Κείμενο της συλλογικότητας “Πικραλίδες”
Σμίξαμε, άλλη μια φορά, στο νησί που αγκαλιάζει τους θανάτους μας, που αναδεύει τις λάβες των ζωών μας. Σμίξαμε, όχι μόνο για να μοιράσουμε τους πόνους μας, για να βιώσουμε την ηρεμία και την ομορφιά του[2], μα –ακόμα περισσότερο– για να απολαύσουμε (έστω και για λίγο) τις ιδιάζουσες κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούμε στις συναντήσεις μας· σε συναντήσεις εντός-ενάντια-και-πέρα από το κανονιστικό πλαίσιο της καθημερινότητας.
Η Γαύδος καθορίστηκε ως τόπος πολιτικής εξορίας κατά περιόδους του Μεσοπολέμου και την περίοδο του Εμφυλίου. Η απόσταση των 26 ναυτικών μιλίων μακριά από τον «πολιτισμό» θεωρήθηκε αρκετή για να καταπνίξει επαναστατικές ιδέες. Οπότε τις έκαναν πράξη! Παρά τον εξοστρακισμό τους στο «νησί του θανάτου»[3], οι εξόριστοι και οι εξόριστες έσπειραν την καθημερινότητά τους με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να ανθήσει η ζωή. Οργανώθηκαν συλλογικά στην «κολεχτίβα» και, με ελάχιστους πόρους, πραγματοποίησαν από βασικές εργασίες όπως χτίσιμο, μαγείρεμα, καλλιέργειες, μέχρι εκπαιδευτικές δραστηριότητες και κυκλοφορία νομίσματος. Έτσι, αυτοί που σύμφωνα με την κυρίαρχη εξουσία κουβαλούσαν μια ζωή ανάξια να βιωθεί, έπλασαν νέους τρόπους αντίστασης, χάραξαν συλλογικούς ατραπούς και αποτύπωσαν, στον βαθμό που τους επέτρεπαν οι συνθήκες, τον κόσμο των ονείρων τους.[4]
Η παραπάνω ιστορία δεν είναι μία ιστορία απομονωμένη και εξόριστη στο παρελθόν. Πρόκειται για ένα αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μνήμης της Γαύδου, μιας μνήμης που φέρει έναν τρόπο συλλογικής ζωής (και άρα αντίστασης και δημιουργίας). Αυτός ο ιδιάζων τρόπος ζωής συνοδεύει το κάλεσμα προς τους ταξιδιώτες, έστω και ανεπαίσθητα στους σημερινούς καιρούς της επιβεβλημένης λησμονιάς.[5] Ο τρόπος αυτός συνηχεί στο σήμερα και διαποτίζει το νησί, δημιουργώντας σχέσεις και συναντήσεις, οι οποίες δεν είναι ένα περιφερειακό κομμάτι της ιστορίας του, αλλά ουσιαστικό κομμάτι της ύπαρξής του. Σχέσεις και συναντήσεις (ίσως) αποσπασματικές, μα ικανές να διατρέξουν όλες τις εμπειρίες του μέλλοντος.
Αυτή τη συνήχηση και, κατ’ επέκταση, τη συλλογική μνήμη και πράξη επιχειρούν να καταστείλουν οι δημοτικές και λοιπές αρχές με την πρόσφατη εγκατάσταση των ντουζιέρων της Άρνης στις παραλίες του νησιού. Αν και η αντικατάσταση των ντουζιέρων δημιουργεί ένα αφιλόξενο κλίμα και εν τέλει αποκλείει τους παραθεριστές που αδυνατούν να διαθέσουν αυτά τα χρήματα, το μείζον πολιτικό ζήτημα δεν είναι τα 50 λεπτά, αλλά η απάλειψη της συλλογικής μνήμης των προηγούμενων δεκαετιών. Και, για να απαλειφθεί η συλλογική μνήμη, πρώτο βήμα είναι ο διωγμός των σχέσεων που την φέρουν. Με την τοποθέτηση κερματοδεκτών στις ντουζιέρες συντελείται μια περίφραξη του νερού, μια μετατροπή της αξίας χρήσης ενός κοινού αγαθού σε ανταλλακτική αξία. Πίσω από αυτήν τη φαινομενικά μικρή ενέργεια βρίσκεται το κύμα της τουριστικής «αξιοποίησης».[6] Το κύμα που θα ξεβγάλει τους «άπλυτους που λυμαίνονται» με το μη-κερδοφόρο πράττειν τους το νησί, και θα επιστρέψει τον αφρό με πολυτελή γιοτ και κρουαζιερόπλοια.
