Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης*
Στον απόηχο της Συνόδου των κρατών-μελών της ΕΕ με την Τουρκία που έγινε στις Βρυξέλλες το περασμένο σαββατοκύριακο με αντικείμενο το Μεταναστευτικό, παρατηρούνται εξελίξεις που έχουν ιδιαίτερη σημασία τόσο για το μέλλον της Ευρώπης γενικότερα όσο και της γειτονιάς μας ειδικότερα. Στο πλαίσιο αυτών, η Άγκυρα διαπραγματεύτηκε και κατάφερε να αποσπάσει από τους «28» σημαντικά ανταλλάγματα για να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη και να κρατήσει στο έδαφός της περίπου 2,2 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία.
Όταν οι «ανθρωπιστικές αρχές» της ΕΕ καταλήγουν ένα μεγάλο παζάρι
Το αποτέλεσμα των σχετικών διαβουλεύσεων ήταν ένα «Σχέδιο Δράσης για το Προσφυγικό», με βάση το οποίο η Τουρκία δεσμέυτηκε να ανοίξει την αγορά εργασίας της για τους πρόσφυγες, να προσφέρει σχολική εκπαίδευση στα παιδιά τους και να διασφαλίσει τα σύνορά της, τερματίζοντας τη διοχέτευση κυμάτων προσφύγων στην Ευρώπη. Σε αντάλλαγμα, η Άγκυρα εμφανίζεται να εξασφαλίζει σχεδόν όλα όσα ζήτησε από τα κράτη-μέλη, σε μια σειρά από πεδία:
1) Σε οικονομικό επίπεδο, τα κράτη-μέλη δεσμεύτηκαν να στηρίξουν οικονομικά την Τουρκία με την παροχή 3 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα στους επόμενους μήνες. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παράσχει 500 εκατομμύρια ευρώ από τον τρέχοντα κοινοτικό προϋπολογισμό, στον οποίο έχουν συμβάλει ανεξαιρέτως όλα τα κράτη-μέλη. Κατά τις διαβουλεύσεις, η Τουρκία ζήτησε μάλιστα να θεσμοθετηθεί το ποσό αυτό ως ετήσια «συμβολή των κρατών-μελών της ΕΕ» προς αυτήν, κατά τρόπο που παραπέμπει σε χαράτσι και φόρο υποτέλειας άλλων εποχών, αλλά ευτυχώς η σχετική αναφορά αποφεύχθηκε και περιλήφθηκε απλά μια πρόνοια ότι «η ανάγκη και η φύση της οικονομικής στήριξης θα επανεξετασθεί υπό το φως των εξελίξεων».
2) Σε πολιτικό επίπεδο, και με βαριά ακόμη τη σκιά τη Μόσχας πάνω από την Άγκυρα, λόγω της κατάρριψης ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους πριν από λίγες μέρες, η Τουρκία εξασφαλίζει επανενεργοποίηση της ενταξιακής της πορείας και «δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ολοκληρώσει, μέσα το πρώτο τρίμηνο του 2016, την προπαρασκευαστική εργασία για το άνοιγμα ενός αριθμού κεφαλαίων». Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, στις 14 Δεκεμβρίου θα συγκληθεί Διακυβερνητική Διάσκεψη για το άνοιγμα του διαπραγματευτικού κεφαλαίου 17 ονόματι «Οικονομική και Νομισματική Πολιτική», το οποίο είχε μπλοκάρει μονομερώς η Γαλλία το 2007.
3) Στο ίδιο αυτό πλαίσιο των πολιτικών ανταλλαγμάτων, συμφωνήθηκε «Άρση των απαιτήσεων για θεωρήσεις διαβατηρίων για τους Τούρκους πολίτες στη ζώνη Σένγκεν μέχρι τον Οκτώβριο 2016, όταν τα κριτήρια του οδικού χάρτη εκπληρωθούν». Με βάση την πρόνοια αυτή, η Άγκυρα εξασφαλίζει μεν ημερομηνία για την πλήρη κατάργηση του καθεστώτος βίζα που απαιτείται μέχρι σήμερα για να μπουν οι υπήκοοί της σε χώρες Σένγκεν, αλλά διατηρεί το βάρος της εκπλήρωσης των αυστηρών προϋποθέσεων του οδικού χάρτη, ενώ απαραίτητος όρος είναι και η εφαρμογή της Συμφωνίας Επανεισδοχής Παρανόμων Μεταναστών «έναντι όλων των συμμετεχόντων κρατών-μελών».
