Επιμέλεια: Γ. Αγγελάκης
H “Πανούκλα”, το δεύτερο μετά τον “Ξένο” μεγάλο μυθιστόρημα του Kαμύ, καταγράφει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σ’ έναν κόσμο που μοιάζει χωρίς σκοπό και μέλλον, σ’ έναν κόσμο πνιγηρής επανάληψης και μονοτονίας, σ’ ένα κόσμο όπου η “Αρρώστια” δεν επιτρέπει μεγάλα συναισθήματα. Kι αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους δεν είναι οι κινήσεις ή οι ομιλίες τους, δεν είναι η αυτοκρατορία της σάρκας τους, αλλά οι σιωπές, οι κρυφές πληγές τους, οι σκιές που ρίχνουν στις προκλήσεις της ζωής.
Συλλέξαμε εδώ τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του εμβληματικού βιβλίου του Αλμπέρ Καμύ που είναι σα να μιλά σήμερα για όλους τους ανθρώπους στις χώρες όπου ο κορωνοϊός επηρεάζει τον τρόπο που λειτουργούν οι κοινωνίες. Από τις προσπάθειες εξορθολογισμού αυτού που συμβαίνει, ως την αποδοχή της αρρώστιας, την αναγνώριση ότι ουδείς είναι ελεύθερος όσο υπάρχουν θεομηνίες.
“Η Πανούκλα” του Καμύ μας υπενθυμίζει ότι οι θεομηνίες είναι μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, δημιουργούν την ανθρώπινη ιστορία πέραν του ελέγχου του ανθρώπου, του υπενθυμίζουν τα όρια της ύπαρξής του και τον ωθούν σε υπερβάσεις που είτε φέρνουν στο προσκήνιο τον άνθρωπο είτε το κτήνος. Και ενώ κάποια στιγμή τελειώνουν, το τέλος ποτέ δεν είναι οριστικό. Η επανεμφάνιση της θεομηνίας είναι βέβαιη, ανεξαρτήτως πόσο προηγμένες τεχνολογικά είναι οι κοινωνίες, γιατί όπως γνωρίζει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, η πανούκλα δεν εξαφανίζεται ποτέ οριστικά, και κάποια στιγμή “θα ξυπνούσε ξανά τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν σε μία ευτυχισμένη πόλη”
Διαβάστε τα χαρακτηριστικά αποσπάσματα που σήμερα είναι πιο επίκαιρα παρά ποτέ αφού μιλούν κατευθείαν και σ’ εμάς, εξηγούν τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την επιδημία ως άνθρωποι και ως κοινωνίες.
“Δε θα κρατήσει πολύ, είναι ηλιθιότητα”
- “Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: “Δεν θα κρατήσει πολύ, είναι ηλιθιότητα”. Και χωρίς άλλο, ένας πόλεμος είναι ασφαλώς μεγάλη ηλιθιότητα, τούτο όμως δεν τον εμποδίζει να κρατάει πολύ. Η ηλιθιότητα επιμένει πάντα – και αυτό θα γινόταν αντιληπτό αν δεν σκεπτόμαστε πάντα τον εαυτό μας. Οι συμπολίτες μας, σ’ αυτό το θέμα, ήταν όπως όλος ο κόσμος, σκεφτόνταν μόνο τον εαυτό τους, με άλλα λόγια, ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις θεομηνίες. Η θεομηνία δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, και γι’ αυτό οι άνθρωποι συμπεραίνουν πως είναι κάτι έξω από την πραγματικότητα, πως είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Όμως δεν περνάει πάντα, κι από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, οι άνθρωποι περνούν στον άλλο κόσμο, και πρώτοι από όλους οι ανθρωπιστές, γιατί δεν πήραν τις προφυλάξεις τους. Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από τους άλλους. Λησμονούσαν απλούστατα την ταπεινοφροσύνη, αυτό είναι όλο, και σκέφτονταν πως όλα ήταν δυνατά γι’ αυτούς, πράγμα που σήμαινε πως οι θεομηνίες ήταν αδύνατες. Εξακολουθούσαν να ασχολούνται με τις επιχειρήσεις τους, να ετοιμάζουν ταξίδια και να έχουν τις γνώμες τους. Πώς να σκεφτούν την πανούκλα που εξαφανίζει το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Πίστευαν πως ήταν ελεύθεροι, αλλά ποτέ κανείς δεν θα είναι ελεύθερος, όσο θα υπάρχουν θεομηνίες. (σελ.1)
“…η πανούκλα θα σταματούσε, όλα θα πήγαιναν καλά”
- Μπορούσαν να την σταματήσουν. Αυτό που έπρεπε να κάνουν ήταν να αναγνωρίσουν πια αυτό που έπρεπε να αναγνωριστεί, να διώξουν επιτέλους τις ανώφελες σκιές και να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα. Έπειτα η πανούκλα θα σταματούσε, γιατί η πανούκλα δεν είναι κάτι που μπορείς να το φανταστείς εύκολα ή το φαντάζεσαι λάθος. Αν σταματούσε, κι αυτό ήταν το πιο πιθανό, όλα θα πήγαιναν καλά. (σελ.4)
“μια εξορία μέσα στο σπίτι σου”
- Αλλά αν τούτο ήταν εξορία, στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν μια εξορία μέσα στο σπίτι σου (σελ.30)
“…Η πρώτη τους αντίδραση ήταν να ενοχοποιήσουν την διοίκηση”
- Κανείς δεν είχε δεχτεί ακόμα στ’ αλήθεια την αρρώστια. Οι περισσότεροι ήταν ευαίσθητοι κυρίως στην αναστάτωση που έφερνε στις συνήθειες ή στα συμφέροντά τους. Ένιωθαν οργή και αγανάκτηση, όμως αυτά δεν είναι αισθήματα που μπορεί κανείς να τα αντιτάξει στην πανούκλα. Η πρώτη τους αντίδραση, λογουχάρη, ήταν να ενοχοποιήσουν την διοίκηση (σελ. 33)
“…επρόκειται για ένα επεισόδιο ενοχλητικό χωρίς άλλο, αλλά πάντως περιστατικό”
- Αλλά και τότε η αντίδραση του κοινού δεν ήταν άμεση. Πραγματικά, η αναγγελία ότι η τρίτη βδομάδα της πανούκλας είχε στοιχίσει τριακόσιους δύο νεκρούς δεν έλεγε πολλά στη φαντασία. Από τη μια μεριά, ίσως να μην είχαν πεθάνει όλοι από πανούκλα και, από την άλλη, κανείς δεν ήξερε πόσοι πέθαιναν κάθε εβδομάδα, σε κανονικές συνθήκες. Η πόλη είχε διακόσιες χιλιάδες κατοίκους. Αγνοούσαν αν αυτή η αναλογία θανάτου ήταν η φυσιολογική… μόνο ύστερα από καιρό, όταν διαπίστωσε την αύξηση των θανάτων, συνειδητοποίησε την αλήθεια. Η πέμπτη εβδομάδα έδωσε, πραγματικά, τριακόσιους είκοσι ένα νεκρούς και η έκτη τριακόσιους σαράντα πέντε. Η αύξηση των αριθμών, τουλάχιστον, ήταν εύγλωττη. Όμως δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή ώστε να εμποδίσει τους συμπολίτες μας, μέσα στην ανησυχία τους, να διατηρήσουν την εντύπωση πως επρόκειτο για ένα επεισόδιο ενοχλητικό χωρίς άλλο, αλλά πάντως περαστικό (σελ.34)
“Κανείς δεν χαμογελούσε”
- Στις κεντρικές λεωφόρους δεν κυκλοφορούσε πια το συνηθισμένο πλήθος. Μερικοί διαβάτες βιάζονταν να γυρίσουν στα απομακρυσμένα σπίτια τους. Κανείς δεν χαμογελούσε. (σελ. 39)
