Η κυβέρνηση ωστόσο, εμμένει στο αφήγημα που θέλει το σκάνδαλο Novartis να αποτελεί πολιτική σκευωρία, με μηδενική εμπλοκή πολιτικών προσώπων, ενώ ταυτόχρονα, υποστηρίζει ότι η έκκληση του δημοσιογράφου δεν αποτελεί στοχευμένη προσπάθεια τρομοκράτησης του τύπου, κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «αμφισβητεί την ανεξαρτησία του Αρείου Πάγου», προσπαθώντας να πετάξει το μπαλάκι για την «ταφόπλακα» στην Ελευθερία του Τύπου στη Δικαιοσύνη.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η ανακρίτρια του Ειδικού Δικαστηρίου Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου, η οποία διενεργεί την ανάκριση για την ενοχοποίηση των δέκα πολιτικών (Αντώνη Σαμαρά, Γιάννη Στουρνάρα, Ευάγγελου Βενιζέλου και άλλων), απήγγειλε βαρύτατες κατηγορίες στον εκδότη της εφημερίδας «Documento», αξιολογώντας και αναλύοντας το τεράστιο υλικό της δικογραφίας που έχει στα χέρια της έπειτα από πολύμηνες ανακρίσεις, την προανακριτική της Βουλής και τις καταθέσεις πολιτικών και όχι μόνον.

Κατά Βαξεβάνη, η ανακρίτρια έχει απαγγείλει κατηγορίες για:

  • συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση-συμμορία
  • συνέργεια σε παράβαση καθήκοντος
  • και δύο κατηγορίες για συνέργεια σε κατάχρηση εξουσίας

Σκευωρία το ίδιο το κατηγορητήριο

Ουσιαστικά, ο Κώστας Βαξεβάνης κατηγορείται ότι τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ του, τα οποία εκπονήθηκαν κατόπιν έρευνας, πρωτογενούς πληροφόρησης και δεν αναπαράγουν ψευδή και συκοφαντικά στοιχεία, αποτελούν «εκβιαστικά μέσα». Κοντολογίς, ότι τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στα ρεπορτάζ εκβιάζονται, επειδή ο Κώστας Βαξεβάνης δημοσιεύει τις εξελίξεις γύρω από το ζήτημα στο οποίο εμπλέκονται, επειδή ασκεί το νόμιμο δικαίωμά του για ελευθερία της έκφρασης και την υποχρέωση που γεννά το δημοσιογραφικό λειτούργημα για έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση των πολιτών για ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος.

Η κατάχρηση εξουσίας από κοινού δια της εκθέσεως σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου κατά συρροή δε, χωρίς να κατονομάζεται το άτομο, είναι μία κατηγορία που δεν ευσταθεί. Η υπόθεση Novartis, ακόμη εκδικάζεται. Είναι ανοιχτές ακόμη τρεις δικογραφίες, και συγκεκριμένα η δικογραφία για τον Ανδρέα Λοβέρδο σε βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα αλλά και οι δικογραφίες για Άδωνι Γεωργιάδη και για Δημήτρη Αβραμόπουλο που παραμένουν στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Άρα, ποιος κρίνεται αθώος; Έχει τελεσιδικήσει κάποια απόφαση;

Επικίνδυνη χώρα για δημοσιογράφους η Ελλάδα

Η προσπάθεια φίμωσης των Ελλήνων δημοσιογράφων και η λογοκρισία, ωστόσο, δεν αποτελεί καινούρια είδηση. Η αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βιέρα Γιούροβα, σε συνέντευξή της – τον Δεκέμβριο του 2021 – στο EUROACTIV, είχε αναφέρει ότι «η Ελλάδα είναι μία προβληματική χώρα για την ελευθερία του Τύπου» και μάλιστα ενέχει «αυξημένο κίνδυνο» για τους δημοσιογράφους, αναφερόμενη στη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ.

Δημοσίευμα του Al Jazeera επίσης, αναφέρει ότι η ελευθερία του Τύπου απειλείται ολοένα και περισσότερο στην Ελλάδα, σύμφωνα με δημοσιογράφους, ΜΚΟ και αναλυτές. Το Al Jazeera, κάνει εκτενή αναφορά στην υπόθεση παρακολούθησης από την ΕΥΠ του δημοσιογράφου του Solomon Σταύρου Μαλιχούδη, κατόπιν ρεπορτάζ του για ένα 12χρονο αγόρι από τη Συρία που διέμενε σε hot spot προσφύγων στην Κω, και του οποίου τα έργα τέχνης είχαν εμφανιστεί στη γαλλική Le Monde.

