Από το βιβλίο του ΚΑΝΑΚΗ ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ «Σφακιανή Λαογραφία»
1. Παντέρμη κεφαλή…
Ένας κλασικός τεμπέλης έφτασε μια φορά στην όχθη του ποταμού. Ήτανε πολύ ζέστη και έβαλε τα πόδια του στο νερό και το υπόλοιπο σώμα έξω. Έμεινε με τις ώρες στην στάση αυτή, έκαμε και τον ύπνο του και όταν ξύπνησε αισθάνθηκε μια έντονη δίψα, ήτανε όμως, κόπος για να γυρίσει να πιεί νερό και ακούστηκε να λέει: «Ε παντέρμη κεφαλή και να ‘χαν είσαι εδά εκειά απού είναι τα πόδια».
2.Ο γέρος με τους γιούς του
Ένας γέρος ήτανε στο χωράφι με τους γιούς του. Το μεσημέρι καθίσανε να ξεκουραστούνε. Όταν ο γέρος δίψασε λέει στον ένα γιό του: «Εδίψασα, μωρέ πλιό, άμε να εεις την ευκή μου, να μου φέρεις νερό. Αυτός, όμως, δεν είχε καμιά διάθεση να πάει και το δήλωσε του γέρο για να αντιμετωπίσει διαφορετικά την κατάσταση. Ο άλλος γιός όμως, ο Παναγιούλης, ήτανε «ψυχόπονος» και είπε στον πατέρα του: «Άστονε πατέρα, γιατί αυτό ς είναι χαϊμένο κορμί, μόνο άμε να πιείς νερό και βάστα μου και μένα».
3.Οι Άγιοι Πάντες
Όλες οι θρησκείες μοιάζουνε μεταξύ τους και όλες έχουνε αγίους, αγγέλους και πονηρά πνεύματα, μα μια φορά ένας παπάς και ένας χότζας εσυνερίζονταιν ποιανού η θρησκεία έχει πιο πολλούς Αγίους. Εσυμφώνησαν, λοιπόν, να λέει ο καθένας τους ονόματα των Αγίων της θρησκείας του και σε κάθε Άγιο θα ξερίζωνε μια τρίχα του άλλου για να δούνε ποιος θα βγει τελικά νικητής. Έλεγε ο παπάς του γνωστούς μας Αγίους και ο χότζας τους δικούς του, μα σε λίγο ο παπάς επικαλείται τους Αγίους Δέκα, τους Αγίους Σαράντα, τους Τρακόσιους Πατέρες και τέλος τους Αγίους Πάντες, όπου ο χότζας αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ήττα του.
4.Η στολή του Αγροφύλακα
Σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου έμενε ένας καθηγητής και ένας αγροφύλακας. Ο καθηγητής, επειδή είχε κάποια δουλειά, παρακάλεσε μια καμαριέρα να τον ξυπνήσει λίγο πριν ξημερώσει. Πράγματι, η καμαριέρα τον ξύπνησε την κανονική ώρα μα εκείνος αντί να φορέσει τα δικά του ρούχα, εφόρεσε την στολή του αγροφύλακα. Πήρε τις τσάντες του και έφευγε μα περνώντας μπροστά από ένα καθρέπτη είδε ότι φορούσε στολή αγροφύλακα: Ακούστηκε λοιπόν να μονολογεί. «Κοίταξε, βρε παιδί μου πόσο αφηρημένη είναι αυτή η καμαριέρα, της λες να ξυπνήσει τον καθηγητή και αυτή ξυπνά τον αγροφύλακα».