Του Σίμου Ανδρονίδη
Την προηγούμενη περίοδο, και λίγο μετά την ορκωμοσία του νυν Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν, στην εν Ελλάδι δημόσια σφαίρα, είχε καλλιεργηθεί η εντύπωση, ιδίως από αναλυτές και πολιτικούς, ό,τι η ανάληψη προεδρικών καθηκόντων από τον Τζο Μπάιντεν, μπορεί να συμβάλλει, διαμέσου ακριβώς της πίεσης που ασκήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στην Τουρκία και στον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην αλλαγή στάσης της Τουρκίας και σε ό,τι έχει να κάνει με την εξέλιξη των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, όπως επίσης, και σε ό,τι αφορά την εν γένει συμπεριφορά της στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. [1]
Όμως, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, θεωρούμε πως δεν έχει διαφανεί κάτι τέτοιο, εάν συνυπολογίσουμε και παράλληλα εντάξουμε στο ευρύτερο πλαίσιο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και το Κυπριακό πρόβλημα (βλέπε Αμμόχωστο), με την αποκλιμάκωση της έντασης που παρατηρήθηκε τον προηγούμενο χρόνο στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας να αποτελεί και απότοκο των διπλωματικών πρωτοβουλιών που ανέλαβαν αρχικά η Γερμανία,[2] ως προεδρεύουσα, το καλοκαίρι του 2020, χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εν συνεχεία η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεδιπλώνοντας ένα ρεπερτόριο πολιτικών με βασικό αποδέκτη την Τουρκία που εν προκειμένω όμως, την ίδια στιγμή, ακουμπούσαν και τα ελληνο-τουρκικά.
Και μία τέτοια μεταβολή, που αναμένονταν από αρκετούς να είναι δραστική, δεν έχει συμβεί διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφενός μεν λαμβάνουν υπόψιν την γεω-πολιτική και γεω-στρατηγική σημαντικότητα της Τουρκίας, επιδιώκοντας την έστω και σταδιακή σύγκλιση έναντι της ανοιχτής ρήξης σε μία περίοδο όπου διαφαίνονται στρατηγικές και γεω-πολιτικές προτεραιότητες (βλέπε Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας), και, αφετέρου δε, προκρίνουν μία στάση αναμονής, προσπαθώντας να εντοπίσουν εκείνα τα σημεία στα οποία είναι πιθανή η επίτευξη της σύγκλισης.
Όπως δείχνει η περίπτωση του Αφγανιστάν και η απόφαση της Τουρκίας να αναλάβει την φύλαξη του διεθνούς αεροδρομίου της Καμπούλ, εν καιρώ αποχώρησης των Αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από την χώρα, απόφαση που εν τοις πράγμασι διευκολύνει την αποχώρηση των Αμερικανικών δυνάμεων, ώστε αυτή να επιτευχθεί με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια.
Και η επιλογή της εκ νέου στάθμισης, και κυρίως, της μη λήψης βεβιασμένων αποφάσεων ως προς το κεφάλαιο Τουρκία, αναδεικνύεται και από το γεγονός ό,τι δεν έχουν παρατηρηθεί Τουρκικές τάσεις σχετικά με την προθυμία εγκατάλειψης του Ρωσικού, αντιπυραυλικού συστήματος των S-400, σε ένα σημείο όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να βρουν την κατάλληλη φόρμουλα που θα τοποθετεί την Τουρκία σε θέση μεταξύ εταίρου και συμμάχου. Νατοϊκού και μη.
