Διεσώθη του διωγμού μαζί με την οικογένεια. Αποβιβάστηκαν στην Θεσσαλονίκη. Μετακόμισαν στο Ηράκλειο μαζί με άλλα είδη απ’ την προίκα των 3 κοριτσιών μεταφερμένα μέσα σε 3 τσουβάλια.
Ότι έσωσαν απ’ το αρχοντικό της Σμύρνης. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα Χανιά. Το μπακιρένιο ταψί έλαχε στη γιαγιά μου Άννα Κωνσταντουδάκη το γένος Σαπουντζάκη μαζί με άλλα είδη. Στη θεία την Καλλιόπη Νικολάου το γένος Σαπουντζάκη της έλαχε ο μπακιρένιος κουμπαράς και άλλα μπακίρια, είχαν πολλά στο σπίτι τους. Αλλά κυρίως θυμάμαι τις Αγγλικές πορσελάνες με το μπλέ ανθάκι. Τα ωραία πιάτα την φρουτιέρα , την σουπιέρα. Πως μ’ άρεσε να τα χαζεύω στο σπίτι της στον Κλαδισσό.
Της θείας της Μαρίας Τζιτζικαλάκη το γένος Σαπουντζάκη δεν θυμάμαι τι της έπεσε στην μοιρασιά της προίκας απ’ την Σμύρνη. Εκτός απ’ το ταψί θυμάμαι ένα μπακιρένιο μαστραπά και ένα μεγάλο καζάνι γανωμένο από μέσα. Εκεί έβραζαν νερό μαζί με νερατζόφυλλα και λεμονόφυλλα και μας έλουζαν την αδελφή μου και μένα, η γιαγιά η Άννα μαζί με την μαμά. Μας έριχναν νερό με τον μπακιρένιο μαστραπά.
Το γουδί ήταν από ορείχαλκο και τα άλλα είδη χάλκινα. Πως τ’ αγαπούσα! Ασκούσε ο χαλκός πάνω μου μια παράξενη έλξη. Τα ‘νοιωθα ζωντανά, να μου διηγούνται ιστορίες απ’ τα μέρη που ήρθαν, απ’ την γλυκειά Ανατολή. Ένοιωθα μια ρίζα μου μέσω αυτών να φτάνει ως εκεί, να με συνδέει με την Σμύρνη. Της γιαγιάς όμως δεν της άρεσαν. Ωω, έλεγε πως μαυρίζουν! Δεν μ’ αρέσουν μαυρισμένα. Κόβαμε νεράτζια στη μέση και με ποταμίσια άμμο που βάζαμε στο κομμένο νεράτζι τα τρίβαμε και λάμπανε. Και ο χαλκός και ο ορείχαλκος. Μια μέρα πέρασαν οι γύφτοι. Κρατούσαν κουβέρτες καμηλό. Είχαν πρωτοβγεί τότε. Ήταν χνουδάτες μαλακές. Και η γιαγιά άλαξε όλα τα μπακίρια με κουβέρτες.
Στεναχώρια που πήρα! Έμεινε μόνο ο μαστραπάς, το καζάνι και το μπακιρένιο ταψί. Ο μαστραπάς και το καζάνι χρειαζόταν. ΤΑ κράτησαν στο σπίτι. Το ταψί, δεν χρειαζόταν πια. Είχαν βγει άλλα μοντέρνα ταψιά. Δεν κάνανε πια μπακλαβάδες στο μπακιρένιο ταψί απ’ την Σμύρνη.
Το πέταξε η γιαγιά στο χωράφι και έβαζε πίττουρα για τις κότες. Η γιαγιά δεν άντεχε την επαρχία. Δεν της άρεσαν τα χωράφια. Ήθελε να πάει με τα παιδιά της στην Αθήνα. Πούλησε το σπίτι της και τα χωράφια. Έμεινε μόνο το σπίτι μας. Το μπακιρένιο ταψί έμεινε στο πουλημένο πια χωράφι. Ο μπαμπάς, δεν ξέρω γιατί δεν περιφρόνησε το παρατημένο μπακίρι. Το πήρε στο σπίτι μας.
Η μαμά έβαζε τώρα στο ταψί πίτουρα για τις κότες. Εγώ μεγάλωσα, παντρεύτηκα έκανα δική μου οικογένεια, δικό μου σπίτι πάνω απ’ το πατρικό μου. Το ταψί ήταν τώρα πεταμένο στην αποθήκη με τα άχρηστα. Μια μέρα το συνάντησα. Για δες, λέω! Το ταψί της γιαγιάς. Το παίρνω.