“το πιο αποτελεσματικό ελάττωμα είναι η άγνοια”
- Το κακό που υπάρχει στον κόσμο προέρχεται, πάντα σχεδόν από την άγνοια, και η καλή θέληση μπορεί να κάνει τόσες καταστροφές όσες και η κακία, όταν δεν είναι φωτισμένη. Οι άνθρωποι είναι περισσότεροι καλοί παρά κακοί. Αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό το ζήτημα. Οι άνθρωποι, λίγο – πολύ, βρίσκονται σε άγνοια και αυτό ακριβώς ονομάζεται αρετή ή κακία, ενώ το πιο απελπιστικό ελάττωμα είναι αυτή ακριβώς η άγνοια, που πιστεύει πως τα ξέρει όλα και που επιτρέπει στο άτομο ακόμα και τον φόνο. Η ψυχή του δολοφόνου είναι τυφλή, και δεν υπάρχει αληθινή καλοσύνη, ούτε ωραία αγάπη. (σελ. 75)
“δύο και δύο κάνουν τέσσερα”
- Όμως έρχεται πάντα μία ώρα στην ιστορία, κατά την οποία εκείνος που τολμάει να πει ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα τιμωρείται με θάνατο (σελ.76)
“…διαφήμιζαν νέα προϊόντα, “ακαταμάχητα”, για την πρόληψη της πανούκλας”
- “…τους δίνει τις πιο έγκυρες μαρτυρίες για το μέλλον της επιδημίας, να παρέχει την υποστήριξη των στηλών της σε όλους, γνωστούς ή άγνωστους, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να αγωνιστούν εναντίον της μάστιγας, να αναπτερώνει το ηθικό του πληθυσμού, να δημοσιεύει τις οδηγίες των αρχών και, με λίγα λόγια, να συνενώσει όλες τις καλές θελήσεις, ώστε να αγωνιστούν αποτελεσματικά εναντίον του κακού που μας πλήττει. Στην πραγματικότητα, η εφημερίδα αυτή πολύ σύντομα περιορίστηκε να δημοσιεύει αγγελίες που διαφήμιζαν νέα προϊόντα, “ακαταμάχητα”, για την πρόληψη της πανούκλας.” (σελ.92)
Η καραντίνα
- Σκέφτηκαν τότε ν’ απομονώσουν, ακόμα και στο κέντρο της πόλης ορισμένες συνοικίες που δοκιμάζονταν ιδιαίτερα και να μην επιτρέπουν την έξοδο από αυτές παρά μόνο σ’ εκείνους που οι υπηρεσίες τους ήταν απαραίτητες. Όσοι ζούσαν σ’ αυτές τις συνοικίες δεν μπορούσαν να πάψουν να θεωρούν αυτό το μέτρο σαν “καψόνι” που στρεφόταν αποκλειστικά εναντίον τους και, οπωσδήποτε, από αντίθεση, θεωρούσαν τους κατοίκους των άλλων συνοικιών σαν ελεύθερους ανθρώπους. Αυτοί οι τελευταίοι πάλι, στις δύσκολες στιγμές τους, έβρισκαν παρηγοριά στη σκέψη ότι άλλοι ήτν λιγότερο ελεύθεροι από τους ίδιους. “Υπάρχουν και χειρότερα” ήταν η φράση που συνόψιζε τότε τη μοναδική ελπίδα” (σελ. 101)
“Μπορούσες πάντα να σφαλίζεις τα μάτια και να το αρνείσαι”
- Βέβαια, μπορούσες πάντα να κάνεις πως δεν βλέπεις, να σφαλίζεις τα μάτια και να το αρνείσαι, αλλά η πραγματικότητα έχει δύναμη τρομερή, που στο τέλος τα παρασύρει όλα. Με τι τρόπο, λογουχάρη, μπορούσες να αρνηθείς τους ενταφιασμούς τη μέρα που έπρεπε να θαφτούν προσφιλή σου πρόσωπα; (σελ. 104)
“Η πανούκλα είχε από όλους τη δύναμη της αγάπης, ακόμα και της φιλίας”
