Του Γεώργιου Α. Καλογεράκη *
Το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα Ε.Σ.Δ.Ο.Γ.Ε. απέστειλε πρόσφατα (17.02.2021) επιστολή στους φορείς της εκπαίδευσης, καταγγέλλοντας την εκπαιδευτική πλατφόρμα που χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με την ονομασία MOG (Μνήμες από την κατοχή στην Ελλάδα). Το πρόγραμμα «φιλοδοξεί να αποτελέσει μέρος των σχολικών προγραμμάτων των Δημοτικών, των Γυμνασίων και των Λυκείων της χώρας».
Στην ιστοσελίδα του προγράμματος Μνήμες από την κατοχή στην Ελλάδα (MOG) διαβάζουμε ότι οι φορείς χρηματοδότησής του είναι τέσσερις:
Α) Το Ελληνογερμανικό Ταμείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας (Auswartiges Amt)
Β) Το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Freie Universitat Berlin)
Γ) Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και
Δ) Το Γερμανικό Ίδρυμα Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον (STIFTUNG ERINNEPUNG VERANTWORTUNG ZUKUNFT)
Το Γερμανικό Ίδρυμα Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον σημειώνει στην ιστοσελίδα του MOG: Εις μνήμην των θυμάτων του Εθνικοσοσιαλισμού, το Ίδρυμα Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον υποστηρίζει τους επιζώντες, υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη συνεννόηση των λαών. Το ίδρυμα εκπροσωπεί την πολιτική και ηθική ευθύνη του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας έναντι των θυμάτων της εθνικοσοσιαλιστικής αδικίας. Ιδρύθηκε το 2000 από την γερμανική κυβέρνηση με σκοπό την αποζημίωση των καταναγκαστικών εργατών επί εθνικοσοσιαλισμού. Μετά από την ολοκλήρωση των αποζημιώσεων το Ίδρυμα υποστηρίζει προγράμματα για την συμφιλίωση.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ για την καταναγκαστική εργασία στην Κρήτη τα χρόνια 1941-1945 και τις αποζημιώσεις είναι εντελώς διαφορετική από του γερμανικού Ιδρύματος Μνήμη Ευθύνη και Μέλλον.
Με διαταγές τεσσάρων Γερμανών Διοικητών του «Φρουρίου Κρήτης», Στούντεντ, Αντρέ, Μπρώυερ και Μίλερ, τα έτη 1941-1944, καθορίστηκαν οι όροι καταναγκαστικής εργασίας των Κρητών στα οχυρωματικά έργα που σχεδίασαν οι κατακτητές. Σκοπός των κατοχικών δυνάμεων και των Γερμανών αξιωματούχων, ήταν να καταστήσουν την Κρήτη βάση για τις εξορμήσεις τους στη Μέση Ανατολή, στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας και την εκστρατεία που προετοίμαζαν στη Ρωσία.
Οι γερμανικές διαταγές, καθόρισαν τον αριθμό των εργατών με την αναλογία ένα (1) προς δέκα (10). Ανά δέκα κατοίκους και ένας καταναγκαστικός εργάτης, σύμφωνα με τον πληθυσμό κάθε οικισμού. Από την καταναγκαστική εργασία δεν εξαιρούνταν κανείς, αφού στις διαταγές των Γερμανών Διοικητών τονίζονταν ότι: «υποχρέωση εργασίας έχει όλος ο πληθυσμός ανεξαρτήτου επαγγέλματος ηλικίας και φύλου». Πραγματοποίησαν απογραφή του πληθυσμού, για να οριστικοποιηθεί ο τελικός αριθμός των Κρητικών που θα έστελνε κάθε Κοινότητα στα έργα.
Ο Στρατηγός Μπρώυερ, τον Φεβρουάριο του έτους 1943, με διαταγή σύστησε Επιτροπή Υποχρεωτικής Εργασίας ΕΥΕ. Η Επιτροπή αποτελούνταν από τέσσερα μέλη, τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο κάθε Κοινότητας, τον ιερέα και τον δάσκαλο του χωριού. Οι αρχές κατοχής αναγκάστηκαν να προβούν στη σύσταση της παραπάνω επιτροπής δύο χρόνια μετά την κατάληψη της Κρήτης, επειδή πολλοί Κρητικοί, αδιαφορώντας για τις σκληρές επιπτώσεις, δεν προσέρχονταν στην καταναγκαστική εργασία, με αποτέλεσμα τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών να μην προχωρούν με το ρυθμό που οι ίδιοι ανέμεναν.
