Του Γιώργου Στάμκου
Η οικονομία μπορεί να δώσει σε μια χώρα μια δεύτερη ευκαιρία. Η δημογραφία όμως όχι. Ή, έστω, πάρα πολύ δύσκολα. Η Ελλάδα, αν και εξέρχεται από μία οκταετή βαθιά κρίση και ύφεση, με την οικονομία της να ανακάμπτει σε όλους τους τομείς, έχει να αντιμετωπίσει εκτός από το βάρος ενός δυσθεόρατου δημοσίου χρέους (176% του ΑΕΠ) και το βάρος της συντήρησης ολοένα και περισσοτέρων συνταξιούχων, η αναλογία των οποίων σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό αυξάνει ταχύτατα λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.
Το δημογραφικό πρόβλημα προϋπήρχε στην Ελλάδα. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο δείκτης γεννητικότητας έπεσε για πρώτη φορά κάτω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, που είναι το αναγκαίο όριο για την ομαλή αντικατάσταση των γενεών και τη σταθερότητα του πληθυσμού. Ωστόσο, πριν από το 2010, ο πληθυσμός της χώρας δε μειωνόταν, αλλά αντίθετα αυξανόταν χάρη στην παλιννόστηση Ελλήνων του εξωτερικού και στον ερχομό κάθε χρόνο δεκάδων χιλιάδων μεταναστών, ειδικά κατά την εικοσαετία 1989-2009. Έτσι ο πληθυσμός της Ελλάδας, από 9.740.417 το 1981, αυξήθηκε σε 10.259.900 το 1991 και στη συνέχεια σε 10.939.000 το 2001 για να φθάσει περίπου στα 11.200.000 το 2010, το πρώτο έτος εφαρμογής των Μνημονίων. Στη συνέχεια άρχισε να μειώνεται και να γηράσκει με πρωτοφανείς ρυθμούς, χάρη σ’ έναν συνδυασμό αύξησης της μετανάστευσης προς το εξωτερικό, περαιτέρω μείωσης των γεννήσεων και αύξησης της γενικής θνησιμότητας.
Όλη αυτή η εφήμερη δημογραφική αισιοδοξία, που υπήρχε στην Ελλάδα από το 2004 και μετά, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο πληθυσμός της θα έμενε πάνω-κάτω σταθερός κατά τις επόμενες δεκαετίες, ανατράπηκε ξαφνικά το 2010. Με την έλευση την κρίσης και την εφαρμογή των αυστηρών πολιτικών λιτότητας, που αποθάρρυναν τις πιο αναπαραγωγικές ομάδες του πληθυσμού να κάνουν παιδιά αλλά αντίθετα τις ώθησε να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, η Ελλάδα βυθίστηκε ξαφνικά σ’ έναν βαρύ “δημογραφικό χειμώνα”. Πιο συγκεκριμένα από το 2004 και μετά υπήρχε στην Ελλάδα μια σταθερή υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων με αποκορύφωμα το 2008 όταν, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις στη χώρα μας ήταν 118.302 (1,51 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας), οι θάνατοι ήταν 107.979, άρα η φυσική αύξηση του πληθυσμού ήταν +10.323 (χωρίς να υπολογιστεί και το πλεόνασμα εισροών-εκροών μεταναστών). Τρία χρόνια αργότερα, το 2011, οι γεννήσεις ήταν 106.428 (1,4 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας) και οι θάνατοι 111.099, δηλαδή μια φυσική μείωση της τάξεως των -4.671. Τα στοιχεία για το 2012 ήταν ακόμη χειρότερα καθώς οι γεννήσεις κατρακύλησαν στις 100.371, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις 115.000, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα καθαρό έλλειμμα -15.000 ανθρώπων.
