Της Ιωάννας Σφακιανάκη
Ο Μοχός είναι ένα παραδοσιακό ορεινό χωριό με στενά σοκάκια και αυλές γεμάτες με λουλούδια. Η μικρή του πλατεία περιστοιχίζεται από υπαίθρια καφέ και ταβέρνες, ενώ τα καλοκαίρια διοργανώνονται εκδηλώσεις με χορό και μουσική. Στην περιοχή υπάρχουν διάφορες εκκλησίες με βυζαντινές εικόνες στο εσωτερικό τους, ενώ το ονομαζόμενο Βουλγάρικο Μονοπάτι μια διαδρομή πεζοπορίας οδηγεί στο παραλιακό χωριό της Σταλίδας. Ο Μοχός υπάγεται στην επαρχία Πεδιάδας του Δήμου Χερσονήσου, πάνω από τη Σταλίδα, σε υψόμετρο 400 μ. στη δυτική άκρη. Είναι μια γόνιμη αν και άνυδρη πεδινή έκταση, κατάφυτη από ελαιώνες και αμπελώνες. Απέχει από το Ηράκλειο 45,8 χλμ.
Η ετυμολογία του τοπωνυμίου είναι άγνωστη. Στις βενετικές απογραφές αναφέρεται με το όνομα Mogho, με πρώτη αναφορά το 1387. Άλλοι υποστηρίζουν πως προέρχεται από τον Ιμπραήμ Μόχογλου ή από τον «μυχό» επειδή κάποτε η Σταλίδα υπήρξε λιμάνι του Μοχού.
Η ιστορικός Πόπη Αποστολάκη πάλι, θεωρεί τα παραπάνω παρερμηνείες και γι’ αυτό προτείνει τη σύνδεση του ονόματος του Μοχού (ο Μοχός), με το όνομα του φιλοσόφου από την Σιδώνα Μόχου. Ο φιλόσοφος Μόχος αναφέρεται από τον αρχαίο ‘Έλληνα γεωγράφο, ιστορικό Στράβωνα (Strab. 16, 757), ο οποίος έζησε από το 64/63 π. Χ. ως το 23 μ.Χ. Ως γνωστόν ο Στράβων περιηγήθηκε και μελέτησε αρκετά την Κρήτη.
Στον Μοχό επί Τουρκοκρατίας έφτιαξε οχυρό πύργο ο τρομερός γενίτσαρος Αρίφ Μόχογλου Αγάς (ο υιός που κατάγεται εκ του Μοχού) και διέμενε με την οικογένειά του. Από εκεί κατάγονταν όμως και οι xαΐνηδες αδερφοί Βέργα ή Βεργή, ο Γιώργης, Νικόλας και Ζαχαρίας. Οι Βέργα λέγονταν στο επίθετο «Βαρνάβας» ή κατ’ άλλους «Κρέτσης» αλλά λόγω που ο Γιώργης ο μεγάλος αυτός xαΐνης είχε γίνει ο φόβος και τρόμος του Μόχογλου και των τριγύρω τυράννων και τους έκανε ζημιές με τα αδέρφια του, επήρε το παρατσούκλι Βέργας.
Στα 1807 περίπου τα δυο αδέρφια Γιώργης και Νικόλας είχαν σκοτώσει δυο τούρκους γνωστούς για την αγριότητά τους και είχαν καταφύγει στα βουνά xαΐνηδες. Μετέπειτα έφυγαν στα νησιά του Αιγαίου και κατέληξαν στην Μάνη για να πολεμήσουν από ‘κει την Τουρκιά. Η δράση των χαΐνηδων ήταν η ανάσα κι η παρηγοριά για χιλιάδες σκλαβωμένους Κρητικούς που υπέμεναν τα πάνδεινα από τον σκληρό κατακτητή, κι ας πλήρωναν αδρά για τις ζημιές των χαΐνηδων βάση με το τουρκικό χαράτσι που είχε επιβληθεί στην περιοχή του Λασιθίου.