Με την καταναγκαστική εργασία, κατασκευάστηκαν στην Κρήτη όλα τα οχυρωματικά έργα, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του γερμανικού κατοχικού στρατού. Οι κατακτητές έδωσαν προτεραιότητα στα αεροδρόμια Μάλεμε στα Χανιά, Ηρακλείου, Τυμπακίου, Καστελλίου Πεδιάδος στον νομό Ηρακλείου και στα λιμάνια Σούδας και Ηρακλείου.
Κατά διαστήματα, για να διευκολυνθούν οι κάτοικοι στο μάζεμα των ελιών και στο αλώνισμα των σιτηρών, αλλά και να λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες (σχολεία κλπ.), τα τοπικά φρουραρχεία απάλλασσαν από την εργασία ορισμένες κατηγορίες πολιτών (δημοσίους υπαλλήλους και αγρότες).
Από τις 29 Ιουνίου 1942 ως τις 10 Δεκεμβρίου 1943, οργανώθηκαν από τις κατοχικές αρχές εικοσιένα Κοινοτικά Συνέδρια στο νομό Ηρακλείου. Αιτία των Συνεδρίων ήταν η ολιγωρία αρκετών Προέδρων των Κοινοτήτων, που είχαν αναλάβει το έργο της σύνταξης των εργατικών καταλόγων, η απροθυμία του πληθυσμού στην καταναγκαστική εργασία, το αντάρτικο που αναπτύχτηκε στα βουνά της Κρήτης και τα σαμποτάζ που ακολούθησαν, η συγκέντρωση των σιτηρών, οι φόροι που επέβαλλε το κατοχικό καθεστώς με τους συνεργάτες του στα αγροτικά προϊόντα και ο κίνδυνος του «κομμουνισμού και μπολσεβικισμού».
Στις 25 Φεβρουαρίου 1943, ο Διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης» Στρατηγός Μπρώυερ, διατάσσει και επιβάλλει υποχρεωτική εισφορά στους εμπόρους, τους επαγγελματίες, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους βιομήχανους και τους «εύπορους» αγρότες. Η εισφορά θα πληρωθεί «εφάπαξ» ως 20 Μαρτίου 1943. Στη διαταγή του Μπρώυερ, επισημαίνεται ότι τα χρήματα θα διατεθούν στους εργάτες της καταναγκαστικής εργασίας, για τη βελτίωση των βιοτικών τους συνθηκών.
Ενώ τα χρήματα που εισπράχτηκαν με τη διαταγή υποχρεωτικής εισφοράς του Μπρώυερ προορίζονταν για τη «…βελτίωση του ημερομισθίου των εις τα γερμανικάς υπηρεσίας εργαζομένων Ελλήνων…», στα χέρια των εργατών δεν κατέληξε ούτε μία δραχμή. Διακόσια από τα αναμενόμενα 700 εκατομμύρια δόθηκαν «δήθεν» σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και τα υπόλοιπα στις γερμανικές υπηρεσίες, στους γερμανόφιλους και στους Γερμανούς αξιωματούχους.
Παρά τις προσπάθειες κατευνασμού των παραπόνων των εργατών της καταναγκαστικής εργασίας από τον Νομάρχη, το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου και τους Γερμανούς αξιωματούχους, πολλοί δεν προσέρχονται στα έργα. Με συνεχείς εκκλήσεις καλούσαν τους εργάτες να μην εγκαταλείπουν την εργασία τους. Ο στρατός κατοχής επιβάλλει ατομικές τιμωρίες στους «δυστροπούντες» και ομαδικές στις Κοινότητες.
