Μία εβδομάδα πριν, το κυβερνών και κυρίαρχο κόμμα της σκωτσέζικης πολιτικής σκηνής , το SNP, πραγματοποιούσε το συνέδριό του. Εκεί ήταν που διαλύθηκαν και οι τελευταίες σκιές σχετικά με το αν το SNP, η πρωθυπουργός (ή ορθότερα «πρώτη υπουργός») Νίκολα Στέρτζον και η κυβέρνηση θα παίξουν και επίσημα το χαρτί του δεύτερου δημοψηφίσματος.
«Η Σκωτία θα προτείνει την ερχόμενη εβδομάδα στο κοινοβούλιο ένα νέο σχέδιο νόμου που θα προβλέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία από τη Βρετανία, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που έχει στόχο να ακουστεί η φωνή της Σκωτίας στις διαπραγματεύσεις οι οποίες θα οδηγήσουν στην έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση», ανακοίνωνε από το βήμα του συνεδρίου η Στέρτζον. «Δεν υπάρχουν ορθολογικά επιχειρήματα για να βγει η Βρετανία από την ενιαία αγορά και δεν υπάρχει ούτε εξουσιοδότηση για αυτό», δήλωσε κατά την έναρξη του συνεδρίου του κόμματός της, του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (SNP), στη Γλασκόβη, προσέχοντας ιδιαίτερα να περιοριστεί στο λεγόμενο «σκληρό Brexit» του οποίου η μη αποτροπή και μόνο θα οδηγήσει σε δεύτερο δημοψήφισμα.
Σήμερα λοιπόν, στις 20 Οκτώβρη, ήρθε στο φως το επίσημο κυβερνητικό κείμενο που προτείνει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Λίγες μέρες πριν η Στέρτζον μεταβεί στο Λονδίνο (στις αρχές της επόμενης βδομάδας) για μία συνάντηση με την Τερέζα Μέι που αποκλειστικό θέμα θα έχει τις διαπραγματεύσεις για το Brexit και την θέση της Σκωτίας εντός αυτής της διαδικασίας. Το σχέδιο νόμου που κατέθεσε η κυβέρνηση στη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης πάντως, πέρα από το σκεπτικό που διατυπώνει η Τζόνσον και δημόσια, ενέχει όλες τις λεπτομέρειες που χρειάζονται για να πραγματοποιηθεί όντως ένα δημοψήφισμα. Το αν χρηματοδοτούνται ή όχι οι καμπάνιες που θα προκύψουν, το πως θα τεθεί το ερώτημα, το ποιοι έχουν δικαίωμα ψήφου και ποιοι όχι και άλλα πολλά. Αναμφισβήτητα αυτό είναι το πρώτο θεσμικό βήμα ώστε να γίνουν οι απειλές πράξη, κάτι που αναμένεται να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερη ένταση στη βρετανική πολιτική σκηνή.
Η Στέρτζον ανέφερε ότι θα ήταν μια πράξη «συνταγματικού βανδαλισμού» η προσπάθεια να αγνοηθεί η φωνή του σκωτσέζικου κοινοβουλίου για το θέμα. Και η αλήθεια είναι ότι οι Σκωτσέζοι με τις τελευταίες τους ψηφοφορίες έχουν δημιουργήσει ένα ρευστό πεδίο αντιθετικών και συγκρουσιακών ερμηνειών και ρητορικής σχετικά με το ποια είναι η βούλησή τους. Αρχικά απέρριψαν την ανεξαρτησία το 2014 με ποσοστά 45% έναντι 55%, την ίδια στιγμή όμως που ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ τον περασμένο Ιούνιο σε ποσοστό 62%, σε αντιδιαστολή με την Βρετανία που ως σύνολο ψήφισε υπέρ της εξόδου (52% – 48%). Τέλος η ίδια η Στέρτζον και το SNP έλαβαν τον περασμένο Μάη στήριξη από κάτι περισσότερο του 50% των Σκωτσέζων ψηφοφόρων, με μία ειλικρινή καμπάνια που όντως έλεγε πως στο βαθμό που το Brexit δεν θα αποτραπεί, η Σκωτία θα πρέπει να οδηγηθεί και πάλι στη συζήτηση της ανεξαρτησίας αυτή τη φορά και ως όπλο και εργαλείο ώστε η Σκωτία να παραμείνει στην ΕΕ ακόμη κι αν η υπόλοιπη Βρετανία δεν το κάνει.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης πάντως δεν υπήρξαν υποστηρικτικές. Οι Τόρις στη Σκωτία κατηγορούν την Στέρτζον ότι εγκατέλειψε τα καθήκοντά της ως πρωθυπουργού όλων των Σκωτσέζων έτσι ώστε να υποστηρίξει τις δικές της πολιτικές φιλοδοξίες και την αποσχιστική ατζέντα του κόμματος της . Η επικεφαλής τους, Ρουθ Ντέηβινσον, υπογράμμισε πως ο επιχειρηματικός κόσμος και η πλειοψηφία του λαού της Σκωτίας δεν επιθυμούν νέο δημοψήφισμα. Και απευθύνθηκε στην Στέρτζον καλώντας την «να δουλέψει από κοινού με την Τερέζα Μέι ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι και να εξερευνηθούν οι δυνατότητες του επερχόμενου Brexit». Οι Εργατικοί της Σκωτίας από την άλλη υπογράμμισαν ξανά πως δεν πρόκειται να στηρίξουν την προσπάθεια νέου δημοψηφίσματος την οποία χαρακτήρισαν επικίνδυνη και διχαστική για την Σκωτία. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι ακόμη και οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι όπως οι Γιούνκερ και Τουσκ υπήρξαν πολύ προσεκτικοί όσον αφορά την ιδιαιτερότητα της Σκωτίας στο ζήτημα του Brexit όλο το προηγούμενο διάστημα, αποφεύγοντας να ενθαρρύνουν τις αποσχιστικές τάσεις, κάτι που ταιριάζει στους φόβους τους για τη «χρησιμότητα» ενός τέτοιου παραδείγματος και σε άλλες περιοχές που έχουν ανάλογες αποσχιστικές διεκδικήσεις, όπως η Καταλονία και η Χώρα των Βάσκων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως επιβεβαιώνεται και από την περίπτωση της Σκωτίας ότι όλες οι πλευρές τοποθετούνται όσο καλύτερα μπορούν στο φόντο των διαπραγματεύσεων που θα ξεκινήσουν το 2017. Τα υπαρξιακά προβλήματα της ΕΕ και της ευρωζώνης, και δύο από τα πιο κεντρικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η κοινή αγορά και η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας. Αν συμπεριλάβει κανείς και την όξυνση της έντασης σε διεθνές επίπεδο ανάμεσα στο δυτικό στρατόπεδο και τη Ρωσία, αλλά και τις διαφορετικές τοποθετήσεις εντός των ευρωπαϊκών δυνάμεων όλο το τελευταίο διάστημα για κορυφαία ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, θα μπορεί να αντικρύσει πιο αποτελεσματικά την εικόνα της διεθνούς ρευστότητας και της δυστοκίας στο να υπάρξουν νέες σταθερές ισορροπίες ανάμεσα σε πολύ δυνατά μπλοκ δυνάμεων, χωρών και συμφερόντων. Η ίδια η υπόθεση του Brexit πρέπει να ιδωθεί και ως ένα επεισόδιο, στο φόντο αυτής της κατάστασης.