Εμείς που διάγομε τώρα την Τρίτη ηλικία, σε άλλο κόσμο ήρθαμε τότε, άλλα είδανε τα μάτια μας όταν τα πρωτανοίξαμε και εντελώς άλλο κόσμο βλέπομε τώρα. Θα απαριθμήσω μερικά παραδείγματα. Τα στάδια του εικοσιτετραώρου: Το 1933 επήγα στο δημοτικό. Κανένα από τα δασκάλια δεν είχε στο σπίτι του ρολόι στο χωριό μας. Είχαμε σημαδέψει από τη σκιά του ήλιου για να υπολογίζομε την ώρα, που θα χτυπούσε το καμπανάκι. Δύο ρολόγια ήτανε στο χωριό, το ένα είχε ο δάσκαλος και το άλλο ένας απόστρατος αστυνομικός. Στις πόλεις και στις κωμοπόλεις είχανε τότε δημοτικά ρολόγια για εξυπηρέτηση των δημοτών. Τις ακέραιες ώρες τις παρουσίαζε το ρολόι με τους ανάλογους χτύπους και τις μισές πάντα με ένα μόνο χτύπο. Οι χωρικοί δεν υπολογίζανε τις ώρες με αυτές που θα έγραφε το ρολόι. Τη βαθέ αυγή, λέγαμε όταν ήθελε πολύ να ξημερώσει. Συναυγωπά λέγαμε όταν επλησίαζε η αυγή και ξεδιαφωτίσματα όταν άρχιζε λίγο να βλέπει. Ηλιοδόσματα, κολιατσό, μεσημέρι. Όταν πηγαίνανε τα πρόβατα στον ίσκιο ήτανε για μας σημείο της μέρας και λέγαμε πως είναι ώρα «σταλιστού» και όταν φεύγανε από τον ίσκιο λέγαμε πως είναι ώρα «ξεσταλιστού». Το απόγευμα το λέγαμε «πρόσαργο». Όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει λέγαμε πως είναι «μουχριάσματα» και «όντεν αυτάσινε τσοι λύχνους» ( και ο Β. Ψιλάκης στην Ιστορία της Κρήτης σχετικά με μια μάχη στο Ρέθυμνο λέει για την ώρα «περί λύχνων αφάς». Μετά λέγαμε ώρα δείπνου αποβέγγερα, και μεσάνυχτα. Βέβαια μας λέγανε την ώρα και τα ουράνια σώματα. Μπορούσαμε να πούμε «όντεν ήθελε ο ήλιος δυο οργιές να βουτήξει στο πέλαγος» ή «όντεν ήτονε ο ήλιος δύο οργιές σηκωμένος».
Μέτρα εκτάσεων και αποστάσεων
Σε ότι αφορά στην έκταση της γης ποτέ δε λέγαμε, μα ούτε ξέραμε τη λέξη στρέμμα. Όσες οκάδες καρπό χολιαζότανε για να σπείρομε ένα χωράφι, τόσων οκάδων λέγαμε πως είναι. Μπορούσαμε να το υπολογίσομε και σε μουζούρια (ένα μουζούρι είναι 13 οκάδες κριθάρι), είναι ογκομετρικό δοχείο. Δέκα οκάδων χωράφι είναι αυτό που το σπέρνομε με 10 οκ. Καρπό. Την έκταση στα χωράφια την υπολογίζαμε και «ζευγαρές» . Όσες μέρες ήθελε το ζευγάρι για να ζευγαρίσει ένα χωράφι, τόσων ζευγαρών είναι. Με τις οκάδες εμετρούσαμε και τη έκταση της μαδάρας (του θερινού βοσκοτόπου). Το ενοίκιο της μαδάρας επληρωνότανε με τυρί. Όσες οκάδες τυρί δικαιούται η μαδάρα για ενοίκιο τόσων οκάδων λέμε πως είναι. Την έκταση του χειμερινού βοσκοτόπου (του χειμαδιού) τη μετρούσαμε με το πόσα πρόβατα μπορούνε να περάσουνε εκεί τον χειμώνα τους. «Δέκα οζώ χειμαδιό» σηκώνει 10 πρόβατα τον χειμώνα. Από παλιές μετρήσεις σε βοσκότοπους έχομε ακόμα τις «ριαλές. Υπολογίσανε τον παλιό εκείνο καιρό πόσα ριάλια – άξιζε ένας βοσκότοπος και μετά υπολογίζανε πόσες ριαλές ανήκανε στον κάθε δικαιούχο. Τα αμπέλια τα υπολογίζαμε «εργατών». Όσοι εργάτες χρειάζονται για να σκάψουνε ένα αμπέλι σε μια μέρα, τόσων εργατών λέμε πως είναι.