Οι ποινές προς τους εργάτες που απουσίαζαν και τις Κοινότητες που δεν συμπλήρωναν τον καθορισμένο αριθμό εργατών ήταν δυσβάστακτες. Φυλακίσεις, εγκλεισμός σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, σωματικές τιμωρίες, πρόστιμα, για τους υπόδουλους Κρήτες, πληρωμή σε είδος (ελαιόλαδο, κτηνοτροφικά προϊόντα, δημητριακά και χρήματα) στις Κοινότητες.
Ενδεικτικά, στον νομό Ηρακλείου, το Δεκέμβριο του 1942, εκτελούνταν από είκοσι δύο (22) γερμανικές υπηρεσίες οχυρωματικά και άλλα έργα. Για την εξυπηρέτηση των έργων, απαιτούνταν καθημερινά για την πόλη του Ηρακλείου 1450 εργάτες, για την ύπαιθρο 4300 και 500 ειδικοί τεχνίτες. Το σύνολο των εργατών ανέρχονταν στους 6250. Η καταναγκαστική εργασία τόσων πολλών κατοίκων δημιουργεί προβλήματα στις καλλιέργειες, στη βιοτεχνία και στα ελεύθερα επαγγέλματα. Ο Νομάρχης Ηρακλείου αναγκάζεται να προτείνει ένα σχέδιο στο γερμανικό Φρουραρχείο με τροποποιήσεις στον κανονισμό λειτουργίας της καταναγκαστικής εργασίας. Ζητά να καλούνται για εργασία όλοι οι νέοι του νομού Ηρακλείου από 17 ως 21 ετών, σχέδιο που δεν έγινε δεκτό.
Η σύσταση φάλαγγας εργασίας των Κοινοτήτων, ακολουθούσε τις διαταγές των κατοχικών αρχών. Κατ’αρχήν έπρεπε να μοιραστεί ο πληθυσμός του χωριού σε δύο φάλαγγες, με τον κανόνα ένα προς δέκα. Δηλαδή ανά εκατό κατοίκους, οι Πρόεδροι θα έστελναν στα έργα δέκα κατοίκους. Οι εργάτες κάθε φάλαγγας ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν δεκαπέντε ημέρες τον μήνα. Γι’αυτό και η καταναγκαστική εργασία στην Κρήτη ονομάστηκε «Δεκαπενταμερία». Παρά τις διαταγές και τις εγκυκλίους του Νομάρχη Ηρακλείου, παρατηρείται στασιμότητα στον καταρτισμό των φαλαγγών και την προσέλευση των εργατών.
Οι επιπτώσεις της καταναγκαστικής εργασίας στην καθημερινή ζωή των Κρητικών ήταν:
α) Εγκατάλειψη των καλλιεργειών και των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Όταν ο πατριάρχης της οικογένειας εγκατέλειπε την οικογένεια και το χωριό του για 15 ημέρες κάθε μήνα, τα χωράφια του έμεναν ακαλλιέργητα και η πείνα «χτυπούσε» την πόρτα του σπιτιού του.
β) Εκατοντάδες καταναγκαστικοί εργάτες πέθαναν στη διάρκεια εκτέλεσης της δεκαπενταμερίας ή από τις κακουχίες της αγγαρείας.
γ) Ποτέ και κανείς δεν πληρώθηκε ούτε σιτίστηκε για την καταναγκαστική εργασία που πρόσφερε στις κατοχικές δυνάμεις, παρά τα ωραία λόγια και τις υποσχέσεις των Γερμανών για παροχή αμοιβής και φαγητού την ώρα της εργασίας. Αυτό το αποδεικνύουν οι εκατοντάδες μαρτυρίες που διαθέτουμε, καταναγκαστικών εργατών των χωριών της Κρήτης.
δ) Ο πληθυσμός της Κρήτης με διαταγή των Γερμανών Διοικητών, συνέβαλε με την έκτακτη εισφορά (δήθεν για τους εργάτες), αλλά με τελικό προορισμό των χρημάτων τον ναζιστικό και φασιστικό κατοχικό στρατό. Μία φορολογία με κάλυψη την καταναγκαστική εργασία.
