Μαρμαρά, μετατοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και στις στέπες της Ανατολής, με την εντελώς γελοία πρόφαση ότι δήθεν οι χριστιανοί κάτοικοι των περιοχών αυτών προμήθευαν με βενζίνη τα υποβρύχια των συμμάχων, λες και οι σύμμαχοι, οι οποίοι είχαν προβεί στον αποκλεισμό των τουρκικών λιμανιών, είχαν ανάγκη από το πετρέλαιο που, δήθεν, εύρισκαν οι χριστιανοί κάτοικοι των παραλίων. Από την εκτόπιση αυτή αλλά από τα τάγματα εργασίας που δημιουργήθηκαν (Amelet Taburu), χριστιανοί πέθαναν κατά χιλιάδες από τις κακουχίες, την υπερκόπωση και την πείνα.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θέλω κι εγώ να προσθέσω μια νέα σελίδα που να περιγράφει με ιστορικά στοιχεία τη ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ των Ελλήνων και Αρμενίων χριστιανών από τούς Νεότουρκους, θεωρώντας χρέος προς όλους εκείνους που άφησαν την πνοή τους εκεί, στα χώματα της μικρασιατικής γης.
Και βέβαια, διαφωνώ με την κατηγοριοποίηση της γενοκτονίας. Είναι λάθος να μιλούμε ξεχωριστά για Πόντιους, Αρμένιους, Ασσύριους ή Σμυρνιούς. Όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι εξοντώθηκαν από τούς μουσουλμάνους Τούρκους και Κούρδους κάτω από την αρχική καθοδήγηση των Γερμανών και στη συνέχεια με την υποστήριξη των Γάλλων, των Ιταλών, των Σοβιετικών και την σιωπηρή αποδοχή των Άγγλων, των Αμερικάνων και των Αράβων.
Ο σύνδεσμος Γερμανίας και Νεότουρκων ήταν ο Λήμαν Φόν Σάντερς, ο οποίος είχε αναλάβει την οργάνωση του τουρκικού στρατού και επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική της Τουρκίας.
Ένας άλλος δυναμικός άνδρας πού επηρέαζε καταστάσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του 1914, ήταν ο Γερμανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Wangenheim.
Ο τουρκικός στρατός πράγματι εκσυγχρονίστηκε ενώ η Γερμανία τον προμήθευε με βαρύ οπλισμό και αμέτρητα εφόδια. Από το τέλος των Βαλκανικών πολέμων Γερμανία και Τουρκία είχαν κατανοήσει την ύπαρξη ενός άλλου αντιπάλου, εκτός της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας. Αυτός ο αντίπαλος ονομαζόταν Ελλάδα.
Από το 1914 είχαν ξεκινήσει οι εκτοπισμοί, οι οποίοι οδηγούσαν σε αργό θάνατο τους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Η ιδέα ήταν γερμανική, η υλοποίηση τουρκική.
Τούς διωγμούς συνόδεψε το μποϋκοτάζ ελληνικών μαγαζιών, ώστε να οδηγηθούν σε οικονομική εξαθλίωση οι ελληνικοί πληθυσμοί πού επιβίωναν βασικά από το εμπόριο. Και μάλιστα επειδή οι Εβραίοι είχαν ευνοϊκή μεταχείριση από τους Νεότουρκους, τους παρότρυναν να βάζουν εβραϊκές ταμπέλες στα μαγαζιά, για να τα ξεχωρίζουν από τα ρωμαίικα.
Όταν ο Μοργκεντάου (Morgenthau) διαμαρτυρήθηκε στον Ταλαάτ (Talaat) γι’ αυτή τη συμπεριφορά εναντίον των Ελλήνων του εξήγησε ότι “H Τουρκία πρέπει ν’ απαλλαγεί από όλους τους μη Τούρκους για να επιβιώσει σαν κράτος”.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η κυβέρνηση επίταξε όλα τα εμπορεύματα, φυσικά των χριστιανών, δεδομένου ότι τα εμπορικά καταστήματα τα διέθεταν στην πλειοψηφία τους μη μουσουλμάνοι, ενώ στρατολόγησε και τους Έλληνες στην καταγωγή, για να τους χρησιμοποιήσει κυρίως για βοηθητικές εργασίες, αφού δεν τους έδινε όπλο και τους χρησιμοποιούσε μόνο σαν εργάτες. Η οικονομική ζημιά των Ρωμιών της Τουρκίας ήταν πάλι μεγάλη.
Το κράτος σε κάθε του κίνηση σκεπτόταν πως θα τους κτυπήσει οικονομικά και όχι μόνο. Όταν ο Αμερικάνος Πρέσβης ρώτησε τον Εμβέρ (Emver), γιατί οδηγεί την κοινωνία σε πτώχευση και σε εξαθλίωση, ο Εμβέρ του απάντησε ότι ήταν υπερήφανος που προμήθευσε και οργάνωσε τον τουρκικό στρατό, με μηδενικά έξοδα.
H Γερμανία με τα δύο σύγχρονα πολεμικά της πλοία “Μπρεσλάου” καί “Γκαίμπεν” απέκτησε τον έλεγχο των Στενών, στερώντας τη Ρωσία από την έξοδό της στη Μεσόγειο Θάλασσα, καταφέροντάς της έτσι μεγάλο οικονομικό πλήγμα. Για την ανθράκευση των πλοίων αυτών, που έγινε σε ελληνικό νησί και ενώ τα γερμανικά πλοία βρίσκονταν υπό καταδίωξη από το βρετανικό ναυτικό, ευθύνεται βεβαίως ο Βενιζέλος που έδωσε την σχετική άδεια.
Η δυναμική των Κεντρικών Δυνάμεων της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας στην περιοχή του Ελλησπόντου ώθησε την Τουρκία να τεθεί στο πλευρό τους, εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η μεγάλη ευκαιρία να απαλλαγεί η Τουρκία από τους μη μουσουλμάνους υπηκόους της. Οι Αμερικάνοι με πρώτο και καλύτερο τον πρόεδρό τους Thomas Woodrow Wilson, γνώριζαν μέσω του πρεσβευτή τους στην Τουρκία, τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά φυσικά αδράνησαν παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του διπλωμάτη τους, ο οποίος ήταν μεν Αμερικανός, αλλά Εβραίος στην καταγωγή.
Ο Μοργκενχάου, έκανε και την παρατήρηση στο Γερμανό πρεσβευτή Wangenheim (Βάνκενχάιμ), πώς ένα πολιτισμένο κράτος σαν τη Γερμανία προτρέπει μία άλλη χώρα σε βάρβαρες ενέργειες. Ο τελευταίος πάντως είχε των απόλυτο έλεγχο των εφημερίδων στην Τουρκία και διοχέτευε ότι άρθρα μπορούσε για να ελέγχει την κοινή γνώμη της Τουρκίας. Παρουσίαζε τούς χριστιανούς σαν δυνάστες οι οποίοι είχαν μαζέψει τον πλούτο και εκμεταλλεύονταν τούς φτωχούς μουσουλμάνους.
Παρακάτω θα προσπαθήσω να περιγράψω τις κυριότερες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, καθώς και τις σφαγές που υπέστησαν οι χριστιανοί Έλληνες και Αρμένιοι κάτοικοι από την κυβέρνηση του συνταγματάρχη Γαζή Μουσταφά Κεμάλ με την απόλυτη καθοδήγηση της Γερμανίας.
Η πόλη των Δαρδανελίων (Çanakkale / ΤσανάκΚαλέ) βρίσκεται στην εύφορη πεδιάδα που σχηματίζει ο ποταμός Γρανικός (Κοτζά Τσαϊ/Koca Çay) που πηγάζει από το όρος Ίδη (Kaz Dağ/Καζ Ντάγ). Σ’ αυτό τον ποταμό έγινε η πρώτη μάχη του Μεγ. Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών. Η γνωστή από την ιστορία «Μάχη του Γρανικού».
Πρωτεύουσα ανεξάρτητης Διοίκησης με το όνομα Καρά Πιζά Σαντζαγί (Kara Piza Sancağı), εξαρτημένης κατ’ ευθείαν από την Κωνσταντινούπολη.
Η επίσημη ονομασία της πόλης είναι Καλέ Σουλτανιγιέ. Την ονομασία αυτή έδωσε ο Μεγ. Βεζίρης Μεχμέτ Κιουπρουλού Πασά (Mehmet Küprülü Paşa) ο οποίος το 1659 έκανε μεγάλη επέκταση των οχυρώσεων των στενών των Δαρδανελίων.
Το όνομα Τσανάκ Καλέ (Çanak = πιάτο, Kale = φρούριο) το πήρε το 18ο αιώνα, οπότε άρχισαν να κατασκευάζονται στην περιοχή πολύ όμορφα πήλινα αγγεία και λαήνες.
Το όνομα Δαρδανέλια πήρε από την παρακείμενη αρχαία πόλη Δάρδανος, στην οποία υπάρχει και το ομώνυμο φρούριο.
Αρχικά η περιοχή κατοικούνταν μόνο από τους φρουρούς του «οχυρού Δάρδανος». Αργότερα προστέθηκαν και Αρμένιοι μετανάστες από την Περσία. Το 1690 οργανώθηκε η Ελληνική κοινότητα και αργότερα προστέθηκαν λίγοι Φραγκολεβαντίνοι και Εβραίοι. Κάθε εθνική κοινότητα είχε και ξεχωριστή συνοικία.
Η πόλη έχει από εκείνα ακόμα τα χρόνια μέχρι σήμερα καλή ρυμοτομία. Φαρδιούς και ευθείς δρόμους. Συνδέονταν δε με αμαξωτό δρόμο με την υποδιοίκηση στην Εζινέ και από κει με την πόλη του Μπαλικ Εσήρ (Balıkesir).
Το λιμάνι έχει τεράστια κίνηση. Όλα τα πλοία που διέπλεαν τον Ελλήσποντο ήταν υποχρεωμένα να σταθμεύουν στο λιμάνι για να παίρνουν άδεια διόδου του Ελλησπόντου. Από την περιοχή των Δαρδανελίων εξάγονται στα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου τα εκεί παραγόμενα βελανίδια, ξυλεία, σιτηρά, λάδι, αμύγδαλα και οπωρικά.
To 1922 o πληθυσμός της πόλης ανέρχονταν σε 16.000 κατοίκους από τους οποίους 8.000 Έλληνες, 5.500 Τούρκοι, 2.000 Αρμένιοι και περίπου 500 Εβραίοι.
Πριν από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο η πόλη είχε 500 καταστήματα, 3 μεγάλα εργοστάσια αγγειοπλαστικής, 3 μεγάλους ατμοκίνητους αλευρόμυλους, μεγάλη εκκλησία, ρολόι πύργο στην κεντρική πλατεία, 2 νοσοκομεία και αρκετά προξενεία δυτικών κρατών. Με την έναρξη του Ευρωπαϊκού πολέμου, οι Αρμένιοι κάτοικοι των Δαρδανελίων και της Εζινέ εκτοπίστηκαν μέσω Βηλετζίκ (Bilecik/Βηλόκωμα/Βελοκώμη) στο εσωτερικό της Ανατολίας, όπου πολλοί σφάχτηκαν και όσοι κατόρθωσαν να επιζήσουν από τη σφαγή, πέθαναν από τις στερήσεις.
Οι Εβραίοι κάτοικοί της εκτοπίστηκαν στην Εζινέ (Ezine) και εγκαταστάθηκαν σε σπίτια Ελλήνων και Αρμενίων.
Οι Τούρκοι μετοίκησαν στη Λάμψακο, στα σπίτια των Ελλήνων οι περισσότεροι από τους οποίους, στο μεταξύ, είχαν εξοντωθεί.
Οι Έλληνες, τέλος, των Δαρδανελίων μετατοπίστηκαν στο εσωτερικό της περιοχής, στο Βιλετζήκ και στα Κιουπλιά (Küplü), όπου φιλοξενήθηκαν από τους εύπορους Έλληνες των πόλεων αυτών.
Όσοι από τους Ρωμιούς επέζησαν από τις κακουχίες και τις στερήσεις, επέστρεψαν αργότερα στις εστίες τους με μεσολάβηση της επιτροπής προσφύγων της Πατριαρχίας.
Εκτοπίστηκαν επίσης οι Έλληνες των πόλεων Ερένκιοϊ (Erenköy), Εζινέ (Ezine), Παγραμίτζ (Pağramiç), Κεγικλή (Kiyekli), Πυργάζ (Pirğaz), Κιοσέ Ντερέ (Köse Dere), Καλαφάτγερι (Kalafatyeri), Γενίκιοϊ (Yeniköy), Αϊβατζίκ (Ayvacık), Αδραμύττιο (Edremit) και Ναρλή (Narlı).
Η πόλη των Δαρδανελίων καταστράφηκε από το βομβαρδισμό, εκτός από την Τουρκική συνοικία Χασάν Πασά (Hasan Paşa).
Η Τρίγλια είναι έδρα υποδιοίκησης (Nahiye/Ναχιγιέ) και απέχει από την Κωνσταντινούπολη γύρω στα 40 μίλια. Συνδέεται με τα Μουδανιά, με ευθεία αμαξιτή οδό μήκους δύο ωρών. Είναι κτισμένη μέσα σε κοίλωμα που σχηματίζεται από παραθαλάσσιους λόφους και από μικρό χείμαρρο. Δεξιά και αριστερά του χειμάρρου υπάρχει φαρδιά δεντροφυτεμένη λεωφόρος με πολλά ευρωπαϊκά καταστήματα και καφενεία. Πάνω στο χείμαρρο υπάρχουν μικρές γέφυρες με πέτρινα κρηπιδώματα και ενώνουν τη μια πλευρά του χειμάρρου με την άλλη.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές ως προς την προέλευση της λέξη Τρίγλια: Κατά μία εκδοχή παράγεται είτε από την τουρκικής προέλευσης λέξη “τριγλί” που σημαίνει μπαρμπούνι, είτε από το όνομα της «Μονής Τριγλείας» η οποίας βρίσκονταν στην θέση του οικισμού ο οποίος εξελίχθηκε γύρω της.
Κατά την αρχαιότητα στην περιοχή βρίσκονταν η ελληνική πόλη Βρύλλειον η οποία αναφέρεται από τον Εκαταίο τον Μηλίσιο.
Για πρώτη φορά αναφέρεται σαν οικισμός από τον Καντακουζινό κατά τον 14ο αιώνα. Πρόκειται για οικισμό, στον οποίο κατοικούσε για αιώνες συμπαγής ελληνόφωνος και χριστιανικός πληθυσμός, μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922.
Δύο ηγούμενοι μονών της Τριγλίας είναι μεταξύ των πρώτων δέκα υπογραφόντων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Είναι η πατρίδα 4 επισκόπων, γνωστότερος των οποίων ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης.
Η Τρίγλια και οι Κυδωνίες/Αϊβαλί ήταν οι μόνες σημαντικού μεγέθους πόλεις στην Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης με σχεδόν αμιγώς Ελληνικό πληθυσμό.
Στην πόλη υπάρχει ένα μοναστήρι, του Βαθέως Ρύακος και έξι εκκλησίες άριστα διατηρημένες που χρονολογούνται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια Πιο εντυπωσιακές είναι εκείνη του Αϊ Γιώργη του Κυπαρισσιώτη και της Παντοβασίλισσας. Έχει επίσης μεγάλο και λειτουργικό Ελληνικό σχολείο (Το Taş Μektup), το οποίο ίδρυσε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης.
Αν εξαιρέσουμε τη μεγάλη λεωφόρο του χειμάρρου, όλοι οι άλλοι δρόμοι ήταν στενοί και τα σπίτια των πίσω δρόμων ήταν μικρά και καλυμμένα το ένα στο άλλο.
Το 1922 η Τρίγλια πριν την οπισθοχώρηση του 1922 είχε 1.000 σπίτια με 6.000 Έλληνες και 500 μουσουλμάνους κατοίκους. Έχει επίσης 20 καφενεία, 4 φουρνάρικα, ένα μεγάλο ελαιουργείο, 14 χειροκίνητα ελαιοτριβεία, ένα ξενοδοχείο, 12 τσεσμέδες (çeşme/δημόσιες κρήνες), ένα τζαμί και ένα μεγαλοπρεπές νεοκλασικό κτήριο στο οποίο στεγάζεται το διοικητήριο της πόλης. Το λιμάνι επειδή είναι αναπεταμένο, δεν ήταν λειτουργικό.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την ελαιοπαραγωγή, την αμπελουργία και την αλιεία.
Οι κάτοικοι της πόλης κατά τον Ευρωπαϊκό πόλεμο εκτοπίστηκαν βίαια από την Τουρκική κυβέρνηση στην Προύσα και στα σπίτια που άφησαν, εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Μακεδονία.
Οι Τριγλιανοί, κάτοικοι πλέον Προύσας, δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά, καθ’ ότι σε ολόκληρη την περιφέρεια της Προύσας είχε επιβληθεί μποϋκοτάζ σ’ όλους ανεξαίρετα τους χριστιανούς. Εξαίρεση από το μποϋκοτάζ υπήρχε μόνο για τους Τούρκους και για τους Εβραίους (;).
Μετά την ανακωχή, οι επιζήσαντες εκτοπισθέντες επέστρεψαν πίσω στα σπίτια τους, στην Τρίγλια, ξεκινώντας την ανοικοδόμηση και τις παλιές δουλειές τους, από το μηδέν.
Σήμερα ο οικισμός έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός και δεν επιτρέπεται η αλλοίωση του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των κτηρίων.
H πόλη, όπως μαρτυρείται τον 6ο αιώνα στον Συνέκδημο του Iεροκλή, κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν η πολιτική και εκκλησιαστική μητρόπολη της επαρχίας Βιθυνίας. Τα πρωτεία όμως τα διεκδικούσε και η Νίκαια. Η αντιπαράθεσή τους αντανακλάται στις ιστορικές πηγές και συνεχίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οπότε η Νίκαια γνώρισε μεγάλη άνθηση.
Η Νικομήδεια ιδρύθηκε από το βασιλιά Νικόμηδο τον Α’ το 264 π.χ., στη βόρεια πλευρά του Αστακηνού κόλπου, ο οποίος από τότε μέχρι και σήμερα έγινε γνωστός σαν κόλπος της Νικομήδειας.
Οι διάδοχοι του Νικόμηδου την καλλώπισαν και μ’ αυτό τον καλλωπισμό προσέλκυσε όλες τις επισημότητες της αρχαιότητας όπως ο Αννίβας, ο Πλίνιος, ο Αδριανός και ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ο οποίος έκτισε ανάκτορα, ναυπηγεία, νομισματοκοπείο και οπλοποιείο.
H ιστορία της Nικομηδείας συνδέθηκε στενά με την ιστορία του προκτήτορα Διοκλή, ο οποίος στις 20 Nοεμβρίου 284 εξελέγη στην πόλη αυτή αυτοκράτορας από τους στρατιωτικούς αξιωματούχους και μετονομάστηκε Διοκλητιανός (284-305). Έκτοτε οι επισκέψεις του στην πόλη ήταν συχνές, έως ότου το 293 κατέστησε τη Nικομήδεια δεύτερη πρωτεύουσα του Pωμαϊκού κράτους και διέμενε εκεί για μακρά περίοδο. Tο 294 ο Γαλέριος Mαξιμιανός (Galerius Valerius Maximianus) και ο Kωνστάντιος (Flavius Valerius Constantius) αναγορεύτηκαν καίσαρες στη Nικομήδεια. Ακολούθησε μια περίοδος κατά την οποία η χριστιανική κοινότητα της πόλης δοκιμάστηκε σκληρά στα πλαίσια των διωγμών εναντίον των χριστιανών που κήρυξαν ο Διοκλητιανός, το έτος 303, ο Μαξιμίνος (309-313) και ο Λικίνιος (313-324).
Tον 4ο αιώνα, η Nικομήδεια εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο φιλοσοφικών σπουδών και κλασικής παιδείας. H ιστορία της συνδέθηκε με τον Iουλιανό (361-363) και τον δάσκαλό του, τον ρήτορα Λιβάνιο. Το 344-5, ο νεαρός τότε Iουλιανός βρέθηκε για σπουδές στη Nικομήδεια κοντά στον ανάδοχό του επίσκοπο Ευσέβιο, έγινε κληρικός αξιωματούχος (διάκονος) της μητρόπολης Νικομήδειας και στην πόλη αυτή άρχισε η μεταστροφή του στην ελληνική φιλοσοφία και θρησκεία από τον Mάξιμο Eφέσου. Στη Nικομήδεια υποχρεώθηκε να μεταβεί και ο Λιβάνιος ύστερα από την αποδοκιμασία του από χριστιανούς φιλοσόφους στην Kωνσταντινούπολη και τη Nίκαια.
Η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά από σεισμό στα 358 μ.Χ. Tο 362 ο Ιουλιανός (361-363) αμέσως μετά την επίσκεψή του στην πόλη προχώρησε στην ανοικοδόμησή της. Η Νικομήδεια όμως γνώρισε νέα καταστροφή από το σεισμό της 2ας Δεκεμβρίου του 363 μ.Χ.
Tο 1333, οι Oθωμανοί με το σουλτάνο Ορχάν (Orhan) πολιόρκησαν τη Nικομήδεια.
O αυτοκράτορας Aνδρόνικος Γ’ (1328-1341) έφθασε με πλοία στη Nικομήδεια και ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Oρχάν. O αυτοκράτορας αποφάσισε να του πληρώνει 12.000 υπέρπυρα (Υπέρπυρο = χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Κυκλοφόρησε επί αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου) κάθε χρόνο για τα κάστρα της Mεσοθυνίας, από τη Nικομήδεια μέχρι τη βυζαντινή πρωτεύουσα.
Το 1334 απειλήθηκε εκ νέου από τους Oθωμανούς, αλλά άντεξε στην πολιορκία, συνεπεία της φυσικά οχυρής θέσης της, της ισχυρής οχύρωσης και της εισαγωγής εφοδίων από τον Aνδρόνικο Γ’. Κατά την πολιορκία όμως του 1337 οι κάτοικοι καταβλήθηκαν από την ασιτία και η Νικομήδεια παραδόθηκε στους Oθωμανούς. Ο σουλτάνος Ορχάν (Orhan) μετέτρεψε την αρχαία χριστιανική εκκλησία σε τζαμί με την ονομασία Ορχανιέ (Orhanıye).
Η Νικομήδεια είναι πατρίδα του ιστορικού συγγραφέα Αρριανού (95-175μ.χ.). Είναι δε τόπος μαρτυρίου του Αγίου Παντελεήμονα, ο τάφος του οποίου βρίσκεται 2 χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη. Κοντά στην ελιά που μαρτύρησε έχει κτιστή το ομώνυμο Βυζαντινό μοναστήρι.
Η Νικομήδεια το 1922 είχε 30.000 κατοίκους από τους οποίους 7.000 Έλληνες (Ελληνόφωνοι, Τουρκόφωνοι και λίγοι Σλαβόφωνοι), 7.000 Αρμένιοι (Αρμενόφωνοι και Τουρκόφωνοι), 15.000 Τούρκοι (Τουρκόφωνοι, Αλβανόφωνοι, Σλαβόφωνοι, Κιρκισιόφωνοι και Αμπχαζόφωνοι) και 1.000 Εβραίοι και Λεβαντίνοι.