Το 1689 οι τουρκικές αρχές εξανάγκασαν τους Xριστιανούς κατοίκους των ανατολικών επαρχιών (Πεδιάδας, Λασιθίου, Μεραμπέλλου, Ιεράπετρας και Σητείας) να υπογράψουν ταυτόσημες δηλώσεις, με τις όποιες αναλάμβαναν όλες τις ευθύνες για τη δράση ή την απόκρυψη των χαΐνηδων. Ιδού το χαρακτηριστικό απόσπασμα της δήλωσης: «… ομοφώνως κατέθεσαν (οι Χριστιανοί), ότι συμφώνως προς τα εν τω φερμανίω εντελλόμενα, καθίστανται αλληλεγγύως υπεύθυνοι, δηλώσαντες τα έξης: Εάν από σήμερον και εις το έξης οι άθρησκοι χαΐνηδες αιχμαλωτίσωσι μουσουλμάνον τινά εν τη επαρχία μας ή προξενήσωσι ζημίαν τινά εις την περιουσίαν του, ας εισπραχθή ή ζημία αυτή από ημάς. Μετά δε την εξαγοράν δι’ ιδίων μας χρημάτων των αιχμαλωτιζομένων μουσουλμάνων ας τιμωρώμεθα και ημείς οι ίδιοι».
Την εποχή εκείνη του 1807 λοιπόν ο γιος του Μόχογλου ο Ιμπραήμ, o επονομαζόμενος Καραμπίνης, λόγω της σκληρότητας του, θέλοντας να προσβάλει την τιμή του Γιώργη Βέργα και να επικρατήσει στην περιοχή, έβαλε στο μάτι την πεντάμορφη αδερφή τους τη Σοφουλιά. Άλλοι την αναφέρουν Μαρία. Μα τι σημασία έχει το όνομα θα μου πείτε… Η Σοφία ήταν μια ψηλή, λυγερόκορμη κοπέλα σαν τα λευκά ανθισμένα κρινάκια του αγρού , όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι ιστορικοί της εποχής, πειθαρχημένη και νοικοκυρά. Σκόπευε να την πάρει με το ζόρι γυναίκα του, αλλά μιας και αυτό ήταν αδύνατο γιατί φοβόταν τα αδέρφια της σκάρωσε έναν ύπουλο τρόπο για να πετύχει τους σκοπούς του.
Στο λιομάζεμα, οργάνωσε τάχα ένα γλέντι στο κονάκι του και κάλεσε τους χωριανούς και τις κοπελιές του χωριού, μαζί και την Σοφία. Όλοι παρέστησαν στην γιορτή από φόβο και μόνο… Πάνω στο χορό ξεμοναχιάζει τη Σοφία και της λέγει: έχω κάτι να σου δώσω απού σου έστειλαν τα αδέρφια σου από ‘κειά μακρυά που βρίχνονται μείνε λίγο πιο πίσω να στο δώκω. Η Σοφία αφελής, αλλά και με απερισκεψία, αθώα κι απονήρευτη όπως ήταν, έμεινε παρά πίσω σαν έφευγαν οι κοπελιές και ο Καραμπίνης την οδήγησε σε μια κάμερα στο κονάκι, κι άνοιξε μια κασέλα τάχα να της δώσει τα που ’χε στείλει ο αδερφός της.
Καθώς έσκυψε η άμοιρη με δισταγμό να πάρει απ’ την κασέλα το δώρο, ο βρωμερός γενίτσαρος κλείνει την κασέλα και της μαγκώνει τα στήθια με το καπάκι. Η κοπέλα λιγώνεται στο πόνο και βογκά. Εκείνος ορμάει πίσω της να την βάλει κάτω να την βιάσει. Της χυμά, την αγκαλιάζει από τη μέση και προσπαθεί να τη φιλήσει. Θέλει να ρουφήξει τους άγουρους καρπούς της, να λυγίσει την ανθισμένη αμυγδαλιά όπως χαρακτηριστικά λέει στο αφήγημα του στην εφημερίδα ‘’Κρητικό Μέλλον’’ ο Κυρ. Μητσοτάκης το 1959 με τίτλο «Σοφία Βεργή το καμάρι του Μοχού». Παρά τους αφόρητους πόνους η Σοφία όντας γεροδεμένη κοπέλα, ευκίνητη και χειροδύναμη, τον έσπρωξε δυνατά και τον κατρακύλησε στις σκάλες. Με θάρρος και ορμή κατορθώνει να τον απωθήσει και το σκάει.