4) Παράλληλα με τα ανωτέρω, στο κείμενο της κοινής δήλωσης «Σημειώνεται η έναρξη προπαρασκευαστικών βημάτων για αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης» ΕΕ-Τουρκίας, ενώ εκτιμάται ότι οι σχετικές διαβουλεύσεις θα μπορούσαν να αρχίσουν στο τέλος του 2016. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό, καθώς η Τουρκία δεν εφαρμόζει πλήρως τους όρους της τελωνειακής της σύνδεσης με την ΕΕ και έχει υιοθετήσει δυσμενείς διακρίσεις κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία αρνείται να αναγνωρίσει, παρότι αυτή αποτελεί κράτος-μέλος της Ένωσης στην οποία και η ίδια φιλοδοξεί να ενταχθεί. Παρά τη νομική και πολιτική αυτή ανωμαλία, η συμφωνία δεν κάνει καμία μνεία στη σχετική υποχρέωση της Τουρκίας, δημιουργώντας εύλογα ερωτηματικά για το πως μπορεί να δρομολογηθεί η αναβάθμιση μιας τελωνειακής ένωσης που ήδη δεν εφαρμόζεται στην προβλεπόμενη μορφή της.
Γιατί η Τουρκία δεν εφαρμόζει πλήρως την τελωνειακή ένωση;
Το ζήτημα της μη αναγνώρισης της Κύπρου από την Τουρκία δεν είναι καινούριο, καθώς η Τουρκία έχει πάψει να αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία από το 1964, λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από τις κρατικές της δομές. Το γεγονός της μη αναγνώρισης καθαυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για την διεθνή θέση και υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί η δομή και λειτουργία της δεν εξαρτάται από την Άγκυρα ή τους θεσμούς που έχει επιχειρήσει να δημιουργήσει ώστε να ελέγξει το νησί. Το πρόβλημα εν προκειμένω έγκειται στο ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 δημιούργησε περιπλοκές στην εφαρμογή της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, καθώς η τελευταία όφειλε να συνάψει συμπληρωματικό πρωτόκολλο για την επέκταση του καθεστώτος αυτού στα δέκα νέα κράτη-μέλη, με το οποίο θα αναγνώριζε -έστω έμμεσα- την Κύπρο.
Προκειμένου να αποφύγει την ερμηνεία αυτή, η Τουρκία επικύρωσε τη διεύρυνση της τελωνειακής ένωσης με απόφαση του υπουργικού της συμβουλίου τον Σεπτέμβριο του 2002. Η πράξη αυτή ωστόσο δεν είχε την απαραίτητη νομική ισχύ και κρίθηκε ανεπαρκής από τα ευρωπαϊκά όργανα, τα οποία ζήτησαν την τυπική υπογραφή πρωτοκόλλου προσαρμογής. Παρά την συνέχιση των πιέσεων κατά τα επόμενα χρόνια, η Τουρκία δεν υπήρξε ιδιαίτερα πρόθυμη να προχωρήσει στο θέμα αυτό και απέφυγε επανειλημμένα με διάφορα προσχήματα την τήρηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, όπως αυτές προκύπτουν από πολυμερείς συνθήκες με τα κράτη-μέλη της Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιχείρησε μάλιστα τον Δεκέμβριο του 2004 να διευκολύνει τους ελιγμούς της, αναφέροντας στα συμπεράσματά του (παράγραφος 19) ότι η δέσμευση της Τουρκίας να επεκτείνει το πρωτόκολλο συνεπαγόταν την ουσιαστική αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ακόμη και αν αυτή δεν αναφερόταν ρητά. Η τουρκική πλευρά ωστόσο διαφώνησε ως προς την ερμηνεία αυτή, και ο Τούρκος πρωθυπουργός κατέθεσε επιφύλαξη με την οποία διέψευδε εγγράφως κάθε τέτοια «παρανόηση».