Αυτή η αρνητική εξέλιξη συνεχίστηκε επιδεινούμενη κατά τα επόμενα χρόνια. Δεν ήταν μόνον οι γεννήσεις που μειώνονταν, αλλά και η μετανάστευση προς το εξωτερικό που αυξανόταν, μαζί με τη γενική θνησιμότητα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μόνον κατά την εξαετία 2010-2015 η διαφορά μεταξύ εξερχόμενων μεταναστών από την Ελλάδα και εισερχόμενων σε αυτή -η λεγόμενη “αρνητική μετανάστευση”- ανήλθε στους -251.731. Μόνον κατά το έτος 2012, οπότε καταγράφηκε και η μεγαλύτερη οικονομική ύφεση στη χώρα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα 124.194 άτομα, όχι μόνον Έλληνες πολίτες αλλά και νομίμως διαμένοντες αλλοδαποί. Το 80% των όσων αποχώρησαν από τη χώρα μας άνηκαν στην αναπαραγωγική ηλικία των 20-50 ετών και χαρακτηρίζονταν ως άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και εξειδίκευσης. Ωστόσο το 2016 ήταν η πρώτη χρονιά που η τάση αυτή αντιστράφηκε και εμφανίστηκε πλεόνασμα 10.332 ατόμων μεταξύ εισροών (116.867) και εκροών (106.535) μεταναστών.
Την ίδια χρονιά (2016) ο συνολικός πληθυσμός της χώρας υπολογιζόταν σε 10.768.193 με τους θανάτους (118.785) να υπερέχουν των γεννήσεων (92.898) κατά 25.887, αριθμός που απεικονίζει τη φυσική μείωση του εγχώριου πληθυσμού. Συνολικά κατά την 5ετία 2013-2017 η συνολική υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων ανήλθε στην Ελλάδα στα -130.452 άτομα. Μόνον κατά το έτος 2017 η φυσική μείωση του ελληνικού πληθυσμού ανήλθε στα -35.948 άτομα, δηλαδή όσο περίπου ο πληθυσμός της Καρδίτσας! Αν αθροιστεί ο αριθμός της υπεροχής των θανάτων έναντι των γεννήσεων (-130.452) με τη διαφορά μεταξύ εξερχόμενων μεταναστών από την Ελλάδα και εισερχόμενων σε αυτή (-251.731), τότε κατά την 6ετία 2010-15 προκύπτει μια καθαρή μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας της τάξεως των -382.183 ατόμων -ένας αριθμός που θα μπορούσε να αντιστοιχεί στις απώλειες ενός ακήρυχτου πολέμου.
ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (2013-2017)
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο αυξήθηκε δραματικά και ο δείκτης γήρανσης του ελληνικού πληθυσμού. Είναι γεγονός πως κατά την περίοδο 1951-2011 μειώθηκε ο πληθυσμός των νέων ηλικίας 0-14 χρόνων στο μισό (από 28,8% σε 14,5%), ενώ τριπλασιάστηκε η αναλογία των ηλικιωμένων στον πληθυσμό (από 6,7% το 1951 σε 19,5% το 2011 και σε 21,5% το 2018), με τη μέση ηλικία του ελληνικού πληθυσμού να φτάνει πλέον στα 46 έτη (δηλαδή οι μισοί κάτοικοι της Ελλάδας είναι πλέον άνω των 46 ετών!). Το 2017 ο δείκτης γήρανσης της χώρας έφτασε στο 149,2, δηλαδή σε κάθε 100 παιδιά ηλικίας 0-14 ετών αντιστοιχούν πλέον 149,2 ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών.
Όπως επισημαίνει η ακαδημαϊκός Έμκε-Πουλοπούλου και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Δημογραφικών Μελετών στην πρόσφατη έρευνά της με τίτλο “Ο πληθυσμός της Ελλάδας υπό διωγμόν”: “Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας θα επιδεινωθεί (…) Η εντυπωσιακή μείωση των γεννήσεων, η γήρανση του πληθυσμού και η εκτόξευση της αποδημίας θα καταλήξουν σε μεγάλη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας μας και σε αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων. Θα αυξάνεται ο πληθυσμός άνω των 65 ετών σε βάρος των ηλικιών 0-14”. Η ίδια προβλέπει στην έρευνά της πως ο πληθυσμός της Ελλάδας, το 2050, θα είναι κάτω από τα 10 εκατομμύρια κατοίκους (μείωση 1,3 εκατομμύρια στα επόμενα 32 χρόνια). Και ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Eurostat, το 2080, η Ελλάδα θα έχει πλέον 7,2 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελώντας έτσι το πιο γηρασμένο και το πιο επισφαλέστερο μέλος της περιφέρειας της Ε.Ε.
Καθισμένη πάνω στην “ωρολογιακή βόμβα” του δημογραφικού προβλήματος η Ελλάδα φαίνεται για την ώρα παραδομένη στη μοίρα της. Εφόσον δεν κάνει καμιά σοβαρή προσπάθεια για να αλλάξει το γκρίζο μέλλον της, βελτιώνοντας τη δημογραφική της εικόνα, η δημογραφική της κατρακύλα θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Στη δημογραφία, ως γνωστόν, το λόγο έχουν οι αριθμοί και οι αριθμοί λένε πως το “παιχνίδι” έχει ήδη κριθεί. Το 2050 μας είναι ήδη γνωστό. Άλλωστε οι συνταξιούχοι του αύριο έχουν ήδη γεννηθεί και είστε όλοι εσείς που διαβάζετε αυτό το άρθρο. Το θέμα είναι αν στο μεταξύ γεννηθούν και αρκετά παιδιά ώστε να στηρίξουν την παραγωγή, την οικονομική ανάπτυξη και την πληρωμή των φόρων και εισφορών που θα στηρίξει το ασφαλιστικό σύστημα από το οποίο προσδοκάτε να πάρετε και τις όλο και χαμηλότερες συντάξεις σας.
Με βάση λοιπόν τα αμείλικτα δημογραφικά στοιχεία στην καλύτερη περίπτωση ο πληθυσμός της Ελλάδας του 2060 θα έχει μειωθεί κατά 1-2 εκατομμύρια και θα είναι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Η μέση ηλικία του θα ξεπερνά τα πενήντα χρόνια. Η Ελλάδα του 2060. θα είναι ένα τεραστίων διαστάσεων “γηροκομείο’, όπου οι Έλληνες άνω των 60 ετών θα είναι διπλάσιοι σε αριθμό από τους νέους κάτω των 20 ετών. Το μέλλον αυτού του “γκρίζου μουσείου” θα είναι αβέβαιο…
Μπορεί να αντιστραφεί όλη αυτή η αρνητική δημογραφική κατρακύλα μας; Η ερευνήτρια-ακαδημαϊκός Έμκε-Πουλοπούλου απαντά σχετικά: “Πρόκειται για μία εν μέρει μη αναστρέψιμη πραγματικότητα. Η επί 40 χρόνια χαμηλή γονιμότητα έχει δημιουργήσει μια μικρότερη αριθμητικά γενιά γυναικών. Ακόμα κι αν οι γυναίκες αυτές αποκτήσουν περισσότερα παιδιά, θα είναι δύσκολο ο αριθμός των γεννήσεων να ξεπεράσει τον αριθμό των θανάτων. Εξάλλου, θα πρέπει να περάσουν 25-30 χρόνια, ώστε η αύξηση των γεννήσεων να δημιουργήσει τη γενιά, που θα ενταχθεί στην αγορά εργασίας και με την απασχόληση και τις εισφορές της στο ασφαλιστικό σύστημα να συμβάλει στη στήριξή του. Μέχρι ν’ αρχίσει να εργάζεται αυτή η γενιά, θα χρειαστούν επιπλέον δαπάνες ιδιωτικές και δημόσιες για την ανατροφή και την εκπαίδευσή της”.
Το δημογραφικό είναι εκ φύσεως ένα δισεπίλυτο πολυπαραγοντικό πρόβλημα. Για να μην εκραγεί η “δημογραφική βόμβα” της Ελλάδας, θα πρέπει να παρθούν άμεσα και γενναία μέτρα και κίνητρα για τη στήριξη των γεννήσεων, της μητρότητας, της απασχόλησης των νέων, γενναιόδωρες κοινωνικές πολιτικές στήριξης των οικογενειών και των πολυτέκνων, επενδύσεις σε παιδεία και δημόσια υγεία κ.λ.π. Επίσης να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την παλιννόστηση του μεγαλύτερου τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν τα τελευταία χρόνια, και λόγω της κρίσης, στο εξωτερικό, πράγμα που σημαίνει δημιουργία ενός σταθερού και αναπτυξιακού περιβάλλοντος με νέες θέσεις εργασίες, επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και προοπτικές για το μέλλον. Και, τέλος, θα πρέπει να χαραχθεί και να εφαρμοστεί μια ορθολογική στρατηγική μετανάστευσης με τη νόμιμη εισδοχή και ενσωμάτωση ενός αριθμού μεταναστών που θα κυμαίνεται ετησίως μεταξύ 40.000-50.000 ανθρώπων, οι οποίοι θα καλύψουν σημαντικά κενά στον παραγωγικό ιστό της χώρας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη, στη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος, ώστε η οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται και ο πληθυσμός να παραμείνει τουλάχιστον σταθερός και, αν είναι δυνατόν, να αυξηθεί και λίγο. Η μεταναστευτική πολιτική και η ενσωμάτωση των νεοεισερχόμενων στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, θα αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της Ελλάδας στον αιώνα που διανύουμε. Δύσκολο αλλά όχι όμως και ακατόρθωτο.
Τέλος, και για να “παρηγορηθούμε” λιγάκι, καλά είναι να θυμηθούμε πως υπάρχουν και χειρότερες περιπτώσεις “δημογραφικής κατρακύλας” και μάλιστα στη γειτονιά μας τα Βαλκάνια, που θα πρέπει ωστόσο να λειτουργήσουν και ως παραδείγματα προς αποφυγήν. Όλες οι χώρες της χερσονήσου μας υφίστανται μακροχρόνια δημογραφική καθίζηση, συρρικνώνονται πληθυσμιακά και γηράσκουν απότομα. Ακόμη και το Κόσοβο, που μέχρι πρότινος χαρακτηριζόταν ως “δεξαμενή αδρεναλίνης” των Βαλκανίων, χάρη στο νεανικό του αλβανόφωνο (κατά 88%) και μουσουλμανικό πληθυσμό, μετά το 2012 συρρικνώνεται πληθυσμιακά εξαιτίας της αθρόας μετανάστευσης. Μόνο κατά τα έτη 2014-15 το Κόσοβο έχασε 120.000 Αλβανούς κατοίκους του, ή το 7% του συνολικού πληθυσμού του, που έφυγαν ως οικονομικοί μετανάστες προς την Ευρώπη.
Η χειρότερη πάντως περίπτωση αποτελεί η γειτονική μας Βουλγαρία (χώρα μέλος της Ε.Ε. από το 2007), η οποία έχει υποστεί το “Δόγμα του Σοκ” της μετάβασης από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό με όλες τις αρνητικές συνέπειες και κατέρρευσε δημογραφικά χάρη στο λεγόμενο “τρίπτυχο του θανάτου”: υπογεννητικότητα – αυξημένη θνησιμότητα – αποδημία. Το 1989 ο πληθυσμός της Βουλγαρίας ήταν 9 εκατομμύρια, ενώ σήμερα είναι μόλις 6.980.000 κάτοικοι. Καθώς οι αρνητικές τάσεις δημογραφικές τάσεις συνεχίζονται (μέση ετήσια μείωση περίπου 40.000 ή μια ολόκληρη επαρχιακή πόλη), σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2060 θα κατοικούν στη γειτονική Βουλγαρία μόλις 4,5 εκατομμύρια κάτοικοι, δηλαδή οι μισοί από όσους κατοικούσαν στη χώρα το 1989, όταν ήταν ακόμη μέλος του “Συμφώνου της Βαρσοβίας”.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
Σε μία ιστορική ημέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Σωκράτης Φάμελλος, νέος πρόεδρος του κόμματος, προχώρησε…
Η συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ στον νομό Χανίων χαρακτηρίστηκε από μεγάλη προσέλευση, με…
Ο Παύλος Πολάκης, μετά την ολοκλήρωση των εσωκομματικών εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ, όπου κατέλαβε τη δεύτερη…
Μπορεί ο πρωθυπουργός να υπόσχεται φοροελαφρύνσεις για τη μεσαία τάξη, εν τω μεταξύ όμως η…
Στις 28 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί συνάντηση με τους κατοίκους των Κεραμειών, με στόχο την ενημέρωση…
Ο Σωκράτης Φάμελλος είναι ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, καθώς κατάφερε να επικρατήσει από την…
This website uses cookies.