Ο σκύλος την προλαβαίνει στην εξώπορτα και την πυροβολεί. Η Σοφία σωριάζεται αιμόφυρτη στο έδαφος και τρέχουν και την περιμαζεύουν οι γείτονες κι οι άλλες κοπελιές… Τραβώντας την για το σπίτι της τους παρακαλά παρά τους πόνους κι ενώ βγαίνει η ψυχή της: «Γρήγορα πλύνετε μου το δεξί μάγουλο με κρασί, γερά-γερά γιατί πρόφταξε ο σκύλος και με φίλησε. Δεν θέλω να πάω στον κάτω κόσμο, στους δικούς μου μαγαρισμένη» Αυτά είπε η πεντάμορφη Σοφία και μόλις την έπλυναν οι φίλες της ξεψύχησε. Έφυγε ήσυχη, πως πάει στο στερνό ταξίδι αμαγάριστη, αντρόπιαστη εξαγνισμένη από το βέβηλο χέρι που την άγγιξε. Έφυγε έτσι, αθόρυβα γαλήνια σαν ένα λουλούδι που το κόβεις αθέλητα…
Ο Ζαχαρίας ο αδερφός της είχε αρματώσει μια γαλιότα κι όργωνε το Αιγαίο. Ήταν ο φόβος των Τούρκικων καραβιών. Από τότες κι ύστερα εξαγριώθηκε πιο πολύ και τους κυνηγούσε λυσσαλέα, ώσπου τον συνέλαβε ένα αγγλικό πολεμικό και τον παρέδωσε στους Τούρκους οι οποίοι τον κρέμασαν στην Πόλη.
Σαν πέρασε καιρός όμως έφτασαν τα νέα στα αυτιά των δυο άλλων αδερφών. Πέρα ‘κει στη Μονεμβασιά είχαν στήσει χορό καταμεσής της μάχης σαν ήρθαν τα κακά χαμπέρια. Ο Νικόλας άφησε τον αδερφό του Γιώργη να απολαύσει τον νικηφόρο χορό της τελευταίας μάχης που είχαν δώσει δίπλα-δίπλα και μετά τον πλησίασε στοργικά να του δώσει τη θλιβερή είδηση. «Σκόλασ’ αδέρφι το χορό και φτάνει μπλιο η γιώρα κακό μουσντέ μου φέρασι σήμερ’ απού τη χώρα…αδέρφι μας ζηλέψασι γοι αγάδες του χωριού μας κι εβγάλαν το ιλάμι μας μακρέ σαν του μπογιού μας…»
Ο άτιμος Μόχογλου άγγιξε τη Σοφουλιά κι όταν θαρραλέα αντιστάθηκε, την σκότωσε ο σκύλος, του ‘πενε στ’ αυτί. Ο Γιώργης τρελάθηκε! Του γύρισε το μάτι! Ευθύς χωρίς να χάσουν καιρό μπάρκαραν στο πρώτο σαπιοκάραβο που βρήκαν και κατέφθασαν στην Κρήτη. Ρώτησαν που είναι θαμμένη η αδερφή τους και τα μεσάνυχτα πήγαν στο μνήμα. Άνοιξε ο Γιώργης τον τάφο της Σοφουλιάς και στο κόκκαλο βρήκε σφηνωμένο το βόλι. Το ασπάστηκε και όρμησε στο κονάκι του Μόχογλου με τον αδερφό του Νικόλα και άλλους κανα δυο xαΐνηδες.
Έγινε μακελειό όπως καταλαβαίνετε….
Δεν έμεινε ούτε σερνικό γατί στου Μόχογλου. Ο δε αιμοβόρος Καραμπίνης που είχε κρυφτεί στο Μεγάλο Κάστρο για σιγουριά, δεν άργησε να τον ξετρυπώσει ο Βέργας. Πήγε απ’ το ίδιο βόλι. «Δώρο απ’ την αδερφή μου» του είπε, πάνω απ’ το πτώμα του ο Γιώργης Βέργας.
Κι η λαϊκή μούσα λέγει:
« Ήρθεν η ώρα κι η στιγμή να πληρωθεί το αίμα της Σοφουλιάς που το ‘χυσε του Μόχογλου η χέρα…»
Έκοψε μετά το κεφάλι του ο Γιώργης και το κρέμασε στον πύργο του Μόχογλου.