Η Τουρκία τελικά υπέγραψε το πρωτόκολλο στις 29 Ιουλίου 2005 με τη μορφή ανταλλαγής επιστολών, εκπληρώνοντας τον όρο που έθετε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2004. Παρά ταύτα, επέμεινε στην προσθήκη συνοδευτικής μονομερούς δήλωσης, στην οποία αναφέρει ότι η υπογραφή, επικύρωση και εφαρμογή του πρωτοκόλλου «δεν συνιστά διπλωματική αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας». Όπως επισήμανε η Άγκυρα στη δήλωσή της, η υφιστάμενη Κυπριακή Δημοκρατία δεν ανταποκρίνεται στη μορφή που όρισαν οι ιδρυτικές της συνθήκες, και ως εκ τούτου «δεν δύναται να εκπροσωπεί και τις δύο κοινότητες αναφορικά με το πολιτικό μέλλον του νησιού». Παρότι η τουρκική πλευρά επιχείρησε να παρουσιάσει τη δήλωση αυτή ως επιφύλαξη, η ΕΕ τη θεώρησε άνευ αντικειμένου και ανίσχυρη σε σχέση με το περιεχόμενο του πρωτοκόλλου. Κατά συνέπεια, η Τουρκία υποχρεούται να εφαρμόζει στο ακέραιο τους όρους της τελωνειακής ένωσης αναφορικά με τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με την Κύπρο, ακόμη και αν δεν την αναγνωρίζει διπλωματικά.
Η ΕΕ απάντησε επίσημα στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, καλώντας την Τουρκία να συμμορφωθεί πλήρως με τις υποχρεώσεις της χωρίς παρεκκλίσεις. Το ζήτημα τέθηκε έκτοτε επανειλημμένα, καθώς έχουν προκληθεί δεκάδες μέχρι σήμερα επεισόδια με πλοία νηολογημένα στην Κύπρο, προερχόμενα από αυτή, ή με εμπλεκόμενες κυπριακές εταιρίες και μέτοχους, καθώς οι τουρκικές αρχές τους αρνούνται άδεια ελλιμενισμού, ενίοτε ακόμη και διέλευσης. Παρότι η κατάσταση καθίσταται ολοένα και πιο επιτακτική, η Τουρκία έλαβε παράταση για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου μέχρι το 2009, προθεσμία που επέτρεψε στην Άγκυρα να εκμεταλλευτεί το χρονικό αυτό διάστημα, όχι για να προσαρμοστεί στις υποχρεώσεις που προβλέπει η τελωνειακή ένωση, αλλά για να εντατικοποιήσει τις προσπάθειές της να επιτύχει απευθείας εμπόριο της ΕΕ με τα κατεχόμενα.
Η κατάργηση των απαιτήσεων εισόδου (βίζα Σένγκεν) ως εναλλακτική του «απευθείας εμπορίου» κατεχομένων-ΕΕ;
Επιχειρώντας να αποσπάσει την προσοχή από τη συνεχιζόμενη αδιαλλαξία της, αλλά και την υιοθέτηση διπλών μέτρων και σταθμών έναντι της Κύπρου (την οποία ναι μεν δεν αναγνωρίζει, αλλά θεωρεί έγκυρες τις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1959 που της αναγνωρίζουν επεμβατικά δικαιώματα στην επικράτειά της), η τουρκική πλευρά επιμένει στην παροχή «αντισταθμιστικών οφελών» για να τηρήσει τις υποχρεώσεις της αναφορικά με την επέκταση της τελωνειακής ένωσης στα νέα κράτη-μέλη. Μεταξύ αυτών, ζητάει την άρση του «εμπορικού αποκλεισμού» των Τουρκοκυπρίων και την πραγματοποίηση εξωτερικού «απευθείας εμπορίου» μέσω των λιμανιών και αεροδρομίων που λειτουργούν παράνομα στα κατεχόμενα. Οι κυριότερες τέτοιες πύλες είναι το αεροδρόμιο της Τύμπου (Ερτζάν) και τα λιμάνια της Κερύνειας και της Αμμοχώστου, αλλά από τη στιγμή που αυτά δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, οποιαδήποτε απόπειρα σύνδεσής τους με τα αντίστοιχα άλλων χωρών (εντός ή εκτός ΕΕ) προσκρούει σε θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, καθώς θα συνεπαγόταν την έμμεση αναγνώριση των αρχών του ψευδοκράτους.
