100 χρόνια από τη σφαγή του Λάντλοου
Η κατάθεση στεφάνων στο μνημείο με τον ανδριάντα του δολοφονημένου Έλληνα συνδικαλιστή ανθρακωρύχου Λούη Τίκα στην κοιλάδα Λάντλοου στο Κολοράντο των ΗΠΑ τις επόμενες ώρες, εν όψει της Εργατικής Πρωτομαγιάς, είναι τμήμα σειράς εκδηλώσεων που οργανώνουν τα εργατικά συνδικάτα της περιοχής για να τιμήσουν τη μνήμη του ιδίου, των άλλων 16 Ελλήνων και πολλών ακόμη απεργών ανθρακωρύχων αγνώστου αριθμού που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από την Εθνοφρουρά και ιδιωτικό στρατό ορυχείων του Ροκφέλλερ και άλλων δύο οικονομικών μεγιστάνων πριν από 100 χρόνια.
Ο μετανάστης από το Ρέθυμνο της Κρήτης Λούης Τίκας (Ηλίας Σπαντιδάκης ήταν το ελληνικό του όνομα), ιδρυτής και πρόεδρος συνδικάτου 11.000 ανθρακωρύχων στο Κολοράντο, ηγήθηκε με σθένος και αυταπάρνηση επτάμηνων απεργιακών κινητοποιήσεών τους, που τερματίστηκαν τον Απρίλιο του 1914 με τη δολοφονία του ιδίου και δεκάδων άλλων απεργών με μυδραλλιοβόλα όπλα.
Τα συνδικάτα και άλλοι φορείς της περιοχής έχουν πετύχει να αναγνωριστεί εθνικός ιστορικός τόπος το μνημείο με τον ανδριάντα του Λούη Τίκα, που θεωρείται ότι κατέχει εξέχουσα θέση στο πάνθεον των ηρώων της αμερικανικής εργατικής τάξης. Το μνημείο έχει ήδη εξελιχθεί σε Μουσείο με την επωνυμία Ludlow Memorial Site, που πληροφορεί για τη ζωή, τους αγώνες και τη δολοφονία στις 20 Απριλίου 1914 του Λούη Τίκα και άλλων συνδικαλιστών, γυναικόπαιδων, καθώς και απλών απεργών, τα πτώματα ορισμένων εκ των οποίων κάηκαν από την αμερικανική Εθνοφρουρά με πετρέλαιο για εξαφανιστούν τα ίχνη του εγκλήματος, μέσα σε εργατικό καταυλισμό στην κοιλάδα του Λάντλοου.
Η συμπλήρωση εφέτος ενός αιώνα από τη «σφαγή του Λάντλοου» τιμάται από τα συνδικάτα του Κολοράντο και άλλες τοπικές, περιφερειακές και παναμερικανικές οργανώσεις με σειρά 24 εκδηλώσεων, που άρχισαν τις 25 Φεβρουαρίου και περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, «Βραδιά Λούη Τίκα» σε θέατρο του Ντένβερ στις 15 Μαρτίου και ειδική εκδήλωση-μνημόσυνο σε χώρο της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της περιοχής στις 20 Απριλίου. Ανήμερα την Πρωτομαγιά θα γίνει πρωτομαγιάτικη εκδήλωση στο Μουσείο, ενώ θα ακολουθήσουν μέσα στον Μάιο άλλες έξι εκδηλώσεις.
«Ο Λούης Τίκας ή, αν θέλετε, ο Ηλίας Σπαντιδάκης, ήταν ένας ακατάβλητος Έλληνας ήρωας των υποθέσεων των εργαζομένων και το όνομά του αποτελεί σύμβολο του αγώνα τους στο Κολοράντο, αλλά και, θα έλεγα, πολύ πέρα από αυτό στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής», αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Σταυρουλάκης, ο παππούς του οποίου ήταν αδελφός του Ηλία Σπαντιδάκη (Λούη Τίκα), που είχε αποκρούσει επανειλημμένα απόπειρες δωροδοκίας του στους επτά μήνες της απεργίας στα ορυχεία. Ο Γ. Σταυρουλάκης θα συμμετέχει εκ μέρους των απογόνων του ηρωικού Έλληνα συνδικαλιστή σε σχετικές εκδηλώσεις που οργανώνουν στο Κολοράντο η Εθνική Ένωση Εργατών Ορυχείων των ΗΠΑ και άλλες οργανώσεις το τριήμερο 16-18 Μαίου.
