του Δημήτρη Καζάκη
Για μια ακόμη φορά μας εντυπωσίασε ο κ. Βαρουφάκης. Ανακάλυψε μόλις χθες αυτό που φαίνεται ότι αγνοούσε είτε ως καθηγητής οικονομίας, είτε ως υπουργός οικονομικών. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν είναι αξιόπιστος ο δείκτης μέτρησης της ανεργίας από την ΕΛΣΤΑΤ.
Κι έτσι με όλο τον ενθουσιασμό ενός νεοφώτιστου εμφανίστηκε στο tweeter – που αλλού; – και ανακοίνωσε με ύφος ‘Αιδώς Αργείοι’:
«Η αλχημεία μνημονιακών αριθμών χτύπησε και την ανεργία: Η ΕΛΣΤΑΤ μιλά για κάτω από 800 χιλιάδες, δηλαδή ποσοστό κάτω του 17%. Όμως, ο ΟΑΕΔ αναφέρει 1.181.296 εγγεγραμμένους άνεργους, δηλαδή άνω του 26%, που σημαίνει “πραγματική” ανεργία 30%. Κύριοι της κυβέρνησης, οργανωθείτε ώστε να λέτε το ίδιο ψέμα!»
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Βαρουφάκης ανακαλύπτει ως βουλευτής και αρχηγός του ΜεΡα25, αυτά που φαίνεται να αγνοούσε παντελώς όταν κατείχε τη θέση του υπουργού οικονομικών και υποτίθεται ότι «έδινε μάχη» για τη χώρα ενάντια στους δανειστές! Φανταστείτε υπουργό οικονομικών να αναλαμβάνει σε μια τόσο κρίσιμη καμπή για τις τύχες της Ελλάδας και του λαού της χωρίς να έχει ιδέα για την αξιοπιστία των στατιστικών δεδομένων!
Ούτε ο κ. Βαρουφάκης απ’ ότι φαίνεται γνώριζε, ούτε η παρεούλα «ειδικών» και προφεσόρων του ιδίου φυράματος και οικονομικής μόρφωσης με τον ίδιο, που συγκέντρωσε γύρω του –με κριτήρια έως σήμερα αδιευκρίνιστα– για να πάνε να «διαπραγματευθούν» με τους Ευρωπαίους δανειστές. Είναι ύστερα να απορεί κανείς γιατί μας οδήγησαν τόσο εύκολα στο τρίτο και χειρότερο μνημόνιο;
Εκτός βεβαία κι αν για όλα αυτά δεν τους καιγόταν καρφί, δεν έδιναν rat’s ass, όπως συνηθίζουν να λένε στην οικεία τους γλώσσα. Ζούσαν απλά το όνειρό τους στην εξουσία σε βάρος των κορόιδων, δηλαδή όλων εμάς.
Να γιατί δεν έπραξαν το παραμικρό για να διορθώσουν την κατάσταση στην ΕΛΣΤΑΤ, να την κάνουν αξιόπιστη υπό τον έλεγχο του δημοσίου –που σήμερα θυμήθηκε ακόμη κι ο κ. Βαρουφάκης– ώστε να ξεφορτωθούν οριστικά τόσο τον περιώνυμο Γεωργίου που διόρισαν οι δανειστές, όσο και την βαριά κληρονομιά του στον οργανισμό. Τότε οι επιστήμονες, αλλά και οι εργαζόμενοι της Στατιστικής Υπηρεσίας βρίσκονταν στα κάγκελα, είχαν καταθέσει προτάσεις ριζικής αναδιοργάνωσης της ΕΛΣΤΑΤ και υπαγωγής της σε δημόσιο έλεγχο.
Και είναι αλήθεια ότι αν εφαρμόζονταν αυτές οι προτάσεις, η Ελλάδα θα αποκτούσε για πρώτη φορά στην ιστορία της μια Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, τόσο αξιόπιστη, όσο ποτέ. Βέβαια, την περίοδο εκείνη ο κ. Βαρουφάκης και οι κομματάρχες του ΣΥΡΙΖΑ έδιναν ασύστολες διαβεβαιώσεις ότι οι προτάσεις των επιστημόνων και των εργαζομένων της Στατιστικής Υπηρεσίας θα εισακουστούν. Θα ήταν μια από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τους διαβεβαίωναν προεκλογικά.
