Στη δήλωσή του, ο μουσικοσυνθέτης αναφέρει συγκεκριμένα:
«Στα 1945-46 η τότε κυβέρνηση, για να βοηθήσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, οργάνωσε γι’ αυτούς συσσίτια. Να θυμίσω ότι την εποχή εκείνη οι άνθρωποι πεινούσαν. Εμείς οι σπουδαστές των Ωδείων είχαμε εξαιρεθεί από αυτό το σωτήριο μέτρο. Και είχαμε αφεθεί στην πείνα μας.
Τότε, αποφασίσαμε να διαμαρτυρηθούμε και να ζητήσουμε να μας συμπεριλάβουν κι εμάς. Για τον σκοπό αυτό συστήθηκε μια ολιγομελής επιτροπή σπουδαστών Ωδείων, στην οποία συμμετείχα κι εγώ, που ανέλαβε να επισκεφθεί τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Επισιτισμού. Μετά από πολλές ενέργειες, ο Γεν. Διευθυντής μας δέχθηκε επί τέλους.
-Ποιοι είστε; Τι θέλετε; Ποιο είναι το αίτημά σας; μας ρώτησε.
-Να μας συμπεριλάβετε κι εμάς στα συσσίτια του Υπουργείου Επισιτισμού.
-Ως τι; απόρησε ο κ. Γενικός.
-Ως φοιτητές. Σπουδάζουμε μουσική, είμαστε φοιτητές!
-Και γι’ αυτόν τον λόγο με απασχολείτε; Εσείς δεν είστε φοιτητές. Είστε βιολιτζήδες που παίζετε για διασκέδαση. Πηγαίνετε, παρακαλώ!
Πέρασαν από τότε 75 χρόνια και διαπιστώνω ότι ο ίδιος μεσαίωνας χαρακτηρίζει τους σημερινούς αρμόδιους του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι δεν συμπεριέλαβαν τους καλλιτέχνες όλων των κλάδων και γενικά όλους εκείνους που απασχολούνται με οποιαδήποτε ιδιότητα στον χώρο της Τέχνης, στο μέτρο του επιδόματος των 800 ή 600 ή όσων είναι ευρώ.
Ώστε οι άνθρωποι της Τέχνης δεν είναι αυτοί που δημιουργούν τον σύγχρονο εθνικό μας πολιτισμό αλλά είναι απλοί διασκεδαστές!
Ειλικρινά λυπάμαι, γιατί έζησα για να ξαναδώ ότι οι βαθύτατα σκοταδιστικές αντιλήψεις εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ η Ελληνική Τέχνη και οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι αυτοί που κράτησαν τον λαό μας όρθιο σε μέρες δύσκολες για την πατρίδα μας, γεγονός που δικαιωματικά θα έπρεπε να τους τοποθετεί στην πρώτη γραμμή της εκτίμησης των αρμοδίων αρχών μιας πολιτισμένης χώρας».