Ακολουθεί ένα εξαιρετικό κείμενο που είχαμε δημοσιεύσει παλαιότερα αφιερωμένο στα γεγονότα του Λάντλοου και στον ριζοσπάστη Ηλία Σπαντιδάκη. Το κείμενο είναι της Λαμπρινής Θωμάς με αποσπάσματα και από άλλες πηγές:
Με αφορμή την Εργατική Πρωτομαγιά
“Κανείς δεν άκουγε. Κανείς δε νοιαζόταν. Και ύστερα ήρθε το Λάντλοου και το έθνος άκουσε. Μωρά που ψήνονται ζωντανά βρίσκουν μια θέση στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι θάνατοι από πείνα και κακουχίες όχι.”
Μητέρα Τζόουνς
– Πρόεδρος της επιτροπής του Κογκρέσου: Ώστε θα επιτεθείτε ενόπλως στους απεργούς;
– Τζόν Ντ. Ροκφέλλερ: Είναι ζήτημα αρχής.
Το Τρινιδάδ, στα σύνορα της Γιούτας με το Νέο Μεξικό, είναι μια πόλη κοιμισμένη, άνευρη. Το τοπίο αδιάφορο, αν όχι άσχημο και η φτώχεια εμφανής. Η μικρή πόλη μοιάζει να ζωντανεύει στο τέλος του Ιουνίου, όταν υποδέχεται ένα ετερόκλητο πλήθος από όλη την Αμερική. Εργάτες, καθηγητές πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι, έμποροι, μαζεύονται για να τιμήσουν τη μνήμη του Λούη Τίκα και των συν αυτώ μαρτύρων του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, που έπεσαν θύματα αυτής που ονομάστηκε “Η Σφαγή του Λάντλοου” και ήταν το αποκορύφωμα των “Πολέμων των Λιγνιτωρυχείων” της περιόδου 1914- 1915.
Το ελληνικό όνομα του Τίκα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης. Γεννήθηκε στην Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Το 1906 σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Πριν φύγει έβγαλε μια φωτογραφία φορώντας την παραδοσιακή κρητική στολή και την άφησε ως ενθύμιο στους συγγενείς του. Δεν επρόκειτο να ξανανταμωθούν. Στις ΗΠΑ μετέτρεψε το όνομά του στο αγγλοσαξονικό Λούης Τίκας (Luis Tikas), με το οποίο έμελλε να γραφεί στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων.Έξι μήνες αργότερα βρέθηκε στο Κολοράντο μέσα στο βαγόνι ενός εμπορικού τραίνου. Οι δυτικές πολιτείες υπόσχονταν δουλειά και αγροτική ζωή, που φαινόταν πιο οικεία από εκείνη της μεγαλούπολης: ο Λούης Τίκας εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1.75, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown: την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες. Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου. Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies, είτε όχι (οι μαρτυρίες είναι συγκεχυμένες), ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα, αντίθετα από τους περισσότερους συμπατριώτες του που καλλιεργούσαν πεισματικά τις τουρκο-βαλκανικές τους συνήθειες.
Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα (πράγμα που για τα σημερινά δεδομένα φαίνεται λιγάκι παράδοξο), αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies. Είχε μια αθέατη πλευρά: αν πιστέψει κανείς τις φήμες, ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σέντς!) ενώ άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία. Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στον συρφετό των καφενόβιων: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα. Ήταν τζέντλεμαν: οι φωτογραφίες της συλλογής Ντολντ, που υπάρχουν στην πολιτειακή βιβλιοθήκη του Ντένβερ, δείχνουν έναν Αμερικανό πολίτη χωρίς μουστάκι – κάτι ασυνήθιστο για την κρητική κοινότητα – που δεν θα ξεχώριζε από έναν επιβάτη του Mayflower.