Το τι απέγινε μόλις ο κ. Βαρουφάκης και οι συν αυτώ κατέλαβαν τους κυβερνητικούς θώκους, το γνωρίζουν και το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά. Η απάντηση στις αιτιάσεις των ανθρώπων της ΕΛΣΤΑΤ που μάχονταν έως τότε για να αποσπαστεί η Υπηρεσία από τον έλεγχο των δανειστών και της καμαρίλας που είχαν εγκαταστήσει, ήταν εξαιρετικά απλή: «δεν ήρθε ακόμη η ώρα σας»!
Δεν ήξερε τότε ο κ. Βαρουφάκης και οι λοιποί κυβερνητικοί του συγγενείς ότι δεν μπορεί να υπάρξει άσκηση πολιτικής, ούτε μπορούν να παρθούν πολιτικές αποφάσεις –ειδικά στο οικονομικό πεδίο– με τελείως αναξιόπιστα στοιχεία; Τώρα το ανακάλυψε; Γιατί; Για να το «ξεχάσει» και πάλι, όποτε κι αν το φέρει η κατάρα να βρεθεί πάλι σε θέση ευθύνης;
Τι έκανε ο κ. Βαρουφάκης ως καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός, αλλά και η «πρώτη φορά αριστερά»; Έγραψαν τις προτάσεις των ανθρώπων της Στατιστικής Υπηρεσίας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Σιγά μην τολμήσουν ως κυβέρνηση να «βάλουν χέρι» σε ίδρυμα που είχε τεθεί υπό το μνημονιακό έλεγχο των δανειστών. Το μόνο που έκαναν ήταν να τα βρουν από την πρώτη στιγμή με τους δανειστές και να προωθήσουν τους «δικούς τους» στην «ανεξάρτητη αρχή» της ΕΛΣΤΑΤ για να υπηρετήσουν –με το αζημίωτο– τις ίδιες σκοπιμότητες.
Άλλωστε εξ υπαρχής δεν είχαν καμιά διάθεση, ούτε και πρόθεση να αμφισβητήσουν το καθεστώς μνημονιακής κατοχής της Ελλάδας. Το μόνο που ήθελαν ήταν να δώσουν μια παράσταση «διαπραγμάτευσης» για να μας οδηγήσουν στο τρίτο και χειρότερο μνημόνιο. Πάντα με το αζημίωτο για τους πρωταγωνιστές και τους θιασώτες της εν λόγω παράστασης.
Παρ’ όλα αυτά αναγνωρίζουμε το δικαίωμα ακόμη και στον κ. Βαρουφάκη να ανακαλύπτει –απ’ ότι φαίνεται, έκπληκτος– αυτό που μέχρι και ως υπουργός οικονομικών αγνοούσε επιδεικτικά. Το κάνει γιατί άλλαξε γραμμή πολιτικής πλεύσης; Θα το δούμε.
Φυσικά η διοίκηση της δοτής ΕΛΣΤΑΤ απάντησε στον κ. Βαρουφάκη με δική της ανακοίνωση, η οποία επιβεβαιώνει εμμέσως πλην σαφώς την αναξιοπιστία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού.
Να τι αναφέρει:
«Όπως έχει ενημερώσει τους χρήστες της η ΕΛΣΤΑΤ και περιγράφει σε όλα τα Δελτία Τύπου, η ΕΕΔ διεξάγεται στα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τους κανονισμούς 577/1998, 1897/2000, 1991/2002, 2257/2003 και 1372/2007 οι οποίοι ορίζουν τις έννοιες του απασχολούμενου, του ανέργου και του μη ενεργού, καθώς και τα κοινά πρότυπα και τις μεθόδους σε όλα τα Κράτη. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των εκτιμήσεων της ανεργίας μεταξύ τους διαχρονικά, αλλά και μεταξύ κρατών, καθώς οι εν λόγω ορισμοί είναι οι μοναδικοί επίσημοι ορισμοί που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως.»
Με άλλα λόγια η διεξαγωγή της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού διεξάγεται με κριτήριο όχι την καλύτερη δυνατή αποτύπωση των πραγματικών δεδομένων, αλλά με βάση τις κανονιστικές οδηγίες της Eurostat, ώστε να υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Φυσικά οι εγκάθετοι της ΕΛΣΤΑΤ δεν απασχολούνται καν με το ερώτημα της αξιοπιστίας των κανονισμών της Ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας.