ε) Ποτέ και σε κανένα έργο δεν μοιράστηκε στους καταναγκαστικούς εργάτες η βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού (σε τρόφιμα φάρμακα, σαπούνι, σπίρτα και άλλα είδη που στέλνονταν ακριβώς γι’αυτό το σκοπό). Κατέληγαν στους Γερμανούς αξιωματούχους και στους Έλληνες συνεργάτες τους.
στ) Η αντικατάσταση στην καταναγκαστική εργασία, επιτρέπονταν από τους Γερμανούς, αν ο ίδιος ο εργάτης έβρισκε κάποιον να παρουσιαστεί στη θέση του. Γι’αυτήν την αντικατάσταση, ο νέος εργάτης πληρώνονταν 15 οκάδες σιτάρι ή κριθάρι από τον υπόχρεο.
ζ) Ποτέ και κανείς δεν αποζημιώθηκε για την καταναγκαστική εργασία τα χρόνια της κατοχής στην Κρήτη, παρά μόνον ελάχιστοι και αυτοί από το αυστριακό κράτος.
Η άποψη επομένως του γερμανικού Ιδρύματος Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον για την ολοκλήρωση των «αποζημιώσεων των καταναγκαστικών εργατών την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε συνδυασμό με την αδιαλλαξία της Ο.Δ.Γ. απέναντι στις νόμιμες, απαράγραπτες και ισχυρά τεκμηριωμένες ελληνικές αξιώσεις προς τη ηερμανική Κυβέρνηση για Δικαιοσύνη κι Αποζημίωση, δεν οδηγεί στη «συμφιλίωση» με την Ελλάδα.
Η ανάληψη της ευθύνης από την Ο.Δ.Γ. των ναζιστικών εγκλημάτων και η αποδοχή της ιστορικής αλήθειας, είναι ο μόνος δρόμος που ανοίγει μία ελπιδοφόρα προοπτική για την Ευρώπη, όπως πολλές φορές ανέφερε στις ομιλίες του ο Μανώλης Γλέζος που ήταν ο Ιδρυτής και επί 21 χρόνια Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, αφιερώνοντας τη ζωή του στον αγώνα για Μνήμη και Δικαιοσύνη.
……………………………………………….
Για την καταναγκαστική εργασία ή «δεκαπενταμερία» στην Κρήτη, θα προσθέσω μία βιωματική εμπειρία των παιδικών μου χρονών:
«Ο παππούς μου, Γεώργιος Ιωάννου Καλογεράκης, ήταν από το χωριό Σμάρι. Εγώ με τους γονείς και την αδερφή μου κατοικούσαμε στο χωριό Διαβαϊδέ, λίγο έξω από το Καστέλλι Πεδιάδος. Ο παππούς με τη γιαγιά μου είχαν ένα μόνο παιδί, τον πατέρα μου Αντώνη Καλογεράκη.
Τα παιδικά μου Σαββατοκύριακα τα περνούσα στο Σμάρι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου την Ειρήνη, μ’ ένα ψεύτικο πόδι. Το δικό της είχε κοπεί από τους γιατρούς, λίγο πιο κάτω από το αριστερό γόνατο. Ανατρέχω σ’ εκείνα τα χρόνια και δε θυμάμαι ποτέ τη γιαγιά μου στο δρόμο ή στις γειτονιές του Σμαρίου. Η ζωή της ήταν σ’ ένα κρεβάτι και στην αυλή του σπιτιού της. Όταν ξάπλωνε, έβγαζε το ψεύτικο πόδι και πολλές φορές, σαν ήθελε να σηκωθεί, μου έδινε εντολή:
– Γιωργιό, φέρε μου το πόδι!
Κι εγώ να της κουβαλώ το πόδι, το οποίο ομολογουμένως ήταν ίσα με μένα στο ύψος, για να το «φορέσει».
