Με ερώτηση που κατάθεσαν οι βουλευτές του ΚΚΕ Μανώλης Συντυχάκης, Μαρία Κομνηνάκα και Διαμαντώ Μανωλάκου προς την Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, ζητούν να σταματήσει να λειτουργεί ως τουριστικό κατάλυμα το «σπίτι των εξόριστων» στη Γαύδο.
Στην ερώτηση πιο αναλυτικά αναφέρονται τα εξής:
Το σπίτι που έχτισαν οι εξόριστοι στην Γαύδο κατά τη δεκαετία του 1930 αν και δεν διατηρήθηκε ως τόπος εξορίας μετά το 1941 μόλις το 1999, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1469/50 και με την υπογραφή της τότε υπουργού Πολιτισμού, Ελισάβετ Παπαζώη, χαρακτηρίστηκε ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο, που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία» (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/203/16542/16-3-99). Το σπίτι αυτό που ανήκει σήμερα σε ιδιώτη μετά την παραπάνω απόφαση στην ουσία εγκαταλείφθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού.
Γίνεται φανερό ότι είναι τουλάχιστον προκλητικό ένα κτίσμα που αποτυπώνει τμήμα της νεότερης ιστορίας και των αγώνων του λαού μας να τυγχάνει τέτοιας αντιμετώπισης.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ η κ. Υπουργός τι μέτρα θα λάβει ώστε:
Να υλοποιηθεί άμεσα η απόφαση του υπουργείου πολιτισμού που το χαρακτηρίζει ως «ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία» και να σταματήσει η βεβήλωση στην οποία υπόκειται ως τουριστικό κατάλυμα.
Ιστορικό του “σπιτιού των εξοριστων”
Στις 23 Οκτωβρίου 1931, ο Άρης Βελουχιώτης μαζί με άλλα 70 μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη Γαύδο. Στο Σαρακήνικο έμεναν κάποιοι εξόριστοι φυματικοί και βαριά άρρωστοι. Και όλοι μαζί, άρχισαν να συγκεντρώνουν πέτρες και χώμα και σιγά σιγά να χτίζουν το «σπίτι» τους. Παρά το ότι δε διέθεταν εργαλεία, το σπίτι που έφτιαξαν ήταν σαφώς καλύτερο από τις κατοικίες των λιγοστών κατοίκων του νησιού και για αυτό το αποκαλούσαν “παλάτι”. Δίπλα στο σπίτι οι εξόριστοι δημιούργησαν ένα περιβόλι, φούρνο για να ψήνουν το ψωμί τους και έναν αυτοσχέδιο χειρόμυλο.
Η Γαύδος λειτούργησε ως τόπος εξορίας μέχρι το Μάιο του 1941. Κάποιοι από τους εξόριστους δραπέτευσαν και κάποιοι άλλοι, με την αναστάτωση που ακολούθησε τη γερμανική εισβολή, διέφυγαν στην Κρήτη, όπου αρκετοί πήραν μέρος τόσο στη Μάχη της Κρήτης όσο και στην Αντίσταση.
“Από εκεί, εκτός από το Βελουχιώτη πέρασε και ο Μάρκος Βαφειάδης και ο Μενέλαος Λουντέμης. Ο Λουντέμης έμεινε για περίπου δεκαπέντε μέρες, αλλά οι δυο πρώτοι πήγαν δυο φορές στη Γαύδο. Πήγαν το 1933, πήγαν και το 1940. Εξόριστοι επί δικτατορίας του Θόδωρου Πάγκαλου και επί Μεταξά.
Όταν ήρθε στο νησί ο Βελουχιώτης, ο χώρος που σήμερα βρίσκεται το σπίτι ήταν στην ιδιοκτησία ενός παπά. Οι εξόριστοι ζήτησαν να τους επιτραπεί να χτίσουν ένα σπίτι.
Αφημένοι από τους αρμόδιους να αργοπεθάνουν αβοήθητοι, οι εξόριστοι αντιστέκονται με αξιοθαύμαστη πειθαρχία, οργανώνοντας τη συλλογική τους ζωής μέσα από την Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων (ΟΣΠΕ), ή αλλιώς «κολλεχτίβα», η οποία κάλυπτε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας, από το μαγείρεμα και την καθαριότητα μέχρι τις αγροτικές εργασίες και της πολιτιστικές εκδηλώσεις (14).