Οπότε, τα δεδομένα επανυπολογίζονται, όπως υπολογίζεται και το εύρος της Τουρκικής περιφερειακής πολιτικής, και τι μπορεί αυτή να προσφέρει σε μία σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την Συρία και με το Ιράκ, χωρίς αυτή την φορά να διαφαίνονται τάσεις ενεργότερης εμπλοκής (Συρία) και επιστροφής επί του πεδίου (Ιράκ), από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναφέρουμε πως οι άνω προσεγγίσεις που θεωρούσαν την εκλογή του Τζο Μπάιντεν[3] πανάκεια και αντίδοτο στην Τουρκική ‘επιθετικότητα’ και ‘απειλή,’ καθίστανται απλοϊκές και μηχανιστικές, στο βαθμό που βαπτίζουν την επιθυμία τους πραγματικότητα, που παραγνωρίζουν τις ευρύτερες και βαθύτερες διεργασίες και εξελίξεις στο διεθνο-πολιτικό σύστημα όπως αυτές έχουν συντελεσθεί τα τελευταία χρόνια, και ακριβώς το ό,τι έχει παρέλθει η εποχή που μία χώρα, ακόμη και μία χώρα με τον εκτόπισμα των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί να επιβάλλει εύκολα, απλά και ανώδυνα την θέληση της σε μία άλλη, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή η άλλη διεκδικεί status περιφερειακής δύναμης πετυχαίνοντας αυτόν τον στόχο.
Όπως επίσης, προσεγγίσεις αυτού του τύπου, αγνοούν όχι μόνο τον ευρύτερο περίγυρο, όντας στενής εθνο-κεντρικής οπτικής, αλλά επίσης, αγνοούν το πως η Τουρκία χαράζει και αναπτύσσει την εξωτερική ή την περιφερειακή της πολιτική, τα προτάγματα που θέτει, την προσαρμοστικότητα που την διακρίνει.[4]
Την εναλλαγή στρατηγικών, όποτε απαιτηθεί, με την περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας να μην είναι στατική και μονοσήμαντη. Παράλληλα, στη εν Ελλάδι δημόσια σφαίρα, ενσκήπτουν και παρανοήσεις που έχουν να κάνουν με την κεντρική αντίληψη ό,τι η Τουρκία, στο Αιγαίο και αλλού, στην Κύπρο και στη Συρία, απλά κάνει εξαγωγή προβλημάτων και δη εσωτερικών προβλημάτων, υποτιμώντας τις σταθερές της (βλέπε και πιο πάνω), και περαιτέρω, το πλέγμα ιδεών και αντιλήψεων που την περιβάλλουν και ανάγοντας αυτή την εξωτερική πολιτική στο ύψος του διαμορφούμενου ‘χάους’: ‘Η Τουρκική πολιτική και διαρκή επιθετικότητα οφείλονται στο ‘χάος’[5] που επικρατεί στο εσωτερικό της χώρας.’
Εάν δε, επιχειρούμε να συνδυάσουμε τις δύο αντιλήψεις, θα αναφερθούμε στη συγκρότηση ενός ‘αστερισμού’ συναισθηματικής ευκολίας, που θωπεύει το φαντασιακό της ισχύος και των σταθερών συμμαχιών,[6] των εθνικών ‘δικαίων’ που μεγεθύνονται και διακρίνονται καθαρά όσο δίπλα σε αυτές, εμφανίζεται το φάντασμα του ‘απειλητικού άλλου.’
Και ως προς αυτή την παράμετρο, η ανάλυση μας που αμφισβητεί την θέση περί εξαγωγής προβλημάτων της Τουρκίας, ως εάν η υπόθεση της εξωτερικής πολιτικής μίας χώρας και σε ένα δεύτερο επίπεδο, της χάραξης και της εφαρμογής της, να αποτελεί απλό άθροισμα μίας σειράς εσωτερικών λόγων, ‘μετεγγραφής’ και επικόλλησης τους στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, αντλεί, με τις αναγκαίες προσαρμογές, από την θεώρηση του Tanter, για τον οποίο δεν ανακύπτει μία άμεση και αιτιώδης συσχέτιση μεταξύ εσωτερικής «συγκρουσιακής συμπεριφοράς» και της αντίστοιχης συμπεριφοράς που υιοθετεί μία χώρα στο πεδίο της εξωτερικής.[7] Αυτές οι προσεγγίσεις χρήζουν ανάλυσης και αναθεώρησης από όλους όσοι φέρουν λόγο επί των ελληνο-τουρκικών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Και στο περιφερειακό γίγνεσθαι όπου και δρα, η Τουρκία δεν επηρεάζεται προς ώρα, από τις κινήσεις της νέας Αμερικανικής κυβέρνησης.
