Του Χρόνη Βάρσου, φιλόλογου, ιστορικού ερευνητή
Με αφορμή το θέμα της ονοματοδοσίας των Σκοπίων και τις «διαπραγματεύσεις» που διεξάγει η κυβέρνηση Τσίπρα κατ’ εντολή των ΗΠΑ, καθίσταται ιδιαίτερα ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις απόψεις της άλλης πλευράς. Για τον Έλληνα, ο «Μακεδόνας» της διπλανής χώρας είναι απλά κάποιος προκλητικός πλαστογράφος της ελληνικής ιστορίας ή παράφρων που ισχυρίζεται ότι κατάγεται (!) από τους αρχαίους Μακεδόνες. Για τον σλαβόφωνο των Σκοπίων, ο Έλληνας είναι ο επί 100 και πλέον χρόνια κατακτητής, ένας εκ των διαμελιστών της «σκλαβωμένης» και «διαιρεμένης» «μακεδονικής» γης.
Ασφαλώς στόχος του παρόντος άρθρου δεν είναι να αποδείξει το αυταπόδεικτο και αυτονόητο της ελληνικότητας της Μακεδονίας, αλλά να αναδείξει τους ανιστόρητους και παράλογους ισχυρισμούς των Σκοπιανών, που μέσα από ένα πνεύμα μικροεθνικισμού, προβάλλουν το ψευδοϊδεολόγημα του «Μακεδονισμού» ως το μοναδικό συνεκτικό στοιχείο μιας χώρας που κινδυνεύει με διάλυση.
Μια ενδελεχής μελέτη στα σχολικά βιβλία των Σκοπίων αρκεί για να αποδείξει του λόγου το αληθές.Σύμφωνα μ’ αυτά οι αρχαίοι Μακεδόνες αποτελούσαν ένα μη ελληνικό φύλο,με δική του γλώσσα (εκτός από ένα μέρος της άρχουσας τάξης τους που απλά υιοθέτησε την ελληνική γλώσσα), οι οποίοι το 338 π.Χ με τον Φίλιππο Β’ (359-336 π.Χ) επεβλήθησαν στον νότιο Έλληνα γείτονα και με τον Μέγα Αλέξανδρο (336-323 π.Χ) κυριάρχησαν στην ανατολή έως την Ινδία διαδίδοντας τον «μακεδονικό» πολιτισμό. Αμφισβητείται έτσι ευθέως η ελληνικότητα όλης της ελληνιστικής περιόδου (323-31 π.Χ) των Διαδόχων και των Επιγόνων (Πτολεμαίοι, Σελευκίδες κλπ).
Αγνοούν, ηθελημένα βέβαια, το ότι η αρχαία Μακεδονία εκτεινόταν βόρεια έως τη γραμμή Πρεσπών-Δοϊράνης-Στρυμώνα, με γείτονες τους Ιλλυριούς από δυτικά, τους Παίονες βόρεια και τους Θράκες ανατολικά του Στρυμώνα. Επί Φιλίππου Β’ (359-336 π.Χ) η Μακεδονία επεκτάθηκε βόρεια στην περιοχή της Παιονίας και στο οροπέδιο της Πελαγονίας και ανατολικά στη ζώνη Στρυμώνα-Νέστου (αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ πιο νότια από την αρχαία πόλη των Δαρδάνων, Σκούποι (σημερινά Σκόπια). Ακόμα και στο Μεσαίωνα, το βυζαντινό Θέμα της Θεσσαλονίκης (8ος-12ος μ.Χ αιώνας) εκτεινόταν από τις Πρέσπες μέχρι το Στρυμώνα, ταυτιζόμενο σχεδόν με τα εδάφη της αρχαίας Μακεδονίας.
Επειδή οι Σλάβοι κατέβηκαν από βορρά στη βαλκανική χερσόνησο στα μισά του 6ου μ.Χ αιώνα (δηλαδή σχεδόν 1.000 χρόνια (!) μετά τον Αλέξανδρο) ακολουθώντας τους μογγολικής καταγωγής Αβάρους (γνωστούς και ως Αβαρο-Σλάβους), «αποφασίστηκε» να καλυφθεί το «μικρό» αυτό χρονικό χάσμα με την καινοφανή θεωρία ότι οι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων ήρθαν σε επαφή με τους Σλάβους, εκσλαβίστηκαν και αποτέλεσαν στη συνέχεια το σημερινό «μακεδονικό» έθνος.