Μαζί του είχενε κι έναν αράπη ο Καραμπίνης για προστασία που εκούρνιασε φοβισμένος σε μια γωνιά και εκλιπαρούσε για συμπόνια. «Άμε στο καλό του είπανε οι Βεργήδες. Δε σε σκοτώνουμε εσένα. Εσύ δε μας έφταιξες σε τίποτα. Άμε και να διηγάσαι πως όποιος τα ‘βαλε με το Βέργα το διάολο του γύρευε ωρέ σκλάβε! Τράβα και μαζί με τη ζωή, σου χαρίζομε και την ελευθερία…»
Ο Γιώργης Βέργας μετέπειτα σε ενέδρα συνελήφθη από τους Τούρκους πριν μπει στο πλοίο της επιστροφής για την λεύτερη Ελλάδα. Αργότερα τον βρήκε αιχμάλωτο στον Τουρκικό Ναύσταθμο και τον παρέλαβε στην προσωπική του φρουρά ο καπουδάν πασάς Γαζή Χουσείν, “ήταν ατίθασος και άγριος“, όπως είπε και σαν έμαθε την φήμη του και την ιστορία του τον εκτίμησε και γι’ αυτό του χάρισε τη ζωή. Ο Νικόλας συνέχισε την χαΐνικη ζωή παίρνοντας εκδίκηση για τ’ αδέρφια του…
Σήμερα ο πύργος του Μόχογλου δεν υπάρχει πιά στον Μοχό, τον γκρέμισαν οι χωριανοί για να μη θυμούνται την θλιβερή αυτή ιστορία.
Για τους αδερφούς Βεργή έγραψαν πολλοί και τραγουδήθηκαν πολλά άσματα. Στην εφημερίδα «Κρητικό Μέλλον» της 10ης Ιουνίου 1959 ο Κυριάκος Μητσοτάκης πάππος του σημερινού πρωθυπουργού έγραψε την ιστορία με τίτλο: ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΗΡΩΪΔΑ της ΚΡΗΤΗΣ. ΣΟΦΙΑ ΒΕΡΓΗ/ ΤΟ ΚΑΜΑΡΙ ΤΟΥ ΜΟΧΟΥ
Ο Σφακιανός Παύλος Φαφουτάκης στη «ΣΥΛΛΟΓΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΑΣΜΑΤΩΝ» σελ.66. αναγράφει το τραγούδι του Βέργα:
«Πάσα ταχύ με το δροσό π’ ανοίγει το ζουμπούλι
αφουγκραστείτε να σας πω παλληκαριού τραγούδι
Αφουγκραστείτε να σας πω παλληκαριού τραγούδι
Απού ‘χει νου και το γροικά και λοϊσμό ν΄ακούει
Τση δεκαπέντε τ’ Απριλιού μια Παρασκήν ημέρα
Οι Τούρκοι παν να πιάσουνε τον καπετάν το Βέργα
…………………………………….»
Στην εφημερίδα «ΡΟΔΑΜΑΝΘΥΣ» του 1872 με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου άγνωστος αναγνώστης, αποστέλει επιστολή στον εκδότη κ. Βυβιλάκη με τους ακόλουθους στίχους και αναφέρει Μαρία την αδερφή των χαΐνηδων Βέργα. Εις την ιστορία αναφέρει τα εξής: ‘’του κάτωθεν τραγωδίου, του οποίου οι συγγενείς του Βέργα είπον το ιστορικόν και αυτός εστιχούργησεν, όχι μόνον αγράμματος είναι αλλά και αόμματος, Γεώργιος Δρακονάκης Μεραμβελλιώτης εκ του χωρίου Καστέλι της Φουρνής τριακονταετής’’.
Ο Γεώργιος Βέργας, ο αδελφός του Νικόλαος και η αδελφή αυτών ηρωίς Μαρία (εκ του χωρίου Μοχού της επαρχ. Πεδιάδος).
Κάθε πρωί με το δροσιό π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφουκρασθείτε να σας πω του Βέργα το τραγούδι.
Τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε,
τον Γιώργη και τον Νικολή να κάθεστε να κλαίτε.
Εικοσιπέντε τ’ Απριλιού μία Δευτέρα μέρα,
οι αγάδες που να πιάσουνε τον καπετάνιο Βέργα.
Εβγάλανε και μπουγιουρτού, εβγάλαν και ιλάμι,
τον Βέργα να σκοτώσουνε κρίση να μην τους πιάνει.
Έπιασαν κι εγεμίσανε όλ’ ασημένιες μπάλες,
διανά πάνε στον Μοχό τσι Βέργηδες να φάνε.
Μά’ χανε φίλο μπιστικό κι αυτοί μέσα στη Χώρα,
κι ευθύς των έστειλ’ είδησιν να μη σταθούνε ώρα.