Ο Τίκας δεν ήταν συνειδητός ριζοσπάστης, φαίνεται πως στην αρχή κινούνταν απλός από την παραδοσιακή αξία του «φιλότιμου». Ο κόσμος γύρω του είχε επιτακτική ανάγκη από φιλότιμο: οι Έλληνες του Κολοράντο βρίσκονταν στο έλεος των εταιριών και των αφεντικών που γεννιόνταν μέσα στην ίδια την ελληνοαμερικανική μειονότητα. Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο «boss» ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάντα. Επρόκειτο για ένα είδος μαφίας: στην ελληνοαμερικάνικη εφημερίδα Ο εργάτης, ο Σκλήρης είχε μεταφέρει τη νοοτροπία της οθωμανικής ρουσφετολογίας στην αμερικάνικη ήπειρο, έβρισκε ευτελείς και υπηρετικές δουλειές για τη συμμορία του και τη χρησιμοποιούσε για ρουφιανιές. Οι Έλληνες «του Σκλήρη» εργάζονταν για $1.75 την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,.50. Όταν ο Λούης Τίκας παρακολουθούσε τον Σκλήρη απ’ τα παράθυρα του καφενείου του, ένας άνθρωπος του εικοστού αιώνα παρακολουθούσε έναν άνθρωπο του μεσαίωνα.
Το νότιο Κολοράντο εκείνη την εποχή περνούσε από το άγριο Ουέστ στη βιομηχανική εποχή. Έλληνες, Ιταλοί, Σλάβοι, Μεξικανοί, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι οδηγούνταν ομαδικά στο Τρινιδάδ. Οι δουλέμποροι τους πουλούσαν υποσχέσεις για τη γη της επαγγελίας και ύστερα τους έφερναν να πεθάνουν στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ.
Τα ορυχεία, οι συνθήκες υγιεινής, ζωής και δουλειάς ήταν άθλιες. Οι ανθρώπινες ζωές δε μετρούσαν. Όσοι πατούσαν εκεί το πόδι τους, γίνονταν κτήμα της εταιρίας. Οι μικρές “πόλεις” που βρίσκονταν κοντά στα ορυχεία, ήταν και αυτές της εταιρίας ―μία ακόμη υπενθύμιση των δεσμών τους. «Ο Ροκφέλερ έβγαζε από παντού. Δεν τους πλήρωνε με κανονικά χρήματα, αλλά με δικά του, αυτά που ονομάζονταν “σκριπ”, και ήταν ένα είδος κουπόνια που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις μόνο στα δικά του μαγαζιά, όπου οι τιμές ήταν βέβαια πολύ υψηλότερες. Σε ένα τέτοιο μαγαζί δούλευε και ο παππούς μου», λέει ο Ντέηβιντ Μέησον, που διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο Σπρινγκς. Από τους ανθρώπους που πάντα βρίσκονται παρόντες στο μνημόσυνο του Λούη, ο καθηγητής Μέισον απαθανάτισε σε ένα μοναδικό, επικών διαστάσεων ποίημα την ιστορία του “Πολέμου των Δέκα Ημερών” του Κολοράντο.
Πληγωμένος ακόμη από όσα συνέβησαν τότε, αναζητεί την ταυτότητα της Αμερικής σε γεγονότα όπως αυτά του Λάντλοου, βλέπει εκεί την ψυχή της.
Μας τον συστήνει ο Φρανκ Μάνινγκ. Ο τραγουδοποιός που έγραψε το βραβευμένο φολκ τραγούδι για το Λούη Τίκα. Ο Φρανκ μας έχει υιοθετήσει. Έλληνες που έρχονται ως εδώ για να βρουν τα ίχνη του Λούη είναι δικοί του άνθρωποι, λέει. Μας πάει στο Τρινιδάδ με το αμάξι του, οδηγεί εφτά ώρες γεμάτες πήγαινε έλα. Μας βρίσκει ανθοπωλείο – ένα τριαντάφυλλο για κάθε φίλο που το ζήτησε. Φέρνει κρασί να κεραστεί ο Λούης. «Πάντα του φέρνω ελληνικό, να πιούμε παρέα».
Έρχεται τρεις τέσσερις φορές το χρόνο. Μεγάλος, και αφού έγραψε το τραγούδι, έμαθε πως ήταν το αίμα που τον τραβούσε κατά εδώ. «Δε μίλησε ποτέ ο παπούς μου για όλα αυτά. Η αλήθεια είναι ότι, δε μίλησε και για τίποτε άλλο. Ήταν λιγόλογος και ο μόνος του φίλος ήταν από τους ανθρακωρύχους. Τον πατέρα μου, όμως, τον βάφτισε Λούη. Είχε πει κάποτε ότι Λούη λέγανε το φίλο του στα ορυχεία, στο Λάντλοου όπου είχε δουλέψει. Τίποτε άλλο δεν είπε. Ξέραμε ότι είχε ζήσει εκείνα τα γεγονότα, αλλά δεν μάθαμε ποτέ την δική του εκδοχή. Πέρασαν πολλά χρόνια για να βρω, μάλλον τυχαία, ποιός ήταν αυτός ο Λούης που έγινε αιτία να βαφτίσουν έτσι τον πατέρα μου, και να καταλάβω γιατί ο παππούς μου δεν ανοίχτηκε ποτέ, δεν μίλησε ποτέ, παρά μόνον με έναν, με εκείνον που είχε ζήσει την ιστορία». Οι δυό μαζί, μας διηγούνται την άλλη ιστορία της Αμερικής.