-Μπαμπά , λέω θα το πάρω αυτό! Έχει τα χάλια του, μα το θέλω!
-Τι θα το κάνεις! Δεν κάνει τίποτα.
-Το θέλω, ενθύμιο! Θα το βάλω στο μπαλκόνι, κάτω απ’ το κουρούπι που έχω την γαρδένια.
-Δεν κάνει, θα σου σαπίσει το λουλούδι.
-Έλα, έλα, το θέλω! Θα του κάνεις τρύπες!
-Μην το χαλάσεις, Αννούλα, μην το σπάσεις!
-Έλα, αφού σου λέω το θέλω. Έλα, κάντου τρύπες!
Πήρε ο μπαμπάς το σκαλιδάκι το μικρό για τα λουλούδια το χτύπησε σε 3-4 σημεία. Του ‘κανε σκισίματα όσο ήτανε η λάμα του σκαλιδακιού (Απ’ τα σκισίματα αυτά βεβαιώθηκα ότι ήταν το ίδιο. Έβαλα πάνω του το σκαλιδάκι και είχε το ίδιο χτύπημα στο μέγεθος)
Το πήρα.
Το ‘βαλα κάτω απ’ το κουρούπι.
Μετά από χρόνια κατέβασα κάτω το κουρούπι.
Το μπακιρένιο ταψί μου ‘χε χαλάσει το μωσαϊκό του μπαλκονιού. Το πήρα και το πέταξα. Δεν ξέρω που. Το ξαναδώσα στον μπαμπά; Δεν ξέρω.
Δεν αναρρωτήθηκα ποτέ για την τύχη του.
Προχθές ήταν τα ενιάμερα του πατέρα μου. Πέθανε η γιαγιά μου, πέθανε η μαμά μου τώρα πέθανε και ο μπαμπάς μου. Ήμουν στο χωράφι και τριγυρνούσα ανάμεσα στον μαϊντανό, στα φασόλια και στα ξεβλαστακωμένα βλίτα. Και ενώ, τριγυρνούσα ξαφνικά ένοιωσα την παρουσία του πατέρα μου. Αλήθεια σας λέω! Σαν να ήταν μαζί μου. Ήταν παραίσθηση, ήταν φαντασία; Ήταν οπτασία, ήταν επαφή; Δεν ξέρω.
-Αννούλα! Δεν το ‘δες; Πίσω σου κοίτα! Το ταψί της γιαγιάς! Πάρτο! Θα στο πετάξουν μεθαύριο! Θα καθαρίσουν το χωράφι, και θα το πετάξουν. Πάρτο! Απίστευτο! Γυρίζω το κεφάλι μου πίσω. Ήταν εκεί, πεταμένο, μπερδεμένο στα χόρτα. Πάνω από 15 χρόνια. Καθημερινώς ήμουν εκεί. Δεν το ‘χα προσέξει ποτέ.
Δεν μπορεί να ‘ναι αυτό! Σκέφτομαι: «Η φαντασίαου μου κάνει παιχνίδια. Ο μπαμπάς έχει πεθάνει. Δεν γίνεται! Είναι πήλινο! Δεν είναι το μπακιρένιο». Ήταν τόσο βρώμικο, είχε τόση λάσπη που έμοιαζε πήλινο. Πήρα ένα ξύλο και το χτύπησα. Σιχαινόμουν να το αγγίξω. Ο ήχος του ήταν του μπακιριού. Το πήρα στην αγκαλιά μου με κλάμματα! Η διαδρομή του ξεκινούσε πα’ την Σμύρνη και μετά από περιπλάνηση γύρισε σε μένα. Το ‘πλυνα, το καθάρισα, ήταν αυτό, που το ‘τριβα μικρή πριν πάω δημοτικό, με νεράτζι και άμμο ποταμίσια.
Θα το ξαναγυαλίσω μόλις γίνουν τα νεράτζια με τον ίδιο τρόπο και δεν θα ξαναφύγει απ’ το σπίτι μου. Θα το γεμίσω με ρόδια και κυδώνια και θα το βλέπω κάθε μέρα μοναδική ρίζα μου πια που φτάνει στα παιδικά μου χρόνια και ακόμα πιο πέρα. Φτάνει η ρίζα μου αυτή μέχρι την Ανατολή.
Άννα Κωνστατουδάκη – Αγγελάκη