Απέχει 90 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη και 360 χιλιόμετρα από την Άγκυρα, με την οποία συνδέονταν με σιδηρόδρομο.
Είχε ναύσταθμο, εργοστάσιο εριουργίας (τσοχανά/çuhane), εργοστάσιο του Μονοπωλίου των Καπνών, πολλά εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια, μια Γαλλική σχολή, και πολλά Ελληνικά αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία.
Είχε επίσης δύο παλάτια. Το ένα είναι Βυζαντινό και είχε κτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
Εμπορικά η πόλη εξήγαγε ξυλεία, βαμβάκι, μετάξι, λιναρόσπορο, οπωρικά, τυρί, πολλά νωπά και παστά ψάρια, άριστη ποιότητα καπνού.
Διευθυντής της Αστυνομίας στη Νικομήδεια κατά την επίμαχη περίοδο αλλά και κατά την περίοδο της Ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας, ήταν ο Μουχεντίν Μπέης (Muheddin Bey), εγγονός του Μεγάλου Βεζίρη Τζεντέντ Πασά (Cended Paşa). Όλες οι αναφορές που υπάρχουν για τον Μουχεντίν Μπέη καταλήγουν στο ότι υπήρξε δίκαιος προς τις μειονότητες.
Κατά τον Ευρωπαϊκό πόλεμο μετατοπίστηκαν όλοι οι Αρμένιοι κάτοικοι της περιοχής στις ερήμους του Δερί Ζάρ (Deri Zağ), όπου οι περισσότεροι κατασφάχτηκαν και όσοι επέζησαν πέθαναν από τις κακουχίες και τις στερήσεις. Τις ωραιότερες γυναίκες και τις ανύπαντρες, τις άρπαξαν οι Κούρδοι οι Άραβες και οι Τούρκοι στρατιώτες. Μετά την ανακωχή, πολύ λίγες επέστρεψαν πίσω στη Νικομήδεια.
Μετά τη εκτόπιση των Αρμενίων, οι Τούρκοι μπήκαν στα σπίτια τους, έκαναν πλιάτσικο και άρπαξαν ότι αξιόλογο βρήκαν μέσα. Μετά τα πυρπόλησαν, ώστε επιστρέφοντες οι Αρμένιοι πίσω να μη βρουν τίποτα, αλλά και για να καλύψουν τις αρπαγές τους.
Μετά την αναχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων από την πόλη, στη Νικομήδεια μπήκε το ιππικό τάγμα εφόδου λογχοφόρων υπό τον ταγματάρχη Εδήπ Μπέη (Edip Bey).
Η πόλη λεηλατήθηκε και οι χριστιανοί κάτοικοί της (Έλληνες, Αρμένιοι αλλά και πολλοί Κιρκάσιοι) εγκαταλείποντας τις περιουσίες των, ακολούθησαν τον Ελληνικό στρατό.
Οι Κεμαλικοί κατεδάφισαν από τα θεμέλια το Βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα καθώς και πολλά χριστιανικά σπίτια.
Η μαρτυρία του ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός» Κ.Φαλτάιτς, καταγόμενος από τη Σύρο, στο βιβλίο του για τη Νικομήδεια αναφέρει:
«Όταν το φετινό Απρίλη έφτασα στη Νικομήδεια, αποσταλμένος από την εφημερίδα «Εμπρός» για να παρακολουθήσω το εκεί πολεμικό μας μέτωπο, βρέθηκα πριν ακόμα πατήσω το πόδι μου στη στεριά εμπρός στην εικόνα της μεγαλύτερης φρίκης και καταστροφής. Από το βαπόρι που πλέαμε στον κόλπο της Νικομήδειας βλέπαμε τους καπνούς των χριστιανικών χωριών, Νεοχώρι, Οβατζίκ, Τολγκέλ, Καρά-Τέτα που τα έκαιαν οι Τούρκοι και όταν εφτάσαμε στο λιμάνι της Νικομήδειας είδαμε την παραλία γεμάτη πρόσφυγες, Έλληνες, Αρμένιους, Κιρκάσιους, Τούρκους ακόμη, που έφευγαν από τον Τουρκικό τυφώνα. Ύστερα από μερικό καιρό, το Μάη, φάνηκε ένα αγγλικό καταδρομικό, ο Κένταυρος, στο λιμάνι της Νικομήδειας και οι χιλιάδες των προσφύγων εμάθαιναν ότι στο καταδρομικό αυτό ήταν μια επιτροπή από δυο άγγλους αξιωματικούς, έναν Ιταλό και έναν Γάλλο που έρχονταν στη Νικομήδεια να εξετάσουν τις ωμότητες των Τούρκων και τις…αγριότητες των Ελλήνων. Σκέφτηκα τότε να μαζέψω πληροφορίες για τις σφαγές και τους διωγμούς που έκαναν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, και τους Κιρκάσιους. Εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, Έλληνες, Αρμένιοι, Κιρκάσιοι, Αλβανοί, Πέρσες και Τούρκοι ακόμη έφευγαν μαζί με τον Ελληνικό στρατό στο πλησίασμα των Τούρκων του Κεμάλ. Από την περιοχή της Νικομήδειας με σαρανταπέντε σχεδόν ελληνικές πολιτείες και χωριά και σαράντα σχεδόν αρμένικα χωριά και πολιτείες δεν έχει μείνει σήμερα άλλο τίποτα από στάχτη και ερείπια, και οι εκατό χιλιάδες των σφαγμένων.»
Η εικόνα που δίνεται για τη Nικομήδεια από τις ιστορικές πηγές είναι αυτή μιας μεγαλοπρεπούς πόλης με μεγάλους δρόμους, κιονοστοιχίες, δημόσια κτήρια και τείχη. Εκτός των τειχών υπήρχαν προάστια και μονές.
Περιορισμένες ανασκαφές έχουν γίνει μόνο στη δυτική πλευρά της πόλης με αφορμή την οικοδόμηση εργοστασίου χαρτοποιίας. Στην περιοχή αυτή ανασκάφηκαν λουτρά με μαρμάρινες επενδύσεις, οικίες, μία περίστυλη αυλή και ένα σύνολο καταστημάτων κοντά στην παραλία, που χρονολογούνται στον πρώιμο 4ο αιώνα. H κατασκευή των οικοδομημάτων αυτών ήταν τόσο συμπαγής ώστε χρησιμοποιήθηκε δυναμίτης για την απομάκρυνση των θεμελίων τους.
Στη Nικομήδεια δεν σώζονται κατάλοιπα της κοσμικής ή της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Διατηρείται όμως μεγάλο μέρος των οχυρώσεών της, με φάσεις από την ελληνιστική εποχή μέχρι και την οθωμανική κατάκτηση. Τα τείχη της πρωτοβυζαντινής πόλης, που ανεγέρθηκαν επί Διοκλητιανού (284-305), εκτείνονταν από τους λόφους μέχρι την παραλία και συνέπιπταν σε κάποια σημεία με τα παλαιότερα ελληνιστικά. Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, τα τείχη δεν διατηρήθηκαν σε όλο τους το μήκος εξαιτίας των υψηλών δαπανών συντήρησης. Σε καλύτερη κατάσταση σώζονται στις μέρες μας τα τείχη του βυζαντινού κάστρου στο λόφο κυρίως από την εποχή των Κομνηνών, αλλά και με μεταγενέστερες φάσεις (12ος-14ος αιώνας).
Η έκταση της σημερινής πόλης φτάνει μέχρι την παραλία, όπου η Ελληνική συνοικία κατέχει πολύ γραφική θέση.
Οι Κυδωνίες ιδρύθηκαν στις αρχές του 17ου αιώνα. Η Τουρκική ονομασία της πόλης προέρχεται από το ayva (αϊβά) = κυδώνι.
Την πόλη ανάδειξε ο παπά Ιωάννης Δημητρακέλης (1735-1791), γνωστός με το όνομα παπά Γιάννης Οικονόμος, ο οποίος πέτυχε με αυτοκρατορικό φιρμάνι, με τη βοήθεια του δραγουμάνου του στόλου Νικολάου Μαυρογένη, μια απόλυτα προνομιακή διοικητική μεταχείριση. Με το φιρμάνι αυτό οι Κυδωνίες αναγνωρίζονται σαν αμιγής χριστιανική κοινότητα επικεφαλής της οποίας ήταν τρεις δημογέροντες, και δυο Τούρκοι αξιωματούχοι. Ο κατής και ο αγάς ή βοεβόδας. Εκμεταλλευόμενος αυτό το προνόμιο, έκτισε το 1780 τη μεγαλοπρεπή εκκλησία της Παναγίας των Ορφανών, βρεφοκομείο, σχολεία, την Ελληνική Σχολή η οποία από το 1792 ονομάστηκε Διδότειος Ακαδημία, αξιόλογη βιβλιοθήκη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και νοσοκομείο.
Στην Ακαδημία των Κυδωνιών που υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, ο Βενιαμίν Λέσβιος δίδαξε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσιογνωστικές επιστήμες, μαθήματα «καινοφανή» για την εποχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση εκκλησιαστικών κύκλων και διωγμό εναντίον του σοφού λογίου. Το 1811 τη διεύθυνση της Ακαδημίας ανέλαβε ο επίσης ονομαστός λόγιος Θεόφιλος Καΐρης και δίδαξε ως τις αρχές του 1821, όταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, εγκατέλειψε τις Κυδωνίες για να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Παράλληλα, δίδαξε και ο Γρηγόριος Σαράφης, ενώ μαθητές της Ακαδημίας, κυρίως Έλληνες, τίμησαν αργότερα τα ελληνικά γράμματα. Στην Ακαδημία φοίτησαν και λίγοι Βούλγαροι και Ρουμάνοι. Το 1819, ο Κυδωνιάτης Κωνσταντίνος Τόμπρας, που με φροντίδα της κοινότητας είχε εκπαιδευθεί στα τυπογραφεία του Ντιντό (Didot) στο Παρίσι, ανέλαβε τη διεύθυνση τυπογραφείου που ιδρύθηκε στην πόλη για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Σχολής.
Προσέλκυσε εποίκους από την Πελοποννησιακή Μάνη (μεγάλη συνοικία Μοραΐτικα), Ηπειρώτες, Μακεδόνες και Θεσσαλούς. Την ίδια περίοδο, καλλιεργήθηκαν τα γράμματα και ιδρύθηκε η περίφημη Ακαδημία και το τυπογραφείο.
Ολόκληρη η πόλη των Κυδωνιών καταστράφηκε από τον τουρκικό στρατό, που μπήκε στην πόλη στις 2 Ιούνη 1821 για να εκδικηθεί για την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27 Μάη 1821στην Ερεσό.
Στις 3 Ιούνη ο Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η πυρκαϊά, άμα τεθείσα, ηυξήθη κολοσσιαία, ένεκα των πολλών ελαιουργείων και ελαιοπωλείων· οι ναοί, η σχολή, η βιβλιοθήκη και πάντα τα καταστήματα κατέπεσαν ολόκαυστα. Πατέρες, σύζυγοι, τέκνα, περιέτρεχον από του ενός εις το άλλο μέρος τρομώδη και αμηχανούντα, όπως διεκφύγωσι την σφαγήν… Ούτω κατεστράφη η πόλις των Κυδωνιών, σφαγείσα και αιχμαλωτισθείσα κατά το εν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά το όλον και αποτεφρωθείσα κατά κράτος.»
Όσοι από τους κατοίκους δεν σφάχτηκαν, διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη τόσο στην περιοχή της Μικράς Ασίας, όσο και στην Ελλάδα (Ψαρά και Πελοπόννησο). Μετά την αποκατάσταση της κατάστασης, στα 1927, μόνο το ένα τέταρτο από τους φυγάδες κατοίκους επέστρεψε στην κατεστραμμένη πόλη και άρχισε η ανοικοδόμησή της με ταχύ ρυθμό. Το 1842 οι κάτοικοι είχαν ανέλθει σε 18.000 και η αύξηση του πληθυσμού συνεχίστηκε.
Η πόλη βρίσκεται στο βάθος ενός φυσικού λιμανιού και προφυλάσσεται από τα Μοσχονήσια. Το λιμάνι έχει δυο εισόδους. Τη μεταξύ Μοσχονησίου και της χερσονήσου Σαρμουσάκη και τη δεύτερη μεταξύ Μοσχονησίου και Κρεμμυδονήσου. Εκτείνεται στην παραλία, στους λόφους πάνω από την παραλία και στην ενδιάμεση πεδιάδα. Είναι διαιρεμένη σε δύο τμήματα, που τα χώριζε ένας ξεροπόταμος. Οι ντόπιοι τον έλεγαν Ποταμό και πήγαζε από τους λόφους του Αγίου Αντωνίου και του Προφήτη Ηλία και χυνόταν στο μέρος της πόλης που ονομάζονταν Παλιομπαξές. Την πάνω χώρα προς βορά και την κάτω χώρα προς το νότο. Έχει 11 συνοικίες και ένα προάστιο, το Φάληρο ή Φαληράκι. Στο Αϊβαλί κατοικούν 30.000 κάτοικοι όλοι Έλληνες, οι οποίοι διαμένουν σε 6.000 σπίτια. Όλα τα σπίτια είναι ωραία και πετρόκτιστα. Τα περισσότερα διώροφα Οι δρόμοι είναι ευθείς, καλντερίμια (πέτρα), αλλά στενοί εκτός από τρεις κεντρικούς οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν λεωφόροι.
Η πόλη των Κυδωνιών έχει 12 εκκλησίες, 2 μοναστήρια του Αγίου Νικολάου, μέσα στο πευκόφυτο δάσος στην περιοχή Λίμνη, κοντά στο Γενιτσαροχώρι που κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες και του Αγίου Γεωργίου, πάνω στο νησάκι Νησοπούλα, όπου υπάρχει και ο τάφος του Αγίου. Υπάρχει επίσης ένα τζαμί, 8 δημοτικά σχολεία, το Γυμνάσιο Οικονόμου, ένα νοσοκομείο, ένα ορφανοτροφείο, γυμναστήριο, 2 πανδοχεία, ένα λουτρώνα (χαμάμ), 2 ξενοδοχεία, 2 εστιατόρια, 3 μεγάλα καφενεία και 70 μικρότερα, 53 οινοπωλεία, 1.000 εμπορικά καταστήματα, 45 αρτοποιεία, 70 ελαιοτριβεία, 12 εργοστάσια επεξεργασίας ελαιών και σαπουνιών, 25 ανεμόμυλους και ατμόμυλους, 80 βυρσοδεψεία τα περισσότερα ατμοκίνητα, διοικητήριο, τηλεγραφείο, 3 αστυνομικά τμήματα, γραφείο εμμέσων φόρων και Δημοσίου Χρέους, αγροκήπιο του γεωργικού συνδέσμου και δημαρχείο.
Η περιοχή των Κυδωνιών είχε 80.000 στρέμματα με ελαιοφυτίες και εξάγει πάνω από 4.000.000 οκάδες λάδια άριστης ποιότητας, σαπούνια, ρακή, κρασιά, αλεύρια, κατεργασμένα δέρματα, βελανίδια και ώχρα. Μαζί με το Μοσχονήσι έχει αναπτυγμένη αλιεία και πολλές ακτοπλοϊκές συνδέσεις. Οδικά συνδέονταν με αμαξωτό δρόμο με την Πέργαμο (Pergama), το Αδραμύτιο (Edremit), την Προύσα (Bursa) και το Μπαλήκ Εσήρ (Balıkesir).
Ένα χρόνο μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος του 1914, στα 1915, με την έναρξη του Ευρωπαϊκού πολέμου και με πρόφαση τον αφοπλισμό των κατοίκων, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη και άρπαξαν μέσα από τα σπίτια πολλές χιλιάδες χρυσές λίρες και επίταξαν ότι αξιόλογο εμπόρευμα υπήρχε στις αποθήκες και στα κελάρια (λάδια, ρακές, μαλλιά κλπ). Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν στα ενδότερα της Ανατολής, στο Βιλετζήκ/Bileçik (Ελληνική Βηλοκώμη), στα Κιουπλιά/ Küplü, στο Σογιούτ/Soyut, και μερικοί ακόμα πιο βαθειά, στο Εσκί Σεχίρ/Eskı Şehır (Αρχαίο Δορύλαιον), στην Κιουτάχεια/Kütahya (Αρχαίο Κοτύαιον) και στο Αφιόν Καραχισάρ/Afyon Karahisar (Αρχαίο Ακροϊνόν, Νεότερη Ελληνική ονομασία Νικόπολη). Στις περιοχές αυτές ζούσαν πουλώντας τα ελάχιστα εσώρουχα τα οποία είχαν πάρει μαζί τους και κατόπιν, αφού τελείωσαν, ζούσαν ζητιανεύοντας στους δρόμους. Στα μέρη που μετατοπίστηκαν υπήρχαν ακμάζουσες Ελληνικές κοινότητες, οι οποίοι τους πρόσφεραν βοήθεια και δεν πέθαναν τουλάχιστον από την πείνα.
Στο Βιλετζήκ/Bileçik (Αρχαία Λινόη, Βυζαντινή Βηλόκωμα ή Βελωκόμη), οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης τους έστελναν καθημερινά -μέσα στο χειμώνα- στα δημόσια λουτρά για μπάνιο με παγωμένο νερό, με την πρόφαση της απολύμανσης. Από αυτό το λόγο, πολλοί πέθαναν από πλευρίτιδα. Άλλοι, πάλι, πέθαναν από τύφο. Οι περισσότερες κοπέλες πάνω από 13 με 14 χρονών βιάστηκαν από τους υπαλλήλους του Τουρκικού κράτους.
Μετά την ανακωχή της 11ης Νοέμβρη 1918, οι κάτοικοι επέστρεψαν στις Κυδωνίες και βρήκαν τα σπίτια τους να τους περιμένουν με ορθάνοιχτες τις πόρτες, αλλά λεηλατημένα…
Από τα παιδιά όμως του Ορφανοτροφείου, ελάχιστα επέστρεψαν. Τα περισσότερα πέθαναν κατά τη διάρκεια της εκτόπισης από τις στερήσεις και τις κακουχίες.
Στις 16 Μάη 1919 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τις Κυδωνίες, σύμφωνα με το σχέδιο του ελληνικού στρατηγείου.
Η υποχώρηση όμως του ελληνικού στρατού είχε τραγικές συνέπειες τόσο για τις Κυδωνίες όσο και για το γειτονικό Μοσχονήσι.
Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν στην πόλη τα πρώτα τουρκικά στρατιωτικά τμήματα, που ενισχύθηκαν στις6 Σεπτέμβρη. Οι άνδρες στάλθηκαν σε στρατόπεδα στο εσωτερικό, άλλοι εκτελέστηκαν και ελάχιστοι μόνο σώθηκαν, οι οποίοι μαζί με τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στη Λέσβο και από κει σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Θύμα του τουρκικού φανατισμού υπήρξε και ο μητροπολίτης Μοσχονησίων Γρηγόριος, που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την πόλη.
Μεγάλος αριθμός λογίων κατάγονται από τις Κυδωνίες, γνωστότεροι από τους οποίους είναι οι λογοτέχνες Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης και Στρατής Δούκας.
Στις Κυδωνίες, μετά την καταστροφή, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν Τούρκοι από τη Λέσβο και από τη Μακεδονία καθώς και Κρητικοί μουσουλμάνοι από τις περιοχές των Χανίων και του Ρεθύμνου, οι οποίοι μέχρι σήμερα μιλούν τα Ελληνικά στην τοπική Κρητική διάλεκτο.
Τα Μοσχονήσια βρίσκονται στον Αδραμυττηνό κόλπο, μπροστά από την πόλη των Κυδωνιών και είναι 20. Άλλα 20 επίσης, είναι σκόπελοι. Η παλιά ονομασία του συμπλέγματος ήταν «Εκατόνησα». Το πιο μεγάλο κατοικημένο λέγεται Μοσχονήσι (Τουρκικά Alibey ή Cunda). Είναι η αρχαία Νάσος. Τα άλλα επτά μεγάλα νησιά της συστάδας των Μοσχονησίων είναι ο Πύργος (Πορσελάνη των αρχαίων), το Δασκαλί, το Λειψό, η Κάλαμος, το Κρεμμύδι το οποίο επίσης κατοικείται και παρεμβάλλεται μεταξύ Μοσχονήσι και Αϊβαλί, Μοσχόπουλο και το Γυμνό.
Το Μοσχονήσι κατοικήθηκε αρχικά από Αιολείς κατά τον πρώτο Ελληνικό αποικισμό. Ξανακατοικήθηκε τον 10ο αιώνα μ.Χ. Στα χρόνια της Άλωσης καταστράφηκε από τους πειρατές, αλλά οικοδομήθηκε ξανά από τους επιζήσαντες κατοίκους και από Λέσβιους. Καταστράφηκε για δεύτερη φορά μαζί με τις Κυδωνίες το 1821 και το 1915.
Οι κάτοικοι του Μοσχονησιού ήταν 9.000, όλοι Έλληνες και ασχολούνταν με τη γεωργία, τη ναυτιλία, την αλιεία σπόγγων και χταποδιών. Οι Μοσχονησιώτες ήταν ιδιοκτήτες 150 μικρών και μεγάλων ιστιοφόρων τα οποία ναυπηγούσαν στο νησί με ξυλεία από το όρος Ίδη (Kaz dağı).
Στα νησιά υπάρχουν 5 εκκλησίες με κυριότερες των Ταξιαρχών/Camlı manastır, του Αγίου Αποστόλου/Aya Apostolos manastır, και της Ευαγγελίστριας/Kızlar manastır και 5 Βυζαντινά μοναστήρια: η Λέκκα Παναγιά/Koruyan Meriyem manastır, το Σεληνόφωτο μοναστήρι ή Μονή Αγίου Δημητρίου, το Μοναστήρι του Προδρόμου/Tavuk adası manastır, το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου/Yuvercin adası manastır και το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία/İliyas Reygamber manastır.
Οι περιουσίες των κατοίκων βρισκόταν τόσο πάνω στα νησιά, όσο και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Είχαν πολύ μεγάλη παραγωγή σιτηρών, κρασιών, λαδιού, σαπουνιού και παστών ψαριών.
Και οι 9.000 Έλληνες κάτοικοι μετατοπίστηκαν από τους Τούρκους στο εσωτερικό και συγκεκριμένα στο Πελτάζ, Βιλετζήκ, Σογιούτ, Δορύλαιο, Κιουτάχεια και Αφιόν Καραχισάρ. Από αυτούς μόνο οι 4.000 επέστρεψαν στο Μοσχονήσι.
Με την συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών που υπογράφηκε στις 30 Γενάρη 1923, στο νησί μεταφέρθηκαν σαν πρόσφυγες Τούρκοι από τη Μυτιλήνη και Κρητικοί μουσουλμάνοι, κυρίως από τα Χανιά και από το Ρέθυμνο. Για όσα χρόνια αποτελούσε ξεχωριστό από το Αϊβαλί δήμο, οι κάτοικοι του Μοσχονησιού εξέλεγαν πάντα δήμαρχο Κρητικής καταγωγής.