Πολλοί από όσους έφτασαν στα ορυχεία, έρχονταν για να σπάσουν απεργίες. Άλλοι το γνώριζαν, άλλοι όχι. Κατέληγαν να έχουν την ίδια άθλια μοίρα με τους εξεγερθέντες που είχαν έρθει να αντικαταστήσουν. Η απεργία και η εξέγερση γίνονταν γρήγορα και για κείνους η μόνη διέξοδος, εκτός αν πέρναγαν από την απέναντι πλευρά, γίνονταν σκυλιά των αφεντικών. Όλα ήταν ώριμα για την ανταρσία, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να προχωρήσει λόγω της αδυναμίας συνεννόησης: οι περισσότεροι Ανθρακωρύχοι δεν γνώριζαν αγγλικά, μιλούσαν μόνο τη γλώσσα της πατρίδας τους. Τα Συνδικάτα δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν γιατί οι κοινότητές τους ήταν μικρές, κλειστές, στηρίζονταν στην εθνότητα και τη γλώσσα.
Αυτά ήταν τα φράγματα που κατάφερε να ξεπεράσει ο Λούης Τίκας. Αφού στρατεύτηκε ο ίδιος στο Συνδικάτο, γύρω στο 1910, άρχισε να μιλάει με τους ανθρακωρύχους, όχι ως κάποιος σταλμένος από κάποιο αόρατο, μακρινό σωματείο, όχι ως ο ξένος επισκέπτης, ο καλοντυμένος με τα καθαρά νύχια, αλλά σαν ένας από αυτούς, που μοιραζόταν την ίδια μοίρα.
«Είχε ακουστεί ότι ήρθε ως απεργοσπάστης, αλλά είχε ακουστεί από τους εχθρούς του. Είχε πολλούς εχθρούς και μέσα στο Συνδικάτο ο Τίκας. Tους δημιουργούσε με τις θέσεις και το χαρακτήρα του. Θεωρούσε πως όποιος δεν έχει δουλέψει στα ορυχεία, δεν είχε θέση στο Συνδικάτο. Δεν τα πήγαινε καλά με τους επαγγελματίες εργατοπατέρες», λέει ο Ντέιβιντ Μέησον. Όπως δεν τα πήγαινε καλά και με τα αφεντικά. «Αν θες τη γνώμη μου, τον κατασυκοφάντησαν για να μειώσουν την προσφορά του». Δεν έχει σημασία. Τα έσωσε το βίωμα, η λαϊκή μνήμη, οι στίχοι του Γούντυ Γκάθρυ, τώρα και του Φρανκ Μάνινγκ. Ρωτάω και ένα ακόμη το Μέησον – διάβασα κάπου πως, ο Λούης ήθελε να εξαμερικανιστεί, απόδειξη πως έκοψε το μουστάκι. Δεν το έκανε γι’ αυτό, μου λέει. Το να κόψεις το μουστάκι σου «ήταν μια έξυπνη κίνηση, στα ορυχεία: εκεί, η σκόνη από το κάρβουνο κολλούσε πάνω στο μουστάκι και ήταν πολύ πιο δύσκολο να το καθαρίσεις ύστερα». Ο Λούης ήταν καθαρός, πάντα στην τρίχα, όπως επέβαλε τότε η πρακτική των συνδικάτων. Και ακόμη ήταν ευγενικός, ένας αληθινός τζέντλεμαν, λένε όσοι επιβίωσαν και τον θυμούνταν.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο Αμήν, το Σεπτέμβρη του 1913.
Τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), όπου υπήρχαν 13000 ανθρακωρύχοι. Τα κυριότερα αιτήματα των απεργών του Λάντλοου ήταν τα παρακάτω:
Επικεφαλής της απεργίας ήταν οΤζον Λόζον και ο Λούης Τίκας, που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία για να την καταπνίξει προέβη σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό. Ο κυβερνήτης το αποδέχθηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν – ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο το οποίο έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special.