Είναι γνωστό – τουλάχιστον σε όσους έχουν τριβή με τα στατιστικά δεδομένα – ότι η Eurostat εκδίδει κανονισμούς για δείκτες όχι με κριτήριο την αξιοπιστία των στοιχείων, αλλά με βάση καθαρά τις πολιτικές σκοπιμότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μέτρηση του δημοσίου χρέους, το οποίο σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat δεν προσμετρά το λεγόμενο «ενδοκυβερνητικό χρέος» μόνο και μόνο για να εμφανίζει το συνολικό μέγεθος χαμηλότερα απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.
Έτσι έχουμε δυο μέτρα και δυο σταθμά, δυο μετρήσεις δημόσιου χρέους: ένα κατά Μάαστριχτ, δηλαδή κατά Eurostat, όπου εξαιρείται ένα σημαντικό μέρος του συνολικού χρέους, κι ένα πραγματικό. Επίσημα η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι κυβερνήσεις της χρησιμοποιούν το κατά Μάαστριχτ δημόσιο χρέος για τις συγκρίσεις και τις ανακοινώσεις τους. Λες και το μέρος του χρέους που εξαιρείται δεν το χρωστούν και δεν το πληρώνουν οι λαοί.
Το ίδιο γίνεται και με την ανεργία. Ο τρόπος μέτρησης που επέβαλε η Eurostat όχι μόνο αποκρύπτει την πραγματική διάσταση της ανεργίας, αλλά ισοπεδώνει τη διαφορετικότητα του δείκτη ανά χώρα. Διότι άλλο πράγμα είναι η μέτρηση της ανεργίας σε ένα πλήθος απασχόλησης όπου οι μισθωτοί ανέρχονται στο 80% και πλέον. Κι άλλο σε μια απασχόληση όπου οι μισθωτοί ανέρχονται λίγο πάνω από το 60%, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά η ΕΛΣΤΑΤ, η οποία – με εκτροπή από το Σύνταγμα – επανιδρύθηκε ως «ανεξάρτητη αρχή» κατ’ απαίτηση του πρώτου μνημονίου, ώστε οι δανειστές όχι μόνο να την θέσουν υπό το δικό τους έλεγχο, αλλά και να επιβάλουν ένα πρωτοφανές καθεστώς αναξιοκρατίας και αναξιοπιστίας, δεν γνωρίζει τίποτε για έγκλημα.
Η ανακοίνωσή της δεν ασχολείται καθόλου με την αξιοπιστία των δεικτών της και ειδικά εκείνου της ανεργίας. Απλά δικαιολογείται επικαλούμενη τους κανονισμούς της Eurostat. Δηλαδή, μας λέει ότι εκτελεί εντολές. Κι αντί να απαντήσει ευθέως στο εύλογο ερώτημα για το κατά πόσο οι εν λόγω κανονισμοί επιτρέπουν την αξιοπιστία των δεικτών, επικαλείται τη γνωστή «ευρεία επιστημονική συναίνεση».
«Επομένως,» συνεχίζει στην ανακοίνωσή της η δοτή ΕΛΣΤΑΤ, «στην παγκόσμια στατιστική κοινότητα υφίσταται ευρεία επιστημονική συναίνεση σχετικά με την ακαταλληλότητα της χρήσης διοικητικών μητρώων ως πηγή για την εκτίμηση του μεγέθους της ανεργίας: Τα διοικητικά μητρώα χρησιμοποιούν διαφορετικούς ορισμούς, ενώ τα κριτήρια ένταξης ή μη (και κατά άμεση συνέπεια, ο αριθμός των εγγεγραμμένων σε αυτά τα μητρώα) είναι διαχρονικά μεταβαλλόμενα καθώς οι αποφάσεις που την επηρεάζουν, λαμβάνονται κατά το δοκούν σύμφωνα με τις προτεραιότητες της Πολιτείας, εμπίπτοντας εκ των πραγμάτων στο πλαίσιο άσκησης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής απασχόλησης.»