Στην πέρα μπάντα του Μοχού χορό ‘χανε στημένο,
εκεί ‘τον κι εξεφάντωνε ο Βέργας ο καϋμένος.
Εις την εμπρός μεριά κρατεί και λέει μαντινάδες,
η γλώσσα του τες κελαηδεί με τόσες νοστιμάδες.
Κι ο αδελφός του ο Νικολής κάθετε στην καθέκλα,
και την μασέλα του κρατεί με την δεξιάν του χέρα.
-Τ’ έχεις, αδέρφι Νικολή κι είσαι βαρά θλιμμένος
κι εις το δεξί σου μάγουλο είσ’ αποκουμβισμένος;
-Σκόλασ’, αδέρφι, το χορό ετουτηδά την ώρα,
κακ’ είδησις μας ήλθενε μέσα από τη Χώρα.
-Για πες μ’, αδέλφι, τον μουζτέ και το κακό χαμπέρι,
εμείς καλά γνωρίζομεν της ξενιτιάς τα μέρη.
Για πέστε σεις οι χωριανοί όλοι, μικροί μεγάλοι,
στον τόπον που εγύρισα αν έκαμα ζαράρι.
-Όχι, Γιώργη, δεν έκαμες εσύ σ’ εμάς ζαράρι,
μα οι Τούρκοι σου ζηλεύουνε γιατ’ είσαι παλληκάρι.
Εσένα σου ζηλεύουνε οι Αγάδες του χωριού σου,
κι εβγάλαν το ιλάμι σου ίσια με του μπογιού σου.
-Ας έλθ’ ευθύς η μάνα μας ν’ αποχαιρετηχτούμεν,
κι αύριο αποξημέρωμα να πα βαρκαριστούμεν.
Δος, μου μάνα, τη χέρα σου, δος και τ’ άλλου την άλλη,
το γάλα που μας βύζασες κάμε μας το χαλάλι.
-Χαλάλι σας το γάλα μου κι έχετε την ευχή μου,
παιδιά μου, δύσκολό ‘ναι πλιο να ιδείτε τη ζωή μου.
-Ε, κακομοίρα μάνα μας, κι εράγισ’ η καρδιά σου,
και για του Μοχογλού τσι γιους εγέννας τα παιδιά σου.
Αν ήτο η θυγατέρα σου η πενταπλουμισμένη,
όλον για την καλή τιμή σκοτώθηκ’ η καϋμένη.
Από ‘κει ’δά σηκώνουνται κι εις την Σταλίδα πάνε,
πάνε να βρούνε τον παπά να πιούνε και να φάνε.
-Που ‘σαι, παπά, βάλε κρασί, ρακί να ρακωθούμε
και μια κριαροκεφαλή να την χαροκοπούμε.
Μέσα εκεί π’ ετρώγανε, οι αγάδες και πλακώνουν,
από μακριά τουρκολογούν μα δεν το φανερώνουν.
Από μακριά τουρκολογούν ο εις από τον άλλο,
– Έπαρε συ τον πλιο μικρό και ‘γω τον πλιο μεγάλο.
Κι όταν εσιοπατήζανε εις τ’ Αγκουρί τ’ αυλόχι
βουλήθηκ’ ο Χατζή Βελής τον Βέργα να σκοτώσει.
Σηκώνει και ξαμώνει του στο τσόχινο μεϊτάνι,
η μπάλα δεν τόνε τρυπά, ούτε σημάδι κάνει.
Και ξαναδευτερώνει του στο τσόχινο γελέκι,
η μπάλα δεν τονέ τρυπά, μόνο γλυστρά και πέφτει.
-Δε μου το λες, Χατζή Αγά, πώς θα πολεμηθούμε;
μη μπας θαρρείς πως είμ’ εγώ κοπέλι και φοβούμαι;
Ξάνοιγε ‘δα, Χατζή Βελή, σαν είσαι παλληκάρι,
να ιδείς το Βέργ’ απ’ το Μοχό πόλεμο τόνε κάνει.
Πως μου το λες να ταγιαντώ, και πως να ταγιανδίσω,
ότ’ έχω τ’ άρμα μ’ εύκαιρο, στάσου να το γεμίσω.
-Μη με σκοτώσεις, βρε Ρωμιέ, οπού ‘μαι σαν τη βιόλα,
οπού μ’ αγαδοσέρνουνε οι αγάδες μεσ’ στη Χώρα.