Οι απεργοί δεν κατάλαβαν από την αρχή το ρόλο της εθνοφρουράς. Πίστεψαν ότι μπορεί να τους βοηθούσε, να έβαζε τέλος στις συμπλοκές. Δεν γνώριζαν ότι είχε κατεβεί με εντολή να συνεργαστεί με τους ιδιωτικούς στρατούς των ιδιοκτητών ούτε ότι εκείνοι είχαν πληρώσει τα έξοδά της. Ο Ροκφέλερ εξηγούσε αργότερα ότι, δεν τον ένοιαζε πόσες ζωές θα θυσιάζονταν για να τα κρατήσει ανοικτά τα ορυχεία του, παραδεχόμενος πως μόνον ο ίδιος είχε ξοδέψει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια για να πολεμήσει την είσοδο των συνδικάτων σε αυτά.
Η 19η Απριλίου του 1914 ήταν Πασχαλιά, η μεγαλύτερη γιορτή για τους ξεριζωμένους Έλληνες ανθρακωρύχους. Πολωνοί, Ιταλοί, Μεξικανοί και Έλληνες γιόρταζαν μαζί, με χορούς, παιχνίδια μπέιζμπολ μεταξύ ανδρών και γυναικών και ψητά αρνιά ―κλεμμένα από παραδίπλα. Η γιορτή, που συνεχίστηκε και την επομένη όπως απαιτεί το έθιμο, εκνεύρισε τους μισθοφόρους των αφεντικών. Ο Πατ Χάμροκ και ο Λίντερφελτ, οι ουσιαστικοί επικεφαλής του ιδιωτικού στρατού του Ροκφέλερ, διάλεξαν Πάσχα να σκορπίσουν το θάνατο. Ειδικά του Τίκα του τα είχαν πολλά μαζεμένα και ο Λίντερφελντ έψαχνε τρόπο να τον ξεφορτωθεί.
Νωρίς το πρωί, κάλεσαν το Λούη και του ζήτησαν να τους παραδώσει έναν απεργό. Όχι Έλληνα ―Ιταλό. Ενδεικτικό της επιρροής του Λούη και πέρα από την ελληνική κοινότητα. Ο Τίκας αρνήθηκε, αφού δεν είχαν ένταλμα. Άρχισαν οι απειλές και οι απεργοί έβγαλαν τα όπλα τους, να δείξουν ότι δεν αποδέχονται την παράδοση του συντρόφου τους. Οι μισθοφόροι του Ροκφέλερ γύρισαν στο κτίριό τους ―μόλις αυτοί ήταν ασφαλείς, άρχισαν τα οπλοπολυβόλα να κροταλίζουν, αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες μες στις σκηνές που είχαν γίνει σουρωτήρι. Πρώτος στόχος ο καταυλισμός. Πασχαλιάτικα, πέφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο, βλέπαν τα παιδιά τους να σκοτώνονται, προσπαθώντας να ξεφύγουν προς τους λόφους. Η Εθνοφρουρά προέλαυνε προς τον καταυλισμό πυροβολώντας ―οι απεργοί προσπαθούσαν να τους κρατήσουν πίσω απαντώντας στα πυρά. Τα πιο πολλά γυναικόπαιδα κατάφεραν να ξεφύγουν μακριά από την Εθνοφρουρά χάρη σε ένα περαστικό τρένο, που χώρισε για λίγη ώρα τα δύο στρατόπεδα. Όμως, κάποιες οικογένειες είχαν καθηλωθεί από τους πυροβολισμούς και τα οπλοπολυβόλα. Κατέφυγαν σε ορύγματα και κελάρια που είχαν σκάψει όταν εμφανίστηκε ο “Θάνατος” στον καταυλισμό. Δυο μητέρες και ένδεκα παιδιά πέθαναν από ασφυξία σε ένα από αυτά τα κελάρια ―ανάμεσα τους η γυναίκα και τα παιδιά του Τσάρλυ Κόστα, που δολοφονήθηκε και εκείνος μόλις η Εθνοφρουρά μπήκε στον καταυλισμό.
Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους. Σύμφωνα με την μαρτυρία της Μαίρη Χάρρισ γνωστής και ως Mother Jones, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από ασφυξία, ενώ ένα αγοράκι δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι καθώς προσπαθούσε να σώσει το γατάκι του. Σύμφωνα με την Mother Jones οι πιστολάδες είχαν καταναλώσει πολύ ουίσκι από το κοντινό σαλούν και βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση. Τα επεισόδιο, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ, ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».