Οι μεγαλύτερες απάτες, ειδικά σήμερα, σε βάρος της αξιοπιστίας των επιστημονικών δεδομένων γίνονται στο όνομα μιας ανύπαρκτης «ευρείας επιστημονικής συναίνεσης». Δεν έχει να δει κανείς παρά τους προφέσορες της πανδημίας πώς εξαπατούν με τόσο αδίστακτο τρόπο τον φιλοθεάμων κοινό επικαλούμενοι μια ανύπαρκτη «συναίνεση της επιστημονικής κοινότητας». Μια επιστημονική κοινότητα που – ειρήσθω εν παρόδω – κρατούν φιμωμένη όσο ποτέ άλλοτε στη μεταπολεμική ιστορία, με κρατικά μέτρα και απειλές φασιστικής έμπνευσης και υπό καθεστώς μιας παντελώς διεστραμμένης καθεστωτικής δημοσιογραφίας.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα μαργαριτάρια των συντακτών της δοτής ΕΛΣΤΑΤ. Δεν γνωρίζουμε αν το κάνουν λόγω τραγικά χαμηλού επιπέδου, ή γιατί συνειδητά επιχειρούν να στρεψοδικήσουν. Το πιθανότερο είναι να συμβαίνουν και τα δυο.
Πάντως το ερώτημα που θέτει όστις έχων σώας τας φρένας, δεν είναι γιατί η ΕΛΣΤΑΤ δεν ακολουθεί τα ίδια κριτήρια ένταξης ή μη στους ανέργους μ’ εκείνα που ακολουθούν τα διοικητικά μητρώα, δηλαδή ο ΟΑΕΔ. Έλεος! Και βέβαια μια Στατιστική Υπηρεσία οφείλει να ακολουθεί επιστημονικά κριτήρια που υπερβαίνουν εκείνα των διοικητικών μητρώων, ώστε να αποτυπώνουν με τον πληρέστερο τρόπο τον δείκτη των ανέργων.
Επομένως, το ερώτημα είναι απλό. Πώς γίνεται και υπάρχει μια τόσο τεράστια διαφορά ανάμεσα στα διοικητικά μητρώα του ΟΑΕΔ και της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού; Οι συντάκτες της ανακοίνωσης αναφέρουν ότι «…τα άτομα τα οποία εργάζονται χωρίς ασφάλιση (μαύρη εργασία) ή εργάστηκαν σε πρόχειρες ή ευκαιριακές εργασίες, καταγράφονται ως «απασχολούμενοι» στην ΕΕΔ αλλά ταυτόχρονα μπορούν να παραμένουν εγγεγραμμένοι στο διοικητικό μητρώο του ΟΑΕΔ. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα που δεν εργάζονται και ταυτόχρονα δεν αναζητούν εργασία ή δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να αναλάβουν εργασία, τα οποία καταγράφονται ως «μη ενεργοί» (και εκτός εργατικού δυναμικού) στην ΕΕΔ αλλά είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ προκειμένου να είναι δικαιούχοι των προνομίων του ΟΑΕΔ.»
Πολύ ωραία. Από πού κι ως πού θα πρέπει να προσμετρούνται στους «απασχολούμενους» οι εργαζόμενοι με μαύρη εργασία, σε πρόχειρες, ή ευκαιριακές απασχολήσεις; Γιατί όσοι απογοητεύονται και αποσύρονται από την αναζήτηση εργασίας δεν θα πρέπει να προσμετρώνται στην ανεργία, αλλά στον «οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό»; Ποια «επιστήμη», ή έστω ποια «ευρεία συναίνεση της επιστήμης» το επιτάσσει; Καμία. Το επιτάσσουν οι κανονιστικές εντολές εξ Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως μας λένε παραπειστικά οι ίδιοι οι συντάκτες της ΕΛΣΤΑΤ «σύμφωνα με τους διεθνείς ορισμούς που χρησιμοποιεί η ΕΛΣΤΑΤ, «άνεργοι» χαρακτηρίζονται τα άτομα τα οποία (α) δεν εργάζονται, (β) είναι άμεσα διαθέσιμα να αναλάβουν εργασία και (γ) αναζητούσαν ενεργά εργασία τις τελευταίες τέσσερεις εβδομάδες.»
Βέβαια, εδώ δεν πρόκειται για «διεθνείς ορισμούς», όπως παραπειστικά λένε οι συντάκτες της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά για ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές, που αντανακλούν σκοπιμότητες. Όταν σου είναι παντελώς αδιάφορο το περιεχόμενο της «απασχόλησης», τότε είναι απολύτως λογικό να θέτεις τέτοια κριτήρια.