H φίμωση των δημοσιογράφων στη χώρα μας ωστόσο, έχει συχνότερα άλλο πρόσωπο. Το πρόσωπο της δολοφονίας χαρακτήρων. Αλησμόνητη η περίπτωση της Ολλανδής δημοσιογράφου, Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ, η οποία «τόλμησε» να αντιμιλήσει στον πρωθυπουργό «μέσα στο σπίτι του». Η ιδιαίτερα επίκαιρη και εύστοχη ερώτηση της κ. Μπέγκελ στον Κ. Μητσοτάκη για τα pushbacks, είχε ως τίμημα την αρχή ενός «κυνηγιού μαγισσών», όπως ανέφερε η ίδια στο TPP, που είχε ως φινάλε το να εγκαταλείψει τη χώρα.

Αποκορύφωμα ωστόσο ήταν οι τροποποιήσεις στο άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα, που προτάθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, και περιλαμβάνουν κυρώσεις για όσους κρίνονται ένοχοι για τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την άμυνα της χώρας ή τη δημόσια υγεία». Στο ίδιο άρθρο πλέον προβλέπεται ότι «εάν η διάδοση πραγματοποιηθεί επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή». Ακόμη ο εκδότης ή ο ιδιοκτήτης του υπεύθυνου μέσου ενημέρωσης θα αντιμετωπίσει επίσης φυλάκιση και οικονομικές κυρώσεις.

Στη σκιά των παραπάνω, το Μedia Freedom Rapid Response και το IPI – The Global Network for Independent Journalism, εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους. Όπως δημοσιεύθηκε στο International Press Institute (IPI), « είναι κατανοητή η σοβαρή απειλή που ενέχει η παραπληροφόρηση για την ελληνική κοινωνία και άλλα κράτη σε όλο τον κόσμο, καθώς σε παγκόσμιο επίπεδο, τα διαδικτυακά ψέματα και οι θεωρίες συνωμοσίας διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, υπονομεύουν τη δημοκρατία και θέτουν σε κίνδυνο τον αγώνα κατά της πανδημίας Covid-19. Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι μεμονωμένοι πολίτες και οι ίδιες οι κυβερνήσεις έχουν όλοι ρόλο να διαδραματίσουν στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο. Ωστόσο, η ψήφιση αυστηρής νομοθεσίας από τις κυβερνήσεις που παρέχει στις ρυθμιστικές αρχές ή στους εισαγγελείς την εξουσία να αποφασίζουν το αληθές από το ψευδές και να επιβάλλουν κυρώσεις και πρόστιμα στον Τύπο δεν είναι ο σωστός τρόπος διαχείρισης του προβλήματος και θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερο κακό, παρά καλό».

Στην 70ή θέση της ελευθερίας του Τύπου η χώρα μας

Στις 20 Απριλίου δημοσιεύτηκε το ετήσιο παγκόσμιο βαρόμετρο ελευθερίας του Τύπου για το 2021 από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (Reporters Without Borders-RSF). Πρόκειται για την καθιερωμένη ετήσια έρευνα που αξιολογεί την ελευθερία που απολαμβάνουν οι δημοσιογράφοι σε 180 χώρες, και η οποία περιλαμβάνει βαθμολογία και συγκριτική κατάταξη σύμφωνα με μια σειρά κριτηρίων. Τα τελευταία χρόνια, καθώς η επιρροή πολλών κυβερνήσεων επί των ΜΜΕ, επηρεάζει την ποιότητα της ενημέρωσης, η εν λόγω έρευνα αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Η φετινή έκθεση για την Ελλάδα είναι πολύ ανησυχητική. Η χώρα βρισκεται στην 70η θέση, υποχωρώντας 5 θέσεις σε σχέση με το 2020:

To ίδρυμα Friedrich Naumann for Freedom, αναφέρει ότι οι παράγοντες που οδήγησαν την Ελλάδα να πέσει πέντε ολόκληρες μονάδες στην κατάταξη μέσα σε ένα χρόνο, είναι πολλοί. Αφενός, οι διώξεις δημοσιογράφων, η δολοφονία Καραϊβάζ, αλλά και η τροποποίηση του άρθρου 191, και αφετέρου οι αστυνομικές επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ. Όπως αναφέρεται:

«Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υποσχεθεί ότι θα λάβει μέτρα κατά της βίας, εν τούτοις η Ελληνική Αστυνομία δεν φαίνεται να αλλάζει τρόπο αντιμετώπισης. To Νοέμβριο του 2020 ο φωτοτεπόρτερ Αντώνης Ρηγόπουλος χτυπήθηκε από αστυνομικούς κατά την κάλυψη διαδήλωσης. Τον Φεβρουάριο 2021 όπου είχαν αρχίσει και πάλι οι κοινωνικές εντάσεις, σημειώθηκε κράτηση φωτορεπόρτερ στις 6 Φεβρουαρίου, αστυνομική βία και χτυπήματα κατά άλλου στις 10 Φεβρουαρίου και επίθεση με χημικά κατά τρίτου στις 26 Φεβρουαρίου. Περιστατικά μικρότερης έντασης κατά φωτορεπόρτερ υπήρξαν και μέσα στο Μάρτιο. Ούτε οι ξένοι δημοσιογράφοι εξαιρέθηκαν από την καταστολή. Όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, τον Οκτώβριο του 2020 ένα γερμανικό τηλεοπτικό συνεργείο κρατήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Λέσβου προκειμένου να μην πραγματοποιήσει ρεπορτάζ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στο νησί. Η RSF αναφέρει ότι υπάρχει συγκεκριμένη κρατική πολιτική εναντίον των ΜΜΕ που θέλουν να καλύψουν θέματα σχετικά με το προσφυγικό».