Τον Αλή Γιασλιδάκη (Ali Onay/Αλή Ονάι), ο οποίος έχει γεννηθεί το 1918 στο Ρέθυμνο.
Η Νίκαια σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τον Διόνυσο κατά την επιστροφή του από την Ινδική εκστρατεία, προς τιμήν της νύμφης Νίκαιας. Από αυτό το γεγονός τόσο ο Διόνυσος, όσο και ο Ηρακλής (που εκστράτευσε και αυτός στην Ινδία), ετιμώντο από τους Νικαείς ως θεοί προπάτορες και στα νομίσματα επιγράφονται με την επωνυμία KTICTEC (κτίστες). Ο ιστορικός Μέμνων ήθελε την πόλη να κτίζεται από μετανάστες από την πόλη Νίκαια της Λοκρίδας, πλησίον των Θερμοπυλών. Πράγματι η τελευταία καταστράφηκε κατά τον Ιερό πόλεμο και οι Φωκαείς γείτονες ξερίζωσαν τους Νικαιώτες από την πόλη τους. Οι άστεγοι πλέον κάτοικοι ακολούθησαν τον Μ. Αλέξανδρο μέχρι την Ινδία και κατά την επιστροφή ίδρυσαν στην Βιθυνία μια ομώνυμη πόλη σε ανάμνηση της κατεστραμμένης τους πατρίδας. Οι ιστορικοί μελετητές όμως συμφωνούν ότι η πόλη της Βιθυνίας είχε μακεδονικές καταβολές. Προτού κτιστεί η Νίκαια, υπήρχε στο μέρος εκείνο μια αρχαιότερη ελληνική αποικία (σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο) ονόματι Ολβία που κτίστηκε επί του παλαιοτέρου φρυγικού χωρίου Αγκώρη ή Ελικώρη. Κατά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου προς ανατολάς, Μακεδόνες άποικοι από την Βοττιαία (περιοχή γύρω από την Πέλλα) εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ολβίας και μετονόμασαν την πόλη σε Βοττίειον, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί Δίων ο Χρυσόστομος και Στέφανος ο Βυζάντιος. Στην συνέχεια όταν η Μικρά Ασία περιήλθε στην κατοχή του Αντιγόνου Α’ το 311 π.Χ. η πόλη μετονομάστηκε σε Αντιγόνεια. Το 301 π.Χ. η πρώην επικράτεια του Αντιγόνου περιήλθε στον Λυσίμαχο (που τον νίκησε στην μάχη της Ιψού), ο οποίος κληροδότησε στην πόλη την τελική της ονομασία: Νίκαια, για να τιμήσει την σύζυγό του και θυγατέρα του Αντιπάτρου.
Η Νίκαια κατοικείται από 5.000 κατοίκους από τους οποίους 1.000 είναι Έλληνες και ζουν στις όχθες της λίμνης Ασκανία.
Η πόλη ήταν έδρα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους. Εδώ συγκροτήθηκαν οι 1η και 7η Οικουμενικές Σύνοδοι.
Τον 11ο αι. καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους για να ανακαταληφθεί στη συνέχεια από τους Σταυροφόρους της Α’ Σταυροφορίας, οι οποίοι την παρέδωσαν στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό.
Αργότερα έγινε πρωτεύουσα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Νικαίας (1204-1259) μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Την περίοδο εκείνη είχε μεταφερθεί στη Νίκαια και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η Νίκαια καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1331, οι οποίοι την ονόμασαν Ιζνίκ (İznik) (εις την Νίκαιαν). Παρήκμασε αργότερα, όταν αναπτύχθηκε η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον 16ο αιώνα απέκτησε μεγάλη φήμη για τα πλακάκια της και την κεραμική της γενικότερα με τη μέγιστη ακμή τους τον 16ο αι., επί σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’.
Κοντά στη λίμνη Ασκανία σώζονται τα ερείπια και πολλές Βυζαντινές εκκλησίες οι οποίες έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, χωρίς όμως να αλλοιωθούν τα Βυζαντινά χαρακτηριστικά των εκκλησιών. Σώζονται επίσης οι ρωμαϊκοί και βυζαντινοί προμαχώνες, περιμέτρου 4,5 χιλιομέτρων.
Η εκκλησία της Παναγίας χρησίμευε σαν εκκλησία των κατοίκων μέχρι τις 25 Αυγούστου 1920. Γι αυτή την εκκλησία έγραψε ο Μητροπολίτης Νικαίας Βασίλειος στο βιβλίο του με τίτλο «Η Μονή Υακίνθου», στην οποία σώζονται αρχαία και πολύτιμα κειμήλια.
Η Νίκαια καταστράφηκε από πυρκαγιά και οι χριστιανοί κάτοικοί της σφάχτηκαν τόσο στους δρόμους όσο και μέσα στα σπίτια τους.
Στις 15 Αυγούστου 1920, μέρα που γιορτάζονταν η κοίμηση της Παναγίας, ο εφημέριος της εκκλησίας παπά-Ιορδάνης, ήταν ο πρώτος από όλους τους Έλληνες της Νίκαιας που σφάχτηκε. Συνελήφθη από τους τσέτες του Κιοκ Μπαϊράκ Τζεμάλ μπέη (Κök Bayrak Cemal Bey). Αφού τον σαμάρωσαν και του πέρασαν χαλινάρι, τον έσυραν μέχρι την πλατεία της Νίκαιας όπου τον πετάλωσαν, και χλευαζόμενο από τους τσέτες και από τον μουσουλμανικό όχλο, τον οδήγησαν στη λίμνη όπου τον έσφαξαν στα ερείπια που είχε γίνει η 7η Οικουμενική Σύνοδος. Όλοι οι Έλληνες σφάχτηκαν από τους τσέτες και τα πτώματά των ρίχτηκαν μέσα στα πηγάδια της περιοχής. Σε κάποιο κλίβανο είχαν κρυφτεί 15 Έλληνες αλλά τους πρόδωσε το κλάμα ενός μωρού. Οι τσέτες τους έκαψαν όλους ζωντανούς.
Μ’ αυτό τον τρόπο συντελέστηκε η ολοκληρωτική εξόντωση των Ελλήνων κατοίκων της Νίκαιας. Αμέσως μετά τις σφαγές ακολούθησε λεηλασία στα σπίτια και πυρπόλησή των.
Από το σύνολο των 1.000 Ελλήνων κατοίκων σώθηκαν 8 μόνο. 4 απ’ αυτούς μετακινήθηκαν στην Προύσα και 4 στην Κίο.
Η πόλη Λεύκες είναι χτισμένη στους πρόποδες μικρού λόφου, στο κέντρο εύφορης πεδιάδας, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή Χαϊδάρ Πασά (Haydar Paşa) Δορυλαίου (Eski Şehir). Τα χωράφια της περιοχής ποτίζονται από τους ποταμούς Σαγγάριος (Sakarya) και Γκιόκ σου (Gök Su).
Η περιοχή των Λευκών παράγει διάφορα φρούτα, καπνό, μετάξι. Έχει 5 μεταξουργεία, ένα ατμόμυλο, πολλά εργαστήρια, καινούργια εκκλησία, δημοτικό σχολείο και παρθεναγωγείο.
Μια ώρα έξω από τις Λεύκες υπάρχουν πηγές με μεταλλικά νερά. Η πόλη είχε 5.000 κατοίκους. 2.500 Έλληνες και 2.500 Τούρκους.
Στις Λεύκες εγκαταστάθηκε ο πρόσφυγας από το Δαγεστάν της Κασπίας που διέμενε στην Προύσα, έφεδρος ανθυπολοχαγός κατά τον Ευρωπαϊκό πόλεμο, Τζεμάλ μπέης (Cemal Bey) μαζί με πολλούς κακούργους τσέτες, που είχαν αποφυλακιστεί από τις φυλακές της Προύσας από το ναμάρχη Χαζήμ μπέη (Hazım Bey). Εκεί, σχημάτισαν το σύνταγμα Γκιόλ Μπαϊράκ (Göl Bayrak). Αμέσως μετά, μάζεψαν όλους τους πλούσιους Έλληνες, αφού πρώτα τους αφαίρεσαν βίαια όλη τη χρηματική περιουσία των κατόπιν τους αφαίρεσαν τα ζώα και τα κοσμήματά. Όλ’ αυτά, τα χρησιμοποιούσαν για την διατροφή και συντήρηση των πολυάριθμων τσετών του συντάγματος.
Τον Ιούλη του 1920, στην πλατεία των Λευκών, οι τσέτες συνέλαβαν το βουλευτή Αιμίλιο Τσαούσογλου, έμπορο μεταξιού, από τους πιο ευφυείς Έλληνες, τον φυλάκισαν στο Βιλετζίκ και από εκεί τον έστειλαν με τα πόδια στην Προύσα. Από την Προύσα τον μετέταξαν στο Γενί Σεχίρ (Yeni Şehir). Στη διαδρομή, οι χωροφύλακες που τον συνόδευαν, τον σκότωσαν και πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι, το οποίο βρέθηκε μετά από είκοσι περίπου μέρες.
Τον Αύγουστο του 1920, συνελήφθη από τους τσέτες ο μοναδικός Έλληνας υπήκοος της πόλης Αχιλέας Πετρουτσάκος ο οποίος οδηγήθηκε πεζός στο Δορύλαιο και από εκεί, στις 14 Σεπτέμβρη 1920, μαζί με τους Έλληνες των Κιουπλίων, της Κιουτάχειας και του Δορυλαίου, μεταφέρονται όλοι μαζί στο Γιαπάν Χαμάμ (Yapan Hamam) και από εκεί στη Σεβάστεια και στο Χαρπούτ (Harput). Ο Πετρουτσάκος αφού δραπέτευσε, μετά από πεζοπορία τριών ημερών, έφτασε στην Προύσα και διηγήθηκε το πώς εξοντώθηκαν, αφού ληστεύτηκαν και πως ζουν οι ελάχιστοι απομείναντες Έλληνες και Αρμένιοι. Συνέλαβαν επίσης τον παπά Γιώργη του Γιαπάν Χαμάμ (Yapan Hamam) και αφού του ξύρισαν το μισό μουστάκι και τα γένια από το ένα μάγουλο, τον χλεύαζαν και τον ανάγκαζαν να φωνάζει «Ζήτω ο Βενιζέλος».
Μετά την αποχώρηση των Άγγλων από το Δορύλαιο, ανατινάχτηκε η γέφυρα που περνά η σιδηροδρομική γραμμή Λευκών-Σαγγάριου. Μετά από αρκετές μέρες, ο Ιταλός αρχιγεφυροποιός Μαριτάνο, διατάχτηκε να επισκευάσει άμεσα τη γέφυρα και πήρε εργάτες αγγαρείας χριστιανούς Έλληνες και Αρμένιους των Κιουπλιών και του Βεζήρ Χάνι. Ενώ όμως επισκευαζόταν η γέφυρα, ο τσέτης Τζεμάλ μπέης, διοικητής του Συντάγματος Γκιόλ Μπαϊράκ, διάταξε να σφαχτούν όλοι οι εργάτες, μαζί με τον Ιταλό αρχιγεφυροποιό. Ο Μαριτάνο μαζί με τους Έλληνες Δημήτρη Χατζησοφρονίου από το Βεζήρ Χάνι και Νίκο Αναστασίου από τα Κιουπλιά, τον πλησίασαν προσφέροντάς του διακόσες χρυσές λίρες. Ο αρχιδολοφόνος τσέτης, όχι μόνο δε δέχτηκε τις λίρες αλλά τους έσφαξε πρώτους αυτούς και κατόπιν οι ληστές της ομάδας του έσφαξαν όλους τους χριστιανούς εργάτες.
Λίγες μέρες μετά, στα Κιουπλιά, συνελήφθησαν οι: α) Αρμένιος μόνιμος ιπίατρος Σερκήζ Μινασιάν από το Βηλετζήκ και β) Ο Έλληνας γιατρός της εταιρείας «Σιδηρόδρομοι της Ανατολής» στο σταθμό του Βηλετζήκ Νικόλαος Παπαδόπουλος, που καταγόταν από το Μεσόχωρο της Βιθυνίας (Ortaköy), για να εξετάσουν τον δήθεν άρρωστο υποδιοικητή Γκεϊβές (Geyveş).
Ο οδηγός όμως τους οδήγησε στις Λεύκες και τους παράδωσε στον Τζεμάλ Μπέη, ο οποίος τους φυλάκισε. Την επομένη, τους γύμνωσε εντελώς και τους οδήγησε στην απέναντι όχθη του Σαγγάριου ποταμού όπου διέταξε δυο πρωτοπαλίκαρά του να τους σφάξουν με μαχαίρια. Εκείνοι, οι φονιάδες, μετά το έγκλημά τους, φόρεσαν τα ρούχα των νεκρών, ενώ τα πτώματα τα έριξαν στο ποτάμι. Μετά τη δολοφονία του Σερκή Μηνασιάν, το ιατρείο του ανάλαβε η Μηνάς Μηνασιάν, αδελφός του Σερκή.
Στα μέσα Αυγούστου του 1920 (παλαιό ημερολόγιο), άρχισαν οι ομαδικές σφαγές των Ελλήνων. Χωρίς καμιά προειδοποίηση, έμπαιναν στα σπίτια των Ελλήνων και συλλάμβαναν τους άντρες. Τους οδηγούσαν κατά ομάδες των δέκα ή δεκαπέντε ατόμων έξω από την πόλη και τους έσφαζαν. Αν οι δήμιοι επέστρεφαν πίσω με κόκκινο σημάδι στο δεξί χέρι, σήμαινε ότι έπρεπε να οδηγηθούν και άλλες ομάδες Ελλήνων, στο χώρο σφαγής.
Μετά από δυο-τρεις μέρες άρχισαν να γενικεύονται οι σφαγές. Πολλές γυναίκες κρύφτηκαν στα υπόγεια των σπιτιών. Για να μη προδοθούν όμως από το κλάμα των μωρών, άλλες τα πότιζαν χασίσι ώστε να κοιμούνται συνέχεια, άλλες πάλι, από απόγνωση, τα στραγγάλιζαν!
Στις 15 Αυγούστου του 1920, στάλθηκαν τσέτες για να σφάξουν τους χριστιανούς της Νίκαιας. Την ίσια μέρα (15/8 παλαιό ημερολόγιο) συνέλαβαν εννιακόσιους τους οποίους αλυσόδεσαν πισθάγκωνα ανά δύο και τους οδήγησαν έξω από τη Νίκαια, στο κτήμα του Χασάν Αγά (Hasan Ağa), μέσα στην καπνοφυτεία του, όπου τους έσφαξαν όλους.
Μετά από μερικές μέρες, οι τσέτες συνέλαβαν τους παπάδες της Νίκαιας παπά-Ιορδάνης και παπά-Κωνσταντίνος μαζί με όλα τα μέλη των οικογενειών τους. Αρχικά ανάγκασαν τους άνδρες να εξισλαμισθούν κάνοντας περιτομή (sünnet). Κατόπιν τους φόρεσαν σαρίκι και τους χλεύαζαν.
Στη συνέχεια ασέλγησαν τόσο στη 12χρονη κόρη του παπά-Ιορδάνη Σεβαστή όσο και στη σύζυγό του Ρεβέκκα, αλλά και στον 13χρονο γιο του. Μετά από αυτές τις ωμότητες, τους έσφαξαν όλους, πήραν το ράσο του παπά-Ιορδάνη και το περιέφεραν στους δρόμους της πόλης, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Κεμάλ.
Όμως, την ίδια τύχη είχε και ο παπά-Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε την ατυχία να λέγεται Κωνσταντίνος…. Οι τσέτες, αφού ασέλγησαν στον 6χρονο γιο του Στρατή, άρπαξαν από τα χέρια της παπαδιάς την 2χρονη κόρη τους Φωτεινή, της οποίας το κορμί πέρασαν μέσα από την ξιφολόγχη. Κατόπιν, μπροστά στα μάτια του παπά-Κωνσταντίνου βίασαν την παπαδιά και στο τέλος σκότωσαν και τον ίδιο.
Το Σεπτέμβρη του 1920, οι τσέτες χτυπούσαν τις καμπάνες των εκκλησιών και γύριζαν στους δρόμους φωνάζοντας ότι ο Ελληνικός στρατός μπήκε στις Λεύκες. Οι κρυμμένες Ελληνίδες βγήκαν από τις κρυψώνες τους και τότε συνελήφθηκαν.
Χώρισαν τους συλληφθέντες σε δυο ομάδες. Στις γυναίκες, πολλές από τις οποίες βιάστηκαν και σφάχτηκαν και στα παιδιά, τα οποία έκαψαν ζωντανά.
Δίπλα από τη λίμνη της Νίκαιας, σε κατωφερή λόφο καλυμμένο με ελαιόδεντρα, βρίσκεται το χωριό Παμπουτζάκ Δερβέντ το οποίο κατοικείται αποκλειστικά από Έλληνες αποίκους κατά την επανάσταση του 1821 από την Παλιά Ελλάδα, όπως και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των γύρω χωριών (Φουλατζήκ, Κιζ Δερβέντ κ.α.). Οι κάτοικοι ασχολούνται με την καλλιέργεια μεταξιού, ελαιών και την ιχθυοκαλλιέργεια ψαριών στη λίμνη.
Οι νεότουρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να εγκαταστήσουν στις περιοχές αυτές πρόσφυγες από τη Μακεδονία για να σφίξουν τον κλοιό γύρω τους, αλλά δεν το κατόρθωσαν λόγω την σθεναρής αντίστασης των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Το έκαναν όμως σε άλλα χριστιανικά χωριά με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να περιέλθουν σε δεινή οικονομική θέση. Οι Τούρκοι για να εκδικηθούν τους κατοίκους γι αυτή τη σθεναρή τους αντίσταση, συλλάμβαναν προύχοντες με φανταστικές κατηγορίες και τους έκλειναν στις φυλακές του Γενή Σεχήρ και του Βιλετζήκ.
Τον Αύγουστο του 1920, οι δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ έστειλαν τον Ισμαήλ Εφέ (İsmail Efe), επικεφαλής ισχυρού τάγματος τσετών με δύο τηλεβόλα των 10,5 και αφού περικύκλωσαν το Παμπουτζάκ με χωροφύλακες και άτακτους τσέτες, άρχισαν τον βομβαρδισμό. Οι κάτοικοι αφού συγκεντρώθηκαν, αποφάσισαν να σπάσουν τον αποκλεισμό. Με την ξαφνική έξοδο και από την ορμή των Ελλήνων, οι Τουρκικές δυνάμεις διασπάστηκαν και οι αποκλεισμένοι κατόρθωσα μέσα από τα βουνά να φτάσουν στην Κίο. Οι δυνάμεις του Ισμαήλ Εφέ για αντίποινα λεηλάτησαν το χωριό. Μάζεψαν πάνω από 1.000 άλογα, γαϊδούρια, αγελάδες, αιγοπρόβατα και μέσα από τον κεντρικό οδικό άξονα Γενί Σεχήρ-Βελετζήκ-Κιουπλού, τα μετέφεραν στο Δορύλαιο. Έτσι καταστράφηκε το ελληνικότατο χωριό Παμπουτζάκ Δερβέντ με τους 1.000 κατοίκους.
Ο πληθυσμός όμως των διπλανών χωριών Κιζ Δερβέντ και Φουλατζήκ δεν μπόρεσε να σωθεί και σφάχτηκε.
Εδώ θα παραθέσω ένα απόσπασμα από την έκθεση-καταγγελία του Τζεμάλ Νουζχέτ, (Cemal Nüzhet) νομικού συμβούλου του φρουραρχείου Κωνσταντινούπολης και προέδρου σχετικής εξεταστικής επιτροπής της Κυβέρνησης του Σουλτάνου για τα βίαια και δραματικά γεγονότα σε βάρος των Ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.
“Ο Μουσταφά Κεμάλ τας μέχρι τούδε επιτυχίας του τας όφειλε εις τας ληστρικάς σημμορίας. Κατά τας πρώτας περιόδους, δια να αντισταθεί εις την κυβέρνησιν Φερίτ πασά (Gerit Paşa) και τας δυνάμεις της Ελληνικής κατοχής, παρέσχε μεγάλα δικαιώματα εις τους προσερχομένους εις τας ληστρικάς του οργανώσεις, αι οποίαι, μάλιστα και τη εγκρίσει του Μ. Κεμάλ, εθεώρουν ως νόμιμο κτήμα των την περιουσίαν και την ζωήν των κατοίκων της Ανατολής. Ο Μ. Κεμάλ εχειροκρότει τα διαπραττόμενα υπ΄ αυτών κακουργήματα, δια τιμητικών δε προς τους αρχηγούς των επιστολών, επανηλειμμένως τους έδιδε πλήρη ελευθερία δράσεως, κατά βούλησιν. Ο λαός της Ανατολής διατελών υπό την τρομοκρατίαν ταύτην άνευ αντιλογής εξετέλει κάθε διαταγήν των, ήτο δε υποχρεωμένος όπως έχει πάντοτε εις την διάθεσιν των το ότι έχει και δεν έχει… Η κυβέρνησις της Αγκύρας είχεν αποφασίσει όπως κατά πρώτον σφαγιασθούν και εξοντωθούν οι Έλληνες “Ρωμιοί” των περιφερειών Αδά-Παζάρ (Ada Pazar) και Κάνδρας (Kandra), και έπειτα του Πόντου. Ανέθεσε εις τον Γκιαβούρ Αλή (Gavür Ali) την πυρπόλυσιν του Ελληνικού Μεσόχωρου (Ortaköy) “πλησίον της Γκέιβε” και σφαγή των κατοίκων. Ο Γκιαβούρ Αλή με τετρακοσίους, εκ των οπαδών του, φθάσας εκεί περικύκλωσε το Μεσόχωρο, εν πολιορκία δε ευρισκομένω εισελθών εντός της ανθηροτάτης ταύτης ελληνικής κωμοπόλεως διέταξε την γενικήν σφαγήν. Αφού κατέσφαξαν τους κατοίκους και απεγύμνωσαν την κωμόπολιν την παρέδωσαν εις τας φλόγας. Όσοι εκ των κατοίκων ηδυνήθησαν να γλυτώσουν από την λόγχην και μάχαιραν περισυλλεγέντες εντός της εκκλησίας εκάησαν εντός αυτής. Η τραγωδία αυτή διήρκεσε δύο ημέρας. Το Μεσόχωρον με τα 12 εργοστάσια και με τα ωραία του σπίτια είχε πλέον καταντήσει σωρός ερειπίων. Εκ των κατοίκων οι ενενήκοντα τοις εκατόν κατεσφάγησαν και εκάησαν, ελάχιστοι δυνηθέντες να διαφύγουν, δια να σώσουν την ζωήν των, κατέφυγον εις τα όρη. Ο εν τη περιφερεία Νικαίας και Καρά-Μουρσάλ (Kara Murşal) αρχισυμμορίτης Ταγιστανλί Τζεμάλ, με την υπ΄αυτόν συμμορίαν, ονομαζομένην τάγμα Γκιόλ Μπαιράκ εκ των Ελληνικών χωριών Νικαίας τα: Παμουτζάκ, Κιζ Ντερμπέντ, Κολατζίκ και άλλα χωριά τα παρέδωσε εις το πυρ, αφού δε τα απεγύμνωσε, διέταξε γενικήν των κατοίκων σφαγήν. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά εσφάζοντο κατά τον αγριότερον τρόπον. Άλλοι απεκλείοντο εντός των εκκλησιών και μετ΄αυτών εκαίοντο και άλλοι εθάπτοντο ζώντες, δεν ηδυνήθη να σωθεί ουδείς εξ αυτών. Η Άγκυρα κατά αυτόν τον τρόπον κατέκαυσε και με γενικάς σφαγάς εξόντωσε τον χριστιανικόν πληθυσμόν των δυτικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου και της Προποντίδος, και κατέσχε όλην την κινητήν περιουσίαν αυτών. Και αι πλέον τραγικαί εν τη παγκοσμίω ιστορία εποχαί ωχριώσιν προ των φρικωδεστάτων και ανηκούστων μεθόδων εξοντώσεως, τας οποίας μετεχειρίζετο προς εξαφάνισιν των χριστιανών…”
Tα ιστορικά στοιχεία που μετέφερε ο Φαλτάιτς για το θρήνο των σφαγών του Φουλατζίκ έχουν ιδιαίτερο σημειολογικό ενδιαφέρον. Αποτυπώνεται στην Τουρκική γλώσσα των Ελλήνων της κωμόπολης όπου ο εχθρός δεν έχει εθνικά χαρακτηριστικά αλλά απλά είναι ο «Οι Κεμαλικοί».