Πρόκειται για το γνωστό Neoliberal Consensus, που έχει ξεθάψει τα παλιά δόγματα του κοινωνικού δαρβινισμού και μ’ αυτά έχει κυριολεκτικά τσακίσει κάθε επιστημονική αξιοπιστία και εγκυρότητα ακόμη και στην αποτύπωση των στατιστικών δεδομένων. Κι επειδή ο κυρίαρχος κοινωνικός δαρβινισμός της παγκοσμιοποίησης, ο οποίος αυτοσυστήνεται ως νεοφιλελευθερισμός, αδιαφορεί παντελώς για τις διαστάσεις και το περιεχόμενο της απασχόλησης, αλλά και των όρων της, το ίδιο οφείλει να αδιαφορεί και η στατιστική αποτύπωση των δεικτών της.
Έτσι οι εντεταλμένοι της επιβολής αυτού του κοινωνικού δαρβινισμού στους λαούς και τις οικονομίες πρώτα και κύρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πετυχαίνουν την παραποίηση των πραγματικών δεδομένων για λόγους προπαγάνδας και πολιτικής σκοπιμότητας. Άλλωστε οι βασικοί επίσημοι δείκτες σήμερα, ειδικά με τον τρόπο που τους στοιχειοθετεί η Eurostat, συντάσσονται με γνώμονα πολύ περισσότερο την παγκόσμια χρηματιστική αγορά και πολύ λιγότερο την εις βάθος οικονομική έρευνα.
Εξ ου και η ανάγκη για «συγκρίσιμους δείκτες» με όρους ταυτόσημων κριτηρίων κατάρτισης, λες και οι οικονομίες ανά την υφήλιο είναι ίδιες από πλευράς διάρθρωσης και διαφέρουν μόνο ως προς το ύψος των μεγεθών τους. Έτσι σκέφτεται μόνο ο ραντιέρης επενδυτής, το μεγαλύτερο παράσιτο που έχει γεννήσει η ιστορία της ανθρωπότητας, και ο οποίος αντιμετωπίζει τις οικονομίες σαν απλά μερίδια μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, μιας ενιαίας και αδιαίρετης περιουσίας, της δικής του, απ’ όπου επιδιώκει παντί τρόπω ένα όλο και μεγαλύτερο χρηματιστικό κέρδος.
Αντίθετα, την εποχή όπου το κυρίαρχο ζήτημα της οικονομίας, αλλά και της οικονομικής πολιτικής, έστω και ψευδεπίγραφα, ήταν η πλήρης απασχόληση, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνταν για την κατάρτιση του δείκτη της ανεργίας ήταν διαφορετικά.
Ας δούμε ποια ήταν τα κριτήρια της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού στην Ελλάδα την εποχή όπου η εξουσία θεωρούσε ως απολύτως αποδεκτή εναλλακτική της ανεργίας, τη μαζική υποβάθμιση της απασχόλησης. Έτσι, έως το 1982 οι Έρευνες Εργατικού Δυναμικού της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕΑ, όπως ονομαζόταν προ μνημονίων), θεωρούσαν ως «ανέργους» τα άτομα ηλικίας 14 ετών και άνω που δεν εργάστηκαν καθόλου την «εβδομάδα αναφοράς», ούτε είχαν μια «κανονική» εργασία (από την οποία απουσίαζαν προσωρινά), τα οποία ζητούσαν εργασία ως μισθωτοί και αν την έβρισκαν μπορούσαν να την αναλάβουν αμέσως (εκτός της περιπτώσεως προσωρινής ασθενείας, ή άλλης προσωρινής αδυναμίας).
Από το 1983 και έως την έλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕΑ άλλαξε κριτήρια και θεωρούσε ως «ανέργους» τα άτομα άνω των 14 ετών τα οποία πληρούν όλες τις παρακάτω προϋποθέσεις:
(α) Δεν εργάζονταν κατά την «εβδομάδα αναφοράς», ούτε είχαν οποιαδήποτε εργασία από την οποία απουσίαζαν προσωρινά λόγω ασθενείας, ή άλλης αδυναμίας.