Στη συνέχεια «βαπτίστηκαν» Σλάβοι (!) οι εκ Θεσσαλονίκης βυζαντινοί ιεραπόστολοι και εκχριστιανιστές των Σλάβων το 862 μ.Χ, δημιουργοί του Γλαγολιτικού-Κυριλλικού αλφάβητου, αδελφοί Κωνσταντίνος-Κύριλλος και Μιχαήλ-Μεθόδιος καθώς και «Μακεδόνας» μεσαιωνικός ηγεμόνας (!) ο πλέον διάσημος τσάρος των Βουλγάρων, ο Σαμουήλ (997-1014).
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και της ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση-VMRO) το 1893, όργανο της βουλγαρικής πολιτικής στην οθωμανική Μακεδονία, εκκίνησαν το Μακεδονικό Ζήτημα, διεκδικώντας την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους και την παράλληλη φυσικά βουλγαροποίησή της.
Η ίδρυση του Ανώτατου (Βουλγαρικού) Μακεδονο-Αδριανουπολίτικου Κομιτάτου το 1895, ελεγχόμενο από το βουλγαρικό κράτος, προκάλεσε αντιπαλότητες στους κόλπους της ΕΜΕΟ μεταξύ των υποστηρικτών μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας με το σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και όσων αγωνίζονταν για την ενσωμάτωση της Μακεδονίας σε μια μεγάλη Βουλγαρία, θεωρώντας τους σλαβόφωνους «Μακεδόνες» εθνικά Βούλγαρους.
Η υιοθέτηση των «ηρώων» σλαβόφωνων κομιτατζήδων, ιδρυτών και ηγετικών στελεχών της ΕΜΕΟ, καταγόμενων από εδάφη της οθωμανικής Μακεδονίας (Γκότσε Ντέλτσεφ, Ντάμε Γκρούεφ, Νικόλα Κάρεφ, Γιάνε Σαντάνσκι κλπ), αποτελεί αντικείμενο έντονης διαμάχης μεταξύ Βουλγάρων και «Μακεδόνων», ενώ οι αντίστοιχοι Έλληνες Μακεδονομάχοι της περιόδου 1904-1908 αποκαλούνται «σφαγείς» του «Μακεδονικού» λαού.
Η αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν το 1903 με πρωτοβουλία της ΕΜΕΟ (περιοχή Καστοριάς-Φλώρινας-Μοναστηρίου-Κρουσόβου-Αχρίδας), αποτελεί για τα σημερινά Σκόπια την έναρξη των αγώνων του «Μακεδονικού» λαού για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.
Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1912-13) ξεκίνησε το ιδεολόγημα του κατατεμαχισμού της «ενιαίας Μακεδονίας» από Σέρβους, Έλληνες και Βούλγαρους. Οι Σκοπιανοί ταυτίζουν ανιστόρητα τα εδάφη της αρχαίας Μακεδονίας με αυτά της οθωμανικής Μακεδονίας (βιλαέτια Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης και Κοσσόβου). Αν φυσικά συμπίπτει κάπως εδαφικά η αρχαία Μακεδονία με την οθωμανική είναι μόνο με τα βιλαέτια Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης, αφού τα βόρεια Σκόπια ανήκαν στο βιλαέτι του Κοσσόβου (!). Προέκυψε λοιπόν ένας εδαφικός χώρος του οποίου ο πολυεθνικός πληθυσμός (Σέρβοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι), βαπτίστηκε εθνικά «Μακεδονικός», που διαμοιράστηκε στη «Μακεδονία» του Αιγαίου (Ελλάδα), του Πιρίν (Βουλγαρία) και του Βαρδάρη (Γιουγκοσλαβία).