Kemalın adamları harmanlardan ıdılerö
Salı günü Fulacıyı bastilar,
Güzel karıları ayri köydular, ve çiplak öynatılar.
Çıcuklarımızı ölmeden mezara köydular,
Erkekleri kılısenin içinde yahtilar,
Papazın ağzına gemleri geçirdiler.
Yetiş Yunanistanım, yitiş, yardim kimseden yoktur.
Μετάφραση του θρήνου στα Ελληνικά είναι η παρακάτω:
Οι άντρες του Κεμάλ κατέβηκαν από τα’ αλώνια,
Μέρα Τρίτη πάτησαν του Φουλατζί,
Τις ωραίες γυναίκες μας μάζεψαν και έβαλαν γυμνές στο χορό,
Τα παιδιά μας έθαψαν στους τάφους ζωντανά,
Τους άντρες έκαψαν μέσα στην εκκλησία,
Στο στόμα του παπά πέρασαν χαλινάρι.
Φτάσε Ελλάδα μου, φτάσε, δεν υπάρχει απ’ αλλού βοήθεια.
Από την Εφημερίδα «Εμπρός» της Αθήνας 17 Μάη 1921 (Αρχείο Μάνου Φαλτάιτς, Σκύρος), μεταφέρω το εξής απόσπασμα:
“Πάνω στα βουνά του Κράν
Τυλίχτηκα και κοιμήθηκα.
Έκλαψε το μωρό μου
Και το πέταξα στο δάσος.
Κι ύστερα από δέκα μέρες
Πήγα και είδα το πεθαμένο παιδί μου.
Οι μύγες και τα σκουλίκια
Το είχαν κυκλώσει
Και γύρω οι Τούρκοι αντάρτες κάθονταν
Και λάδωναν τα όπλα των.”
Το Βηλεζίκ είναι η έδρα της διοίκησης Ερτογρούλ, η άλλοτε Βυζαντινή Βελοκώμη. Από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα σώζονται λείψανα της Ακρόπολής και οι τοίχοι του Φρουρίου. Τότε η πόλη αλώθηκε από τον Σουλτάνο Ορχάν που κυριαρχούσε στο Θηβασκώ Σογιούτ. Επειδή οι Βυζαντινοί υποψιάζονταν τη δολιότητα των επιδρομέων, είχαν απαγορεύσει στις Βυζαντινές πόλεις να ταξιδεύουν άνδρες Τούρκοι, παρά μόνο γυναίκες. Ο Σουλτάνος όμως εκμεταλλευόμενος το γάμο του γιου του διοικητή της Βελοκώμης, έστειλε αγγελιοφόρο ότι θα στείλει 300 γαϊδούρια φορτωμένα με δώρα. Την πρόταση της δωρεάς, αποδέχτηκε από αβροφροσύνη ο Βυζαντινός διοικητής. Κυριακή, μέρα του γάμου προς το απόγευμα, έστειλε 300 γαϊδούρια φορτωμένα από δύο κιβώτια το καθένα. Σε κάθε γαϊδούρι υπήρχε ένας καραγωγέας και μέσα σε κάθε κιβώτιο ήταν κρυμμένος και από ένας πάνοπλος Τούρκος στρατιώτης. Ο διοικητής διέταξε να μεταφερθούν τα κιβώτια μέσα στο φρούριο. Τα μεσάνυχτα και ενώ το γλέντι και η οινοποσία είχαν φτάσει στο κατακόρυφο, οι 600 στρατιώτες και οι 300 καραγωγείς, στο σύνολο 900 άτομα, επέδραμαν εναντίον των συγκεντρωμένων και προχώρησαν σε ανηλεείς σφαγές, εκτός από εκείνους οι οποίοι δέχτηκαν να εξισλαμιστούν. Από τότε, και μέχρι σήμερα, στη Βελοκώμη ή Βηλετζήκ κατοικούν εξισλαμισθέντες Έλληνες, κάτοχοι της Βυζαντινής τέχνης της υφαντουργίας περίφημων μεταξωτών μαξιλαριών και κλινοσκεπασμάτων, οι οποίοι ακόμα και σήμερα κάνουν κλειστούς γάμους από τη δική τους κοινότητα και δε δίνουν νύφη στους υπόλοιπους Τούρκους.
Τη νύφη του γάμου, τη Νειλουφέρα, ο Ορχάν την έδωσε για γυναίκα στο γιο του και προς τιμήν της ονόμασε τον ποταμό που βρίσκεται κοντά στην Προύσα «Ποταμό Νιλουφέρ».
Η πόλη είχε 10.000 κατοίκους οι μισοί από τους οποίους Αρμένιοι, Καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι, οι άλλοι μισοί Τούρκοι και λίγοι Έλληνες και Εβραίοι έμποροι.
Η Ελληνική κοινότητα είχε κτίσει μια καινούργια εκκλησία στο όνομα της Αγίας Τριάδας, αλλά κατεδαφίστηκε από την Τουρκική κυβέρνηση, η οποία, ενώ προσπαθούσε να εξοντώσει όλες τις υπόλοιπες χριστιανικές κοινότητες, δε μπορούσε να βλέπει την Ελληνική κοινότητα να κτίζει εκκλησίες… Έτσι, τα ιερά σκεύη και τις εικόνες, τα μετέφερε σε ένα δωμάτιο του διοικητηρίου, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Μετά την κήρυξη του Ευρωπαϊκού πολέμου, εκτός από τους Καθολικούς, οι Αρμένιοι και οι Διαμαρτυρόμενοι εκτοπίστηκαν στις ερήμους της Αραβίας και της Μεσοποταμίας.
Ελάχιστοι μπόρεσαν να παραμείνουν στο Ικόνιο, αφού ολόκληρη η περιουσία τους λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, αλλά ιδιαίτερα από τους κυβερνητικούς υπαλλήλους, οι οποίοι για να συγκαλύψουν τις κλοπές τους, ίδρυαν τα περίφημα Envali Metrukiye (Ενβαλί Μετρουκιέ) δηλαδή οικειοθελώς παραληφθέντα έπιπλα, εμπορεύματα, μετακινούμενα ή όχι. Οι περίφημες αυτές επιτροπές, έναντι πινακίου φακής, παραχωρούσαν στους μουσουλμάνους ολάκερες περιουσίες.
Από τους 5.000 Αρμένιους και διαμαρτυρόμενους μόνο 300 επέστρεψαν μετά τον πόλεμο. Από τους 4.700 οι ενήλικες σφάχτηκαν και τα παιδιά τα άρπαξαν οι Κούρδοι και οι Άραβες. Οι γυναίκες εξισλαμίστηκαν.
Το Βιλετζήκ ήταν κέντρο εμπορίου και βιομηχανίας. Είχε υποκατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας, της Τράπεζας της Βιέννης, υποκατάστημα του Δημόσιου Οθωμανικού Χρέους, του Μονοπωλίου των καπνών, είχε επίσης 20 εργοστάσια μεταξιού, ένα μεταξοϋφαντουργείο, 8 ελαιοτριβεία, 25 βυρσοδεψεία, πολλά υφαντουργεία μαξιλαριών και άλλες διάφορες βιομηχανίες. Είχε μεγάλη παραγωγή μεταξιού, καπνό, όπιο, σιτηρά, οπωρικά και σταφύλια. Στην πόλη δε υπήρχαν πολλά χάνια.
Μέχρι το 1922 το χωριό κατοικούνταν από 2.000 Έλληνες και 15 Τούρκους κατοίκους και βρίσκεται δίπλα στον Μέλανα ποταμό (Τουρκικά Kara Su/Καρά Σου = Μαύρο Νερό).
Το όνομά Βεζίρ Χάν (Vezir Han = Χάνι του Βεζίρη), έλαβε από το μεγάλο Βεζίρη Ιμπραήμ πασά (İbrahim paşa) ο οποίος είχε ιδρύσει στην περιοχή τεράστιο χάνι για να σταθμεύουν τα στρατεύματά του όταν πήγαιναν προς Κωνσταντινούπολη.
Τα νερά του Μέλανα ποταμού (Kara Su/Καρά Σου), είχαν κάνει τα εδάφη πολύ γόνιμα με μεγάλη παραγωγή μήλων και ροδάκινων, τα οποία πουλιόταν στην Κωνσταντινούπολη κατά κύριο λόγο, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως στην Προύσα, στο Μπαλικ Εσήρ και αλλού.
Κι εδώ, όπως και στις Λεύκες, έδρασε ο αρχηγός του Γκιόλ Μπαϊράκ (Göl Bayrak) Τζεμάλ βέης (Cemal Bey), ο οποίος διέταξε την απέλαση όλων των ανδρών από 13 ως 65 χρονών, και τους οδήγησε, ξυπόλυτους, στην Ανατολή, προς την Άγκυρα και κατόπιν, στα ενδότερα της χώρας, στις στέπες. Από το σύνολο των εκτοπισθέντων μόνο 15 άντρες μπόρεσαν να κρυφτούν. Όμως ο Αχμέτ Τσαούς (Ahmet Çauş) που υποτίθεται ότι τους έκρυψε στο σπίτι του για προστασία, ειδοποίησε τους τσέτες, οι οποίοι τους συνέλαβαν και τους έσφαξαν.
Τα γυναικόπαιδα σώθηκαν λόγω της επέμβασης του Ελληνικού στρατού και οδηγήθηκαν στην Προύσα, όπου παρέμειναν συντηρούμενα από τον Ελληνικό στρατό μέχρι την υποχώρησή του στα 1922.
Μια ώρα μακριά από το Βηλεζήκ, βρίσκεται το Πελτάζ, ονομαστό για τα πολλά νερά του.
Μετά την άλωση του Βυζαντίου, όλοι οι κάτοικοι μετακόμισαν στο νέο Πελτάζ, από το παλιό που απείχε ένα τέταρτο με τα πόδια.
Οι ασχολίες των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια μεταξιού, καπνού και οπωρικών δέντρων. Ήταν πλούσιοι και συνήθως έστελναν τα παιδιά τους για σπουδές σε γυμνάσια μεγαλύτερων χωριών ή πόλεων και για ανώτερες σπουδές στο πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Στο Πελτάζ, το οποίο ήταν περισσότερο θερινή διαμονή των κατοίκων από τα γύρω χωριά, εγκαταστάθηκε το σύνταγμα-συμμορία 400 τσετών υπό τον ταγματάρχη παλικαρά Εδίπ Εφέ Χαμήτ Μπέη (Edip Efe Hamit Bey), ο οποίος ήταν μεταμφιεσμένος σε ζεϊμπέκο ώστε να πείθει τους χωρικούς Τούρκους.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν λάβει μέρος σε σφαγές Ελλήνων και Αρμενίων και κάποιοι ήταν κακούργοι κατάδικοι, πρόσφατα απολυμένοι.
Αν κάποιος από τους κατάδικους γραφόταν τσέτης, τότε αμέσως αποφυλακιζόταν, και του προσφερόταν από την κυβέρνηση ένα άλογο, μια μεγάλη μαχαίρα, τριπλή σειρά φυσιγγίων και το γερμανικό επαναληπτικό όπλο μάρκας Μάουζερ.
Ο Εδίπ Εφέντης διάταξε τον εκτοπισμό των υγιών χριστιανών (εκτός από τους γέρους και τους ανίμπορους), προς το εσωτερικό της Άγκυρας.
Το χωριό Πελτάζ είχε 3 μεταξουργεία, 2 χαμάμ, ένα σχολείο και μια εκκλησία. Από τους 1.500 Έλληνες κατοίκους, μόνο λίγα γυναικόπαιδα σώθηκαν.
Σε απόσταση 6 χιλιομέτρων είκοσι λεπτών από το σιδηροδρομικό σταθμό του Βηλετζίκ και 80 χιλιομέτρων ΝΑ από την Προύσα, βρίσκονται τα Κιουπλιά, την οποία διαρρέει ο Μέλας ποταμός (Kara Su), αριστερός παραπόταμος του Σαγγάριου, καθιστώντας την περιοχή πολύ εύφορη και τους κατοίκους οικονομικά ανεξάρτητους. Η ονομασία του οικισμού ήταν κοινή τόσο για το μουσουλμανικό όσο και για το χριστιανικό ορθόδοξο στοιχείο· παρουσιάζεται στα επίσημα οθωμανικά κρατικά έγγραφα αλλά και στα εκκλησιαστικά έγγραφα.
Υπάρχουν δύο βασικές εκδοχές για την ετυμολογία της ονομασίας: Η πρώτη υποστηρίζει την προέλευσή της από παραφθορά και ταυτόχρονα εξελληνισμό της τουρκικής λέξης köprü, που σημαίνει «γέφυρα». Η δεύτερη εκδοχή ετυμολογεί την ονομασία από την τουρκική λέξη küp (πιθάρι, κιούπι). Αυτό ίσως εξηγείται είτε από την κατασκευή πιθαριών από τους κατοίκους παλαιότερα είτε από τη γεωμορφολογία του εδάφους.
Τα Κιουπλιά ιδρύθηκαν το 1710 από τον Χαϊντάρ πασά (Haydar paşa), βεζίρη του σουλτάνου Κιοπρουλάν Αχμέτ Α’, με σκοπό να επισκευάζονται οι γέφυρες του ποταμού Καρά Σου, για να διακινούνται τα Τουρκικά στρατεύματα που πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά εγκαταστάθηκαν Μακεδόνες γεφυροποιοί και μυλωνάδες. Αργότερα μεταφέρθηκαν Έλληνες και Τούρκοι από το Αϊδίνι και την Καισάρεια.
Τα Κιουπλιά από το 1885 αποτελούσαν πρωτεύουσα μουδουρλικιού (müdürlük) του καϊμακαμλικιού του Σογιούτ, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο μουτεσαριφλίκι (mütesafırlık) του Βηλετζίκ του βιλαετιού της Προύσας. Στο μουδουρλούκι (müdürlük) των Κιουπλιών υπάγονταν τα χωριά Ακσεχίρ (Akşehir), Ασαίκιοϊ (Asağıköy), Μπάσκιοϊ (Başköy) και Κιζίλ Καγιά (Kızılkaya). Το χωριό ανήκε εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Νικαίας.
Ο συνολικός πληθυσμός πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) έφτανε τους 8.000 κατοίκους, από τους οποίους 7.000 Ελληνορθόδοξοι (1.300 οικογένειες) και 1.000 μουσουλμάνοι (200 οικογένειες). Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της κωμόπολης ήταν τουρκόφωνοι.
Τα Κιουπλιά είχαν αρκετούς μαχαλάδες (συνοικίες). Οι σπουδαιότεροι από αυτούς ήταν: α) Παπάζ μαχαλάς (papaz mahallesi = συνοικία του παπά), β) Αϊντίν μαχαλάς (Aydın mahallesi = συνοικία του Αϊδινίου), όπου ήταν συγκεντρωμένες οι οικογένειες των εποίκων από το Αϊδίνι, γ) Τσάι μαχαλάς (Çay mahallesi = συνοικία του ρυακιού, του ποταμού), που βρισκόταν στο κάτω μέρος του χωριού προς την πλευρά του ποταμού, δ) Μπαϊρακτάρ μαχαλάς (Βayraktar mahallesi = συνοικία του σημαιοφόρου, ονομασία πιθανώς προερχόμενη από τον αντίστοιχο βαθμό στο γενιτσαρικό σώμα), ε) Καραμπατζάκ μαχαλάς (Karabacak mahallesi), ο τουρκικός μαχαλάς της κωμόπολης, κ.ά. Το 1853 το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού, κυρίως το κέντρο του, καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά. Το γεγονός αυτό επέτρεψε την ανοικοδόμησή του βάσει σχεδίου. Μάλιστα περιορίστηκε η ιδιοκτησία των μεγαλοοικοπεδούχων και απέκτησαν ιδιοκτησία οι κάτοικοι που δεν είχαν καθόλου ή είχαν μικρά οικόπεδα. Σε κάθε πάροδο χτίστηκε και μία βρύση. Τα σπίτια ήταν συνήθως διώροφα ή τριώροφα.
Η κωμόπολη είχε μία μεγάλη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποία χτίστηκε το 1843. Καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1853, ανοικοδομήθηκε όμως, μεγαλύτερη από πριν, μέχρι το 1860. Το νέο σχολείο των Κιουπλιών χτίστηκε το 1914-5, είχε 700 μαθητές και συστέγαζε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο. Ήταν εξατάξιο: μέχρι την τρίτη τάξη τα παιδιά διδάσκονταν μόνο ελληνικά, ενώ στις μεγαλύτερες τάξεις διδάσκονταν και γαλλικά και οθωμανικά τουρκικά. Λειτουργούσε και νηπιαγωγείο.
Στα Κιουπλιά, μάλιστα, είχε ιδρυθεί για την ανάπτυξη της εκπαιδευτικής δραστηριότητας (στα τέλη του 1890) η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα «Ιωάννης ο Χρυσόστομος», με ωραία λέσχη και μεγάλη βιβλιοθήκη.
Στα Κιουπλιά υπήρχαν 17 εργοστάσια επεξεργασίας μεταξιού, τα οποία απασχολούσαν συνολικά περί τις 700 εργάτριες. Υπήρχαν επίσης 4 βυρσοδεψεία, 2 Ευρωπαϊκές τράπεζες, ένα τηλεγραφείο, ένα πριονιστήριο, ένα αγγειοπλαστείο, 2 κεραμοποιεία, πολλά εργοστάσια κατασκευής πριονιών, κλαδευτηριών και μαχαιριών τα οποία στέλνονταν στην Αίγυπτο, στο Αϊδίνι και στα νησιά, 2 ταπητουργεία, 3 φαρμακεία, 5 ελαιοτριβεία, τέσσερις μύλοι: δύο νερόμυλοι και δύο κυλινδρόμυλοι, 3 λουτρώνες και 2 τζαμιά. Στα Κιουπλιά υπήρχαν ακόμα περί τα 120 εμπορικά καταστήματα.
Η κωμόπολη είχε άμεσες εμπορικές συναλλαγές με την Κωνσταντινούπολη, κυρίως λόγω της σιδηροδρομικής σύνδεσης. Από εκεί ψώνιζαν υφάσματα, γυαλικά, μπαχαρικά και γενικά βιομηχανικά προϊόντα. Παλαιότερα οι καταστηματάρχες των Κιουπλιών αγόραζαν τα εμπορεύματά τους από την Προύσα, η κατασκευή όμως της σιδηροδρομικής γραμμής Χαϊδάρ Πασά – Άγκυρα έγειρε την πλάστιγγα προς την πλευρά της Κωνσταντινούπολης, αλλά οδήγησε ταυτόχρονα την κωμόπολη σε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη.
Τα ίδια τα Κιουπλιά αποτελούσαν το κύριο εμπορικό κέντρο για τα γύρω ελληνικά χωριά.
Οι σημαντικότερες εμπορικές συναλλαγές αφορούσαν την αγορά του μεταξιού, που διαρκούσε ολόκληρο το καλοκαίρι. Η εμπορική κίνηση της κωμόπολης ελεγχόταν κατά κύριο λόγο από το ελληνορθόδοξο στοιχείο.
Στα Κιουπλιά υπάρχουν οι περίφημες υπόγειες σήραγγες και γέφυρες των σιδηροδρόμων του Χαϊδάρ πασά.
Στην κωμόπολη, η οποία τότε (1920) είχε δήμαρχο το Χαμήτ Μπέη (Hamit Bey) εγκαταστάθηκε, αφού κατάστρεψε ολοσχερώς το Πελτάζ (Peltaz), το σύνταγμα των τσετών του Εντήπ Εφέ (Edip Efe).
Στην περιοχή,από τα τέλη Αυγούστου του 1920 έκαναν επιδρομές οι συμμορίες των βουλευτών τσετών: Κιρ Σαχήρ Ριτζά Μπέη, Αλή Μπέη, Αρσλάν Μπέη και Εντήπ Μπέη.
Μόλις όμως εγκαταστάθηκε στα Κιουπλιά η συμμορία του Εντήπ Μπέη, ο αρχηγός της τοπικής χωροφυλακής Αρίφ Μπέης κάλεσε τους προύχοντες χριστιανούς στη δημαρχία και τους είπε «Εμείς σπάσαμε την πένα και περάσαμε στα όπλα μας την ξιφολόγχη. Μέχρι σήμερα κρεμάσαμε πάνω από 300. Αν δε θέλετε να υπακούσετε στις διαταγές μου, κι εδώ δεν έχω πρόβλημα ν’ αρχίσω αμέσως να κρεμώ.»
Kαι διάταξε να κατασκευάσουν εκατοντάδες στρατιωτικές στολές, αρβύλες και άλλα στρατιωτικά είδη για την 61 μεραρχία του Κεμαλικού στρατού,για τοτάγμα χωροφυλάκων του Μπαλικεσίρ (Balıkesir) και για την μεραρχία των Τσετών. Οι μεγάλες αίθουσες των σχολείων μετατράπηκαν σε ραφεία.
Κάθε δέκα μέρες, ζητούσε και από 10-12.000. Κάθε μήνα πλήρωναν το βατάν μπορτζού (Vatan borcu = πατριωτικό χρέος) που καθορίστηκε μονομερώς σε 500 λίρες.
Στις 1 Σεπτέμβρη 1922, συνέλαβε τους 22 πρόκριτους και τους είπε ότι ήθελε να τους μιλήσει ο Κιαζήμ Πασάς (Kazım Paşa)και έπρεπε να πάνε όλοι μαζί. Κατεβαίνοντας τις σκάλες του διοικητηρίου, τους συνέλαβε ο υπολοχαγός της χωροφυλακής Βαλούκ Εσήρ με 38 χωροφύλακες. Τους φυλάκισαν στο Δορύλαιο (Eski Şehır/ Εσκί Σεχίρ).