Για τις αποστάσεις δε λέγαμε ούτε μέτρα , ούτε χιλιόμετρα. Για μεγάλες αποστάσεις λέγαμε π.χ. «Από πα ως τη θάλασσα ή ως το άλλο χωριό. Ή θα μπορούσαμε να πούμε μια μπαλωτέ απόσταση ή μια πετρέ τόπο. Όσο μπορεί δηλαδή να πετάξει την πέτρα του κανείς. Στα χωράφια, όταν τα μετρούσαμε χρησιμοποιούσαμε σκοινί και μετά μετρούσαμε το σκοινί με την οργιά μας (την έκταση των δύο χεριών) υποδιαίρεση της οργιάς ήτανε η σπιθαμή. Για ακόμα πιο μικρές αποστάσεις εμετρούσαμε με τις σπιθαμές και υποδιαίρεση της σπιθαμής είχαμε τα δάχτυλα. Η οργιά 10 πιθαμές, η πιθαμή 10 δάχτυλα.
Τα βάρη
Ο στατήρας είναι μονάδα βάρους. Είναι 44 οκάδες. Εμείς τον στατήρα τον λέγαμε καντάρι, όπου και τα φτηνά εισοδήματα τα μετρούσαμε με τα καντάρια. Π.χ. 1000 καντάρια ασβέστη ή 500 κενατάρια ελαιοπυρήνα. Κανταάρια όμως ελέγαμε και τους ζυγούς που εζυγίζαμε τα προϊόντα. Με ένα γάντζο κρεμούσανε το καντάρι σε ένα ξύλο που στηριζότανε στους ώμους δύο αντρών που στέκονταν αντικριστά. Άλλοι 2 γάντζοι με αλυσίδες κρέμονταν προς τα κάτω για να δέσουνε τα σακιά ή ότι άλλο θα ζυγίζανε. Στη βέργα του κανταριού κρέμεται το βόλι. Από το πίσω μέρος σε μικρή σταθερή απόσταση κρέμεται το βάρος και είναι ο μοχλό – βραχίονας της αντιστάσεως, ενώ ο μοχλοβραχίονας της δυνάμεως είναι η βέργα με το βόλι και όπου μπορεί να στηριχτεί το βόλι στη βέργα, είναι αριθμοί γραμμένοι και δείχνει τις οκάδες. Στο καντάρι του ψαρά και του μανάβη, που ερχόταν με τα γαϊδουράκια να πουλήσουν την πραμάτειά τους, δεν κρεμότανε γάντζοι μα ένα είδος λεκάνης, η «φούχτη» που εκεί έβαζαν ότι ζυγίζανε. Είχαμε και τις μπελάτζες που στη μια μεριά ήταν η χούφτη και στην άλλη βάζαμε τα δράμια ή αργότερα τα γραμμάρια άμα καθιερώθηκε το κιλό. Πολύ συχνά ζυγιάζαμε ογκομετρικά, ιδίως τα υγρά προϊόντα. Τους καρπούς π.χ. τους ζυγίζανε οι ζευγάδες με ένα κόσκινο που το λέγανε μουζούρι και που έβαζε 13 οκάδες κριθάρι ενώ στάρι έβαζε 15, διότι το στάρι έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Το παραγεμίζανε το κόσκινο και μετά αποσέρνανε απάνω το χέρι του θρινακιού και έμενε ακριβώς τίγκα και ακριβώς στο βάρος. Έκαναν και αυτοσχέδιες ζυγαριές με ξύλα που τις λέγανε «ξυλογαϊδάρες» και για αντίβαρα είχανε ζυγισμένες πέτρες. Ο μυλωνάς είχε ένα δοχειάκι που χωρούσε μια οκά καρπό. Το λέγανε «αξάι». Με αυτό μετρούσε και έπαιρνε το δικαίωμά του και για κείνο ότι έπαιρνε το έλεγε «αξάγια». Εδανειστήκανε τη λέξη και τα ελαιοτριβεία και λέγανε και αυτοί αξάγια το λάδι που εισπράττανε.