Μετά την ήττα της Βουλγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918 και την ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας, αρχίζει η σύγκρουση μεταξύ Βελιγραδίου-Σόφιας για τη διεκδίκηση των Σλαβόφωνων στην περιοχή που ονομάστηκε στο μεσοπόλεμο Βαρντάρσκα. Το ζήτημα αυτό θα λάβει νέα διάσταση μετά τις αποφάσεις της Κομιντέρν (Γ’ Κομμουνιστική Διεθνής) το 1924 για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη στα πλαίσια ίδρυσης μιας σοβιετικού τύπου βαλκανικής δημοκρατίας.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή των Σκοπίων περιήλθε στη Βουλγαρία, όπως είχε συμβεί και στον Α’ Παγκόσμιο. Η Γιουγκοσλαβική αντίσταση υπό τον Τίτο υλοποιώντας την πολιτική της Κομιντέρν του μεσοπολέμου και επιθυμώντας να ελέγξει τους σλαβόφωνους βουλγαρίζοντες των Σκοπίων, στις 2 Αυγούστου 1944 (41ο επέτειο του Ίλιντεν) ανακήρυξε τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας», προγόνου του σημερινού κράτους της FYROM.
Είναι γνωστές οι προσπάθειες των σλαβόφωνων της Δυτικής Μακεδονίας στα χρόνια της κατοχής (1943-1944) να αποσπάσουν βίαια ελληνικά εδάφη, είτε μέσω του φιλο-αξονικού «Βουλγαρο-Μακεδονικού Επαναστατικού Κομιτάτου» και της ΟΧΡΑΝΑ του Άντον Κάλτσεφ, είτε μέσω του φιλοΤιτοϊκού ΣΝΟΦ στα πλαίσια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (που τελικά συγκρούστηκε μαζί τους ένοπλα στα τέλη του 1944).
Στη συνέχεια ο ελληνικός εμφύλιος (1946-49), το σλαβόφωνο αυτονομιστικό ΝΟΦ εντός του Δ.Σ.Ε, η εμπλοκή του Τίτο και οι φιλοδοξίες του για μια βαλκανική ομοσπονδία με σλαβικό χαρακτήρα υπό την ηγεσία του, η ήττα του Δ.Σ.Ε και η μαζική έξοδος των σλαβόφωνων της Δ. Μακεδονίας ως πολιτικών προσφύγων στα Σκόπια, έθεσαν το θέμα σε νέες βάσεις.
Στα Σκόπια βέβαια φυσικά δεν γίνεται ποτέ λόγος για τον πρώην ακμάζοντα Ελληνισμό της περιοχής, όπως επίσης για το ότι σε όλες τις απογραφές στην Οθωμανική Μακεδονία δεν γίνεται πουθενά αναφορά σε έθνος «Μακεδόνων». Απόλυτη σιωπή υπάρχει και για την «εξαφάνιση» των ελληνόφωνων και βλαχόφωνων ελληνικής συνείδησης των Σκοπίων(βλ. απογραφή των Γερμανών το 1941 με 100.000 ελληνίζοντες-ποσοστό 12% και της Γιουγκοσλαβίας το 1951 (158.000 ελληνίζοντες – ποσοστό 18%).
Για την Ελλάδα η μη παραχώρηση του ονόματος Μακεδονία αποτελεί βασική προϋπόθεση εξασφάλισης των βορείων συνόρων μας από μελλοντικές απειλές, απέναντι σε έναν γελοίο αλλά πραγματικά επικίνδυνο αλυτρωτισμό που με όχημα το όνομα, τη «μακεδονική γλώσσα» και το «μακεδονικό έθνος» διεκδικεί σύμφωνα με τους σχολικούς χάρτες σύνορα μέχρι τα Τέμπη (!).
Έναν αλυτρωτισμό που καλλιεργεί παράλληλα στη νεολαία της γειτονικής χώρας το μίσος για τους Έλληνες «κατακτητές» και «καταπιεστές» της «Μακεδονικής μειονότητας» στη βόρεια Ελλάδα. Αποτελεί όμως και την τελευταία γραμμή άμυνας στην προκλητική απαίτηση των ΗΠΑ να εκχωρήσουμε την ιστορία μας και τον πολιτισμό αιώνων σε ένα άλλο κράτος με μια υπογραφή.