Από εκεί, κάτω από τα βλέμματα Γάλλων ιεραποστόλων (!) τους μετέφεραν στη Χαϊμάνα (Haymana) ή Γιαπάν Χαμάμ (Yapan hamam), όπου τους διασκόρπισαν σε ολόκληρη την Ελληνική συνοικία. Εκεί παρέμειναν αρκετό χρονικό διάστημα. Νοίκιασαν δωμάτια σε σπίτια και σε χάνια όπου έμεναν κατά ομάδες 5-10 ατόμων.
Τα σπίτια ήταν κτισμένα με τον παλιό Αδαμικό ρυθμό: Μονοκατοικίες σκαμμένες στη γη, με υγρασία. Η Χαϊμανά ήταν παλιά ακμάζουσα πόλη της Μεγάλης Φρυγίας και όπως αναφέρει ο Στράβωνας, ονομαζόταν Χαμαμηνή. Οι κάτοικοι της περιοχής είχαν μεταφερθεί το 1880 και τους παραχωρήθηκαν οικόπεδα αλλά και πολλά προνόμια. Το σχετικό έγγραφο υπάρχει στα γραφεία της κοινότητας.
Οι χριστιανοί κάτοικοι ολόκληρης της Φρυγίας δε δέχτηκαν τον ισλαμισμό, γι αυτό σφαγιάστηκαν από τον σουλτάνο Μουσταφά. Από τότε η Χαμαμηνή πήρε το σημερινό της όνομα Χαϊμανά. Από το «Χάϊ Μάνα» που φώναζαν τα γυναικόπαιδα την ώρα που σφαζόταν. Αφού εξόντωσαν τους χριστιανούς , μετάφεραν από τη Μαλάτεια Κούρδους και εξισλαμισμένους Αρμενοκούρδους. Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν επίσης Τάταροι και Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι).
Στη Χαϊμανά, οι εκτοπισμένοι από τη Βιθυνία, αφού παρέμειναν επί μήνες οδηγήθηκαν στα ενδότερα της Σεβάστειας και της Μαλάτειας.
Στη διαδρομή, μερικοί, με τη βοήθεια του συγκρατούμενου φαρμακοποιού των Κιουπλιών Μιχάλη Κιοσέογλου, κατόρθωσαν να δραπετεύσουν.
Σαν αντίποινα οι τσέτες έσφαξαν 50 κατοίκους των Κιουπλιών, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι: Ηλίας Μαριπής, Άγγελος Κοτζά Πισκής, χήρα Ελενιώ, χήρα Ζαφειρώ, Κατίνα Πογιατζιλάρ, χήρα Λεοντίνα και μια Αρμένισσα με το όνομα Μαρί. Οι Τούρκοι έστειλαν διαταγή στον Κιρκάσιο ταγματάρχη να σφάξειόλους τους χριστιανούς της Χαϊμανάς. Ο Κιρκάσιος όμως έσκισε τη διαταγή και απείλησε ότι ο ίδιος με τα χέρια του θα σκοτώσει όποιο στρατιώτη πειράξει τους χριστιανούς.Οι διασωθέντες πήγαν στην Προύσα όπου έμειναν μέχρι την ανταλλαγή.
Οικογένειες από τα Κιουπλιά εγκαταστάθηκαν κυρίως στο συνοικισμό των Σερρών Νέα Κιουπλιά. Επίσης εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα, την Κομοτηνή και την Καρδίτσα.
Στους πρόποδες του καταπράσινου λόφου του Προφήτη Ηλία στο Δεδέ Καγιά (Dede Kaya) βρίσκεται το κεφαλοχώρι Πελίκ-Πάσκιοϊ (Pelik-Pasköy) περιτριγυρισμένο από συκομουριές.
Οι κάτοικοι είναι 3.500 από τους οποίους 2.000 Έλληνες και 1.500 Τούρκοι.
Οι μεν Έλληνες ασχολούνταν με τη σηροτροφία, την αμπελουργία και τα καπνά, οι δε Τούρκοι με το λαθρεμπόριο καπνού, το οποίο έκαναν πάνοπλοι στους νομούς Αϊδινίου και Άγκυρας.
Οι τσέτες δε μπόρεσαν να βλάψουν τους χριστιανούς κατοίκους του χωριού, επειδή οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού δημιούργησαν αμυντικό σώμα από τον Εμίρ Αγά (Emir Ağa), ο οποίος αφού κατέλαβε τα επίκαιρα σημεία πρόσβασης, εμπόδισε τους ξένους τσέτες να μπουν στο χωριό και να κακοποιήσουν τους χριστιανούς συγκατοίκους τους. Τα εμπορικά συμφέροντα των συνοίκων στοιχείων, εδώ, ήταν κοινά, γι’ αυτό και υπήρχε απόλυτα αρμονική συνεργασία μεταξύ τους.
Πολλοί Τούρκοι, κατά τις κρίσιμες περιστάσεις, έκρυβαν στα σπίτια τους, τους χριστιανούς φίλους, γείτονες και «συνεργάτες» στο λαθρεμπόριο.
Η επίσημη Τουρκική κυβέρνηση δεν έβλεπε με καλό μάτι την προστασία που παρείχαν οι ομόθρησκοί τους στους Έλληνες του Πάσκιοϊ και άρχισαν να τους απειλούν. Έτσι, αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον Εμίρ αγά.
Τον σκότωσαν ενώ μετέφερε λαθραίο καπνό από το χωριό στο Εσκί Σεχίρ. Κατόπιν, ελεύθερα πλέον άρχισαν τη συστηματική εξόντωση των χριστιανών της περιοχής τους κατά τους μήνες Οκτώβρη και Νοέμβρη του 1918.
Τους συλλάμβαναν τμηματικά και τους οδηγούσαν ανατολικά της Άγκυρας, ώστε να πεθάνουν με τις λεγόμενες «λευκές σφαγές». Δηλαδή από τις στερήσεις και τις κακουχίες στις στέπες της Ανατολής.
Τελευταίους, μαζί με τους γέρους και τα ανήλικα παιδιά, συνέλαβαν και τους δυο 80χρονους παπάδες παπά Χαράλαμπο ο οποίος πέθανε από τις κακουχίες στην Αγιά, κοντά στην Άγκυρα και τον παπά-Χριστόδουλο, τυφλό και παράλυτο, τον οποίο έσυραν στην κεντρική πλατεία και ετοιμάστηκαν να τον σφάξουν, οπότε επενέβησαν οι Τούρκοι προύχοντες, και παρακάλεσαν να μη τον σφάξουν τουλάχιστο μπροστά τους. Οι τσέτες, τους συνέλαβαν και αυτούς και τους οδήγησαν στα ενδότερα της Άγκυρας. Το Πάσκιοϊ είχε μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου με την εικόνα του Αγίου στολισμένη με χρυσάφι και ασήμι.
Είχε επίσης ένα αρρεναγωγείο, ένα παρθεναγωγείο, 2 λουτρώνες, 2 τζαμιά, 2 μεταξουργεία, 2 ελαιοτριβεία, πολλούς υδρόμυλους και ένα αγγειοπλαστείο.
Και αυτό το χωριό, αφού λεηλατήθηκε από τους τσέτες, πυρπολήθηκε. Οι επιζήσαντες κάτοικοί του κατέφυγαν στην Προύσα.
Οι 1.427 διασωθέντες κάτοικοι του χωριού, μετά την ανταλλαγή του 1922 εγκαταστάθηκαν στην κοινότητα Εδερνετζίκ (Edernecik) της Δράμας, η οποία με Διάταγμα της 1-4-1927 μετονομάστηκε σε Αδριανή.
Μια ώρα μετά τα Κιουπλιά βρίσκεται το χωριό Γιαγλά (Yağla Köy) με πληθυσμό 400 κατοίκους.
Η Γιαγλά δημιουργήθηκε από κατοίκους του Πάσκιοϊ, στη θέση της μεγαλύτερης σιδηροδρομικής γέφυρας που κατασκεύασαν οι Γερμανοί στην Τουρκία. Της αριστουργηματικής γέφυρας Γιαγλά (Yağla köprüsü).
Στο χωριό κατά τη διάρκεια ανασκαφών το 1911 βρέθηκε μια βυζαντινή εκκλησία και δύο σταυροί με τα στοιχεία των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού χαραγμένα επάνω. Στην ίδια θέση κτίστηκε εκκλησία στο όνομα της Παναγίας.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη σηροτροφία.
Ο μεγάλος πλούτος του χωριού προερχόταν από την πρόσοδο των μαύρων και σκληρών κερασιών που ήταν περιζήτητα παντού αλλά κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, η δε μεταφορά γινόταν με ταχύτητα και ασφάλεια, από τον σιδηροδρομικό σταθμό Βηλετσίκ.
Την ησυχία του χωριού τάραξαν οι Τούρκοι από τη Βουλγαρία που κατέφθασαν με απόφαση της Οθωμανικής κυβέρνησης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο δάσος έξω από το χωριό και ονόμασαν την περιοχή Σουλεϊμανιγιέ (Süleymaniye).
Η πρώτη λεηλασία του χωριού έγινε από τον αρχιτσέτη βουλευτής Ισμαήλ Εφέ (İsmail Εfe), ο οποίος περνώντας από το Γιαλάκιοϊ (Yalaköy), επιστρέφοντας από τη λεηλασία του Παμπουτζάκ Δερβέντ (Pampucak Dervent), μαζί με πολυπληθή συνοδεία και δύο τηλεβόλα 10.5 χιλιοστών, διάταξε τους ληστές του να αρπάξει πολλούς ίππους, βόδια, χρυσαφικά και ασημικά.
Λίγο καιρό αργότερα, έγινε η δεύτερη λεηλασία. Αυτή τη φορά από Κούρδους ληστές αντάρτες.
400 ιππείς, οπλισμένοι με Ρώσικα όπλα υπό την ηγεσία του επιλοχία στον Ευρωπαϊκό πόλεμο στο μέτωπο του Καυκάσου Κήρ Σεχήρ Ριτζά Μπέη (Κir Şehir Rica Bey) μπήκε μέσα στο χωριό και το λεηλάτησε.
Ο προστάτης των χριστιανών Εμήρ Αγάς, έστειλε τμήμα με άντρες του να διώξουν τους Κούρδους ληστές από το χωριό.
Ο αρχιτσέτης βουλευτής λεηλάτησε και το Τουρκικό χωριό Κούρτ Κιοϊ (Kurt köy), τις αρχαίες Κάπρες. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν πάρα πολλοί κάπροι στην περιοχή.
Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου (1919) εκδόθηκε κυβερνητική διαταγή με την οποία όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής έπρεπε να συλληφθούν και να κρατηθούν. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι από 13 μέχρι 75 χρονών σαν κοπάδι οδηγήθηκαν στις στέπες της Ανατολής, με τα πόδια και με συνοδεία τσετών, για να εφαρμοστεί και σ’ αυτούς το σύστημα των λευκών σφαγών
Το χωριό Κηζήλ Δαμλάρ είχε 350 Έλληνες και 50 Τούρκους κατοίκους.
Υπάρχουν πλείστοι αρχαίοι Ελληνικοί τάφοι διάσπαρτοι στη γύρω περιοχή. Υπήρχε επίσης καινούργια εκκλησία του αρχιστράτηγου Μιχαήλ.
Οι κάτοικοί του ήταν άποικοι από τα Κιουπλιά και από το Πάσκιοϊ, αρκετά εύποροι με κύρια επαγγέλματα την καλλιέργεια καπνού, την αμπελουργία και τη σηροτροφία.
Το Κηζήλ Δαμλάρ λεηλατήθηκε από τις ορδές του βουλευτή Κήρ Σεχήρ Ριτζά Μπέη (Kir Şehir Rica Bey) και κατόπιν από τον τακτικό στρατό του Γαζή Μουσταφά Κεμάλ.
Συνελήφθη από το στρατό ο δημογέροντας Ναλμπάντ Χριστάκης, ο οποίος όμως σώθηκε και δεν σφάχτηκε.
Το μήνα Μάρτη 1921, δόθηκε κυβερνητική διαταγή εξόντωσης κάθε χριστιανού και αμέσως, σχεδόν, ισχυρές δυνάμεις τσετών περικύκλωσαν το χωριό και αφού το λεηλάτησαν από ότι πολύτιμο υπήρχε στα σπίτια, έσφαξαν την Ελευθερία Ταρά Κουρού και την κόρη της 13 χρονών. Έσφαξαν επίσης τον 15χρονο γιό της Στρατή και τη μεγαλύτερη 18χρονη κόρη της, αφού ασέλγησαν πάνω και στους δύο.
Τους υπόλοιπους χριστιανούς, συμπεριλαμβανομένων και των γερόντων, μαζί με τον εφημέριο του Κηζήλ Δαμλάρ (Kızıl Damlar) παπά-Κωνσταντίνο, τους οδήγησαν στα βάθη της Ανατολής, εφαρμόζοντας το πρόγραμμά των, όπως ακριβώς είχε αποφασιστεί στο Ερζερούμ και στη Σεβάστεια.
Το Ατκτσέ Χισάρ αποικίστηκε αποκλειστικά από Έλληνες των Κιουπλιών και επιδόθηκαν στην καλλιέργεια καπνών, αμπελουργίας, σηροτροφίας και στη γεωργία.
Το χωριό είναι κτισμένο πάνω σε αρχαία Ελληνική πόλη.
Πάρα πολλοί τάφοι με αρχαιολογικά ευρήματα ελληνικής εποχής είναι διασκορπισμένοι σε όλη την περιφέρεια αλλά και μέσα στο χωριό. Πολλοί συλήθηκαν και τα αρχαιολογικά ευρήματα στάλθηκαν στη Γερμανία.
Τους ζήλευαν οι Τούρκοι του Κούρτ Κιοϊ (Kurt köy)με τους οποίους είχαν συχνά προστριβές.
Ο πληθυσμός του χωριού ήταν 475 κάτοικοι, όλοι Έλληνες και αρκετά εύποροι.
Και αυτό το χωριό δε γλύτωσε από τη λαίλαπα των τσετών. Λεηλατήθηκε από τις ορδές του βουλευτή Κηρ Σεχή Ριτζά Μπέη.
Προστατεύτηκε πολλές φορές και αυτό το χωριό όπως και όλα της περιοχής από τον Εμήρ Αγά.
Οι κάτοικοι μαζί με τον παπά-Θεόδωρο, εφημέριο του χωριού, προκειμένου να σωθούν από τους τσέτες ανέβηκαν στα βουνά. Όσοι διασώθηκαν, ακολούθησαν τον Ελληνικό στρατό και κατέφυγαν στην Προύσα. Όσοι όμως λόγω ηλικίας δε μπόρεσαν να διαφύγουν, εξορίστηκαν στη Σεβάστεια.
Μετά την εξόντωση των Ελλήνων κατοίκων οι ληστές άρπαξαν ότι πολύτιμο βρήκαν στα σπίτια και πυρπόλησαν περίπου τα μισά, όπως ακριβώς είχαν μάθει να κάνουν με τις σφαγές και τους διωγμούς εναντίον των Αρμενίων, μερικά χρόνια νωρίτερα.
Το Σογιούτ (η λέξη σογιούτ στα Ελληνικά σημαίνει Ιτιά), είναι η πρώτη πρωτεύουσα των Οθωμανών Τούρκων. Είναι το Αρχαίο Ελληνικό Θηβάσιον.
Στην πόλη υπάρχει το Μαυσωλείο του πατέρα του ιδρυτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Γαζή Ερτογρούλ (Gazi Ertoğrul), εκεί, στην ίδια πόλη γεννήθηκε και ο γιος του, ο μετέπειτα σουλτάνος Οσμάν.
Δύο χιλιόμετρα έξω από την πόλη, σώζεται ο τάφος του Ερτογρούλ. Ο τάφος του «Ετουρέλ Γκαζί» όπως τον ονομάζουν οι Έλληνες πρόσφυγες.
Από τους 9.000 συνολικά κατοίκους του Σογιούτ, 4.000 ήταν Έλληνες 4.900 ήταν Τούρκοι και 100 ήταν Αρμένιοι, αποτελούμενοι από 1.200 Τούρκικες, 785 Ελληνικές και 20 Αρμενικές οικογένειες.
Την πόλη διέρρεε το ποτάμι και τη χώριζε σε δύο συνοικίες. Το Γιαβούρ μαχαλεσί (Gavur mahalesi = Γειτονιά των άπιστων) στην οποία κατοικούσαν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι και το Τούρκ μαχαλεσί (Türk mahalesi = Γειτονιά των Τούρκων). Οι κάτοικοι των δύο αυτών μαχαλάδων δεν είχαν καμία κοινωνική ή εμπορική επαφή μεταξύ τους. Όλοι τους, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι, ασχολούταν με τη σηροτροφία και την αμπελουργία.
Στο κέντρο της συνοικίας των απίστων υπήρχε μια μεγάλη εκκλησία προς τιμή του Αγίου Δημητρίου. Η πόλη είχε ακόμα δύο Ελληνικά δημοτικά σχολεία. Ένα αρρένων με 200 μαθητές και 7 δασκάλους και ένα θηλέων με επίσης 200 μαθήτριες και 5 δασκάλες.
Είχε επίσης καλή κοινοτική οργάνωση με συμβούλιο αποτελούμενο από πέντε μέλη και επί κεφαλής το μουχτάρη (Muhtar = κοινοτάρχης) και τους τέσσερεις αζάδες (aza = σύμβουλος), τριμελής εκκλησιαστική επιτροπή φρόντιζε τα εκκλησιαστικά ζητήματα και τριμελής σχολική επιτροπή φρόντιζε για τα θέματα της εκπαίδευσης.
Οι τσέτες, το Μάρτη του 1921, συνέλαβαν όλους τους άντρες από 13 μέχρι 75 χρονών και τους οδήγησαν με πεζοπορία στο εσωτερικό της χώρας, ανατολικά της Άγκυρας.
Τα γυναικόπαιδα σώθηκαν εξ αιτίας της ταχείας προέλασης του Ελληνικού στρατού και οδηγήθηκαν στην Προύσα, όπου έμεναν στα εγκαταλελειμμένα Τουρκικά σχολειά, μέχρι τουλάχιστο το Φλεβάρη του 1923, οπότε μεταφέρθηκαν με πλοία στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης και από εκεί οδικά στην Αλεξανδρούπολη, απ’ όπου διασκορπίστηκαν σε ολόκληρη τη Δυτική Θράκη.
Όσοι δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τον Ελληνικό στρατό -περίπου είκοσι γέροι και ανάπηροι- σφάχτηκαν από τους τσέτες.
Οι 470 κάτοικοι του χωριού Κιόλ Νταγή (Köl Dağı) ήταν αποκλειστικά σχεδόν Αρμένιοι, με εξαίρεση 20 που ήταν καθολικοί.
Σχεδόν το σύνολό τους ασχολούταν με την κτηνοτροφία, την καλλιέργεια οπίου, τη σηροτροφία, την αμπελουργία, την υφαντουργία από τρίχες αιγοπροβάτων και την ταπητουργία, κατασκευάζοντας χοντρούς τάπητες.
Στις αρχές του Ευρωπαϊκού πολέμου δόθηκε απεριόριστη διαταγή ολοσχερούς εξολόθρευσης των Αρμενίων. Για την επίτευξη αυτού του στόχου στρατολογήθηκαν έφεδροι που έφεραν την ονομασία του χωροφύλακα.
Τότε, περικυκλώθηκε το χωριό και απαγορεύτηκε η επικοινωνία των κατοίκων με τα γύρω Αρμενικά χωριά.
Αφού αφόπλισαν τον πληθυσμό από τα κυνηγετικά και άλλα όπλα που είχαν αλλά και από τα μαχαίρια, μπήκε στο χωριό η λεγόμενη «κυβερνητική επιτροπή». Οι κάτοικοι δεν είχαν εγκαταλείψει το χωριό, άλλωστε ήταν περικυκλωμένο, και παρέμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους.
Κάθε μέλος της λεγόμενης κυβερνητικής επιτροπής είχε και από ένα Τούρκο έμπορο σαν «εξωτερικό συνεργάτη» και αντί πινακίου φακής αγόραζαν ότι υπήρχε στις αποθήκες και στα ποιμνιοστάσια (βοοειδή, μαλλιά, όπιο, μετακοκούκουλα κλπ). Μ’ αυτό τον τρόπο απόκτησαν κολοσσιαίες περιουσίες.
Αφού τέλειωσε η «εμπορική» αυτή συναλλαγή, δόθηκε στους Αρμένιους κατοίκους -εξαιρέθηκαν οι 20 καθολικοί- τρίωρη προθεσμία για να εγκαταλείψουν το χωριό, πάντα βέβαια με τη συνοδεία των στρατολογημένων εφέδρων.
Μετά την είσοδο του Ελληνικού στρατού, οι κάτοικοι επέστρεψαν και προσπάθησαν να ξαναδημιουργήσουν τα νοικοκυριά τους από το μηδέν.
Η δεύτερη εκτόπιση του πληθυσμού από το χωριό έγινε με το σπάσιμο του μετώπου και την υποχώρηση του Ελληνικού στρατού. Αυτή όμως τη φορά, χωρίς να τους δοθεί η τρίωρη προθεσμία και χωρίς να εξαιρεθούν οι καθολικοί. Συνελήφθησαν και με τα πόδια στάλθηκαν στο εσωτερικό, ανατολικά της Άγκυρας, στο Γιαπάν Χαμάμ (Yapan Hamam) και απ’ εκεί στη Σεβάστεια (Sivas). Ένας γέρος Αρμένιος που δε μπορούσε να βαδίζει θάφτηκε ζωντανός.
Την ίδια τύχη είχαν όλα τα Αρμενικά χωριά της περιοχής τα Μουράτζα (Muraca), Τσάκλαρα (Çaklara), Ασαρλήκ (Asarlık) και άλλα μικρότερα.
Όλα τα Αρμενικά χωριά της περιοχής του Σαγγάριου, κατοικούνταν από πρόσφυγες από την Περσία. Ένα από αυτά τα χωριά, από τα μεγαλύτερα, ήταν και το Τουρκμέν, με 2.000 Αρμενορθόδοξους και 150 Αρμενομωαμεθανούς κατοίκους τους οποίος ο κόσμος ονόμαζε μπουρμάδες. Δηλαδή αλλαγμένους, ευνουχισμένους (burma = ευνουχίζω, ρήμα burmak = αλλάζω). Οι μπουρμάδες αυτοί μιλούσαν μόνο την Αρμενική γλώσσα.
Όπως έλεγαν οι ίδιοι, μια πολυμελής αρμενική οικογένεια ενέχονταν στο φόνο ενός Τούρκου. Γνωρίζοντες την τύχη που τους περίμενε αν καταδικαζόταν, αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν για να σωθούν, αλλά δε γνώριζαν απολύτως τίποτα από τη μωαμεθανική θρησκεία.