Σε κάθε κοινότητα από τα σπάργανά της, το νερό έχει μια διττή βασική λειτουργία: από τη μία είναι η άμεση υλική προϋπόθεση για την επιβίωση και την άνθηση, από την άλλη συνθέτει τη βασική προϋπόθεση για την αυτονομία της κοινότητας. Ως εκ τούτου, φέρει τη ζωή ως περιεχόμενο και ως σύμβολο, καθώς η υλική βάση της ζωής μετατρέπει το νερό σε σύμβολο εξουσίας. Ο έλεγχος του νερού, επομένως, συνεπάγεται τον έλεγχο της ζωής της κοινότητας. Η συλλογική διαχείριση του νερού από τους παραθεριστές της Γαύδου (όπως η δημιουργία πηγαδιών) είναι μία από τις εκφάνσεις της κοινοτικής αντίληψης της ζωής η οποία έρχεται ενάντια και πέρα από τη λογική του εμπορεύματος και της ανάθεσης. Συνθέτει μία οριζόντια (εν δυνάμει) κοινότητα που αυτο-διαχειρίζεται ένα κοινό αγαθό για όλους.
Βάσει των παραπάνω, η ενέργεια της δημάρχου της Γαύδου[7] –αυθαίρετη και αντιδημοκρατική[8]– συνθέτει μια επίθεση στον ίδιο τον χαρακτήρα του νησιού, ο οποίος προωθεί τη συνάντηση ανάμεσα στα υποκείμενα που συμπίπτουν στο νησί. Μια συνάντηση, αναγκαία, για την ίδια τη ζωή. Η επίθεση, ως εκ τούτου, αποτελεί μια προσπάθεια ελέγχου της ζωής και πειθάρχησης του ενδεχόμενου, αυτού που δυνητικά μπορεί να αναπτυχθεί από τη δική μας συνάντηση. Μια προσπάθεια να ενταχθεί το σμίξιμό μας στη λογική της αγοράς, ειδάλλως να εξοριστεί. Είναι μια ενέργεια απονέκρωσης του εν δυνάμει χειραφετητικού χαρακτήρα που ενέχουν οι σχέσεις του «δώρου»[9], οι σχέσεις που ψηλαφούμε πειραματικά στα ριζώματα που απλώνονται κάτω από τους κέδρους.
Αποκαλυπτικής σημασίας είναι και ο λόγος της δημάρχου στις δημόσιες τοποθετήσεις της. Πυλώνας του αφηγήματός της αποτελεί η λειψυδρία στο νησί, το κόστος της οποίας οφείλουν να επωμιστούν (και) οι κατασκηνωτές. Όπως δεν θα δούμε στα ανηρτημένα στατιστικά στοιχεία του Δήμου, η λειψυδρία αυτή υπάρχει μόνο στο άνισο πλαίσιο κατανάλωσης νερού από τουριστικές επιχειρήσεις. Η ουσιαστική έλλειψη που υπάρχει είναι αυτή της συλλογικής διαχείρισης του νερού. Απεναντίας, η δήμαρχος, οξύνει εντέχνως αυτή την ασυμμετρία με το να ορίζει τις τρεις ντουζιέρες στο Σαρακήνικο, και τους χρήστες της, ως την αιτία του κακού.
Η παραπάνω τακτική ξεδιπλώνεται και στο πρώτο κείμενο-απάντησή της στο οποίο γράφει: «Ορισμένοι και μεμονωμένοι “ελεύθεροι παραθεριστές” δεν ζητούν “ελευθερία” και διαφύλαξη κοινωνικού αγαθού, αλλά προνομιακή μεταχείριση και μετακύλιση του κόστους των διακοπών τους στους ντόπιους». Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κατεξοχήν εξουσιαστική τεχνική που διαχωρίζει και τοποθετεί απέναντι τους εκάστοτε δρώντες, τις κοινωνικές ομάδες που επιχειρεί να καθυποτάξει. Η ηγεσία του νησιού (και όχι μόνο) προσπαθεί να θέσει φραγμούς στην δημιουργία κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στους ντόπιους και τους παραθεριστές, αλλά και να τις καταστήσει εχθρικές-συγκρουσιακές.
Παράλληλα, επιδιώκει τη δημιουργία μιας ανταλλακτικής σχέσης ανάμεσα στους ντόπιους και τους επισκέπτες. Οι παραθεριστές γινόμαστε όλο και περισσότερο καταναλωτές ενός προϊόντος και, αντίστοιχα, οι ντόπιοι λειτουργούν ως αποκλειστικοί προμηθευτές εμπορευμάτων. Επομένως, συνδεόμαστε με τους άλλους όχι στο πλαίσιο μιας ισότιμης συνάντησης, αλλά διαμέσου της αγοραστικής μας δύναμης. Παύει το ενδιαφέρον της μίας για την άλλη –ως συνυπάρξεις σε ένα κοινό σχεσιακό πεδίο– και το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αξία (εμπορευματική-χρηματική) που μπορεί να αποκτηθεί από αυτή τη σχέση. Ωστόσο, όσοι έχουμε το βίωμα της Γαύδου γνωρίζουμε ότι ο πλούτος δεν είναι μόνο ένας «τεράστιος σωρός από εμπορεύματα».
Σε άλλο σημείο του κειμένου, η δήμαρχος αποτυπώνει μια εικόνα των κατασκηνωτών ως «βάνδαλων» ενώ ισχυρίζεται ότι «το ελεύθερο camping (…) μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο» για το ίδιο το νησί και την περιοχή ως Natura (βλέπε υποσημείωση 2). Δηλώνει λοιπόν πως οι παραθεριστές αποτελούν δημόσιο κίνδυνο για τη φύση του νησιού και πρέπει να συμμορφωθούν. Ο λόγος αυτός αντιστρέφει τους όρους και προωθεί την ουσιαστική απειλή για τη φύση της Γαύδου: την αντικατάσταση του ριζωματικού τύπου τουρισμού με ένα αρπακτικό και παρασιτικό μοντέλο που θέτει υπό αμφισβήτηση την ομορφιά και την ηρεμία του νησιού με τα υπέρογκα κτίσματα και τις επενδύσεις.
Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, στοιχείο από τον λόγο της δημάρχου: «Η Γαύδος (…) έχει τοπική κοινωνία, Δημοτικό Συμβούλιο που είναι αρμόδιο να πάρει αποφάσεις σύννομες για τα τοπικά θέματα και Δημοτική Αρχή που τις υλοποιεί». Η αναφορά στο δημοτικό συμβούλιο, τη στιγμή μάλιστα που βρίσκεται ανενεργό, υπενθυμίζει το ποιος έχει το δικαίωμα στον λόγο, ποιος εντάσσεται εντός του πολιτικού. Αυτός ο εξορισμός των υποκειμένων από τις πολιτικές διαδικασίες πυροδοτεί ερωτήματα όπως: Τι είναι κοινότητα; Ποιος έχει τη δύναμη να την ορίζει; (ποιος μπορεί να ορίζει τις συναντήσεις μας;) Ποιοι ανήκουν στην κοινότητα; Και, συνακόλουθα με τις προηγούμενες θέσεις μας, πώς συγκροτείται η συλλογική μνήμη της κοινότητας; Πώς παρεμβαίνει η πολιτική εξουσία σε αυτή τη διαδικασία συγκρότησης;
Συνοψίζοντας, οι κερματοδέκτες, πέρα από τον οικονομικό παραλογισμό τους, δεν εγκαινιάζουν κάτι νέο. Επιχειρούν να εντατικοποιήσουν την ευρύτερη επέλαση του αρπακτικού και παρασιτικού τουριστικού μοντέλου. Η ενέργεια αυτή σηματοδοτεί: A) το σπάσιμο της ενδεχόμενης συνάντησής μας, την επίθεση του κεφαλαίου στις συλλογικές σχέσεις, στα κοινά βιώματα και αγαθά, στην από-τα-κάτω οργάνωση των ζωών μας. Β) τον αποκλεισμό από το πολιτικό συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Γ) Ακόμα σημαντικότερα, την αμφισβήτηση της ίδιας της συλλογικής μνήμης που φέρει η Γαύδος. Οι κατασκηνωτές/τριες, και όχι μόνο, υπερασπιστήκαμε σε άμεσο χρόνο την (φαντασιακή και μη) κοινότητα της Γαύδου. Έγιναν και γίνονται πολυμελείς συνελεύσεις, παρεμβάσεις στο λιμάνι, στο δημαρχείο και αλλού· κινήσεις οι οποίες μας σμίγουν, μας ζυμώνουν, μας κάνουν πιο δυνατούς/ες, επιβεβαιώνοντας πως ένας συλλογικός τρόπος δεν είναι απλά εφικτός αλλά πραγματώνεται στο εδώ και το τώρα.
Κλείνοντας, το ίδιο το βίωμα της Γαύδου, ανοίγει ένα τεράστιο ερώτημα ως προς την έννοια των «διακοπών»: Πρόκειται για μια αφηρημένη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μία παύση από την εργασία εν γένει; Οι διακοπές είναι μια παύση από την, προσίδια στον καπιταλισμό, πραγματικότητα της καθημερινής εκμετάλλευσης και της απαξιωτικής βίας στο εργασιακό περιβάλλον. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό. Βιώνοντας τα ψήγματα ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, αποκαλύπτεται σαν αστραπή το ενδεχόμενο ενός διαφορετικού κόσμου. Έτσι, οι διακοπές μπορούν να γίνουν μια διαδικασία διακοπής των σχέσεων του κεφαλαίου. Μπορούν να γίνουν και γίνονται μια διαδικασία διασύνδεσης, ένα σμίλευμα κοινωνικών σχέσεων μέσω των οποίων μπορούμε, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουμε την δικιά μας κανονικότητα. Την κανονικότητα που παρουσιάζεται και επιχειρεί να εγκατασταθεί ως η φυσική τάξη των ανθρώπων και των πραμάτων ακόμα και στον πιο απόμακρο τόπο.
Καλές διακοπές λοιπόν!
πικραλίδες
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Χιλή 2019: η Κυβέρνηση αυξάνει την τιμή του εισιτηρίου στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς κατά 30 cents, άμεσα ξεσπά εξέγερση σε όλη την χώρα, με πρωτοστάτες τους μαθητές οι οποίοι χρησιμοποιούν το σύνθημα «Δεν είναι τα 30 pesos είναι τα 30 χρόνια». Παρά την πτώση της δικτατορίας του Πινοσέτ, η Χιλή συνέχιζε στο ίδιο συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο πνεύμα των νόμων, 30 χρόνια μετά.
[2] Μια ομορφιά πιστοποιημένη ως περιοχή Natura 2000. Η ίδια η πιστοποίηση ωστόσο διέπεται από μια αμφισημία: από τη μία προστατεύει εν μέρει τη χλωρίδα και πανίδα του τόπου από το ανθρώπινο αποτύπωμα, από την άλλη τον οριοθετεί ως ένα τουριστικό προϊόν προς εμπορευματική αξιοποίηση. Στο πλαίσιο της συνεχούς τουριστικοποίησης του νησιού, δεν είναι μακριά η χρήση του βιότοπου ως θέαμα (και κατ’ επέκταση ως εμπόρευμα) το οποίο θα καταναλώνουν ως εικόνα οι διαλεγμένοι, φραγκάτοι επισκέπτες. Η ίδια αυτή τάση εμπεριέχει μια προσπάθεια επιβολής ενός τεχνητού διαχωρισμού φύσης και ανθρώπου. Κεντρικός στόχος είναι η μετατροπή των μεταξύ τους σχέσεων φροντίδας και αλληλεξάρτησης σε σχέσεις κεφαλαίου.