Μια βραδιά καλοκαιριάτικη που καθόμασταν όλοι έξω από την αυλόθυρα του σπιτιού του παππού μου, σε ένα αυτοσχέδιο όμορφο «πεζούλι» που ο ίδιος είχε φτιάξει, τόλμησα τη μεγάλη ερώτηση:
– Γιατί γιαγιά δεν έχεις πόδι; Τι έγινε το πόδι σου;
Με κοίταξε παράξενα, σίγουρα θα σκέφτηκε τώρα τι να του πω, θα καταλάβει τόσο μικρός που είναι;
– Οι Γερμανοί, Γιωργιό, φταίνε, μου λέει. Οι Γερμανοί! Που να τσι κάψει ο Θεός! Οι Γερμανοί!
Εγώ τότε δεν κατάλαβα, ούτε ποιοι είναι οι Γερμανοί, ούτε πως γίνεται για το κομμένο πόδι της γιαγιάς μου να φταίνε πολλοί άνθρωποι, έτσι όπως το είπε, «οι Γερμανοί». Νόμισα πως κάποιοι, που τους λέγανε Γερμανούς, έβαλαν τη γιαγιά μου κάτω στο χώμα και με ένα πριόνι της έκοψαν το πόδι.
Δε συνέχισα την ερώτηση γιατί η μητέρα μου Μαρία, ρίχνοντας ένα αυστηρό βλέμμα, μου λέει:
– Δε ρωτούνε τέτοια πράματα τη γιαγιά!
Πέρασαν τα χρόνια, εγώ μεγάλωσα, η γιαγιά μου πέθανε. Κι έμαθα την ιστορία με το πόδι της γιαγιάς μου. Μια μέρα, ήταν άνοιξη του 1942, ο παππούς μου ο Γιωργάκης βρισκόταν στο Καστέλλι για καταναγκαστική εργασία, την «δεκαπενταμερία» του. Μαζί με άλλους Σμαριανούς, έβγαζαν ένα πηγάδι για τους Γερμανούς στο χωριό Πολυθέα. Ξαφνικά έπεσαν τα χώματα και πλάκωσαν μέσα στο πηγάδι τον παππού μου και τους άλλους συγχωριανούς του. Όλοι νόμισαν ότι ο Γιωργάκης δεν ξαναβγαίνει από κει μέσα ζωντανός. Άρχισαν να σκάβουν τα χώματα να τον ξεθάψουν. Κάποιοι ειδοποίησαν τη γιαγιά μου στο Σμάρι.
– Άμε Ερήνη γρήγορα στο Καστέλλι, γιατί τον άντρα σου τον έθαψε ένα πηγάι στην Πολυθέα! Τόνε προλαβαίνεις, δε τόνε προλαβαίνεις!
Η γιαγιά μου αλαφιασμένη, άρχισε να τρέχει προς το Καστέλλι. Πέντε χιλιόμετρα είναι ο δρόμος. Από την ταραχή της έπεφτε στο δρόμο και ξανασηκώνονταν. Τα πόδια της τρέχανε αίματα. Είχε χτυπήσει στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού, μα δεν έδωσε σημασία. Έφτασε στην Πολυθέα. Ο παππούς μου, σαν από θαύμα, είχε ξεθαφτεί ζωντανός από τους σωρούς των χωμάτων. Γυρίσανε μαζί στο Σμάρι. Το πόδι της σε δυο μέρες άρχισε να πρήζεται. Σε ένα μήνα, πήγε στο Πανάνειο Νοσοκομείο. Έλληνες μαζί με Γερμανούς γιατρούς διέγνωσαν σηψαιμία και το έκοψαν. Το έκοψαν εφτά φορές. Κάθε φορά, λίγο πιο πάνω. Σταμάτησαν κάτω από το γόνατο. Κι έμεινε η γιαγιά μου ανάπηρη. Ποτέ δεν συγχώρησε τους Γερμανούς για την αναπηρία της.
Κάθε φορά που έρχεται στη σκέψη μου η μορφή της γιαγιάς μου, θυμάμαι και το πεζούλι με το βασιλικό στην εξώπορτα του σπιτιού της. Κι εκείνο το καλοκαιριάτικο βράδυ με τον ξάστερο ουρανό. Τα λόγια της ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου.
– Οι Γερμανοί, Γιωργιό. Οι Γερμανοί! Που να τσι κάψει ο Θεός! Οι Γερμανοί και η δεκαπενταμερία ντως»!
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος