“Φταίνε οι Μπολσεβίκοι”
Στη μεταπολεμική Γερμανία μπορούσε μεν κάποιος να συζητά στην απογευματινή μπίρα σχετικά με την ιστορία, μπορούσε να παραπονιέται για την έκβαση του πολέμου όσον αφορά τις συνέπειες, για τον χωρισμό σε δυο κράτη, για την παρουσία στρατών κατοχής, για τη βίαιη μετατόπιση 14 εκατομμυρίων γερμανόφωνων στη Δυτική Γερμανία από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Όμως σε επίπεδο δημοσίου λόγου ήταν αδιανόητο να εκφραστεί άποψη που να αμφισβητεί την ευθύνη της χιτλερικής Γερμανίας σχετικά με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα πρώτο βήμα έγινε το 1986 με την περίφημη “Διαμάχη των Ιστορικών”. Η διαμάχη έλαβε χώρα σε εφημερίδες και περιοδικά καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς και είχε τη μορφή άρθρων και σχολίων που δημοσίευαν ιστορικοί, φιλόσοφοι και αρθρογράφοι, όπου τοποθετούνταν σχετικά ή και απαντούσαν σε προηγούμενα δημοσιεύματα.
Ο ιστορικός Ερνστ Νόλτε (φωτογραφία) δημοσίευσε στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ένα κείμενο σχετικά με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης με τίτλο “Παρελθόν, το οποίο δε θέλει να παρέλθει”. Η θέση του Νόλτε δεν έχει να κάνει ευθέως με την έναρξη του πολέμου, αλλά με το Ολοκαύτωμα. Σχετικοποιεί λοιπόν το Ολοκαύτωμα υποστηρίζοντας ότι προοίμιο της γενοκτονίας ήταν η βιολογική εξαφάνιση μιας τάξης, την οποία υποστηρίζει ότι διέπραξαν οι μπολσεβίκοι. Προοίμιο του Άουσβιτς ήταν το Γκουλάγκ, προοίμιο της βαρβαρότητας το βασανιστήριο που λέγεται ότι εφάρμοζαν οι Σοβιετικοί, με το να τοποθετούν το θύμα τους σε ένα κλουβί γεμάτο με αρουραίους προκειμένου να αποσπάσουν πληροφορίες και ομολογίες. Με αυτό το σκεπτικό δεν είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο ναζισμός υπήρξε μια αντίδραση, μια απάντηση στην κομμουνιστική απειλή και άρα χωρίς την ΕΣΣΔ δεν θα είχε υπάρξει ούτε ο ναζισμός, ούτε ο πόλεμος, ούτε και τα εγκλήματα. Ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας σήκωσε το γάντι και απάντησε στον Νόλτε ότι υποβαθμίζει τα εγκλήματα του Τρίτου Ράιχ και ουσιαστικά αμφισβητεί τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος, άρα προχωρά σε ιστορικό αναθεωρητισμό που δίνει τροφή στην άκρα δεξιά.
Πάνω σε αυτήν την αντιπαράθεση αναπτύχθηκε ένας ευρύτατος διάλογος. Ο Νόλτε υποστηρίχθηκε από σειρά συντηρητικών, ενώ απέναντί τους τάχθηκε πλειάδα σειρά προοδευτικών. Ήταν η τελευταία φάση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, Δύσης-Ανατολής, ο Χέλμουτ Κολ ήταν ήδη 4 χρόνια καγκελάριος μετά από 15 χρόνια σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας και η χώρα του ήταν η εμπροσθοφυλακή του δυτικού κόσμου. Ο Κολ είχε διακηρύξει ήδη από την αρχή της διακυβέρνησής του τη θέληση για μια πνευματική και ηθική αλλαγή της δυτικογερμανικής κοινωνίας και στο πλαίσιο αυτό οι κύκλοι που τον υποστήριζαν προσπαθούσαν δειλά να εκφράσουν έναν σοβαρό αντίλογο στις θέσεις του προοδευτικού στρατοπέδου.
Η “Διαμάχη των Ιστορικών” προσπαθούσε να δώσει μια απάντηση στο θέμα της ιστορικής ταυτότητας. Ο Κολ είχε δηλώσει στο Τελ Αβίβ το 1984 ότι όσοι δεν είχαν γεννηθεί πριν το 1940 δε φέρουν ευθύνη για ότι συνέβη, ενώ το 1985 επισκέφτηκε μαζί με τον τότε Αμερικανό πρόεδρο Ρήγκαν ένα στρατιωτικό νεκροταφείο στο Mπίτμπουργκ, όπου βρίσκονταν θαμμένοι άνδρες των Ες-Ες. Η Δεξιά έθετε το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, η οποία πρέπει να απαλλαγεί από το κρίμα του παρελθόντος ενώ η Αριστερά τόνιζε ότι η νέα γερμανική ταυτότητα πρέπει να πηγάζει από τη συνταγματική νομιμότητα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και να συντηρεί τη μνήμη του τι ήταν ο ναζισμός.