[3] Η Γαύδος αποκαλέστηκε «νησί του θανάτου» λόγω της επικράτησης δυσχερών συνθηκών (μη) επιβίωσης.
[4] Εμπνευσμένος από το χτίσιμο της συλλογικής ζωής των εξόριστων, ο Γιάννης Ρίτσος γράφει στη συλλογή του Πυραμίδες (1935): «Στο στομάχι του Χρυσού, το Φως πεινά/ μα οι εξόριστοι στων Γαύδων τ’ ακρωτήρια/ χτίζουν μέσα τους, τα νέα τους ορμητήρια,/τ’ αυριανά».
[5] Ο μετασχηματισμός της Γαύδου από τόπο εξορίας σε τόπο παραθερισμού ήταν μια μακρόχρονη διαδικασία η οποία ξεκίνησε περίπου τη δεκαετία του ‘80, συναγόμενη από την εμπειρία των εξόριστων. Αυτά τα πρώτα ριζώματα διαμόρφωσαν την κοινότητα της Γαύδου και την αντίληψη του μοιράσματος στους παραθεριστές. Μία πρακτική, ωστόσο, που άρχισε να φθείρεται από τις αρχές του 2000, όταν, εξαιτίας σχεδίων «ανάπτυξης», το νησί προσέλκυσε νέα κεφάλαια με αποτέλεσμα τον γοργό μετασχηματισμό του.
[6] Η ενέργεια αυτή είναι κομμάτι ενός αρπακτικού μοντέλου τουρισμού, ο οποίος έχει και στο παρελθόν κάνει την εμφάνισή του στη Γαύδο με ευκαιριακούς τρόπους, όπως τη μίσθωση “lux” σκηνών και του «σπιτιού των εξόριστων» στο Σαρακήνικο το 2019, αλλά και ευρύτερα, όπως με την ακραία αύξηση ενοικιαζόμενων δωματίων στο νησί. Αυτό το παρασιτικό μοντέλο τουρισμού είναι έντονο βίωμα σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, μεταξύ αυτών και στα Χανιά όπου τα ξενοδοχεία φυτρώνουν πιο γρήγορα από τα άνθη της ζωής, μετατρέποντας τους κατοίκους, ντόπιους και μη, σε ανεπιθύμητους.
[7] Προφανώς δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πρόσωπο, το πρόσωπο είναι μία μόνο αναπαράσταση ενός ευρύτερου ταξικού πλέγματος το οποίο επιδιώκει ένα νησί που θα χωράει λίγους.
[8] Καθώς δεν εδράζεται σε παροντική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, αλλά σε πρότασή της σχετικά με τον οικονομικό προϋπολογισμό του 2017.
[9] Βλέπε το κείμενο του ανθρωπολόγου Marcel Mauss, Το Δώρο, αλλά και το νεότερο του πρόσφατα εκλιπόντος David Graeber, Χάρισέ Το.
Γιατί οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, δεν έχουν δει καμία ουσιαστική μείωση του χρόνου εργασίας από τη δεκαετία…
Πολλές εκατοντάδες ήταν οι προσκεκλημένοι που πήγαν το απόγευμα του Σαββάτου στην εκκλησία όπου θα…
Ιδιαίτερη αύξηση στα περιστατικά για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας μέσα στο πρώτο δεκάμηνο του 2024 σε σχέση με…
Η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ξεκίνησε το πρωί της Κυριακής στα Χανιά.…
Με την συμμετοχή πλήθους κόσμου, εκπροσώπων σωματείων και μαζικών φορέων πραγματοποιείται σήμερα Κυριακή στο «Σπίτι…
Στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τη Booking.com και εν γένει από τις πλατφόρμες κρατήσεων που είναι ευρύτερα γνωστές…
This website uses cookies.