Ο Τζάστιν Λέσλερ, αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, εκτιμά ότι ο κορονοϊός θα μολύνει τελικά το 40% έως 70% του παγκόσμιου πληθυσμού κατά το πρώτο κύμα της εξάπλωσής του, που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτό, με βάση το κακό σενάριο, μπορεί να συμβεί μέσα σε μόνο έξι έως 12 μήνες, ή -με βάση το πιο αισιόδοξο σενάριο- μπορεί να χρειαστεί αρκετά χρόνια για να μολύνει δισεκατομμύρια ανθρώπων ανά τον πλανήτη.

Σε κάθε περίπτωση, όπως έγραψε σε άρθρο του στην «Ουάσιγκτον Ποστ», είτε το καλό είτε το κακό σενάριο επικρατήσει, «από τη στιγμή που το πρώτο κύμα θα έχει τελειώσει, ο ιός πιθανότατα είναι εδώ για να παραμείνει. Αυτό ακούγεται τρομακτικό, σαν να αποδεχόμαστε πως δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι θα συμβαίνουν μόνο στις ΗΠΑ κάθε χρόνο. Όμως, είναι πολύ απίθανο ότι τα πράγματα θα παραμείνουν τόσο άσχημα».

Όπως επισημαίνει, οι εδραιωμένες ασθένειες συμπεριφέρονται πολύ διαφορετικά από τους νέους πανδημικούς ιούς. Κυρίως, όταν μία νόσος «παλιώνει», αλλάζει η ηλικιακή κατανομή των λοιμώξεων. Σήμερα, οι περισσότεροι θάνατοι από τη νόσο Covid-19 αφορούν σχεδόν αποκλειστικά ηλικιωμένους. Παρόλο που ένας 70χρονος έχει ίδια πιθανότητα με έναν επτάχρονο να μολυνθεί, ο πρώτος έχει πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνει. Περίπου το 80% των θανάτων από Covid-19 συμβαίνουν σε άτομα άνω των 60 ετών, ενώ μόλις ένας στους χίλιους σε κάτω των 20 ετών.

Τι θα αλλάξει στο μέλλον

Αυτό πιθανώς θα αλλάξει στο μέλλον. Ακόμη δεν είναι γνωστό κατά πόσο ο νέος ιός προσφέρει μακρόχρονη ανοσία σε όποιον τον κολλάει, αλλά αν όντως αυτό συμβαίνει, τότε σχεδόν όλοι οι ενήλικες μελλοντικά θα έχουν ανοσία έναντι του νέου κορονοϊού και τα νέα κρούσματα θα αφορούν κυρίως παιδιά. Εφόσον ο SARS-CoV-2 προκαλεί σοβαρά συμπτώματα και επιπλοκές σχεδόν αποκλειστικά στους μεγάλους, η διαχρονική μετατόπισή του στις μικρές ηλικίες θα σημάνει μία σχεδόν πλήρη – αλλά όχι ολοκληρωτική- εξαφάνιση των εισαγωγών στα νοσοκομεία και των θανάτων από τον ιό.

Κανένας από τους κορονοϊούς που είναι κοινοί σήμερα στους ανθρώπους δεν παρέχουν εφ’ όρου ζωής ανοσία, σύμφωνα με τον κ. Λέσλερ, και είναι πολύ πιθανό ότι ούτε ο νέος ιός θα παρέχει. Παρόλα αυτά, οι μελλοντικές λοιμώξεις θα είναι σχεδόν σίγουρα λιγότερο σοβαρές από ό,τι στην αρχή, καθώς οι άνθρωποι θα αποκτούν έστω μερική ανοσία.

Μία ανάλογη μερική προστασία παρέχει για τη γρίπη το αντιγριπικό εμβόλιο, το οποίο δεν ανταποκρίνεται πλήρως στα στελέχη της γρίπης που κυκλοφορούν. Έτσι, κάποιος μπορεί πάντα να μολυνθεί, αλλά θα αρρωστήσει πολύ λιγότερο σοβαρά από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί. Παρομοίως και στην περίπτωση της Covid-19 αναμένεται οι μεγάλης ηλικίας άνθρωποι να αρρωσταίνουν λιγότερο σοβαρά και να πεθαίνουν πιο δύσκολα στο μέλλον.

