Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
-Βρέχει, βρέχει και χιονίζει/ κι ο παππάς χειρομυλίζει/
για να φτιάξουμε καλούδια/ με χαρές και με τραγούδια….
-Τι τραγούδι είναι αυτό; Ρώτησε η Αντιόπη τον πατέρα της τον Ευριπίδη, που αφηρημένος σιγομουρμούριζε τα στιχάκια καθώς έφτιαχνε τον καφέ του στο γραφείο του.
-Εσύ είσαι γνήσιο παιδί της πόλης,από τον κάμπο, πού να ξέρεις! Εγώ, όμως, είμαι από τα ψηλά, είμαι και παππαδόγγονο, έχω, λοιπόν, μπόλικα πράγματα να θυμάμαι. Αυτά τα στιχάκια τα έλεγε η γιαγιά μας η πρεσβυτέρα, όταν άρχιζε η βροχή. Τα μάθαμε και τα λέγαμε μετά και εμείς στην πόλη, όταν μας έπιανε η νεροσυρμή στο δρόμο για το σχολείο. Τσαλαβουτούσαμε μέσα στις λάσπες και, όταν γυρίζαμε στο σπίτι, απλώναμε παπούτσια και ρούχα γύρω από το μαγκάλι. Να δεις, λοιπόν, εκείνο το πρωτόγονο θερμαντικό μέσο, η “καρβουνήθρα”, πόσο μας είχε βοηθήσει… Βέβαια, έτσι κι αλλιώς, δεν είχαμε άλλη επιλογή. Μέσα στην πόλη δεν είχαμε τζάκια, ούτε πυρομάχια. Κάποιοι λίγοι τυχεροί είχαν βάλει ξυλόσομπες, καμιά φορά αυτοσχέδιες.
-Δεν ήταν επικίνδυνα τα μαγκάλια;
-Ήταν, από πολλές απόψεις. Έπρεπε κάποιος συνεχώς να ανακατεύει τη στάχτη, να βάζει λεμονόκουπες στις άκριες, να σκεπάζει το μαγκάλι με κάτι σαν αλουμινόχαρτο και να σιγουρεύεται ότι ανανεώνεται ο αέρας στο χώρο όπου ανάβει το μαγκάλι.
-Μια στιγμή, να φτιάξω κι εγώ έναν καφέ. Εκείνα τα στιχάκια που έλεγες, θέλω να τα μάθω κι εγώ. Κάτι έχουν να πουν. Δείχνουν κάποιες εικόνες, κάποιες παραδόσεις, έτσι δεν είναι;
-Ασφαλώς και δείχνουν. Ο παππούς μου ήταν εφημέριος σε ορεινή ενορία, στον τόπο καταγωγής του. Πέρα από το λειτούργημά του, για το οποίο έτρεχε όπου χρειαζόταν, με ήλιο και με χιόνια, δούλευε, τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του, και στα χωράφια. Το ράσο του ήταν πάντα σκονισμένο. Ο ίδιος ήταν λιτοδίαιτος και ισχνός. Πανταχού παρών, όπως είπαμε, σε χαρούμενες και θλιβερές στιγμές. “Παππα Τζιρίτη” τον έλεγαν, επειδή συνέχεια “τζιριτούσε”, έτρεχε, δηλαδή, όπου τον καλούσε το χρέος. Η ανταμοιβή του ίσα που έφτανε για επιβίωση. Εκείνος ο αγιασμένος άνθρωπος κοινωνούσε την κάθε στιγμή της ζωής του χωριού, μαζί με τους ενορίτες του, αδιακρίτως. Η επίκριση δεν είχε θέση στη ζωή του, μόνο η απεριόριστη αγάπη και αποδοχή προς το συνάνθρωπο. Ο “παππα Τζιρίτης” ήταν αυστηρός μόνο προς τον εαυτό του, τον οποίο είχε ολοκληρωτικά διαθέσει στην υπηρεσία των αναγκών των άλλων.
-Και η οικογένειά του; Ρώτησε η Αντιόπη.
-Η οικογένειά του ευδοκίμησε, παρά τις οικονομικές δυσκολίες. Η πίστη του παππού μου τα έφερε όλα καλά, με τη βοήθεια του Θεού.
Όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, έφυγε η γιαγιά μου από το χωριό και ήρθε εδώ, μαζί μας. Μας πρόσεχε, εμάς τα παιδιά, και μας έλεγε ένα σωρό ιστορίες.
-Ιστορίες πλάι στο μαγκάλι… Είπε σκεφτικά η Αντιόπη.
-Ακριβώς. Κι εγώ σκέφτομαι ότι ο παππούς μου, που έσπερνε στάρι και κριθάρι, ασφαλώς θα χειρομύλιζε,δηλαδή θα άλεθε στις μυλόπετρες που είχαν στην αυλή, έξω από την κουζίνα, λίγο σταροκρίθι. Θα έδινε σε όσους δεν είχαν. Και η γιαγιά μου θα έφτιαχνε ξινόχοντρο, θα μαγείρευε ζεστή σούπα και θα πρόσφερε σε όσους διάβαιναν τη θύρα του σπιτικού τους. Εγώ θυμάμαι τα μεγάλα, στρογγυλά ψωμιά που ζύμωνε, όταν πηγαίναμε στο χωριό. Έδινε και σε μας έναν “παύλο”, που μας πόρευε μια βδομάδα. Μοσχοβολούσε εκείνο το ψωμί και δεν στέγνωνε, δεν αφυδατωνόταν, έμοιαζε πάντα φρέσκο. Τέτοια εποχή πάντα υπήρχε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο μπουκάλι με τη ρακή, ένα πιάτο με καρύδια και κάστανα. Ήταν το πρώτο και απαραίτητο κέρασμα για τους επισκέπτες.
-Ωραίο πράγμα να ζεσταίνεις την καρδιά του άλλου, να διώχνεις την παγωνιά της θλίψης και της μοναξιάς… Σχολίασε η Αντιόπη.
-Και πού να έβλεπες το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους, στο χωριό… Έκοβε ο παππούς μου ένα γερό κλαδί από κυπαρίσσι και το έβαζαν πάνω στην κασέλα, σ’ ένα κουρουπάκι με πέτρες μέσα, για να μην βαραίνει το κλαδί και αναποδογυρίζει το κουρουπάκι. “Χιόνιζε” η γιαγιά το δέντρο με λίγο βαμβάκι και έβαζε πάνω στα κλαδιά μικρές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες συγγενών που έλλειπαν στα ξένα. Με τον τρόπο αυτό, ένιωθε πως όλοι βρίσκονταν εκεί, χρονιάρες μέρες…
-Βρέχει, βρέχει και χιονίζει/ και ο νους μου τριγυρίζει/
σε καιρούς παλιούς, φευγάτους,/ζεστασιά και Φως γεμάτους…
Αυτό αφιερωμένο σε σένα, πατέρα! Είπε η Αντιόπη, καθώς μάζευε τα φλυτζάνια από το τραπέζι.
-Ευχαριστώ, κόρη μου. Χρόνια μας πολλά, Καλή Χρονιά, με ζεστασιά και Φως για όλο τον κόσμο! Απάντησε ο Ευριπίδης με ένα πλατύ χαμόγελο.
Η Ελλάδα ψηφίστηκε ως η πιο όμορφη χώρα στον κόσμο για το 2024, σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα των US News…
Η OpenAI, η μητρική εταιρεία του ChatGPT, έκανε νέα βήματα σήμερα στην πορεία της να…
Η προγραμματισμένη εκδήλωση "Νύχτα των Ευχών" που είχε προγραμματιστεί για το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2024…
Η σορός που εντοπίστηκε στις 23 Δεκεμβρίου στην παραλία Αγίου Ιωάννη στη Γαύδο μεταφέρθηκε τελικά…
Έληξε η διαμαρτυρία που είχε ξεκινήσει από ομάδα κρατουμένων στο Κλειστό Κατάστημα Κράτησης «ΚΡΗΤΗ 1»…
Δεν έχουν τέλος οι αναταραχές στις φυλακές Αγυιάς στην Κρήτη, όπου εδώ και τρεις μέρες,…
This website uses cookies.