Αρχικά το χωριό περικυκλώθηκε από τους ειδικούς για την εξόντωση των πληθυσμών έφεδρους χωροφύλακες, κατόπιν μπήκε η περίφημη συμμορία για τις εγκαταληφθείσες περιουσίες η οποία με ξύλο και εκβιασμούς αφαιρούσε αρκετά χρήματα. Η επόμενη κίνησή τους ήταν να περιφέρονται στα σοκάκια απειλώντας για να εξαγοράσει σχεδόν τζάμπα διάφορα εμπορεύματα και προϊόντα και ζώα. Μόνο τα γαϊδούρια τα οποία υπήρχαν σε αφθονία, τα έστελναν στο στρατό.
Μετά την αγορά από τους συνεταίρους των επιτροπών των κυριότερων εμπορευμάτων και προϊόντων, επιτράπηκε στους Τούρκους που εν τω μεταξύ είχαν καταφθάσει έξω από το χωριό, να μπουν και αυτοί και με ελάχιστο τίμημα να εξαγοράσουν ότι είχε απομείνει από έπιπλα και οικιακά σκεύη.
Μετά, δόθηκε ολιγόωρη προθεσμία για έξοδο των κατοίκων από το Τουρκμέν.
Οι περισσότεροι, με δεμένα τα χέρια πίσω, σφαγιάστηκαν στις όχθες του Ευφράτη, μετά το Δερί Ζώρ (Deri Zor).
Το Ορτάκιοϊ απέχει τρεις ώρες από το σιδηροδρομικό σταθμό του Κεϊβές (Keyveş) και υπάγονταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Νίκαιας της Βιθυνίας. Οι κάτοικοί του ήταν αποκλειστικά Έλληνες και Αρμένιοι.
Οι μεν Αρμένιοι του Ορτάκιοϊ αλλά και των γειτονικών χωριών εκτοπίστηκαν κατά τον Ευρωπαϊκό πόλεμο και σφαγιάστηκαν στην Ανατολή. Οι ελάχιστοι που επέζησαν από τη γενοκτονία των Αρμενίων επέστρεψαν αργότερα, με την αποκατάσταση της κατάστασης και βρήκαν τα σπίτια τους έρημα από τις λεηλασίες των τσετών. Οι σε Αρμένιοι του Ακ Χισάρ (Ak Hisar) αρχικά σφαγιάστηκαν κατά τις πρώτες εκκαθαρίσεις εναντίον των Αρμενίων το 1896, κατά τις δεύτερες του 1914 σφαγιάστηκαν ακόμη και τα πικρά παιδιά και οι γυναίκες μέσα στα δημόσια λουτρά, κατά την τρίτη, και τελευταία, στα 1920-22, οι επιζήσαντες των δύο προηγούμενων, σφαγιάστηκαν στην διάρκεια της εξορίας τους στις στέπες της αλμυρής ερήμου.
Στις 1 του Απρίλη του 1920, πολυάριθμη συμμορία τσετών αφού περικύκλωσε την κωμόπολη, διέταξε να βρει όλος ο πληθυσμός έξω από τα όρια του Ορτάκιοϊ και να μεταβεί στο Κεϊβέν (Keyven).
Μετά την αποχώρηση των κατοίκων, οι τσέτες μπήκαν στην κωμόπολη και αφού τη λεηλάτησαν, έκαψαν τριάντα σπίτια. Μετά απ’ αυτό, επέτρεψαν στους κατοίκους να επιστρέψουν…
Στις 3 (π.η.) Απρίλη (16 /4 νέο ημερολόγιο) του 1920 η συμμορία των τσετών του Μαχμούτ Μπέη (Mahmut Bey) περικύκλωσε το Ορτάκιοϊ και συνέλαβε Έλληνα τον εφημέριο του χωριού παπά-Άγγελο. Γέμισαν ένα κιουλάχι (μίτρα των μπεκτασίδων) από κοπριά και το πέρασαν στο κεφάλι του παπά. Κατόπιν άρχισαν να λεηλατούν και να σφάζουν. Πρώτα έκαναν συλλήψεις, κατόπιν τους έδεσαν ανά δύο και τους οδηγούσαν κατά ομάδες στο Ποηλού Τσαΐ (Poylu çayı), όπου αρχικά τους τουφέκιζαν. Μετά όμως δόθηκε διαταγή να τους σφάζουν για να εξοικονομούν την πυρίτιδα που χρησιμοποιούσαν. Αφού σκότωσαν και έσφαξαν αρκετούς, αφού μάζεψαν μεγάλο αριθμό χρυσαφικών και πάρα πολλά χρήματα που βρήκαν στα σπίτια, πήραν τον παπά-Άγγελο, τον παπά-Χαράλαμπο, το φαρμακοποιό Βασιλειάδη και τριάντα από τους πρόκριτους και τους οδήγησαν στη Γαλλική Σχολή του Εσκί Σεχίρ (Eski Şehir/Δορύλαιο) που χρησιμοποιούταν σαν φυλακή. Εκεί τους πέρασαν αλυσίδες στα πόδια και στα χέρια σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων και στις 10 (23) Σεπτέμβρη του 1920 τους έστειλαν στην Άγκυρα όπου σφάχτηκαν όλοι εκτός από τον παπά-Χαράλαμπο, ο οποίος ήταν ο μόνος που απελευθερώθηκε και κατέφυγε στην Κιουτάχεια (Kütahya/ Αρχαίο Ελληνικό Κοτύαιον), και συνέχισε να εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα.
Η ίδια συμμορία τσετών του Μαχμούτ Μπέη (Mahmut Bey), στο Κεϊβέν (Keyven), συνέλαβε 83 Έλληνες και εννέα Αρμένιους. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν ο διευθυντής του Δημόσιου Οθωμανικού Χρέους Γιάγκος Εκμεκτζόγλου, τα μέλη του Δ.Σ. της ίδιας υπηρεσίας Νικηφόρος Πεδίογλος και ο Κύριλλος, οι οποίοι οδηγήθηκαν στις φυλακές του Κεϊβές. Την επόμενη μέρα έβγαλαν από τη φυλακή όλους τους κρατούμενους, τους έδεσαν τα χέρια με αλυσίδες ανά δύο και τους οδήγησαν στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, όπου τους τουφέκισαν.
Οι τσέτες για να βεβαιωθούν για το θάνατό τους φώναξαν: «Όσοι δεν πέθαναν να σηκωθούν και θα τους χαριστεί η ζωή». Τρεις τραυματισμένοι σηκώθηκαν και αμέσως τους ξανά τουφέκισαν. Οι Αρμένιοι Αρτίν Ναλπάντ και Λεοντής Καπουσούζ παρ’ ότι δεν είχαν πεθάνει, δεν σηκώθηκαν και σώθηκαν. Αφού έφυγαν οι τσέτες, σύρθηκαν τραυματισμένοι και πήγαν στο Ορτάκιοϊ και ειδοποίησαν τους εναπομείναντες χριστιανούς, να φύγουν για να σωθούν. Και οι δύο κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου ζουν οι οικογένειές τους μέχρι και σήμερα.
Οι Τούρκοι κάτοικοι του Ορχανιγιέ (Orhanıye), αφού συνέλαβαν 300 Έλληνες, τους έκλεισαν σ’ ένα στάβλο και τους τουφέκισαν. Σώθηκαν μόνο ένα κορίτσι και η μητέρα της, η οποία όμως, βαριά τραυματισμένη, πέθανε λίγη ώρα μετά.
Οι Τούρκοι του Σαρί Δογάν (Sarı Doğan) συμμετείχαν μαζί με τους τσέτες στις σφαγές του Εσμέ (Eşme köyü), της Σαπάντζας (Sapanca), του Μπάη και του Τσιτσίγη.
Στις 15 Μάη του 1920 έφτασε στην περιοχή του Ορτάκιοϊ η συμμορία των τσετών του
Κιόρ Μπεχλιβάν (kör Behlivan) η οποία συνέλαβε τον Χρήστο Θεοδώρου και τον ανάγκασε να ανοίξει την πόρτα της εκκλησίας, για να βάλουν ένα πολυβόλο στο καμπαναριό, με το οποίο πυροβολούσαν τους υπόλοιπους συλληφθέντες χριστιανούς κατοίκους. Για να προκληθεί πυρκαγιά με τους πυροβολισμούς, περιέχυναν λάφια πάνω στα ρούχα των ανθρώπων.
Αυτή τη φορά οι σφαγές γενικεύτηκαν και στα δεκατέσσερα χωριά της περιοχής του Ορτάκιοϊ.
Οι τσέτες έμπαιναν μέσα στα σπίτια, αφού ανάγκαζαν τους ιδιοκτήτες να παραδώσουν ότι πολύτιμο είχαν, τους οδηγούσαν έξω από τα χωριά, δεμένους ανά δύο και τις γυναίκες επίσης ανά δύο αλλά δεμένες από τις πλεξούδες των μαλλιών τους. Αφού πρώτα τις βίαζαν, έκοβαν τις θηλές από τα στήθη των, τις περνούσαν σε ένα λεπτό σχοινί και τις χρησιμοποιούσαν σαν κομπολόγια. Κατόπιν οδηγούσαν όλους τους αιχμαλώτους κατά ομάδες στη θέση Καρά Τσάγ Πογατσά (Kara Cağ Poğaça) όπου τους έσφαζαν. Και η συμμορία, αφού άρπαζε ελεύθερα πια ότι πολύτιμα σκεύη, κοσμήματα και χρήματα εύρισκε, έφευγε…
Στις 27 Ιούλη του 1920, κατέφθασε στο χωριό Τρίτη συμμορία τσετών υπό τον Γκιαβούρ Αλή (Gavur Ali), η οποία ήταν ακόμα πιο άγρια. Αμέσως μετά την άφιξή τους άρχισαν να σφάζουν όσους κατοίκους είχαν απομείνει από τις προηγούμενες σφαγές του Κιόρ Μπεχλιβάν. Για να τους αποτελειώσουν, γνωρίζοντες ότι πολλοί είχαν κρυφτεί, έβαζαν φωτιά μέσα στα σπίτια, ώστε να αναγκαστούν να βγουν έξω. Έβαλαν κήρυκες φωνάζοντας ότι θα σώσουν όσους απόμειναν και θα τους έστελναν στο Τούρκικο χωριό Ταρακλή (Taraklı). Όμως, για να μη ληστευτούν στη διαδρομή από τους τσέτες, έπρεπε όλοι, άντρες και γυναίκες, να τοποθετήσουν μέσα σε ένα καλάθι τα κοσμήματα και τα χρήματά των, για να τα παραλάβουν στο γυρισμό. Μόλις όμως τους οδήγησαν έξω από την πόλη, άναψαν τριγύρω τους φωτιές από κλαδιά συκομουριάς και τους έκαψαν ζωντανούς, μαζί με τα παιδιά.
Αρκετοί κάτοικοι, προκειμένου να αποφύγουν τις σφαγές, είχαν βγει στα βο0υνά. Άλλοι είχαν κρυφτεί σε βαλτώδεις χαράδρες και σε σπηλιές. Οι τσέτες που παρέμειναν στην περιοχή για περίπου δέκα μέρες, τους ξετρύπωναν με κυνηγετικούς σκύλους και όσους εύρισκαν τους έσφαζαν. Οι ελάχιστοι που μπόρεσαν να σωθούν, 80 όλοι κι όλοι, μεταμφιέστηκαν σε Τούρκους χωρικούς. Οι κάτοικοι των γύρω Τουρκικών χωριών, έσκαβαν στις αυλές των σπιτιών και ξέθαβαν τους θησαυρούς που είχαν κρύψει οι σφαγιασθέντες ιδιοκτήτες.
Όσο για την τύχη των αρχιτσετών του Κεμάλ, ο μέν Μαχμούτ Μπέης σκοτώθηκε σε μάχη με τους Κιρκάσιους, ο δε Γκιαβούρ Αλής απαγχονίστηκε στο Αντά Παζάρ (Ada Pazar) από τους συντρόφους του για να σφετεριστούν οι ίδιοι την πλούσια λεία του από τις λεηλασίες στα χριστιανικά χωριά της περιοχής.
Αξιοσημείωτο είναι ότι εβδομήντα δύο (72) Μουχτάρηδες και Δημογέροντες των Τουρκικών χωριών της περιφέρειας, υπόγραψαν επίσημο έγγραφο για την εξόντωση των χριστιανών των περιφερειών τους!!!
Ούτε το Λαζοχώρι του Αντά Μπαζάρ (Ada Bazar) καθώς και τα υπόλοιπα εννέα Κιρκασιανά χωριά της περιοχής, δε γλίτωσαν από τις σφαγές των τσετών. Τα πτώματα των δολοφονούμενων χριστιανών κατοίκων από όλα τα χωριά, ρίχνονταν στα νερά του Ευφράτη.
Ελάχιστοι που ξέφυγαν από τις σφαγές επέστρεψαν στα χωριά τους, αλλά μερικό καιρό αργότερα, έπεσαν πάνω στις εθνοκαθάρσεις οτιδήποτε «μη Τουρκικού.»
Κάποιοι αντικεμαλικοί Κιρκάσιοι, που κατά τη μικρασιατική εκστρατεία εντάχθηκαν στον ελληνικό στρατό και διέφυγαν μαζί του, εγκαταστάθηκαν το 1923 στη Θράκη και ενσωματώθηκαν στη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας.
Στις 23 Ιούνη του 1920, οι Κεμαλικές δυνάμεις έδωσαν εντολή να εκτοπιστούν 2.800 άντρες και λίγες γυναίκες που είχαν συλληφθεί στο Δεϊμερτζή (Deymerci) και από εκεί τους φόρτωσαν σε βαγόνια και σε φορτηγά για να τους μεταφέρουν στο νησί Εγιρδίρ (Eğirdir Ελληνικά Ακρωτήρι) της Πισειδίας. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού 6 αιχμάλωτοι έπεσαν εξ αιτίας του παστώματος κατά τη μεταφορά και πέθαναν.
Το ταξίδι διάρκεσε τρεις μέρες χωρίς τροφή.
Στις 29 Αυγούστου, ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός του Δενηγλί και του Δεϊμερτζή, συνολικά 5.500 άτομα, εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της χώρας. 32 άτομα μαζί με τις οικογένειές τους, εξαιρέθηκαν από την εκτόπιση για να δουλέψουν στον επιταχθέντα αλευρόμυλο του Χατζή Δαούτ, δίδοντάς τους για διατροφή, μόνο ξερό ψωμί.
Εκείνες τις μέρες έφτασε στο Δενηγλί ο ταγματάρχης της ¨Σιδηράς Μεραρχίας» Δεμήρ Αλάϊ Εγιούπ Μπέης (Demir Alay Eyup Bey) ο οποίος συνέλαβε τους Ιεροδιάκονο Ξενοφώντα Ραπτάκο, τον έμπορο από τη Μάκρη Νίκο Πετρά, το Χαράλαμπο Παπαχρύσανθο, τον εργοστασιάρχη Αντώνη Καλόβαλο. Τους επισκέφτηκε ο ίδιος προσωπικά και τους ζήτησε λύτρα 5.000 χρυσές λίρες. Οι συλληφθέντες πλήρωσαν το ποσό, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, διάταξε να κόψουν τα μαλλιά και να ξυρίσουν τον ιεροδιάκονο Ραπτάκο και ανάγκασε τον ίδιο να τα ρίξει μέσα στο αποχωρητήριο. Μετά διάταξε τους τσέτες να τους σκοτώσουν όλους εκτός από τον Καλόβαλο τον οποίο εξόρισαν στο εσωτερικό της χώρας. Όμως, κατάφερε να διαφύγει και να σωθεί, μεταμφιεσμένος σε τσέτη. Μαζί με δυο Τούρκους οι οποίοι και αυτοί μη αντέχοντες τα βασανιστήρια του Κεμαλικού στρατού, κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τις Ελληνικές γραμμές.
Από τους εκτοπισθέντες στο Εγιρδίρ, οι περισσότεροι πέθαναν με το σύστημα των «λευκών σφαγών».
Το Εσκί Σεχήρ (Ελληνικά Δορύλαιο) ήταν η βάση του Δυτικού μετώπου των Κεμαλικών στρατευμάτων. Από εκεί δίνονταν όλες οι εντολές για τις σφαγές και για τις εκτοπίσεις των χριστιανικών πληθυσμών.
Στο Τας Πινά (Taş Pina) είχε την έδρα της η περίφημη οργάνωση Άγιν Πε (Ayin Pe) που επέβλεπε στην εφαρμογή της εξόντωσης και δεν τολμούσε κανένας να επέμβει για να σωθεί κανένας από τους προγραμμένους.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί, με εντολές της οργάνωσης αυτής, εκτοπίζονταν στο εσωτερικό της Άγκυρας στο Χαϊμανά (Haymana), στο Κηρ Σεχήρ (Kir Şehir) και από εκεί προωθούνταν στο Ερζερούμ (Erzerum) και στη Σεβάστεια (Sivaş), ώστε μακριά από τα μάτια του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου να εφαρμόζουν πιο εύκολα τις λευκές σφαγές.
Οι κάτοικοι του Εσκί Σεχήρ, παρ’ όλο που πρόσφεραν στους τσέτες το ποσό των 80.000 χρυσών λιρών, τα βράδια συλλαμβάνονταν και για να τους αφήσουν να διαφύγουν πλήρωναν και άλλα λύτρα.
Εννέα Έλληνες που δεν είχαν χρήματα για να πληρώσουν επί πλέον λύτρα, τους συνέλαβαν στο Χαριτζά Τσιφλίκι (Harica Çiflik), τους φυλάκισαν και οι χωροφύλακες που τους συνόδευαν σε δήθεν αναγκαστική εργασία, τους έσφαξαν.
Συχνά έβλεπαν να επιπλέουν άγνωστα ανθρώπινα πτώματα 13 μέχρι 75 χρονών. Στην αγορά και στο παλαιοπωλείο της γέφυρας του Μπήτ Παζάρ (Bit Pazar) έβλεπε κανένας μόνο μικρά παιδιά, σακάτηδες και γέρους να πουλούν σε εξευτελιστικές τιμές προίκες, κεντητά εσώρουχα, έπιπλα και οικιακά σκεύη, για να βγάλουν μερικά λεφτά να στείλουν στους εκτοπισμένους συγγενείς τους. Ο Τούρκος τσαγκάρης της περιοχής του Μπήτ Παζάρ έλεγε ότι ένας συνάδελφός του, επίσης Τούρκος, μετέφερε στην Άγκυρα 400 ραπτομηχανές Σίγκερ (Singer) κλεμμένες από χριστιανικά σπίτια, για να τις πουλήσει.
Έλληνες και Αρμένιοι, Ορθόδοξοι, Καθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι, μαζί με τους θρησκευτικούς τους ηγέτες, περίπου 9.000 άτομα, εκτοπίστηκαν μόνο στη Χαϊμανά. (Haymana). Μαζί με τους χριστιανούς εκτοπίστηκαν και οι μουσουλμάνοι Ταλάτ Μπέης (Talat Bey) και Κοσμέρ Ιζέτ (Kosmer İzet). Ο Ταλάτ Μπέης εκτοπίστηκε με τη δικαιολογία ότι δώρισε το γραμμόφωνό του σε ένα Άγγλο αξιωματικό, όταν εκείνος έμενε στο Εσκί Σεχήρ!
Από τη Χαϊμανά τους μετακίνησαν στη Σεβάστεια και από εκεί πιο ανατολικά στο Χαρπούτ (Harput) και στο Ελ Αζήρ (El Azir), όπου εφαρμόστηκε το σύστημα εξόντωσης των λευκών σφαγών. Στο δρόμο τους έδιναν για τροφή 100 δράμια αλεύρι που διάλυαν σε λίγο νερό, και το έκαναν ένα είδος χυλού. Παράλληλα τους εξανάγκαζαν να σπουν χαλίκια και να στα στρώνουν στους αμαξωτούς δρόμους.
Άλλος τρόπος εξόντωσης εκτός από τις λευκές σφαγές ήταν όταν πέθαινε κάποιος πάνω στην αγγαρεία, οι Τούρκοι διέδιδαν ότι ενέσκηψε μολυσματική ασθένεια, και τους απομόνωναν στα βουνά, χωρίς τροφή, φρουρούμενοι από τους χωροφύλακες για να μη δραπετεύσουν.
Η παρασημοφόρηση και η προαγωγή των χωροφυλάκων ήταν εξαρτημένες από τον αριθμό των εξοντωμένων. Όποιος δολοφονήσει τους περισσότερους, εκείνος θα παρασημοφορηθεί!!!
Όσο όμως και να προσπάθησαν οι Τούρκοι, το σύστημα αυτό εξόντωσης των χριστιανών έγινε γνωστό στις ευρωπαϊκές εφημερίδες και έγινε μεγάλος πάταγος. Οι εντολές που δόθηκαν τότε από τον Κεμάλ ήταν να τελειώνουν με τους χριστιανούς όσο το δυνατό γρηγορότερα. Σύμφωνα με μαρτυρία του Αχιλλέα Πετρουτσάτου ο οποίος κατόρθωσε να δραπετεύσει και να φτάσει στην Προύσα όπου ζούσε μέχρι το 1922, έστηναν στον τοίχο ανά είκοσι και τους δολοφονούσαν εν ψυχρώ με όπλα «μαρτίνι».
Από τη στρατιωτική διοίκηση του Εσκί Σεχήρ (Δορύλαιο) δόθηκε διαταγή να εκτοπιστούν και οι γέροι και τα παιδιά, που είχαν απομείνει, αλλά η εκτόπιση δεν έγινε επειδή στις 5 Ιούλη του 1921, πρόλαβε και μπήκε στην πόλη ο Ελληνικός στρατός.
Όταν άρχισε η προέλαση του Ελληνικού στρατού, οι Τούρκοι κατείχαν σημαντικές φυσικές στρατηγικές θέσεις. Επειδή όμως δεν κρατούσαν αρκετά τηλεβόλα και πυροβόλα, υποχώρησαν στο Βιλετζήκ. Το Ελληνικό τμήμα που είχε βάση την Προύσα, βρήκε μεγάλη αντίσταση στα χωριά Αχή Νταγή (Ahi Dağı), Γκιουμούς Ντερέ (Gümüş Dere = ασημένιο ρυάκι) και Ποζαρτζήκ (Pozarcık = μικρές στάσεις), αλλά κατόρθωσε μέσα από τα έλη της Πόριας να φτάσει στο Ινονού (İnonü). Εκεί έγινε μάχη κατά την οποία ολόκληρο το σύνταγμα της Χαϊμανάς καταστράφηκε. Καθώς οι Τούρκοι στρατιώτες υποχωρούσαν άτακτα, στήθηκαν πίσω τους μυδραλιοβόλα με αποτέλεσμα να σκοτωθούν χιλιάδες στρατιώτες. Χιλιάδες σφαίρες ντουμ-ντούμ έπεσαν στα χέρια του Ελληνικού στρατού. Μετά απ’ αυτό το ηθικό των Τούρκων είχε διαλυθεί. Το Εσκί Σεχίρ είχε εκκενωθεί από τον Τουρκικό στρατό. Ελληνικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν συνέχεια, προκαλώντας πολλές καταστροφές στην περιοχή. Από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκε η φαρμακαποθήκη που βρισκόταν μέσα σε βαγόνι και σκοτώθηκε ο λοχαγός φαρμακοποιός Μουχεδδήν Μπέης (Muheddin Bey).