“Φταίνε οι Αγγλογάλοι και οι Πολωνοί”
Ο υποστράτηγος ε.α. της Μπούντεσβερ, Γκερντ Σούλτσε-Ρόνχοφ δημοσίευσε το 2003 το βιβλίο του με τίτλο “Ένας πόλεμος που είχε πολλούς πατεράδες”. Στο βιβλίο του αυτό, που αποτελεί αγαπημένο ανάγνωσμα στους κόλπους των Γερμανών υπερσυντηρητικών και ακροδεξιών υποστηρίζει ότι ουσιαστικά την ευθύνη φέρουν όλοι οι άλλοι πλην της Γερμανίας. Η Πολωνία ευθύνεται γιατί δεν έκατσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον Χίτλερ, ενώ οι Δυτικοί ήταν δεσμευμένοι να διατηρήσουν την ειρήνη, αφού δεν επιτέθηκαν στη Γερμανία, όταν αυτή εισέβαλε και κατέλυσε το κράτος της Τσεχοσλοβακίας. Ο Ρόνχοφ δέχεται ότι η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία θα μπορούσε να είναι νόμιμη αιτία πολέμου εναντίον της Γερμανίας. Αφού όμως οι Δυτικοί την δέχτηκαν, έδειξαν ότι αναγνωρίζουν το νέο καθεστώς. Όταν όμως η Γερμανία ζήτησε διαπραγματεύσεις με την Πολωνία, οι Αγγλογάλλοι, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ έπεισαν την Πολωνία να μη δεχτεί, υποχρεώνοντας τον Χίτλερ να κάνει πόλεμο – πάντα κατά τον στρατηγό. Η ευθύνη της Γερμανίας είναι λοιπόν μύθος και όταν η χώρα αναγνωρίζει την ευθύνη της για την κήρυξη πολέμου στην Πολωνία ασκεί “επιδειξιομανία ενοχής”.
“Φταίνε οι Κρητικοί που αντιστάθηκαν”
Γνωστός στην Ελλάδα από σειρά βιβλίων του, όπως το κλασικό “Δύο Επαναστάσεις και Αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα” και το “Η Εθνική Αντίσταση και οι συνέπειες της”, ο Ρίχτερ έχει εξελιχθεί στον πιο χαρακτηριστικό εκπρόσωπο του ιστορικού αναθεωρητισμού σήμερα, μία σχολή σκέψης που εξισώσει το Ολοκαύτωμα και τα εγκλήματα των ναζί με τα εγκλήματα του κομμουνισμού και τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης. Βέβαια ο αναθεωρητισμός του Ρίχτερ περιορίζεται στην Ελλάδα, για την οποία έχει επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο. Η απόφαση του Πανεπιστημίου Κρήτης να απονείμει στον Ρίχτερ τιμητικό δίπλωμα το 2014 (έχοντας μάλλον υπόψιν το συγγραφικό του έργο της πρώτης περιόδου) είχε προκαλέσει αντιδράσεις.
Εξαρχής, άλλωστε, από τον τίτλο του επίμαχου βιβλίου, που με πονηρό τρόπο στα Ελληνικά αποδόθηκε ως «Η Μάχη της Κρήτης» αλλά στα Γερμανικά είναι: «Επιχείρηση Ερμής: η κατάκτηση της νήσου Κρήτης το Μάιο του 1941», προκύπτει ένα βασικό πρόβλημα σχετικά με την ειλικρίνεια των προθέσεων του «φιλέλληνα» κ. Ρίχτερ. Το βιβλίο είναι γραμμένο από γερμανική οπτική γωνία και απευθύνεται σε γερμανικό ακροατήριο και αντίθετα με όσα διατείνονται οι υποστηριχτές του Ρίχτερ εύκολα διαπιστώνεται ότι και στη γερμανική βιβλιογραφία χρησιμοποιούνται κυρίως τίτλοι με τη λέξη «μάχη», ενώ μόνο από ακραίες περιπτώσεις ιστορικών ερευνητών ή δημοσιογράφων χρησιμοποιείται ο όρος «κατάκτηση» (eroberung). Το ότι μερικοί ακόμη χρησιμοποιούν αυτόν τον τίτλο, απλώς επιβεβαιώνει τη στρεβλή οπτική που προωθούν στρατευμένοι κύκλοι που στην εποχή της γερμανικής ηγεμονίας θέλουν να ξαναγράψουν την ιστορία στα μέτρα τους.