Οι επιδημίες είναι σαν τις φωτιές

Όσο αυξάνεται ο αριθμός αυτών που έχουν περάσει την Covid-19, τόσο η νόσος θα «ξεδοντιάζεται». Σύμφωνα με τον κ. Λέσλερ, «οι επιδημίες είναι σαν τις φωτιές. Όταν υπάρχουν άφθονα καύσιμα, καίνε ανεξέλεγκτα, όταν όμως τα καύσιμα σπανίζουν, σιγοκαίνε αργά». Το «καύσιμο» είναι το πόσο ευάλωτος είναι ο πληθυσμός στον παθογόνο μικροοργανισμό. Τα απανωτά κύματα μίας επιδημίας -που παρέχουν ολική ή μερική ανοσία σε ολοένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού- σταδιακά μειώνουν την ισχύ της λοίμωξης, πράγμα που μειώνει τον κίνδυνο ακόμη και για όσους ακόμη δεν έχουν κολλήσει τον νέο ιό.

Ακριβώς αυτός ο συνδυασμός –λιγότεροι άνθρωποι είναι ευάλωτοι στη λοίμωξη και παράλληλα η ισχύς της έχει μειωθεί– εξηγεί γιατί το ίδιο στέλεχος γρίπης (π.χ. Η1Ν1) που προκαλεί μία φονική πανδημία, αργότερα προκαλεί απλώς ήπιες εποχικές επιδημίες κατά τόπους. Οι εκστρατείες εμβολιασμού, ακόμη και αν δεν μπορούν να «ξεριζώσουν» τη νόσο, έχουν ανάλογα θετικό αποτέλεσμα. Όταν υπάρξει, επιτέλους, εμβόλιο για τον νέο κορονοϊό, ακριβώς αυτό θα συμβεί.

Έτσι, κατά τον κ. Λέσλερ, «θα υπάρξει μία στιγμή μετά την πανδημία (σ.σ. της Covid-19) που η ζωή θα επιστρέψει στο φυσιολογικό. Θα φτάσουμε τελικά εκεί ακόμη κι αν δεν μπορέσουμε να αναπτύξουμε ένα εμβόλιο, να ανακαλύψουμε νέα φάρμακα ή να εξαλείψουμε τον ιό μέσω δραματικών παρεμβάσεων δημόσιας υγείας, μολονότι όλα αυτά είναι ευπρόσδεκτα, επειδή επιταχύνουν το τέλος της κρίσης».

Ιδίως η ύπαρξη εμβολίου θα μειώσει δραστικά τη θνησιμότητα σε ένα-δύο χρόνια. Κάθε χρόνο ο Covid-19 θα σκοτώνει ολοένα λιγότερους, ώσπου σε μία δεκαετία (ίσως και περισσότερο), κατά την εκτίμηση του, η νόσος δεν θα σκοτώνει πια ηλικιωμένους.

Όπως σημειώνει ο κ. Λέσλερ, «έχουμε μπροστά μας πιθανώς μία μακρά και επώδυνη διαδικασία». Είναι πιθανό ότι δεν θα έχουν αναπτυχθεί έγκαιρα εμβόλια και αντιικά φάρμακα για να ανακοπεί το πρώτο κύμα του SARS-CoV-2, το οποίο ίσως μολύνει πάνω από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό. «Δεν είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι ένας στους χίλιους από όσους μολυνθούν θα πεθάνουν», προσθέτει ο Αμερικανός επιδημιολόγος. Επειδή πολλά περιστατικά θα έχουν ήπια έως καθόλου συμπτώματα, η θνησιμότητα μεταξύ των διαγνωσμένων κρουσμάτων θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Από την άλλη, ένας δεκαπλάσιος αριθμός ασθενών ίσως χρειαστεί εισαγωγή στο νοσοκομείο.

Αν αυτές οι εκτιμήσεις είναι σωστές (υπάρχει ακόμη αβεβαιότητα για την πραγματική θνητότητα του νέου ιού), «μεταφράζονται» μόνο στις ΗΠΑ κατά το πρώτο κύμα σε πάνω από 1,7 εκατομμύρια νοσοκομειακές εισαγωγές και σε 170.000 θανάτους, πέντε έως δέκα φορές περισσότερους σε σχέση με τους θανάτους από τη γρίπη. Εάν η εξέλιξη συμβεί σε διάστημα μόνο έξι έως 12 μηνών, τότε το σύστημα υγείας θα «γονατίσει». Γι’ αυτό, όσο κρατά το πρώτο κύμα, είναι ζωτικό οι άνθρωποι να μείνουν όσο μπορούν στο σπίτι τους, ώστε να «απλώσουν» σε βάθος χρόνου τις νέες λοιμώξεις.