“Γεννήθηκα στα Ανώγεια το 1969. Αναφέρω τη γέννηση μου, όχι γιατί ενδιαφέρει τον κόσμο, αλλά γιατί η γενιά μου ήταν η τελευταία που είδε τον ήλιο του πολιτισμού των Ανωγείων πριν δύσει.
Για την ιστορία των Ανωγείων, τα τρία Ολοκαυτώματα, τα θύματα, δεν είναι ανάγκη να τα αναφέρω, διότι ο κόσμος τα γνωρίζει.
Οι Ανωγειανοί που έζησα ήταν άνθρωποι που τους άρεσε το καλαμπούρι, η παρέα, το γλέντι, η καντάδα, το υψηλό χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και γενικά η χαρά της ζωής. Μέσα από την φτώχεια και τις κακουχίες, οι Ανωγειανοί στήριξαν τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα, την παράδοση, την μουσική, την υφαντουργία και γενικά το νησί που λέγεται Κρήτη.
Το “εμείς” υπερτερούσε του “εγώ”. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ανωγειανών ήταν για το ποιος χορεύει καλύτερα, ποιος λέει πιο καλές μαντινάδες, ποιος τραγουδά καλύτερα, ποια γυναίκα υφαίνει καλύτερες πατανίες και ποια πιο καλά κεντήματα, χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες.
Οι γειτονιές, οι βεγγέρες, τα σκουτελικά μεταξύ των οικογενειών για την επιβίωση των πιο φτωχών.
Ο σεβασμός και ο λόγος δυστυχώς χάθηκαν στην πάροδο του χρόνου.
Το εύκολο χρήμα, οι επιδοτήσεις, αλλά και εμείς σαν κοινωνία που δεχθήκαμε τα άσχημα και τα λάθος πρότυπα του δυτικού πολιτισμού, έκαναν τους νέους εγωιστές, υπερόπτες, ατομιστές, ψευτό-καπετάνιους, ανήμπορους να διαχειριστούν το βάρος που σηκώνουν στους ώμους τους.
Επένδυσαν στο “εγώ”, στην επίδειξη, τα όπλα, τα 4χ4, τις κούπες και γενικά πράγματα ξένα στην Ανωγειανή κουλτούρα.
Όπως σωστά γράφτηκε, ας αφυπνιστεί η κοινωνία πριν γράψει η ιστορία “ΕΔΩ ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝ ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ”
Ένας λάτρης των Ανωγείων:
Σμπώκος Βασίλης (Λουκάς)”