-Να σε σκοτώσω θέλω’ γω, αγά Χατζή Βελή μου,
εσέ, σκύλε, την εφίλησες εμέ την αδελφή μου!
Σηκώνει και ξαμώνει του εις το λαιμ’ αποκάτω,
ύπνο τον αποκοίμησε, παντοτεινό κοιμάτο.
Και ξαναδευτερώνει του πανωθιό στα μάτια
και κάνει το κεφάλι του σαν εκατό κομμάτια.
Έσερνε τον αράπη του κι εβάστα το τσιμπούκι,
κι έτρεμε ο κακορίζικος σαν να ήτονε κουλούκι.
-Σιώπαινε, συ αράπη μου, τίποτα δε σου κάνω,
σκλάβος κι εσύ, σκλάβος κι εγώ στον κόσμο τον απάνω.
Σώπαινε, συ αράπη μου, σώπαινε μη φοβάσαι,
μα πράμα δε σου κάνω ‘γω να πας να το δηγάσαι.
Άμε κι εσύ καυχήσου το τση ξενιτιάς τα μέρη,
σκοτώθηκ’ ο Χάτζη Βελής, οπού δεν είχε ταίρι.
Κι εμέ στην Πόλην μ’ είχανε περίσσιο δραγουμάνο,
και τεμενά μου κάνανε σ’ ότι κι αν είχε κάμω.
Με το μαχαίρι μ’ έκανα πόλεμο τρεις ημέρες,
κι ήσαν και κάψες δυνατές κι είχα πολλές φοβέρες.
Μα ο Πασάς μ’ ήταν καλός και εδικός μου φίλος,
κι εχάρισε μου τη ζωή, μα μ’ έριξε στο ξύλο.
Αν θέλετε να μάθετε πόσες ξυλιές μου δώκαν,
χίλιες τρακόσες δεκοκτώ, πως δε μ’επαραδώκαν;
Η σάρκα μου εγδάρθηκε κι έβγανα τα γδερμάτια,
με το μαχαίρι μ’ έσυρνα κι έκοβγα τα κομμάτια.
Και όταν εσηκώθηκα να βγάλω τα στιβάλια,
την Πόλην εσφαλίζανε μην είχε κάμω πράμα.”
Ο Αριστείδης Κριάρης στη «ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΔΗΜΩΔΩΝ ΑΣΜΑΤΩΝ» του στη σελίδα 27 μας παρουσιάζει επίσης το τραγούδι του Βέργα.
Ο Βέργας δημοτικό τραγούδι.
Κάθε ταχειά με τη δροσιά π’ ανοίγει το λουλούδι
αφρουγκαστείτε να σας πω του Βέργα το τραγούδι.
Πέρδικα πάνω στο βουνό, πάνω στο χαρακάκι
κάθητο κι εκακκάριζεν όμορφο τραγουδάκι
Τση 17 του Γενναριού μια μέρα μια Δευτέρα
βγήκαν οι Τούρκοι στο Μοχό να πιάσουνε το Βέργα.
Ομπρός περμαζευτήκανε κι εκάμαν μπαϊράκι
κανείς δεν βρέθη απόκοτος μόν’ ο Χατζηαγαδάκης
Και η νενέ του του’ λεγε «Κάτσε Χατζή μου κάτσε»
κι αυτοί που θα σε σύρνουνε κουρμπάνι θε να πάνε!
Να πάω θέλω ‘γω Νενέ, στου Βέργα το Σεφέρι
κι ότι’ ναι από το Θεό γραφτό οπίσω δε γιαγιέρνει
…Στη πέρα μπάντα του Μοχού χορό ‘χανε στεμένο
και στην ομπρός μεριά κρατεί ο Βέργας ο καημένος!
Ομπρός ομπρός εχόρευγε κι ήλεγε μαντινάδες
Κι η γλώσσα ντου τσι κελαηδεί με τόσες νοστιμάδες.
Και στην ομπρός μεριά κρατεί και λέει μαντινάδες
και πέφτουν απ’ τα χείλη του, του κόσμου οι ταπεινάδες
Κι ο αδελφός του ο Νικολής κάθητο γκρινιασμένος
και στο δεξί του μάγουλο ήτον ακουμπισμένος
Σκόλασ’ αδέρφι το χορό! Ετούτηνα την ώρα!