Παρά την τουρκική επιχειρηματολογία για «άδικη και αναίτια διάκριση» σε βάρος των Τουρκοκυπρίων, η τουρκική επιδίωξη να ανατραπεί το υφιστάμενο καθεστώς δεν βασίζεται τόσο σε οικονομικά κίνητρα -καθώς οι συναλλαγές και η επικοινωνία του ψευδοκράτους με τον υπόλοιπο κόσμο πραγματοποιούνται σε μεγάλο βαθμό σχετικά ανεμπόδιστα, μέσω Τουρκίας- όσο σε πολιτικά, καθώς η απελευθέρωση του εμπορίου θα συνεπαγόταν την έμμεση αναγνώριση των αρχών του ψευδοκράτους, νομιμοποιώντας έτσι έμμεσα την τουρκική εισβολή. Παράλληλα, μια τέτοια προοπτική θα ενίσχυε το ρόλο της Τουρκίας ως προστάτη των Τουρκοκυπρίων, αποδεσμεύοντάς τη από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει αναφορικά με την Κύπρο έναντι της ΕΕ και επιτρέποντας της να διεκδικεί εκ των υστέρων και εξωθεσμικά οφέλη για υποχρεώσεις που έχει ήδη δεσμευτεί να τηρεί.
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο να εξασφαλιστεί ότι η είσοδος Τούρκων υπηκόων στην Κύπρο μετά την κατάργηση των απαιτήσεων εισόδου στη Ζώνη Σένγκεν (στο βαθμό πάντα που πληρούνται και οι άλλες προϋποθέσεις που συμφωνήθηκαν) θα γίνεται αποκλειστικά από τις νόμιμες πύλες εισόδου, δηλαδή τα διεθνή αεροδόμια Λάρνακας και Πάφου. Το λιμάνι της Λεμεσού θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει υπό αυτό το καθεστώς (στο βαθμό που μια τέτοια γραμμή θα κρινόταν εμπορικά βιώσιμη), αλλά όχι και αυτά της Κερύνειας και της Αμμοχώστου, επειδή δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, και κατά συνέπεια δεν αποτελούν νόμιμες πύλες εισόδου σε αυτήν. Η ορθή εφαρμογή του καθεστώτος αυτού έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς οποιαδήποτε απόπειρα αναγνώρισης των οδοφραγμάτων κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής ως «πυλών εισόδου» στην Κύπρο θα σήμαινε την έμμεση αναγνώριση της γραμμής κατάπαυσης του πυρός ως «συνόρου», και άρα την έμμεση αναγώριση του ψευδοκράτους, που τόσο πιεστικά και διαχρονικά επιδιώκει η Τουρκία.
*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ)στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρστο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
Τρόμος στον πλανήτη επικρατεί μετά την κλιμάκωση στον ρωσοουκρανικό πόλεμο, καθώς η Μόσχα απάντησε στα…
Θέση εμμέσως εναντίον της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά από την Κ.Ο. της ΝΔ, χωρίς να τον κατονομάζει,…
Του Αργύρη Αργυριάδη Δικηγόρου Εδώ και λίγες ημέρες το ΠΑΣΟΚ αποτελεί την αξιωματική αντιπολίτευση της…
Στο πλαίσιο των δράσεων του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για το Κλίμα, συνεχίζονται το Σαββατοκύριακο και ολοκληρώνονται…
Ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας συναντήθηκε σήμερα 22/11, στον Περισσό,…
Την Κυριακή διεξάγονται οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου προέδρου, σε μια…
This website uses cookies.