Οι εξόριστοι κατασκευάζουν έναν αυτοσχέδιο χειρόμυλο και φτιάχνουν φούρνο για να ψήνουν το ψωμί, ενώ δημιουργούν κι ένα πρότυπο περιβόλι με ντομάτες σε μια ιδιόκτητη ρεματιά. Ανοίγουν καφενείο, βάζουν σε κυκλοφορία το χαρτονόμισμα της μιας δραχμής που… τυπώνουν, σφραγίζοντας κάθε σελίδα από το συνταγολόγιο του γιατρού για τη διευκόλυνση των συναλλαγών στο νησί. Κατακτούν από την αστυνομία το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, ενώ αναλαμβάνουν διάφορες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, κάνουν πολιτική διαφώτιση και μαθαίνουν γραφή κι ανάγνωση τους ελάχιστους εξόριστους που είναι αναλφάβητοι. Το μεγαλύτερο τους επίτευγμα, όμως, είναι πως έχτισαν στο Σαρακήνικο, μια έρημη, άνυδρη, ακατοίκητη κι ακαλλιέργητη περιοχή, το δικό τους σπίτι, για να κατοικήσουν εκεί.
Ήταν ένα δύσκολο έργο που ολοκληρώθηκε το 1933. «Οι σύντροφοι δεν διέθεταν υλικά και εργαλεία. Το σπίτι κτίστηκε από πέτρες και χώμα, χωρίς τσιμέντο και παρ’ ό,τι δεν θύμιζε και πολύ σπίτι, ήταν σαφώς καλύτερο από τις κατοικίες των χωρικών, ώστε στο νησί να αποκαλείται ‘παλάτι’» (15). Μάλιστα οι εξόριστοι, φρόντισαν να του δώσουν και τον «κρητικό ρυθμό». Δηλαδή, ακολούθησαν την αρχιτεκτονική παράδοση
Αυτός ο άθλος θα εμπνεύσει τον νεαρό τότε Γιάννη Ρίτσο να γράψει στις «Πυραμίδες» το 1935:
Στο στομάχι του Χρυσού, το Φως πεινά
μα οι εξόριστοι στων Γαύδων τ’ ακρωτήρια
χτίζουν μέσα τους, τα νέα τους ορμητήρια,
τ’ αυριανά
Η Γαύδος ως τόπος εξορίας λειτούργησε μέχρι τις 30 του Μάη του 1941. Εκείνη τη μέρα, παρά την αυστηρή επιτήρηση δραπέτευσαν 7 εξόριστοι, μεταξύ των οποίων οι Λ. Στρίγγος, Μάρκος Βαφειάδης, Μήτσος Βλαντάς, Πολ. Δανιηλίδης (16), ενώ με την αναστάτωση που επακολούθησε τη γερμανική εισβολή, όλοι σχεδόν οι εξόριστοι διέφυγαν στην Κρήτη και αρκετοί πήραν μέρος τόσο στη μάχη της Κρήτης όσο και στην Αντίσταση.
Στο συμφωνητικό που υπογράφηκε στις 14 του Μάρτη του 1933 ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του οικοπέδου και στους αντιπροσώπους της κολλεχτίβας των εξόριστων της Γαύδου, η δεύτερη υπογραφή (αριστερά) ανήκει στον Θανάση Κλάρα (Άρη Βελουχιώτη).
Το πρώτο είναι το ιδιωτικό συμφωνητικό, που δίνει το δικαίωμα στους εξόριστους να χτίσουν το δικό τους σπίτι στη θέση Σαρακήνικο της Γαύδου. Το δεύτερο, επίσης, συμφωνητικό καθιερώνει την καταβολή ενοικίου απ’ τους εξόριστους και ορίζει ποιος θα εκμεταλλεύεται τα προϊόντα του μικρού κήπου που δημιούργησαν (17) .
Στο συμφωνητικό αναφερόταν ότι οι εξόριστοι θα έχτιζαν ένα σπίτι εκεί, όπου θα έμεναν για όσον καιρό θα βρίσκονταν στο νησί και ότι μετά το σπίτι θα παρέμενε στον κάτοχο. Αυτή η συμφωνία έληξε λίγο πριν τον πόλεμο του ’40.