Προβληματισμένες μεν οι ενώσεις, απαθείς δε

Για τον Βαξεβάνη, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ), τονίζει ότι «παρακολουθεί με ανησυχία τις αυξανόμενες επιθέσεις -και στη χώρα μας, εναντίον συναδέλφων, οι οποίοι υπηρετούν με συνέπεια την ερευνητική δημοσιογραφία, όπως επιβάλλει το λειτούργημα των δημοσιογράφων». Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της «έχει παρατηρηθεί και από τα ευρωπαϊκά όργανα ότι οι επιθέσεις εναντίον της Ελευθερίας του Τύπου γίνονται πλέον με την άσκηση εξοντωτικών αγωγών (slapps) εναντίον των δημοσιογράφων εκείνων που αποκαλύπτουν τα κακώς κείμενα τόσο του πολιτικού συστήματος, όσο και της ανεξέλεγκτης δράσης επιχειρηματικών συμφερόντων σε βάρος του Δημοσίου Συμφέροντος».

«Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της συναδέλφου Γιάννας Παπαδάκου η οποία επί 9 χρόνια έχει υποστεί άγριο κυνηγητό για τις αποκαλύψεις της για τις λίστες φοροφυγάδων, με αγωγές, που κατατέθηκαν ακόμη και στο Λονδίνο. Τώρα καλείται και η ίδια ως κατηγορούμενη από την ανακρίτρια του Ειδικού Δικαστηρίου για τα δημοσιεύματά της στην υπόθεση Novartis και τις συνεντεύξεις της για τη λίστα Λαγκάρντ».

Η ΠΟΕΣΥ χαρακτηρίζει επίσης ως «ακραία περίπτωση» την αιφνίδια κλήση για «απολογία του συναδέλφου Κώστα Βαξεβάνη -από την ίδια ανακρίτρια, για δημοσιεύματά του σχετικά με το θέμα της Novartis. Οι κατηγορίες μάλιστα κατά του Κώστα Βαξεβάνη έγιναν χωρίς καμία προηγούμενη νομική διαδικασία».

«Εξάλλου, πρόσφατες είναι και οι αγωγές εναντίον της συναδέλφου Σταυρούλας Πουλημένη από την εταιρεία Ελληνικός Χρυσός, αλλά και της ιδιοκτήτριας εταιρείας των Ναυπηγείων Σύρου εναντίον ραδιοφωνικού σταθμού και σωματείου εργαζομένων με σκοπό να καταπνίξουν κάθε φωνή κριτικής και αμφισβήτησης για όσα καταγγέλλονται πως συμβαίνουν στο νησί, με σοβαρές συνέπειες για το περιβάλλον» επισημαίνει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών.

Καταληκτικά η ΠΟΕΣΥ «διαμαρτύρεται έντονα για όλες τις απόπειρες φίμωσης του Τύπου, και δηλώνουμε ότι οι συνάδελφοι θα έχουν την αμέριστη συμπαράστασή μας».

Στη σκιά του καθεστώτος του φόβου, της φίμωσης, της δίωξης και της οικονομικής εξόντωσης των Ελλήνων δημοσιογράφων, η ένωσή μας, η ΕΣΗΕΑ, επιλέγει να αρκείται σε ανακοινώσεις που… «εκφράζει την συμπαράστασή της», όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Γιάννας Παπαδάκου. Τρεις παράγραφοι. Ένα κείμενο με τίτλο «Προβληματισμός για την κλήση της Γιάννας Παπαδάκου ως κατηγορούμενης». Ονομάσαμε προβληματισμό την κατάπτυστη δίωξη δημοσιογράφων για κακουργηματικές πράξεις επειδή κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Καμία απεργία, καμία στάση εργασίας, καμία διαμαρτυρία.

Όσο οι μηχανισμοί της εξουσίας και οι υποτακτικοί της επιχειρούν να ρουφήξουν των συναδέλφων το μεδούλι, όσο ελέγχουν τις πένες μας, όσο σφίγγουν τη θηλιά στο λαιμό – κυριολεκτικά και μεταφορικά -, όσο εξοντώνουν οικονομικά και ηθικά δημοσιογράφους με το να μας σέρνουν στα δικαστήρια, εμείς αρκούμαστε στο να δηλώνουμε…προβληματισμένοι.

Μέχρι να υποταχθούμε. Μέχρι να μη μείνει κανένας μας. Μέχρι να φυλακιστεί ο νους μας. Ή τουλάχιστον, μέχρι να είμαστε ευγνώμονες που φυλακίστηκε μόνον ο νους μας.

#Με_τον_Βαξεβάνη

thepressproject.gr