κακό χαμπέρι και μουζντές ήρθεν’ από τη Χώρα!
Για πες μ’ αδέρφι το μουσντέ και το κακό χαμπέρι
να ‘πα να ξοριστούμενε στης Μπαρμπεριάς τα μέρη
Εμάς μας εζηλέψανε οι Αγάδες του χωριού μας
κι εβγάλαν το Ιλάμι μας ίσαμε του μπογιού μας!…
Άμε να πεις τση Μάννας μας να ‘ρθη να την ειδούμε!
κι απόψε τα Μεσάνυχτα θε να βαρκαριστούμε!…
Παιδιά μ’ αμέτε στο καλό! μα πώς να σας ξεχάσω!
που ξέρω ‘γω αν σας ξαναδώ γη πάντα θα σας χάσω!…
και τ’ άλλο το παιδάκι μου να μου το χαιρετάτε!
………………………………….
κι όταν επερνούσανε τσοι Στρογγυλές Κεφάλες
γεμίζουν τα ντουφέκια τους με τσ’ ασημένιες μπάλλες!
Και όταν εγυρίζανε προς τ’ Αγγουρί τ’ Αβλόχι
ελόγιασ’ ο Χατζή-Αγάς το Βέργα να σκοτώση!…
Και μέσ’ απού περνούσανε το έρημο λαγκάδι
πουλί δεν εκελάδησε άνθρωπος δεν εφάνη.
Ω Καπετάν Γιωργάκι μου χρόνια πολλά να ζήσης
απόψε είδα όνειρο και να μου το ‘ξηγήσης
Με ένα λιοντάρι πάλευα μέσα σ’ ένα λαγκάδι…
και πήρε τ’ άρμα μου φωτιά και λίγο να με φάη!
Αγά δεν τ’ωδες όνειρο μα το είδες ξυπνητού σου
και κείνο που ντουχιούντισες, βγάλε τ’ απού το νου σου!…
Κι απάνω που προβαίνανε από τ’ Αγγουρί τ’ Αβλόχι
παίζει ο Χατζής την μπαλωθιά το Βέργα να σκοτώση!
Και ξαναδευτερώνει του στο Μαρμαρένιο μπέτη!
μα κείνη η μπάλα δεν τρυπά μόνο τσουρλά κι πέφτει
και ξαναπαίζει τ’ άλλη μια στο Στρομαλλί γελέκι
και μόλον που πληγώθηκε σαν παληκάρι στέκει!…
……………………………………………………
Εδά σου δείχνω γω Χατζή, τσοι μπάλλες πως τσοι παίζουν
πως τσοι σκοτώνουν τσοι Ρωμηούς και πως τσοι σαϊτεύουν
και παίζει του κι ο Βέργας μια και βρίσκει του το μάτι
κι οι ομυαλοί του πιάσανε μιας μουζουράς χωράφι!…
Εμένα πρέπουνε Χατζή τ’ άρματα τ’ ασημένια!…
να μπαίνουνε στον πόλεμο να βγαίνουν κερδεμένα
Κι αράπης τ’(ου) ο κακόμοιρος έπεσε λιγωμένος
Να μην τον εσκοτώσουνε κι εκείνο τον καημένο.
Σώπα σ’ Αράπη! Σώπα συ! Κι εγώ δε σε σκοτώνω!
μα θα σ’ αφήσω ζωντανό! Να το διηγάσαι μόνο!…
Του Γιώργου Βύρων Δαβού * H εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ αναγκάζει…
Στα μόλις 5 ευρώ το κιλό βρίσκεται η τιμή του ελαιόλαδου για τον παραγωγό αυτή τη στιγμή,…
Ένα βίντεο που δείχνει μια «λευκή σφαίρα» UFO να βγαίνει από τον ωκεανό στα ανοιχτά του Κουβέιτ και βρέθηκε…
Πραγματοποιείται συνέντευξη τύπου την Παρασκευή 15 Νοεμβρίου στις 19:00 στο ιστορικό καφέ "ΚΗΠΟΣ" για την…
Η Ελλάδα με το ογκώδες έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο έχει πλεον απωλέσει και τα τελευταία…
Οι δημοσιογράφοι σε όλη τη χώρα προχωρούν σε 24ωρη απεργία την Τρίτη 19 Νοεμβρίου, διαμαρτυρόμενοι…
This website uses cookies.