- Από αυτή την άποψη είχαν μπει μέσα στην ίδια την τάξη της πανούκλας… κανείς από μας δεν είχε πια μεγάλα αισθήματα… Τη μεγάλη και άγρια έξαρση των πρώτων εβδομάδων την είχε διαδεχτεί μία κατάπτωση που δεν θα ήταν σωστό να την περάσει κανείς για εγκατάλειψη, αλλά που ήταν ωστόσο ένα είδος προσωρινής αποδοχής… Φυσικά, διατηρούσαν ακόμα τη στάση της δυστυχίας και του πόνου, αλλά δεν ένιωθαν πια της αιχμή της. Άλλωστε, ο γιατρός Ριε, πίστευε πως αυτό ακριβώς ήταν η δυστυχία και πως η συνήθεια της απελπισίας είναι χειρότερη και από την ίδια την απελπισία…. Στην πραγματικότητα το κάθετι γινόταν γι’ αυτούς παρόν. Πρέπει να το πούμε: η πανούκλα είχε αφαιρέσει από όλους τη δύναμη της αγάπης, ακόμα και της φιλίας. Γιατί η αγάπη ζητάει λίγο μέλλον, ενώ για μιας δεν υπήρχαν πια παρά μόνο στιγμές” (σελ. 110)
Καλύτερα ένας σεισμός
- Α! και να ‘ταν ένας σεισμός! Ένα γερό ταρακούνημα κι ούτε κουβέντα πια… Μετράνε τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τέρμα! Ενώ αυτή την καταραμένη αρρώστια! Ακόμα κι όσοι δεν την έχουν την κουβαλάνε στην καρδιά τους». (σελ. 127)
“…αν πίστευε σ’ έναν παντοδύναμο Θεό θα σταματούσε να θεραπεύει τους ανθρώπους”
- Να είπε ο Ταρού. Γιατί δείχνετε κι εσείς τόση αφοσίωση αφού δεν πιστεύετε στον Θεό; Μπορεί η απάντησή σας να με βοηθήσει ν’ απαντήσω κι εγώ. Χωρίς να βγει από την σκιά, ο γιατρός είπε πως είχε κιόλας απαντήσει, πως αν πίστευε σ’ έναν παντοδύναμο Θεό θα σταματούσε να θεραπεύει τους ανθρώπους αφήνοντας σ’ εκείνον την φροντίδα αυτή. Πως κανείς, ωστόσο, στον κόσμο, όχι, ούτε αυτός ούτε ο Πανελού, που νόμιζε πως πίστευε, δεν πίστευε σ’ έναν τέτοιου είδους Θεό, αφού κανείς δεν εγκατέλειπε απόλυτα τον εαυτό του και πως στο σημείο τουλάχιστον αυτό, εκείνος, ο Ριέ πίστευε πως βρισκόταν στον δρόμο της αλήθειας, παλεύοντας ενάντια στην δημιουργία όπως αυτή ήταν. (σελ. 138)
Το κακό του να δίνεις μεγάλη βαρύτητα στις καλές πράξεις
- Ο αφηγητής όμως νιώθει περισσότερο την ανάγκη να πιστέψει ότι δίνοντας πολύ μεγάλη σημασία στις καλές πράξεις, αποδίνουμε τελικά έμμεσο και πολύ ισχυρό φόρο τιμής στο κακό. Γιατί αφήνουμε έτσι να υποτεθεί ότι οι καλές αυτές πράξεις δεν έχουν τόση αξία παρά μόνο γιατί είναι σπάνιες κι ότι η κακία κι η αδιαφορία είναι πολύ πιο συνηθισμένα κίνητρα στις πράξεις των ανθρώπων. (σελ. 142)
“Πρέπει να είμαστε αυτός που μένει”
- Βέβαια, και το επαναλάμβανε για μία ακόμα φορά, δεν έπρεπε να μιμηθούν τους χριστιανούς της Αβησσυνίας για τους οποίους είχε ήδη μιλήσει. Ούτε έπρεπε να γίνουν ένα μ’ εκείνους τους πανουκλιασμένους Πέρσες, που πετούσαν τα κουρέλια πάνω στις υγειονομικές μάδες των χριστιανών και παρακαλούσαν μεγαλόφωνα τον ουρανό να δώσει την πανούκλα σ’ αυτούς τους άπιστους που ήθελαν να πολεμήσουν το θεόσταλτο καλό. Αλλά δεν έπρεπε να μιμηθούν ούτε εκείνους τους μοναχούς του Καϊρου, που