[2] Οι διπλωματικές ενέργειες της Γερμανίας, εκείνη την χρονική περίοδο, ενέργειες που είχαν διπλή κατεύθυνση, κατέδειξαν την σημασία που έχει το να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας που θα μπορούν να λειτουργούν κατευναστικά σε περιόδους κρίσεων, εκεί όπου η παρέμβαση της, συνέβαλλε στο σταδιακό χτίσιμο αυτών των διαύλων, προτάσσοντας την εμπιστοσύνη αντί του φόβου και της περίσσειας αυτοπεποίθησης.
[3] Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αρθρώσουν έναν λόγο που θα αποδίδει έμφαση στην δυνατότητα της συνέχισης των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών, και ακόμη, στην δυνατότητα ενίσχυσης και εμβάθυνσης του διαλόγου.
[4] Μία τέτοια προσαρμοστικότητα παρατηρούμε στη Λιβύη, στο σημείο όπου, ενώ η μεταβατική κυβέρνηση της χώρας, διαρκώς επισημαίνει την αναγκαιότητα απομάκρυνσης από την χώρα της Βόρειας Αφρικής, των μισθοφορικών στρατευμάτων που ευρίσκονται στη χώρα, όντας τμήμα του εν ευρεία εννοία Λιβυκού συγκρουσιακού μωσαϊκού, η Τουρκία, δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, προσαρμόζεται αναλόγως, υποστηρίζοντας μεν, έστω και γενικόλογα το αίτημα της μεταβατικής κυβέρνησης για την αποχώρηση των μισθοφόρων, τείνοντας όμως δε, σε έναν ειδικότερο διαχωρισμό που δεν φαινόταν το προηγούμενο διάστημα. Και ποιος είναι αυτός ο διαχωρισμός; Είναι ο διαχωρισμός μεταξύ της παρουσίας επί του πεδίου μισθοφορικών δυνάμεων και της αντίστοιχης παρουσίας Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, με τη δεύτερη να είναι αυτή που επισημαίνεται ως δυνάμει σταθεροποιητική και τμήμα μίας ευρύτερης συμφωνίας μεταξύ της Τουρκικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης ‘Εθνικής Ενότητας’ του Φαγέζ Αλ-Σάρατζ. Την στιγμή όπου κατά την διάρκεια των συγκρούσεων, τα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ Σύριων μισθοφόρων και της Τουρκίας, παρέμειναν ανοιχτά. Η Τουρκία προσαρμόζεται κατάλληλα στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στη Λιβύη.
[5] Μία υπο-κατηγορία αυτής της αντίληψης, διαπνέεται από το πνεύμα του οικονομισμού: Οι δύσκολες, εσωτερικές, οικονομικές συνθήκες, με την μορφή που έχουν, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην νευρικότητα της Τουρκίας (που ‘χάνει διαρκώς’), και στην επιθετικότητα που την διακρίνει στην άσκηση της περιφερειακής της πολιτικής.
[6] Ωσάν οι συμμαχίες, οι διεθνείς και περιφερειακές συμμαχίες να παραμένουν ως έχουν, αμετάβλητες μη υποκείμενες στα δεδομένα και στην δυναμική της εκάστοτε συγκυρίας.
[7] Βλέπε σχετικά, Tanter Raymond., ‘Dimensions of conflict behavior within and between nations, 1958-1960,’ Journal of conflict resolution, 10, 1966, σελ,. 41-64.
Το βράδυ του Σαββάτου, 23 Νοεμβρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρης…
Σε πλήρη ετοιμότητα δηλώνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ενόψει της αυριανής διαδικασίας εκλογής προέδρου (Κυριακή 24 Νοεμβρίου). Σύμφωνα με ανακοίνωση…
Σε πολύ δύσκολη θέση είναι οι κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ που υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ, καθώς μετά…
Η 29η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, COP29, που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στην πρωτεύουσα…
Θερμοκρασίες ρεκόρ καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι στις ελληνικές θάλασσες καθιστώντας το, το πιο ζεστό σε βάθος σαρακονταετίας…
Η βουλευτής Χανίων αποκαλύπτει, σε συνέντευξή της στα «Νέα» και στον Χρήστο Χωμενίδη, το παρασκήνιο…
This website uses cookies.