Οι Τούρκοι έλεγαν ότι κατέφθασε το Σεϊτάν ασκέρ (Seytan asker = διαβολοστρατός). Είχε δημιουργηθεί πανικός. Οι Τούρκοι είχαν συγκεντρωθεί στη Γαλλική σχολή αλλά σε περίπτωση που έκαναν επίθεση οι Έλληνες, δε θα είχαν τη δυνατότητα να αντισταθούν και να σωθούν, αφού δεν είχαν ξιφολόγχες.
Εν τω μεταξύ στην περιοχή του Τσικούρ Χισάρ (Çikur Hisar) φαίνονταν πολλοί ανιχνευτές. Όλοι περίμεναν μέρα με τη μέρα ότι θα γινόταν η εκκένωση του Πολατλή το οποίο ήταν το σπουδαιότερο κέντρο πολεμοφοδίων του Τουρκικού στρατού. Οι αρχές της Χαϊμανά (Haymana) είχαν διαταχθεί μόλις έμπαινε ο Ελληνικός στρατός στο Εσκί Σεχίρ, να μεταφέρουν τους εκτοπισμένους Έλληνες και Αρμένιους της επαρχίας Βιθυνίας στο Κύρ Σεχίρ και στη Γκιοζκάτη. Ξαφνικά όμως μεταδόθηκε με τηλεγράφημα η οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού. Τότε διαδόθηκε ότι οι Τούρκοι είχαν συλλάβει 30.000 αιχμαλώτους.
Ο κόσμος περίμενε στους δρόμους να τους δει. Όμως, αντί για στρατιώτες είδαν 30 με 40 γέρους και ανάπηρους Έλληνες και Αρμένιους και 10 προύχοντες Έλληνες Κιουπλιώτες που είχαν συλληφθεί από τους εκτοπισθέντες στην περιοχή των Κιουπλιών. Οι αιχμάλωτοι ήταν ελάχιστοι. Όχι ότι δεν είχαν συλλάβει, αλλά τους είχαν σφάξει για να δυναμώσουν το ήδη πεσμένο ηθικό του στρατού τους.
Οι Τούρκοι δεν έθαβαν τους νεκρούς Έλληνες για να «μολυνθεί η ατμόσφαιρα»… Άφησαν τα πτώματα άταφα για δεκαπέντε μέρες. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική. Ο Μουσταφά Πασάς έφτασε για επιθεώρηση των δυνάμεων της περιοχής και αντικρίζοντας το θέαμα των άταφων νεκρών διέταξε να ταφούν άμεσα και πάνω στους λάκκους να ρίξουν μεγάλη ποσότητα ασβέστη.
Όλα τα νοσοκομεία της περιοχής του μετώπου είχαν γεμίσει από τους τραυματίες. Έλληνες και Τούρκους. Το άξιο αναφοράς είναι ότι όλα τα Τουρκικά νοσοκομεία ήταν πολύ καθαρά. Πολλές μουσουλμάνες από τους ντονμέδες είχε ψευτοεκπαιδεύσει η Φατμέ Χανούμη από τη Θεσσαλονίκη, η οποία γνώριζε άπταιστα την Ελληνική, όπως και ο Μουσταφά Κεμάλ, άλλωστε. Αυτή ήταν η γενική διευθύντρια σε όλες τις νοσοκόμες της περιοχής. Αυτή προμήθευε με όλα τα είδη τα νοσοκομεία. Προέτρεπε τις άλλες μουσουλμάνες να προσφέρουν δώρα στους τραυματίες ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους. Οι αρχίατροι αναφερόταν σ΄ αυτή για οτιδήποτε ήθελαν. Αυτή ήταν που εμφανιζόταν στον επιτελάρχη αλλά και στον ίδιο το Μουσταφά Κεμάλ. Ήταν όμως και πονηρή. Επισκεπτόταν πολύ συχνά τους τραυματίες αξιωματικούς υπολογίζουσα πως κάποια μέρα θα της φανούν χρήσιμοι και αποσπούσε έγγραφα ευχαριστήρια. Τη μαρτυρία αυτή έχει δώσει σε έγγραφη αναφορά του ο ταγματάρχης πυροβολικού Νίκος Θεοδώρου.
Κάποια μέρα επισκέφτηκε το νοσοκομείο του Εσκί Σεχίρ ο επιτελάρχης του Δυτικού μετώπου των Κεμαλικών δυνάμεων Ισμέτ Πασάς. Σε μάζωξη των γιατρών και του προσωπικού είπε ότι: «σε λίγες μέρες θα εκδικηθούμε τον εχθρό». Σύστησε δε να τους περιποιηθούν όσο το δυνατό καλύτερα. Περνώντας από τους θαλάμους νοσηλείας, οι οποίοι ήταν μεικτοί και με έλληνες και με τούρκους τραυματίες, ρωτούσε ιδιαίτερα τους Έλληνες αξιωματικούς πώς περνούν. Ένας του είπε ότι δεν έχει χρήματα. «Θα το σκεφτώ» του απάντησε. Την επομένη μέρα έστειλε τον γραμματέα του να καταγράψει τα ονόματα των αξιωματικών εκείνων που δεν είχαν χρήματα. Μετά από δυο μέρες ο γραμματέας του Ισμέτ πασά επέστρεψε και έδωσε μερικά χρήματα σε όσους είχαν γραφτεί στον κατάλογο.
Η πόλη βρίσκεται περίπου τα 65 χλμ. Νοτιοδυτικά από το Εσκή Σεχίρ και 300 χλμ. από την Άγκυρα, στις παρυφές του όρους Πουρσούκ Νταγ (Parsuk Dağ) και σε υψόμετρο περίπου τα 950 μ.
Το Κοτύαιον, πατρίδα του Αισώπου, περιβάλλεται από διπλό παλαιό τείχος με πύργους, κοντά δε αυτού υφίσταται βυζαντινό φρούριο που δέσποζε της πεδιάδας. Λόγω της θέσης της που αποτελούσε διασταύρωση πολλών αρχαίων σημαντικών οδών η Κιουτάχεια έπαιξε σημαντικό ιστορικό ρόλο από την αρχαιότητα μέχρι και το 1922, ειδικότερα για τους Έλληνες.
Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, στις 3 Ιούλη του 1921 έγινε μεταξύ ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων η μάχη του Κοτυαίου η οποία και κατέληξε στην απελευθέρωσή του από την ελληνική Στρατιά.
Λίγες ημέρες μετά, στις 15 Ιούλη, συνήλθε εδώ το ελληνικό πολεμικό συμβούλιο (Σύσκεψη της Κιουτάχειας) το οποίο και αποφάσισε την καταδρομική προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς την Άγκυρα.
Η πόλη της Κιουτάχειας είχε πληθυσμό 30.000 κατοίκους από τους οποίους 8.000 ήταν Ορθόδοξοι Έλληνες, 3.000 Ορθόδοξοι Αρμένιοι, 1.000 Έλληνες Καθολικοί και 18.000 Τούρκοι.
Κύρια προϊόντα της Κιουτάχειας ήταν γεωργικά όπως σιτηρά, δημητριακά, φρούτα και ιδίως ζαχαρότευτλα. Περίφημα όμως ήταν τα βιοτεχνικά προϊόντα αγγειοπλαστικής και κεραμικής τέχνης που είχαν ξεκινήσει εκεί οι εγκατεστημένοι Έλληνες και την οποία τέχνη μετέφεραν στη συνέχεια στην Ελλάδα. Από εκείνα τα πολύχρωμα κεραμικά στολίζονταν τα τζαμιά και τα ανάκτορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επίσης κοντά στη πόλη υπάρχουν ακόμα τα ορυχεία εξόρυξης λιγνίτη.
Στην περιοχή δρούσε αποκομμένα από την 61η Τουρκική μεραρχία, η συμμορία τσετών του Ισμαήλ Χακή Μπέη (Ismail Haki Bey), ο οποίος ήταν αιμοβόρος Αλβανός λοχαγός.
Με την άφιξή του στην Κιουτάχεια, εφάρμωσε εξοντοτικό σχέδιο κατά των Ελλήνων και των αντικεμαλικών Τούρκων της πόλης. Αμέσως, επισκέφτηκε τις φυλακές. Εκεί, συνάντησε ένα Αρμένιο οδοντίατρο από την Έφεσο, ο οποίος είχε αθωωθεί από τις κατηγορίες που του είχαν επισυνάψει. Εκείνη τη στιγμή απολυόταν. Ο Ισμαήλ Χακκή Μπέης διάταξε να απαγχονιστεί και η διαταγή εκτελέστηκε αμέσως. Την επόμενη μέρα άρχισε ο αφοπλισμός του πληθυσμού. Επειδή στο σπίτι ενός Έλληνα βρέθηκε ένα αρχαίο κειμήλιο (μαχαίρι στολισμένο με πολλούς πολύτιμους λίθους), διάταξε τον άμεσο απαγχονισμό του. Ο Αλβανός αυτός λοχαγός ήταν μέθυσος και σπάνια τον συναντούσε κανένας ξεμέθυστο. Απαγχόνισε ακόμα και τον προμηθευτή καυσόξυλων του Κεμάλ, τον Αρμένιο Κιρακίν.
Ο Ισμαήλ απαγχόνισε στην Κιουτάχεια πάνω από 200, τους περισσότερους Τούρκους. Στην Κιουτάχεια, δίπλα στη γέφυρα του Σοπράν (Sopran Küprüsü) σφάχτηκαν, κομματιάστηκαν με πέλεκυ και κατόπιν κρεμάστηκαν σε δέντρα τα πτώματα των Αναστάσιου Γιαπιτζήογλου, Μιχαήλ Τσοπάνογλου και Γεώργιου Χαδήρογλου. Ο δικηγόρος Αναστάσς Εφένδης Συμεωνίδη, ένας από τους προύχοντες και δημογέροντες της πόλης, μαζί με τον Καραγιαννάκο Παπαδόπουλο και κάποιο Αλέκο, αμαξιλάτη, εξαναγκάστηκαν να πάει σε διάφορα Τουρκικά χωριά να προμηθευτούν όπλα «μάουζερ» για τους τσέτες. Στο δρόμο, τον λήστεψαν και τον κατακρεούργησαν. Οι τσέτες προσποιούμενοι τους ανίδεους, επειδή αργούσαν να γυρίσουν με τα όπλα, υποτίθεται ότι ανησύχησαν και έστειλαν τον Παϊσιο Χριστοφορίση να τους βρει. Τους βρήκε κατακρεουργημένους και το ανάφερε στον Ισμαήλ Χακκή, ο οποίος διάταξε αμέσως το πρωτοπαλίκαρό του Μουσταφά Τσαούς να πάει να τους θάψει κάπου αλλού ώστε να μη βρεθούν και να διαψευστεί ο Παϊσιος Χριστοφορίδης, για να βρει αιτία να τον δολοφονήσει. Έστειλε αμέσως τον Μουσταφά Τσαούς με εντολή να εξαφανίσει τα πτώματα για να μη βρεθούν. Όμως ένα τουρκόπουλο έβλεπε τη σκηνή ανεβασμένο από ένα δέντρο και το ανέφερε στη γιαγιά του η οποία βλέποντας τον Τσαούς να περνά από το Οβάκιοϊ, φώναζε στις άλλες γυναίκες: «Σκοτώνουν τους τσορμπατζήδες μας αυτοί οι άτιμοι. Τι καθόμαστε;» Και όρμησε καταπάνω του να τον κατασπαράξει με τα χέρια της, αλλά εκτελέστηκε επί τόπου από τους τσέτες. Έπειτα οι έφιπποι τσέτες μετέφεραν τα πτώματα και τα έθαψαν σε μια απόκρημνη χαράδρα στην Τσατάλτσα. Απείλησαν τους χωρικούς να μη μιλήσουν, αλλά μεταδόθηκε στην Κιουτάχεια. Οι δημογέροντες ζήτησαν να μεταφέρουν τα πτώματα να ταφούν στην Κιουτάχεια. Ο Ισμαήλ Χακκή δεν έδωσε άδεια και ξανάστειλε το Μουσταφά Τσαούς να θάψει σε άλλο σημείο τους δολοφονημένους. Όμως και πάλι κάποιοι Τούρκοι τους είδαν και ειδοποίησαν τους δημογέροντες για το δεύτερο σημείο ταφής. Έτσι έγινε μεταφορά τους και κανονική ταφή στην Κιουτάχεια.
Για την αγριάδα των Τσετών του Ισμαήλ Χακκή, γράφτηκε το παρακάτω τραγούδι:
«Με γεια και χαρά απ’ το σπίτι ξεκινήσαμε
Χάλασε ο κόσμος στην Τσάμλιτσα σαν φθάσαμε.
Τη μαύρη είδηση σαν ενέχυρο σας τη στείλαμε
Λιανίζοντας το κορμί μου, Τσαούς, μη με τυραννείς.
Ποτάμι τρέχει το αίμα μου, σκύψε λίγο να δεις.
Στο σπίτι ορφανά με περιμένουν ολημερίς…»
Αρκετοί Έλληνες και Αρμένιοι μεταμφιεσμένοι σε Τούρκους χωρικούς ξεφεύγοντες από την Κιουτάχεια και καθ΄οδόν για Προύσα, στην περιοχή Αχή Δαγί (Ahı Dağı), συνελήφθησαν από τον τσέτη Κιούμελε (Kümele) και σφάχτηκαν όλοι.
Οι χριστιανοί κάτοικοι της Κιουτάχειας παραθέριζαν στα θερμά της Ίλιτζας (İlıca). Οι τσέτες άρπαξαν βίαια 3.000 σκηνές από τα σπίτια και στρατιωτικές στολές για εφοδιασμό του συντάγματος των 3.000 βασιβουζούκων της περιοχής.
Οι τσέτες επίσης άρπαξαν 130.000 λίρες και όσα χρήματα υπήρχαν στα θησαυροφυλάκια της Οθωμανικής Τράπεζας.
Η Φραγκιολεβαντίνικη κοινότητα της Σμύρνης έχει έγγραφο στα Ελληνικά με ιδιόχειρη υπογραφή του Ισμαήλ Χακκή Μπέη που αναφέρει τα εξής: «Εγώ αναχωρώ δια περιοδίαν. Το εκ έξι χιλιάδων πατριωτικόν χρέος σου να το δώσεις στον αντικαταστάτην μου Ναρσέτ Μπέην εν εναντία δε περιπτώσει και αρνηθής να πληρώσης, εκτός της ποινής που θα επιβάλη ο Ναρσέτ Μπέης εις σε, σκέψου και τας ποινάς τας οποίας θα επιβάλω εγώ εις σε και εις όλην την οικογένειάν σου.»
Αφού άρπαξαν τις περιουσίες τους, τους ανάγκαζαν να κουβαλήσουν τα κατάστιχά τους στην Εφορία (vergi dairesi /βεργκί Νταϊρεσί), όπου τους φορολογούσαν ανάλογα με τα εισοδήματα που ήταν καταγεγραμμένα σ’ αυτά.
Αφού είσπραξαν τους φόρους που επέβαλαν, τους συνέλαβαν όλους τους άντρες, και με πεζοπορία τους οδήγησαν στο Κιρσεχήρ (Kırşehir), την παλιά Μωκισσό της Καππαδοκίας. Τους τυφλούς, τους παράλυτους και τους γέρους τους οδήγησαν στις φυλακές του Εσκί Σεχήρ. Στις 14 Σεπτέμβρη του 1920 τους πήγαν στο Χαϊμανά (Haymana) της Κεντρικής Ανατολίας, 72 χιλιόμετρα νότια της Άγκυρας και από εκεί στη Σεβάστεια (Sivas) και στο Ελ Αζίλ (El Azil).
Οι Αρμένοι κάτοικοι της Κιουτάχειας δεν είχαν εκτοπιστεί κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου της γενοκτονίας (Ευρωπαϊκός πόλεμος),όπως και πολλών άλλων πόλεων και χωριών, επειδή αντέδρασε ο τότε διοικητής και πολλοί προύχοντες Τούρκοι.
Η κεντρική κυβέρνηση έδινε τις διαταγές για τους εκτοπισμούς αλλά με τον όρο να συγκροτούνταν μυστικό συμβούλιο υπό την προεδρία του διοικητή, με συμμετοχή των πρόκριτων Τούρκων και αν η πλειοψηφία αποφάσιζε τον εκτοπισμό, τότε συντάσσονταν επικυρωμένο πρακτικό το οποίο στέλνονταν στην κεντρική κυβέρνηση. Τέτοιο όμως έγγραφο, είχαν αρνηθεί να υπογράψουν οι Τούρκοι της Κιουτάχειας.
Στις 10 Μάη του 1921 ο μουχτάρης του Εσκί Σεχίρ ειδοποιήθηκε να ενεργήσει άμεσα ώστε οι Ελληνοοθωμανοί της περιφέρειάς του να υπογράψουν κείμενο στο οποίο να αναφέρουν ότι αποκηρύσσουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης σαν δήθεν συνεργαζόμενο με την εχθρική προς την Τουρκία Ελληνική κυβέρνηση.
Ο μουχτάρης ανάγκασε τους ανάπηρους που είχαν σταλεί πίσω με ιατρικές γνωματεύσεις από τη Χαϊμανά και τους γέρους που είχαν απομείνει στην Εζίνη. Μαζί μ’ αυτούς υπόγραψε και ο αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Άγκυρας Ιωάννης Βουδούρης, ο οποίος εξαγοράστηκε με 5.000 λίρες που χορήγησε γι αυτό το σκοπό η κοινότητα Δορυλαίου, σαν αντιπρόσωποι των εκκλησιαστικών περιοχών Νίκαιας, Νικομήδειας και Άγκυρας.
Αφού συντάχτηκε το έγγραφο της αποκήρυξης του πατριαρχείου, τυπώθηκε σε πολύγραφο και ρίχτηκε στη ζώνη κατοχής των Ελληνικών στρατευμάτων.
Το ίδιο έγγραφο κατατέθηκε στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας και ψηφίστηκε το νομοσχέδιο που είχε ήδη ετοιμαστεί και κατατεθεί για ίδρυση Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου στην Καισαρεία (Kayseri) της Καππαδοκίας. Παράλληλα, εννοείται ότι το νομοσχέδιο καταργούσε όλα τα προνόμια που απολάμβαναν οι Ελληνο-οθωμανοί.
Ο Κεμάλ ειδικάμετά την εκλογή στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης του Μελέτιου Μεταξάκη, στα τέλη του 1921, προχώρησε τάχιστα στην ίδρυση για να εξαπατηθεί η δημόσια Ευρωπαϊκή γνώμη, σχετικά με τις σφαγές και τις εκτοπίσεις των χριστιανών σε όλη την περιφέρεια που έλεγχε η Κεμαλική διοίκηση.
Η χριστιανική κοινότητα του Αράπισον συγκέντρωσε 600 λίρες και τις πρόσφερε για την οργάνωση του πατριαρχείου.
Πατριάρχη διόρισαν τον παπά–Ευθύμιο Καραχισαρίδη (papa-Eftim Α’ 1884-1968), ποντιακής καταγωγής, προσωπικό φίλο του Κεμάλ, εφημέριο της κοινότητας του Κεσκηνμαντέν (Keskinmaden) της υποδιοίκησης Άγκυρας, ο οποίος περιφερόταν στα 6 χωριά που αποτελούσαν τις ενορίες του πατριαρχείου του και καλούσε τους κατοίκους να υπογράψουν κείμενα ότι δε θα δεχτούν να υπογραφή ειρήνη μέχρι να φύγει ο εχθρός (ο Ελληνικός στρατός) από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Τα κείμενα αυτά τα έστελνε στην Ευρώπη λέγοντας ότι δήθεν εκδήλωναν την επιθυμία του χριστιανικού πληθυσμού της Τουρκίας.
Δεδομένου ότι ο παπά-Ευθύμ ήταν τουρκόφωνος, γνωρίζοντας μόνο λίγα Ελληνικά, άλλαξε και το εκκλησιαστικό τελετουργικό στις 6 ενορίες που έλεγχε από τα Ελληνικά στα Τουρκικά.
Με την κατάρρευση του μετώπου το τουρκορθόδοξο κίνημα χάνει τη σημασία του. Αν και στη διάσκεψη της Λοζάνης υπήρξαν σημάδια που έδειχναν ότι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της ενδοχώρας θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή, τελικά συμπεριλήφθηκαν και αυτοί. Με την ανταλλαγή το εγχείρημα της τουρκορθόδοξης Εκκλησίας χάνει ουσιαστικά το δυνάμει ποίμνιό της. Ο παπα-Ευθύμ και κάποιοι στενοί του συνεργάτες εξαιρούνται από την ανταλλαγή με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Μετά την ανταλλαγή ο παπα-Ευθύμ δραστηριοποιείται στην Κωνσταντινούπολη και προσπαθεί να ελέγξει τη ρωμαίικη κοινότητα και το Πατριαρχείο. Η αναστάτωση που επικρατεί στο Φανάρι μετά την ελληνική ήττα ευνοεί αυτή την προσπάθεια.
Η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν είχε αναγνωρίσει την εκλογή του Μελετίου στον πατριαρχικό θρόνο. Έτσι αμέσως μετά την ελληνική ήττα τίθεται το θέμα της παραίτησής του. Εναντίον του Μελετίου τάσσονται και μέλη της Ελληνικής κοινότητας, με κύριο το Δαμιανό Δαμιανίδη, επίτροπο στην κοινότητα του Γαλατά. Ο Δαμιανίδης ήταν βασιλικός, δηλαδή τασσόταν κατά της βενιζελικής παράταξης, της οποίας βασικός εκπρόσωπος στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Πατριάρχης Μελέτιος. Στις 1 Ιανουαρίου 1923 πρωτοστάτησε σε μια διαδήλωση κατά του Πατριάρχη. Το πλήθος ζήτησε την άμεση εκθρόνιση του Μελετίου και ξυλοκόπησε τον Πατριάρχη. Φαίνεται ότι ο παπά-Ευθύμ ήταν σε επαφή με το Δαμιανίδη και η όλη υπόθεση αποτελούσε μια προσπάθεια εξάπλωσης του εγχειρήματος του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.
Ο παπά-Ευθύμ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 21 Σεπτεμβρίου. Συναντήθηκε με τον τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου στις 26 του ίδιου μήνα και ζήτησε την απόσυρση του Μελετίου και την εκλογή ενός νέου πατριάρχη αρεστού στην Άγκυρα.
Φαίνεται πως ο Ευθύμ προσπαθούσε να συγκροτήσει επαφές με τις καραμανλίδικες κοινότητες στην Κωνσταντινούπολη, όπως στα Ψαμαθιά και στο Κουμκαπί. Η τουρκική εφημερίδα Akşam στις 18 Σεπτεμβρίου ανακοίνωσε ότι πολλοί Ρωμιοί της πόλης έστειλαν μια επιστολή στον παπα-Ευθύμ με την οποία εξέφραζαν την αντίθεσή τους στο Μελέτιο και ότι ήθελαν στη θέση του να έχουν πατριάρχη τον Ευθύμ. Βλ. “İstanbul Rumları”, Akşam, 18 Σεπτέμβρη 1338/1922.