Ο ιστορικός αναθεωρητισμός του κ. Ρίχτερ όμως πηγαίνει ακόμη παραπέρα, εγκωμιάζοντας τους «ιππότες» αλεξιπτωτιστές και ζητώντας να αναγνωριστεί ο «ιδεαλισμός» τους στην τελευταία «δίκαια» και «καθαρή» μάχη του πολέμου. Σε κατάσταση παραληρήματος, ο κ. Ρίχτερ στο βιβλίο του αποφαίνεται πως «επρόκειτο για νέους γεμάτους ενθουσιασμό, οι οποίοι γνώριζαν πως ανήκαν σε μία ελίτ. Έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν τη ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων. Έχει έρθει η ώρα να τους το αναγνωρίσουμε». Αν και πολύ δύσκολα συμβιβάζεται οποιοσδήποτε «ιδεαλισμός», ακόμη και σε εισαγωγικά, με μια αιμοσταγή κατακτητική επιχείρηση που έφτασε τα όρια της εθνοκάθαρσης, ο κ. Ρίχτερ δικαιολογεί ότι «συμμετείχαν σε μια στρατιωτική επιχείρηση χωρίς ιδεολογικά κίνητρα».
Μιλώντας για τα «αγνά κίνητρα» των Γερμανών αλεξιπτωτιστών καταλήγει να αναφέρεται στην «κακοποίηση» που αυτοί υπέστησαν από τους Κρητικούς!
Ο τιμητικός τίτλος στον Ρίχτερ αφαιρέθηκε το 2016, ενώ ο ιστορικός δικάστηκε για ρητορική μίσους, με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο του 2014, ως αρνητής των εγκλημάτων των γερμανικών αρχών κατοχής, κατηγορία για την οποία τελικώς αθωώθηκε.
Όσον αφορά την σφαγή των Καλαβρύτων ο Ρίχτερ αποδίδει ευθύνη και στους αντάρτες που προηγουμένως «είχαν σκοτώσει 60 αιχμάλωτους Γερμανούς στρατιώτες, ανήμπορους να αμυνθούν. Οι αντάρτες γνώριζαν ότι το τίμημα θα το πλήρωναν οι άμαχοι. Για τους Γερμανούς τέτοιες επιχειρήσεις… ήταν πράξεις αντιποίνων, οι οποίες καλύπτονται από το δίκαιο του πολέμου», ισχυριζόμενος μάλιστα πως οι Γερμανοί άφησαν εκτός αντιποίνων τα γυναικόπαιδα.
Τα αίτια για την μεταστροφή του Ρίχτερ σε στυγνό απολογητή των γερμανικών αρχών κατοχής δεν έχουν αποσαφηνιστεί, αλλά ίσως έχουν να κάνουν με τις διασυνδέσεις του ιστορικού με το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών και τον ίδιο τον Βολφγκάνγκ Σόιμπλε. Ο Ρίχτερ, κατά τα μνημονιακά χρόνια, απέδιδε την χρεοκοπία της Ελλάδας αποκλειστικό στο «πελατειακό της κράτος», μία εκλεπτυσμένη εκδοχή της προπαγάνδας περί «τεμπέληδων Ελλήνων», που κατέκλυζε τα γερμανικά ταμπλόιντ.
Ο Ρίχτερ ήταν ο οργανωτής ενός εσωτερικού σεμιναρίου της Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας το 2016, του οποίου βασικό συμπέρασμα ήταν πως από το τέλος της κατοχής «η Ελλάδα οφείλει στην Γερμανία 4000 λίρες»! Το συνέδριο είχε προκαλέσει την αντίδραση του αριστερού κόμματος Dei Linke που ζήτησε να μάθει τις σχέσεις του ιστορικού με τον τότε πανίσχυρο Γερμανό υπουργό Οικονομικών. Σχέσεις που φαίνεται πως οδήγησαν τον ιστορικό, τα βιβλία του οποίου κάποτε προλόγισε ο συνιδρυτής του ΕΔΕΣ και μετέπειτα βουλευτής της ΕΔΑ Κομνηνός Πυρομάγλου, να μετατραπεί σε χυδαίο απολογητή των εγκλημάτων της πιο σκοτεινής περιόδου της ευρωπαϊκής ιστορίας.