Του Αρχιμανδρίτη
Ιγνάτιου Θ. Χατζηνικολάου
Θεολόγου, τ. Λυκειάρχη
Μελετώντας κανείς το υπέροχο βιβλίο «Το νόημα της αγωνίας» του μεγάλου Δανού φιλοσόφου Κίρκεγκααρτ (1813-1855) αντλεί πολλά μηνύματα, που τόσο χρειάζεται και η εποχή μας, η οποία τρέφεται και κινείται από την απιστία και το κήρυγμα ότι «Τίποτε δεν είναι αμαρτία και τα πάντα επιτρέπονται»! Γι’ αυτό ακριβώς εφθάσαμε στα χάλια της εγκληματικότητας, της αθλιότητας και του ασταμάτητου κηνυγητού του χρήματος.
Θα ήθελα με το γραφτό μου αυτό να μεταφέρω στους αγαπητούς μου αναγνώστες τι λέγει ο προαναφερθείς Κίρκεγκααρτ πάνω στο θέμα μας:
Αναφερόμενος, λοιπόν, στα λόγια του αποστόλου Παύλου «παν ο ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστί» (Ρωμ. 14,23), που είναι μία από τις πλέον θεμελιώδεις αρχές του Χριστιανισμού, θα πει ότι το αντίθετο της αμαρτίας δεν είναι η αρετή αλλά η πίστις. Αυτό τακτικά μας το επαναλαμβάνει ο Κίρκεγκααρτ, όπως επίσης επαναλαμβάνει ότι για να αποκτήσει κανείς την πίστη πρέπει να αρνηθεί την λογική. Στα τελευταία του μάλιστα έργα εκφράζεται ως εξής: «Η πίστις αντιτίθεται στη λογική, η πίστις ξεπερνά τον θάνατον».
Αλλά, τι είναι η πίστις, για την οποία μας ομιλεί η Αγία Γραφή; Ο Κίρκεγκααρτ θα απαντήσει: «Πίστις σημαίνει ακριβώς να χάσει κανείς την λογική, για να αποκτήσει τον Θεόν. Γράφοντας δε για την θυσία του Αβραάμ θα πει: «Τι παράδοξο και παράφρον πράγμα που είναι η πίστις! Αυτό το παράδοξο μπορεί να μεταβάλει μια δολοφονία σε μια αγία πράξη που αρέσει στον Θεόν. Το παράδοξο χαρίζει τον Ισαάκ στον Αβραάμ. Το παράδοξο, του οποίου το νόημα δεν μπορεί να καταλάβει κανείς, γιατί η πίστις αρχίζει εκεί ακριβώς που τελειώνει η σκέψις». Γιατί πρέπει κανείς να αρνηθεί την λογική; Γιατί η πίστις αρχίζει εκεί που τελειώνει η ορθολογιστική σκέψις; Ο Κίρκεγκααρτ δεν αποφεύγει αυτήν την ερώτηση και δεν κρύβει όλες τις δυσκολίες και τους κινδύνους που είναι συνδεδεμένοι μ’ αυτήν.
Πραγματικά, να αρνηθεί κανείς την ορθολογιστική σκέψη. Να χάσει κανείς την υποστήριξη και την προστασία της ηθικής, δεν είναι το άκρον της ανθρώπινης φρίκης; Αλλά ο Κίρκεγκααρτ μας προειδοποίησε: «η υπαρξιστική φιλοσοφία αρχίζει από την απελπισία».
Οι ερωτήσεις, που μας θέτει, υπαγορεύονται από την απελπισία. Να, πώς ο ίδιος ομιλεί γι’ αυτήν: «υποθέσετε ότι είσθε ένας άνθρωπος που εφαντάσθη με όλη την δύναμη της φρικτής φαντασίας κάποιο πράγμα φοβερό που είναι αδύνατο να το υποφέρει. Ξαφνικά το συναντά, ακριβώς αυτό το φοβερό πράγμα. Ανθρωπίνως ομιλώντας, η απώλειά του είναι αναπόφευκτη. Με την απελπισία στην ψυχή του αγωνίζεται για να αποκτήσει την άδεια να απελπιστεί για να βρει την γαλήνη στην απελπισία.
Ανθρωπίνως ομιλώντας, η σωτηρία του είναι, λοιπόν, απολύτως αδύνατη. Αλλά στον Θεόν όλα είναι δυνατά. Αυτό ακριβώς είναι η πάλη της πίστεως. Πάλη παράφρων για το «δυνατόν». Διότι μόνο το «δυνατόν» μπορεί να σώσει.
Αν κάποιος χάσει τις αισθήσεις του, τρέχουν να ζητήσουν νερό ή κολώνια. Αλλά, αν κάποιος ναυαγήσει στην απελπισία του, φωνάζουν το «δυνατόν, το δυνατόν, χωρίς το δυνατόν δεν υπάρχει σωτηρία!». Το δυνατόν έρχεται και ο απελπισμένος αναπνέει εκ νέου και επανέρχεται στην ζωή. Όπως ο άνθρωπος δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς αέρα, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το «δυνατόν».
Φαίνεται, κάποτε, ότι για να δημιουργήσει κανείς το «δυνατόν», αρκεί η ευφυΐα της ανθρώπινης φαντασίας. Αλλά, τέλος, δεν μένει παρά το «παρά τω Θεώ πάντα δυνατά» (Λουκ. 18,27) και τότε μόνον ανοίγει ο δρόμος προς την πίστη.