(β) Ζητούσαν εργασία είτε ως μισθωτοί, είτε για να αρχίσουν μια δική τους εργασία.
(γ) Ήταν διαθέσιμα και μπορούσαν να αναλάβουν αμέσως την εργασία, που τυχόν θα εύρισκαν, και
(δ) Είχαν κάνει κάποιες συγκεκριμένες ενέργειες για να βρουν εργασία (π.χ. γράφτηκαν στα Γραφεία Απασχόλησης του ΟΑΕΔ, απευθύνθηκαν σε εργοδότες, ή σε γνωστούς τους, παρακολουθούσαν αγγελίες, κλπ.)
Όπως κατανοεί οποιοδήποτε διαθέτει κοινό νου και δεν υπόκειται στους κανόνες της διατεταγμένης «επιστημονικής συναίνεσης», οι προϋποθέσεις της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού από το 1983 και μετά βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα της ανεργίας, από τα κριτήρια εκείνα που χρησιμοποιούνταν πριν. Κι ο λόγος ήταν γιατί η επιστημονική κοινότητα τότε δεν ανεχόταν την ταύτιση της μαύρης και της ευκαιριακής εργασίας με την απασχόληση.
Ούτε φυσικά μπορούσε να αδιαφορεί για όσους δήλωναν άνεργοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ. Ήταν αδιανόητο τότε για την επιστημονική κοινότητα να εμφανίζονται περισσότεροι εγγεγραμμένοι άνεργοι στα διοικητικά μητρώα απ’ ότι στην Έρευνα Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ). Γι’ αυτό και όταν άλλαξαν οι προϋποθέσεις ορισμού των ανέργων, συμπεριέλαβαν και τους δηλωθέντες ως ανέργους στα μητρώα του ΟΑΕΔ.
Έτσι ο δείκτης ανεργίας από την ΕΕΔ της ΕΣΥΕΑ ήταν όλα τα χρόνια σημαντικά υψηλότερος από τους εγγεγραμμένους ανέργους του ΟΑΕΔ.
Όλα αυτά οπισθοδρόμησαν όταν μας επιβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι έτσι τα κριτήρια άλλαξαν και ως «άνεργοι» άρχισαν να θεωρούνται τα άτομα ηλικίας 15 έως 74 ετών, τα οποία (α) ζητούσαν εργασία, είτε ως μισθωτοί είτε για να αρχίσουν μια δική τους εργασία τις τέσσερις προηγούμενες εβδομάδες (από την εβδομάδα αναφοράς), (β) ήταν διαθέσιμα και μπορούσαν να αναλάβουν αμέσως τις επόμενες δύο εβδομάδες την εργασία που τυχόν θα έβρισκαν, και (γ) είχαν κάνει κάποιες συγκεκριμένες ενέργειες για να βρουν εργασία (π.χ. απευθύνθηκαν σε εργοδότες ή σε γνωστούς τους, παρακολουθούσαν αγγελίες σε εφημερίδες κλπ.).
Όπως διαπιστώνει κανείς οι προϋποθέσεις αυτές υστερούν έναντι εκείνων που ίσχυαν πριν. Και πρωτίστως εξαιρέθηκε το αυτονόητο, δηλαδή ότι όποιος εγγράφεται στα μητρώα του ΟΑΕΔ δεν σημαίνει ότι βρίσκεται σε αναζήτηση εργασίας. Αν είναι δυνατόν!
Ο λόγος είναι απλός. Λόγω της επιδοτούμενης κατάρτισης των ανέργων, όλο και περισσότεροι είχαν κίνητρο να γραφτούν στα μητρώα του ΟΑΕΔ κι έτσι ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων εκτινάχθηκε. Ο τρόπος που επιλέχθηκε για να μειωθεί ο επίσημος δείκτης της ανεργίας, ήταν απλός και εξαιρετικά αποτελεσματικός. Απλά εξαίρεσαν από τις προϋποθέσεις της ΕΕΔ, την καταγραφή στα μητρώα του ΟΑΕΔ ως απόδειξη αναζήτησης εργασίας.
Με τον τρόπο αυτό εξαιρούσαν συστηματικά τις εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους που εντάσσονταν σε προγράμματα επιδοτούμενης κατάρτισης, κ.ά., από την επίσημη ανεργία και τους κατέτασσαν στους «απασχολούμενους». Έτσι «μειώθηκε» η ανεργία επί ευρώ, την ίδια ώρα που εκτινασσόταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα η εγγεγραμμένη ανεργία του ΟΑΕΔ.