«Ο Λούης Τίκας δέχθηκε καταιγισμό πυρών, την ώρα που προσπαθούσε να οδηγήσει τα γυναικόπαιδα σε μέρος ασφαλές», θα γράψει, στα απομνημονεύματά της, η Μητέρα Τζόουνς. Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Όντως, ο Λούης προσπάθησε να βοηθήσει όσους μπορούσε. Βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παραμένοντας από τους τελευταίους στον καταυλισμό, εμψυχώνοντας, προσπαθώντας να γλιτώσει όσους γινόταν. Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Άφησαν την σορό του επί τρεις μέρες μες στον ήλιο, σε σημείο που να φαίνεται από τα περαστικά τρένα. Δίπλα οι σοροί δύο ακόμη μελών του Συνδικάτου. Ο Λίντερφελντ δέχθηκε να τους “αποσύρει” μόνο μετά από επίμονα παράπονα της εταιρίας σιδηροδρόμων.
Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα.
Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που διήρκεσε δέκα ημέρες. Στο περιοδικό «The Masses» ο αρθρογράφος Μαξ Ίστμαν δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Ταξικός πόλεμος στο Κολοράντο. Το συνόδευε η εικονογράφηση του επίσης γνωστού ζωγράφου Τζον Φρεντς Σλόαν
Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν μόνον όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντρο Γουίλσον έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν συνολικά 69 άτομα. Στον θλιβερό απολογισμό θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο και μόνο ένας, ο Τζον Λόουσον, καταδικάστηκε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε. Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα – ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί – και σε μια παρωδία δίκης, που ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές, αθωώθηκαν όλοι, πλην του λοχαγού Λίντερφελντ, ο οποίος δολοφόνησε τον Τίκα. Όμως, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν απλή πειθαρχική επίπληξη.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ’ όλη τη χώρα. Ο συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King Coal») στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη σε σιωπηλή διαδήλωση.
Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας «Masses». Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ, Μπ. Μπ. Λίντσεϊ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες απεργών σ’ όλη την Αμερική μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου.
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
Ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: «Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας», όπου περιγράφεται η ζωή του Έλληνα πρωταγωνιστή του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
Τη ζωή του Τίκα επανέφερε στο προσκήνιο ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζήσης Παπανικόλας το 1991 γράφοντας τη βιογραφία του σε ένα βιβλίο.
Επίσης, το 2001 ο Αμερικανός τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ (Frank Manning) στηριγμένος στις αναμνήσεις του παππού του που συμμετείχε στην απεργία του Λάντλοου, έγραψε το τραγούδι «Λούης Τίκας», που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «Γούντι Γκάθρι». Το τραγούδησε στις ετήσιες εκδηλώσεις που διοργανώνονται στο Λάντλοου από την Ένωση Ανθρακωρύχων και το 2007 το τραγούδησε και στην Ελλάδα.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.
Στο Ρέθυμνο, τόπος καταγωγής του, προς τιμήν του, υπάρχει οδός Ηλία Σπαντιδάκη.
Λαμπρινή Χ. Θωμά
locandiera.gr, el.wikipedia.org, protothema.gr
Δομές στήριξης παιδιών, νέων και ΑμεΑ στα Χανιά, επισκέφθηκε σήμερα η βουλευτής Χανίων, Σέβη Βολουδάκη.…
Έντονη αναταραχή επικρατεί στις φυλακές Χανίων, όπου οι κρατούμενοι αρνούνται να επιστρέψουν στα κελιά τους,…
Παρέμβαση στην Περιφερειακή Διεύθυνση Κρήτης της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) πραγματοποίησαν εργαζόμενοι και συνδικαλιστές της Δ.Α.Σ.…
Ο Δήμος Αποκορώνου ανακοινώνει την προμήθεια ενός σύγχρονου μηχανήματος έργων, συγκεκριμένα ενός καινούριου εκσκαφέα-φορτωτή ισχύος…
Η Περιφέρεια Κρήτης στο πλαίσιο των υπερτοπικών δράσεων του κοινωνικού της προγράμματος, πραγματοποιεί για ακόμη…
Ο Δήμος Χανίων υποδέχεται το Νέο Έτος 2025 με μια εντυπωσιακή συναυλία, ένα μοναδικό σόου…
This website uses cookies.