Τα υγρά εισοδήματα κυρίως ογκομετρικά τα ζυγίζαμε. Στα ελαιουργεία είχανε ένα δοχείο που έβαζε 5 οκάδες λάδι και το λέγανε κουρούπι, και ένα μικρότερο δοχείο που έβαζε μια οκά. Είχανε σημειωμένο που είναι η μισή οκά και που τα εκατό δράμια. Η οκά είναι 400 δράμια, ενώ γραμμάρια είναι 1280. Τις μεγάλες ποσότητες των υγρών τις αναφέραμε σε μύστατα. Τα μύστατα είναι δέκα οκάδες, η λέξη είναι ενετική. Στα μιτάτα (ορεινά τυροκομεία) είχανε ένα δοχείο που έβαζε 2,5 οκάδες. Το λέγανε κάρτο που ιταλικά σημαίνει τέταρτο, δηλαδή το ¼ του μύστατου. Η οκά είναι τούρκικη επινόηση. Στην Ελλάδα την καθιέρωσανε το 1836 με Β.Δ και την αντικατέστησε το κιλό την 1-7-1959. Το κιλό είναι από τις ελληνικές λέξεις κιλογκάμ (χιλιόγραμμα).
Όταν είχαμε εδώ τους Τούρκους εφορολογούσανε τους ραγιάδες σε τρεις κατηγορίες και σε ασήμι. Η πρώτη κατηγορία επλήρωνε 48 δράμι, η δεύτερη 24 δράμια και η Τρίτη 12 δράμια ασήμι. Τα 12 δράμια αξίζανε 168 άσπρα. Το δράμι το υποδιαιρούσανε σε 14 κεράτια και το κεράτιο βαρούσε όσο 5 σπυριά κριθάρι ή όσο ένας χαρουπόσπορος. Λένε ότι το κεράτιο το ονόμασαν έτσι οι Άραβες από τον σπόρο της κερατέας (της χαρουπιάς).
Ο Μανάβης
Με το γαϊδουράκι ο μανάβης έφερνε τα περβολικά και στο καντάρι του είχε «φούχτη» για να το ζυγιάζει. Ερχότανε ορισμένες μέρες, και οι γυναίκες πηγαίνανε για να το προλάβουν
Αυτοσχέδιες ζυγαριές με ξύλα
«Ο φτωχός κι ο ανήμπορος τέχνες κατεριάζεται». Δεν είχανε τα λίγα λεφτά που ήθελαν για να αγοράσουνε ένα κοντάρι και κάνε αυτοσχέδιες ζυγαριές με ξύλα και για στάθμα είχανε πέτρες που τις είχανε ζυγιασμένες και που γράφανε απάνω το βάρος τους . Στο σκίτσο εσωτερικό μητάτου. Φαίνεται η αποθήκη με τα τυριά.
Οι Ζυγιστάδες
Το καντάρι έχει ένα γάντζο για να πιάνεται στο ξύλο που δύο άντρες έχουνε στους ώμους τους. Η μικρή απόσταση από τη βάση του γάντζου μέχρι τη βάση των αλυσίδων είναι ο μοχλοβραχίονας της αντιστάσεως. Οι αλυσίδες κρατούνε τα προς ζύγιση αντικείμενα. Η βέργα είναι ο μοχλοβραχίονας της δυνάμεως. Στη βέργα είναι γραμμένοι αριθμοί και ανάλογα με το βάρος σταματά πιο κοντά ή πιο μακριά το βόλι που ο εκεί αριθμός μας δείχνει πόσες οκάδες είναι το ζυγιζόμενο αντικείμενο.
Σοβαρό τροχαίο ατύχημα σημειώθηκε έξω από το Ναυτικό Νοσοκομείο Χανίων, με θύματα δύο πεζούς που…
Τα 18,8 δισ. ευρώ προσέγγισαν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στη χώρα μας την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024,…
Μια 27χρονη γυναίκα που κατήγγειλε τον πατέρα της για σεξουαλική κακοποίηση όσο εκείνη ήταν μόλις…
Το Διεθνές Τουρνουά Παμπαίδων Θεσσαλονίκης διεξάγεται για 18η χρονιά από την Ένωση Σκακιστικών Σωματείων Θεσσαλονίκης –…
Κατατέθηκε στη Βουλή το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο «Ενσωμάτωση…
Το Κέντρο Κοινότητας του Δήμου Πλατανιά, σε συνεργασία με την Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Διαβάζω για τους…
This website uses cookies.