Και πάλι όμως δεν τους έφτανε η παραποίηση αυτή και προχώρησαν έτι περεταίρω στην εποχή των μνημονίων. Όταν δηλαδή η ΕΣΥΕΑ επανιδρύθηκε ως «ανεξάρτητη αρχή» υπό τον έλεγχο των δανειστών και με την ονομασία ΕΛΣΤΑΤ.
Σε ανακοίνωσή της στις 15 Φεβρουαρίου 2019, όταν είχε προκύψει ξανά το ίδιο ζήτημα με τους εγγεγραμμένους ανέργους του ΟΑΕΔ να βρίσκονται σε ύψος σχεδόν διπλάσιο εκείνου της ανεργίας από τις ΕΕΔ, η ΕΛΣΤΑΤ επιχείρησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα λέγοντας ότι εξαιρεί σκόπιμα και μετά από εντολές έξωθεν τις εξής ενδεικτικές κατηγορίες:
«(α) Άτομα που δεν εργάζονται και αναζητούν εργασία, τα οποία καταγράφονται ως άνεργοι στην ΕΕΔ αλλά δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ.
(β) Άτομα τα οποία εργάζονται χωρίς ασφάλιση ή εργάστηκαν σε πρόχειρες/ευκαιριακές δουλειές (καταγράφονται ως απασχολούμενοι στην ΕΕΔ), τα οποία είναι εγγεγραμμένα στον ΟΑΕΔ ως άνεργοι.
(γ) Άτομα που δεν εργάζονται και δεν αναζητούν εργασία (καταγράφονται ως μη ενεργοί στην ΕΕΔ) αλλά είναι εγγεγραμμένα στον ΟΑΕΔ. Τέτοιες περιπτώσεις αφορούν μακροχρόνια ανέργους που έχουν σταματήσει να αναζητούν εργασία, άτομα μεγαλύτερων ηλικιών που συμμετέχουν σε προγράμματα του ΟΑΕΔ προκειμένου να συμπληρώσουν ένσημα, άτομα που παραμένουν εγγεγραμμένα για να έχουν τα οφέλη της κάρτας ανεργίας κλπ.»
Και κατέληγε με τον ίδιο τρόπο που καταλήγει η χθεσινή ανακοίνωση κατά Βαρουφάκη: «Κατά συνέπεια, τα άτομα που καταγράφονται ως άνεργοι από την ΕΛΣΤΑΤ δεν συμπίπτουν από εννοιολογική άποψη με εκείνα που εγγράφονται στο διοικητικό μητρώο του ΟΑΕΔ και, ως εκ τούτου, λόγω της διαφοράς των ορισμών, δεν είναι δυνατή η σύμπτωση των δύο πληθυσμών.»
Με άλλα λόγια την ΕΛΣΤΑΤ δεν την νοιάζει ποιος είναι ο αληθινός αριθμός ανέργων σ’ αυτή την χώρα, αλλά η «εννοιολογική άποψη» της ανεργίας. Κοινώς, πιασ’ το αβγό και κούρευ’ το ή αλλιώς άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες! Πάντα με «ευρεία επιστημονική συναίνεση».
Με τον τρόπο αυτό η ΕΛΣΤΑΤ αρνείται να ασχοληθεί με το προφανές. Δηλαδή με το γεγονός ότι η «δική της» ανεργία βρίσκεται σχεδόν στα 2/3 από την εγγεγραμμένη ανεργία του ΟΑΕΔ. Και σ’ αυτό έχει δίκιο ο Βαρουφάκης.
Άλλωστε με τον τρόπο αυτό μπόρεσε να μειώσει τον δείκτη της ανεργίας και ο ΣΥΡΙΖΑ, οδηγώντας πάνω από τους μισούς ανέργους στο περιθώριο της ευκαιριακής απασχόλησης, ή του «οικονομικά μη ενεργού» πληθυσμού. Με τέτοιες επίσημες μετρήσεις της ανεργίας από την ΕΛΣΤΑΤ ζητωκραύγαζε ο Τσίπρας και η πολιτική μαφία του –συγνώμη, το κόμμα του ήθελα να πω- ότι μας βγάζει δήθεν από τα μνημόνια και μας φέρνει την «ανάπτυξη».