Ενώ στην αρχή το Πατριαρχείο δέχτηκε να συνδιαλλαγεί με τον Ευθύμ, άλλαξε στάση υποστηρίζοντας ότι αυτός δεν έχει καμία επίσημη αποστολή και στις 28 Σεπτεμβρίου διάκοψε κάθε επαφή μαζί του. Στις 2 Οκτωβρίου ο Ευθύμ συνοδευόμενος από τους υποστηρικτές του, αλλά και από την τουρκική αστυνομία, κατέλαβε το Πατριαρχείο και διάταξε την Ιερά Σύνοδο να εκθρονίσει το Μελέτιο. Αυτή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του και 6 μέλη της, των οποίων οι μητροπόλεις βρίσκονται εκτός των συνόρων της Τουρκίας, διαγράφτηκαν. Ο Ευθύμ διορίζει νέα μέλη στην Ιερά Σύνοδο και επέστρεψε στην Άγκυρα σαν εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όμως η κυβέρνηση δε δέχτηκε τον Ευθύμ ως αντιπρόσωπο του Φαναρίου με το σκεπτικό ότι αφού το Πατριαρχείο είναι θρησκευτικός θεσμός δεν υπήρχε λόγος να έχει επίσημο αντιπρόσωπο στην Άγκυρα. Στις 6 Δεκεμβρίου 1923 ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Γρηγόριος εκλέχτηκε Πατριάρχης, παρά την αντίθεση του πάπα-Ευθύμ που υποστήριξε πως ο Γρηγόριος είναι όργανο του ελληνικού κράτους. Έτσι ο Ευθύμ στις 7 Δεκεμβρίου καταλαμβάνει ακόμα μία φορά το Πατριαρχείο και ανακοινώνει ότι θα παραμείνει στο Φανάρι έως ότου διεξαχθούν νέες εκλογές. Όμως δύο ημέρες αργότερα η αστυνομία εκκενώνει το Φανάρι από τους ευθυμικούς. Φαίνεται ότι οι κινήσεις του θεωρήθηκαν επικίνδυνες από την κυβέρνηση. Αμέσως μετά η Άγκυρα αναγνωρίζει την εκλογή του Γρηγορίου.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1924, ο Ευθύμ καταλαμβάνει την εκκλησία της Παναγίας της Καφατιανής στο Γαλατά και εκεί μεταφέρει το Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις 19 Φλεβάρη καθαιρέθηκε από την Εκκλησία. Ο Ευθύμ κατέλαβε επίσης και την εκκλησία Σωτήρος Χριστού στο Γαλατά, το 1926, και αμέσως μετά αφορίστηκε. Τον Απρίλιο 1928 στις κοινοτικές εκλογές της εφορείας του Πέραν, ο παπα-Ευθύμ πέτυχε να εκλεγούν και δύο δικοί του με την εμπλοκή και των τουρκικών Αρχών.
Μεταξύ του 1923 και 1924 το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρέμενε αβέβαιο, ενώ υπήρχαν πιθανότητες να πάρει μορφή παρόμοια με του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου. Η αλλαγή όμως πλεύσης της Άγκυρας στο θέμα αυτό απέκλεισε τελικά το συγκεκριμένο ενδεχόμενο. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας, και ειδικά με την υπογραφή των ελληνοτουρκικών συμφωνιών το 1930, οι σχέσεις των δύο χωρών μπαίνουν σε μια σχετικά καλύτερη πορεία. Η νέα κατάσταση βοηθά το Πατριαρχείο να λειτουργήσει κάτω από πιο ευνοϊκές συνθήκες. Στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ο Ευθύμ χάνει σιγά σιγά την ελευθερία δράσης που είχε αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπορούμε να πούμε ότι ξεκινώντας από αυτή την περίοδο η δράση του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η «τουρκορθόδοξη Εκκλησία» θα αποτελεί πια ένα όργανο της επίσημης τουρκικής πολιτικής που θα χρησιμοποιείται ενίοτε κατά του Πατριαρχείου.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, παρά τις καλές ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Ευθύμ συνεχίζει τη δράση του. Πρωτοστατεί στην ίδρυση του «Κοσμικού Οργανισμού των Χριστιανών Τούρκων». Ο οργανισμός αυτός ιδρύεται το 1935 από Αρμένιους και Ρωμιούς (κυρίως Ευθυμικούς), με σκοπό τον εκτουρκισμό και την πλήρη ενσωμάτωση των μειονοτικών κοινοτήτων στην τουρκική κοινωνία.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 γίνεται μια προσπάθεια ανανέωσης του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου με «εξαγωγή» ποιμνίου. Ένας από τους πατέρες του τουρκικού εθνικισμού, ο Hamdullah Suphi, όταν γίνεται πρέσβης στο Βουκουρέστι το 1931, προσπαθεί να πείσει τους τουρκόφωνους ορθόδοξους της Βεσσαραβίας, τους Γκαγκαούζους, να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Ο γιος του Ευθύμ Τουργκούτ (Γεώργιος) Ερενέρολ ισχυρίζεται ότι ο Σουπχί (Suphi) είχε υποσχεθεί στον πατέρα του να του φέρει ένα ποίμνιο 250.000 ατόμων από τους Γκαγκαούζους. Όμως η έναρξη του πολέμου δεν επέτρεψε την υλοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου και η πλειονότητα των 70 χριστιανών Γκαγκαούζων φοιτητών που μετανάστευσαν στην Τουρκία το 1935, ασπάστηκαν το Ισλάμ.
Το 1938 η διεύθυνση των μειονοτικών βακουφίων ανατίθεται σε ειδικούς επιτρόπους που τους διορίζει η ίδια η Γενική Διεύθυνση Βακουφιών, καταστρατηγώντας έτσι τα περιθώρια αυτοδιαχείρισης των κοινοτήτων. Έτσι ο συνεργάτης του παπα-Ευθύμ, ο Ισταμάτ (Σταμάτης) Ζιχνί Οζνταμάρ (Istamat Zihni Ozdamar), έγινε διοικητής στα Ρωμαίϊκα ιδρύματα στο Βαλουκλή (Balıklı) όπου και παρέμεινε σ’ αυτό το πόστο μέχρι το 1946.
Το 1949 μετά την εκλογή του Αθηναγόρα σαν Οικουμενικού Πατριάρχη και την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, ο παπά-Ευθύμ στέλνει στο νέο Πατριάρχη συγχαρητήριο μήνυμα και ανακοινώνει ότι θα τον αναγνωρίζει ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή.
Το τηλεγράφημα αυτό δείχνει πως στο πλαίσιο των βελτιωμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων των απαρχών του Ψυχρού Πολέμου ο παπα-Ευθύμ έχει χάσει κάθε ελπίδα για διεκδικήσεις σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο παπά- Ευθύμ Καραχισαρίσης πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1968. Στην αρχή το Πατριαρχείο αρνήθηκε να ενταφιαστεί ο παπά-Ευθύμ στο ορθόδοξο νεκροταφείο της Θείας Μεταμόρφωσης, στο Σισλί της Κωνσταντινούπολης, αλλά έπειτα από πολλές πιέσεις ανώτατων πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών, τόσο από την Κωνσταντινούπολη όσο και από την Άγκυρα, συναίνεσε.
Στο μνήμα του αποσχηματισμένου «παπά-Ευθύμ» έχει λαξευτεί μια φράση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ: «Ο πάτερ Ευθύμ έχει προσφέρει στη χώρα μας όσο ένας στρατός». «Baba Eftim bu memlekete bir ordu kadar hizmet etmiştir».
* * * * * * * * *
Κλείνοντας την αναφορά στις εκτοπίσεις των χριστιανικών πληθυσμών της καθ’ ημάς Ανατολής, νομίζω ότι είναι απαραίτητο, και για την πλήρη κατανόηση των όσων προηγήθηκαν, για να μη θεωρήσει κάποιος ότι έτσι απλά, ένα πρωϊ, οι άτακτοι ληστοσυμμορίτες (çete=ληστοσυμμορίτης), συνεπικουρούμενοι και βοηθούμενοι, διότι έτσι τους βόλευε, από τον τακτικό στρατό του Κεμάλ, έμπαιναν στα Ελληνικά χωριά και στις πόλεις και κατέσφαζαν τον κόσμο. Τούτο άλλωστε προσπάθησαν να ισχυριστούν αργότερα οι Τούρκοι, μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Όμως από τη σειρά των γεγονότων, πανομοιότυπη σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο όπως περιγράφτηκε στις προηγούμενες αναφορές ήταν: Πρώτα μπαίνουν οι Τσέτες, κατασφάζουν και λεηλατούν τα “χοντρά”, μετά οι φτωχοί Τούρκοι και λεηλατούν “τα απομεινάρια” από τα σπίτια και κατόπιν ο τακτικός στρατός. Οι άτακτοι, σαν ομάδες ληστρικού χαρακτήρα προϋπήρχαν του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ και δρούσαν αυτόνομα απέναντι στην κυβέρνηση της Κων/πολης. Μετά την δημιουργία και την επικράτηση του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ, μεγάλη επιτυχία του ήταν η συνένωση και επικράτησή του στις διάφορες αυτές ομάδες οι οποίες ωστόσοήταν πολύ ισχυρές. Δεν τις δημιούργησε ο ίδιος. Όμως, λατρευόταν από τον στρατό εκείνο των τακτικών και των ατάκτων τσετών και ο λόγος του ήταν γι αυτούς νόμος.
Μερικά χρόνια πριν από τη Μικρασιατική εκστρατεία, στις 12 Ιούνη 1914 και πάντως πριν από τη γενοκτονία των Αρμενίων η οποία ξεκίνησε στις 24 Απρίλη 1915, με βάση παλαιότερο σχέδιο του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμήτ (1894-1896) για την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής επικράτειας (Αρμένιων, Ελλήνων και Ασσυρίων Νεστοριανών, οι ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινούπολης από την περιοχή της Μικράς Ασίας, απάντησαν σε σχετικό αίτημα των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη για να τους ενημερώσουν σχετικά με την κατάσταση των Χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής τους.
Η απαντητική επιστολή των πέντε μητροπιλιτών της Μικράς Ασίας:Εφέσου, Σμύρνης, Φιλαδελφείας, Κρήτης και Ηλιούπολης ήταν η παρακάτω:
«Οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται Εφέσου, Σμύρνης, Φιλαδελφείας, Κρήνης, Ηλιουπόλεως, συμμορφούμενοι προς εκφρασθείσαν επιθυμίαν των κυρίων αντιπροσώπων των εν Κωνσταντινουπόλει Πρεσβειών των Μεγάλων Δυνάμεων, λαμβάνουν την τιμήν να εκθέσουν τας σκέψεις αυτών επί της σημερινής καταστάσεως, ήτις προυκάλεσε την αποστολήν αυτών εις το βιλαέτιόν μας.
Το έργον της εξοντώσεως του Χριστιανικού στοιχείου δεν είναι νέον και δεν αποτελέι γεγονός μεμονωμένον και τυχαίον.
Φαίνεται ότι είναι η προτελευταία φάσις, (η τελευταία ίσως μας επιφυλάσσεται υπό τον τύπον γενικής σφαγής ως η των Αρμενίων), του μίσους και του φανατισμού των Μουσουλμάνων μέχρι παροξυσμού, εξαρθέντος παρά του σωβινιστικού Τουρκικού τύπου, συμβουλεύοντος συνεχώς δια φλογερών άρθρων την εξόντωσιν των Χριστιανών, και της οποίας η πρώτη των εκδήλωσις είναι το μποϊκοτάζ, καθιστάμενον από ημέρας εις ημέραν σφοδρώτερον και οι μεμονωμένοι φόνοι, οίτινες ενσπείρουν τον πανικόν.
Του μεγάλου έργου της εξοντώσεως των Χριστιανών προηγήθη η απόλυσις των παρά τη Οθωμανική Κυβερνήσει, ή εις τας διαφόρους Οθωμανικάς υπηρεσίας Ελλήνων υπαλλήλων, ο εξοπλισμός των Τούρκων χωρικών ιδίως των κατοικούντων εις τα παράλια, ο αφοπλισμός εξ άλλου όλων των Χριστιανών των οποίων αφηρέθηκαι το κυνηγετικόν όπλον ακόμη, η καταπίεσις των προυχόντων του βιλαετίου Προύσης και Αϊδινίου, η απέλασις των Ελλήνων προυχόντων Σμύρνης, ο διορισμός εις θέσεις εμπιστευτικάς φανατικών πρακτόρων επί των οποίων υπάρχει απόλυτος εμπιστοσύνη δια την εκτέλεσιν του καταστρωθέντος σχεδίου.
Προς πραγματοποίησιν του σχεδίου τούτου μυστικαί οργανώσεις ειργάσθησαν υπό την επαγρύπνησιν, την διεύθυνσιν και την προστασίαν των κυβερνητικών οργάνων αποτελεσματικώτατα.
Όλα τα γεγονότα, τα οποία λεπτομερώς θα εκθέσωμεν και τα οποία συνίστανται εις διωγμούς μετά κλοπών, φόνων και λεηλασιών, δεν πρέπει να θεωρηθούν ως γεγονότα μεμονωμένα και τυχαία. Απ” εναντίας αποτελούσι σειράν γεγονότων, εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένων και μετά ταχύτητος εκτελεσθέντων προς πραγματοποίησιν προγράμματος ωρισμένου και εκ των προτέρων συνταχθέντος. Παντού πράγματι τα μέσα και ο τρόπος της εκτελέσεως ομοιάζουν. Πας όστις παρέστη εις μίαν των τρομερών αυτών σκηνών, αίτινες εξετυλίχθησαν εις τα φιλήσυχα μέρη όπου το Ελληνικόν στοιχείον υπερείχε, δύναται να σχηματίση ιδέαν ακριβή των διαπραχθέντων και εις τας άλλας πόλεις και τα χωρία της Ανατολής. Εξαίρεσιν απετέλεσαν αι πόλεις και τα χωρία άτινα αμυνόμενα υπέρ βωμών και εστιών αντετάχθησαν κατά των επιδρομέων. Τα χωρία ταύτα ως το Σερέ-κιοϊ, Γκερέ-κιοϊ, Σουλουτζούν και ολόκληρος η περιφέρεια της αρχαίας και νέας Φωκαίας κατεστράφησαν τελείως και επυρπολήθησαν.
Ιδού άλλως τε το σύστημα της δράσεως των Μουσουλμάνων. Ο Καϊμακάμης και ο Αρχηγός της Χωροφυλακής καλούν τους Δημογέροντας και τους προύχοντας του τόπου και τους συνιστούν ν” αναχωρήσουν διότι δεν είναι πλέον ανεκτοί. Ούτως ενήργησεν ο Καϊμακάμης Περγάμου Αρήφ Χιαμπή Βέης, ο Καϊμακάμης Αδραμυττίου, ο Καϊμακάμης Καράβουρνου, ο Μουδίρης του Μοντόβου, ο Αρχηγός της μυστικής οργανώσεως του Τσεσμέ Καραμπίνας Ζαδέ Αλή Βέης, ο Αρχηγός της Χωροφυλακής και ο Λιμενάρχης, ο Δήμαρχος, ο Δημοτικός Ιατρός Σαΐμ Βέης και ο άλλοτε Μουφτής Σερί Βέης της αρχαίας Φώκαιας, ο Διοικητής της Χωροφυλακής Μαινεμένης Ταλάτ Βέης και όλοι οι κυβερνητικοί υπάλληλοι των ανωτέρω Διαμερισμάτων. Μετά ταύτα άοπλοι ορδαί βασιβουζούκων και βαρβάρων ζεϊμπέκηδων ώρμησαν κατά των Χριστιανικών χωρίων, ελκυόμενοι εκ της ελπίδας πλουσίας λείας και διήρπασαν τας περιουσίας των Χριστιανών, τας οποίας θεωρούν ως εθνικήν περιουσίαν, διότι οι διοργανωταί των διωγμών έχουν από πολλού διδάξη τους επιδρομείς αυτούς ότι αι περιουσίαι των Χριστιανών ήσαν ιδία αυτών κληρονομία, οίτινες δεν έπρεπε πλέον να είναι ανεκτοί παρά των Μουσουλμάνων.
Δύναται πας τις να φαντασθή κατόπιν των ανωτέρω πώς το σχέδιον αυτό από πολλού ωρίμασεν, καταχθονίως εξετελέσθη και ο μόνος σκοπός ήτο η εξόντωσις των Χριστιανών.
Ουαί εις τους Χριστιανούς, οίτινες δεν υπεχώρουν αμέσως εις τα τρομακτικά μέτρα της Χωροφυλακής και των κυβερνητικών υπαλλήλων.
Την ιδίαν νύκτα αρχίζουν πέριξ του χωρίου οι πυροβολισμοί, κλοπαί, απαγωγαί χωρικών, φόνοι μεμονωμένοι, καταστροφαί δια πυρός των αγροτικών οικιών. Εάν οι Έλληνες χωρικοί, οι δια τοιούτων μεθόδων τρομοκρατούμενοι, εκδηλώσουν την επιθυμίαν όπως μεταναστεύσωσι, τους ληστεύουν και τους αφαιρούν παν ό,τι έχουν, κατόπιν δε τους εκδιώκουν στερουμένους των πάντων. Εάν επιμείνουν υπερασπίζοντες τας εστίας των, τας πόλεις των, τους βωμούς των, αι ένοπλοι ορδαί κατέρχονται εκ των πέριξ ορέων εις ωρισμένην ημέραν και ώραν υπακούοντες εις δοθείσας διαταγάς, εισβάλουν εις την πόλιν ή το χωρίον, το οποίον έχει προγραφή και το πολιορκούν. Εάν τα χωρία απαντήσουν εις τους πυροβολισμούς αι αυταί ορδαί οδηγούμεναι παρ” αξιωματικών, χωροφυλάκων ή αγροφυλάκων και αποστράτων αξιωματικών ορμούν ως τακτικός στρατός προς καταστροφήν των χωρίων. Και τότε θρηνούμεν θύματα μεγάλων σφαγών και τρομερών καταστροφών, ως ήδη εγένετο εν Σερέ-κιοϊ και Γκερέ-κιοϊ και εις όλην την περιφέρειαν Φωκαίας. Δι” όλους αυτούς τους λόγους η ανωφελής παρουσία αυτών υπήρξεν απεναντίας αφορμή επιδεινώσεως της καταστάσεως.
Πράγματι, εάν οι υπάλληλοι αυτοί μεταβάντες εις τας ερημωθείσας χώρας, ως η πόλις του Αδραμυττίου και αι επαρχίαι της Περγάμου, Φωκαίας, Τσεσμέ και Καραμπουρνού, ετηλεγράφησαν εκείθεν, ότι αποκατέστη πλήρης τάξις, αλλά τούτο διότι Χριστιανικοί πληθυσμοί δεν υπάρχουν εις τα μέρη ταύτα προς εξόντωσιν, καθ” ότι οι τελευταίοι ούτοι εξεδιώχθησαν ή απεγυμνώθησαν.
Προς συμπλήρωσιν της καταστροφής αποστέλλουν οι ίδιοι εις τας εκκενωθείσας πόλεις και χώρας μουατζήριδες (μετανάστας) εκ του εσωτερικού προς εποικισμόν.
Πράγμα το οποίον αποδεικνύει ότι εννοούν να επωφεληθούν των καρπών της λεηλασίας και καταστροφής, ην προυκάλεσαν. Η επίσκεψίς των εις μέρη μη καταστραφέντα ως το Τζιρίχ, Μπαϊνδίρ, κλπ. έσχεν ως αποτέλεσμα, ως αγγέλουν αι εκείθεν ειδήσεις, την απότομον επιδείνωσιν της καταστάσεως.
Δια να μην αναφέρωμεν άλλα γεγονότα παραθέτομεν το εξής επίσημον τηλεγράφημα της Κοινότητος των Θείρων , ληφθέν σήμερον:
«Από της αφίξεως του Γενικού Διοικητού το μποϊκοτάζ κατέστη σφοδρότερον. Η αγορά έκλεισεν. Αι καπνοφυτείαι και οι αγροί εγκατελείφθησαν. Οι καλλιεργηταί φοβούνται να μεταβούν εις τας εργασίας των. Οι πληθυσμοί ζητούν να μεταναστεύσουν. Η Κυβέρνησις εμποδίζει. Ενεργήσατε το ταχύτερον, όπως μεταβώμεν εις Σμύρνην και διαφύγωμεν την ανυπόφορον κατάστασιν».
Και ήδη, κύριοι, δύνασθε να εννοήσητε ποία είναι τα εσωτερικά ελατήρια του καταχθονίου αυτού μηχανισμού, τα οποία κατά τον εικοστόν αιώνα και εν καιρώ ειρήνης υπό τα όμματα της Ευρώπης της χριστιανικής και πεπολιτισμένης οργανώνουν και κατεργάζονται κατά των Χριστιανών αμείλικτον διωγμόν, καταδίωξιν απαραδειγμάτιστον εν τη ιστορία, δια της οποίας επιδιώκεται η εξόντωσις του Χριστανικού πληθυσμού και ο εξισλαμισμός των μερών αυτών.
Φρονούμεν ότι η μόνη αποτελεσματική θεραπεία προς εξασφάλισιν ζωής ανεκτής των Χριστιανών εν Τουρκία είναι η πιστή εφαρμογή των εξής αξιώσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
1) Επιστροφή των προσφύγων εις τας εστίας των.
2) Απόδοσις των περιουσιών των.
3) Αποζημίωσις.
4) Κατάπαυσις του μποϊκοτάζ.
5) Εγγυήσεις.
6) Σχηματισμός Μικτής Επιτροπής προς διενέργειαν της εκ νέου αποκαταστάσεως των προσφύγων εις τας εστίας των.
Οι υπογεγραμμένοι δράττονται της ευκαιρίας όπως διαβεβαιώσουν υμάς, κύριοι, περί της απολύτου εκτιμήσεώς των, και επικαλούνται την ευλογίαν του Θεού επί του ευεργετικού υμών έργου.
Εν Σμύρνη τη 12 Ιουνίου 1914″.
—————————-
Πηγές φωτογραφιών
http://diasporic.org
http://www.panoramio.com
http://ellinikianatoli.blogspot.gr
http://en.wikipedia.org
http://wowturkey.com
http://asiaminor.ehw.gr
Του Γιώργου Βύρων Δαβού * H εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ αναγκάζει…
Στα μόλις 5 ευρώ το κιλό βρίσκεται η τιμή του ελαιόλαδου για τον παραγωγό αυτή τη στιγμή,…
Ένα βίντεο που δείχνει μια «λευκή σφαίρα» UFO να βγαίνει από τον ωκεανό στα ανοιχτά του Κουβέιτ και βρέθηκε…
Πραγματοποιείται συνέντευξη τύπου την Παρασκευή 15 Νοεμβρίου στις 19:00 στο ιστορικό καφέ "ΚΗΠΟΣ" για την…
Η Ελλάδα με το ογκώδες έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο έχει πλεον απωλέσει και τα τελευταία…
Οι δημοσιογράφοι σε όλη τη χώρα προχωρούν σε 24ωρη απεργία την Τρίτη 19 Νοεμβρίου, διαμαρτυρόμενοι…
This website uses cookies.