στη διάρκεια των επιδημιών του περασμένου αιώνα έδιναν τη θεία μετάληψη πιάνοντας την όστια με λαβίδες, για ν’ αποφύγουν την επαφή με τα υγρά και ζεστά στόματα όπου μπορούσε να ελλοχεύει η μόλυνση. Τόσο οι πανουκλιασμένοι Πέρσες, όσο και οι μοναχοί αμάρταιναν το ίδιο. Γιατί, ενώ για τους πρώτους η αγωνία ενός παιδιού δεν μετρούσε καθόλου, για τους δεύτερους, αντίθετα, ο πολύ ανθρώπινος φόβος του πόνου είχε σκεπάσει τα πάντα. Και στις δύο περιπτώσεις, το πρόβλημα παρακάμπτονταν έντεχνα. Όλοι κώφευαν στη φωνή του Θεού. Υπήρχαν όμως και άλλα παραδείγματα που ήθελε να υπενθυμίσει ο Πανελού. Αν πιστέψει κανείς τον χρονικογράφο της μεγάλης πανούκλας της Μασσαλίας, από τους ογδόντα έννα μοναχούς της μονής του Ελέους, τέσσερις μόνο επέζησαν από τον πυρετό. Και από τους τέσσερις, οι τρεις δραπέτευσαν. Έτσι μιλούσαν οι χρονικογράφοι και η δουλειά τους δεν ήταν να πουν περισσότερα. Αλλά, διαβάζοντας τούτο το κείμενο, όλη η σκέψη του πάτερ Πανελού πήγαινε σε εκείνον που είχε μείνει μόνος, παρά τα εβδομήντα επτά πτώματα και παρά το παράδειγμα των τριών αδελφών του. Και ο Πανελού, χτυπώντας με τη γροθιά του τον άμβωνα, φώναξε: “Αδελφοί μου, πρέπει να είμαστε αυτός που μένει!”. (σελ. 145)
“Ο μόνος τρόπος να καταπολεμήσεις την πανούκλα είναι η εντιμότητα”
- Πρέπει ωστόσο, να σας πω: δεν υπάρχει θέμα ηρωισμού μέσα σ’ όλα αυτά. Πρόκειται για εντιμότητα. Είναι μια ιδέα που μπορεί να κάνει μερικούς να γελάσουν, ο μόνος όμως τρόπος για να καταπολεμήσει κανείς την πανούκλα είναι η εντιμότητα. (σελ. 173)
“…υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα για να θαυμάσει κανείς παρά για να περιφρονήσει”
- “… ο γιατρός Ριέ πήρε τότε την απόφαση να γράψει την αφήγηση που τελειώνει εδώ… για ν’ αφήσει τουλάχιστον μία ανάμνηση της αδικίας και της βίας που τους έπληξαν και για να πει απλά αυτό που μαθαίνει κανείς στη διάρκεια μίας θεομηνίας, δηλαδή πως υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα για να θαυμάσει κανείς παρά για να περιφρονήσει”. (σελ. 241)
“ο βακίλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ποτέ”
- “Ακούγοντας τις κραυγές της χαράς που ανέβαιναν από την πόλη, ο Ριέ αναλογιζόταν πως η χαρά αυτή δεν θα ήταν ποτέ σίγουρη. Γιατί ήξερε αυτό που αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος, και που μπορεί κανείς να το διαβάσει στα βιβλία, δηλαδή ο βακίλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε εξαφανίζεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια κοιμισμένος μέσα στα έπιπλα και στα ρούχα, πως περιμένει υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα σεντούκια, στα μαντήλια και στα χαρτιά και πως ίσως θα ερχόταν μία μέρα που για τη δυστυχία και τη γνώση των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν σε μία ευτυχισμένη πόλη” (σελ. 242)
"google ad"