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει. Σε τι ύψος τέλος πάντων βρίσκεται η πραγματική ανεργία στην Ελλάδα;
Ενδεικτικά παραθέτουμε έναν δείκτη από τον ΟΟΣΑ (Household Dashboard), ο οποίος ονομάζεται labour underutilisation rate, δηλαδή ποσοστό υποαξιοποίησης εργασίας. Πρόκειται για έναν ευρύτερο δείκτη από το ποσοστό επίσημης ανεργίας τύπου ΕΛΣΤΑΤ.
Το ποσοστό υποαπασχόλησης εργασίας περιλαμβάνει τους άνεργους, συν τους περιθωριακά εξαρτημένους (δηλαδή άτομα που δεν ανήκουν στο εργατικό δυναμικό και δεν έψαχναν εργασία κατά τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες αλλά επιθυμούν και είναι διαθέσιμα για εργασία), συν τους υποαπασχολούμενους (δηλαδή τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, οι οποίοι εργάζονταν λιγότερο από το συνηθισμένο κατά την «εβδομάδα αναφοράς» της έρευνας για οικονομικούς λόγους, όπως και εργαζομένους μερικής απασχόλησης που ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να βρουν εργασία πλήρους απασχόλησης), ως αναλογία του εργατικού δυναμικού ή της απασχόλησης ως σύνολο.
Ο πίνακας που παραθέτουμε από τον ΟΟΣΑ αφορά στο ποσοστό υποαξιοποίησης εργασίας στην Ελλάδα από το 1ο τρίμηνο του 2007 έως το 2ο τρίμηνο του 2020. Τα στοιχεία αποτυπώνουν το άλμα που παρατηρείται από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 στο ποσοστό υποαξιοποίησης εργασίας σε σχέση με το δείκτη της επίσημης ανεργίας.
Το 2ο τρίμηνο του 2020 το ποσοστό υποαξιοποίησης εργασίας στην Ελλάδα έφτασε – πάντα σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ – στο 38,7% της συνολικής απασχόλησης. Στα επόμενα τρίμηνα του 2020 το ποσοστό εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 40% και ουσιαστικά στις αρχές του 2021 κοντά ένας στους δύο του εργατικού δυναμικού της χώρας θα βρίσκεται σε κατάσταση «υποαξιοποίησης εργασίας», η οποία σε απλά ελληνικά σημαίνει ανεργία, αναδουλειά, ανέχεια.
Πρόκειται για ιστορικό ρεκόρ όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά τουλάχιστον για τις χώρες του ΟΟΣΑ. Κι ας φλυαρούν περί «εννοιολογικών απόψεων» της ανεργίας οι εντεταλμένοι της ΕΛΣΤΑΤ και για αναμενόμενη «ανάκαμψη» όλοι οι άλλοι.
Η αλήθεια λοιπόν είναι απλή. Τα στοιχεία των εγγεγραμμένων ανέργων του ΟΑΕΔ είναι πιο κοντά στην πραγματική ανεργία της χώρας απ’ ότι ο επίσημος δείκτης της ανεργίας, που προκύπτει από την ΕΕΔ της ΕΛΣΤΑΤ. Για λόγους καθαρής σκοπιμότητας.
Με άλλα λόγια δίπλα σ’ όσους υπολογίζει επίσημα η ΕΛΣΤΑΤ ως επίσημη ανεργία, υπάρχουν περίπου άλλοι τόσοι που είτε βρίσκονται εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ, είτε όχι και συνιστούν την κρυφή ανεργία της χώρας. Και όλοι αυτοί, οι επίσημοι και ανεπίσημοι ή κρυφοί άνεργοι της χώρας συνθέτουν τον σκληρό πυρήνα των κοινωνικά αποκλεισμένων στην πατρίδα μας, οι οποίοι ξεπερνούν πλέον το 50% του πληθυσμού.
Και το αστείο είναι ότι υπό τέτοιες συνθήκες οι κομματάρχες της δεξιάς και αριστεράς, αλλά και οι ποικίλης ύλης αναλυτές, έχουν το θράσος να μιλούν για την δήθεν αναμενόμενη «ανάκαμψη».