Της Γεωργίας Οικονόμου
Μίλαν Κούντερα. Ένας συγγραφέας που άπαξ και το όνομά του “πέσει” σε ένα τραπέζι ανοίγει πάντα μεγάλες συζητήσεις. Άλλοι θα ομολογήσουν ότι η γραφή του έκανε τομή στην παγκόσμια λογοτεχνία και άλλοι θα πουν πως είναι υπερεκτιμημενος, πως ποτέ δεν κατάλαβαν προς τι ο τόσος ντόρος γύρω από το όνομά του.
Στην Ελλάδα ήταν και είναι ιδιαίτερα αγαπητός. Ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας ‘80 και τη δεκαετία του ‘90, ο Μίλαν Κούντερα ήταν must και πάνω στο όνομά του είχε χτιστεί ένας ολόκληρος μύθος. Καθόλου άδικα. Η παιχνιδιάρικη φιλοσοφική του μυθοπλασία γοήτευε τους πάντες. Από την αβάν γκαρντ των βιβλιόφιλων μέχρι τις νοικοκυρές που αγόραζαν τα βιβλία του μετά μανίας για να δουν ποιος επιτέλους είναι αυτός ο… Κούντερα.
Το όνομά του πρωτοστατούσε σε συζητήσεις, σε άρθρα εφημερίδων, σε τσιτάτα γνωστών καλλιτεχνών, αλλά και σε τηλεοπτικές σειρές όπως “Στης Ελλάδος τα παιδιά”, ακόμη και στους “Απαράδεκτους”. Το δε ζεύγος του Ανδρέα Παπανδρέου και της Δήμητρας Λιάνη δήλωνε φανατικός του αναγνώστης. Δεν είναι τυχαίο που εκείνη τη δεκαετία έβλεπες την “”Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι” και την “Αθανασία” στις παραλίες πάνω σε ψάθες και δίπλα σε αντηλιακά.
Ο θάνατός του έγινε πρώτο θέμα
Ο Μίλαν Κούντερα έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 12 Ιουλίου σε ηλικία 94 ετών. Η είδηση του θανάτου του έγινε πρώτο θέμα, γεγονός που δηλώνει την τεράστια δυναμική του. Παρόλο που κάθε χρονιά ήταν ανάμεσα στα φαβορί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δεν κατάφερε ποτέ να το αποσπάσει. Κάποιοι τον θεωρούν από τους μεγάλους αδικημένους μαζί με τον Φίλιπ Ροθ. Στα βιβλία του εξερεύνησε την ύπαρξη και την προδοσία για πάνω από μισό αιώνα σε ποιήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και μυθιστορήματα. Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του τεράστια. Έγραφε μέχρι την τελευταία στιγμή.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε ο εκδοτικός του οίκος στη Γαλλία, γνωστοποιείται πως ο Γαλλο-τσέχος συγγραφέας πέθανε χθες, Τρίτη 11 Ιουλίου, στο διαμέρισμά του στο Παρίσι.
Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929 σε μία μεσοαστική και ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček).
Διδάχτηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Μουσικολογικές επιρροές διακρίνονται πολύ συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του “Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι”, στο οποίο ενθέτει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Από τα εφηβικά του χρόνια ο Κούντερα γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας με ενεργή κοινωνική και πολιτική δράση. Στο πρώτο του μυθιστόρημα, «Το Αστείο» (1967), σατιρίζει τον ολοκληρωτισμό της κομμουνιστικής εποχής. Η κριτική του στην εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία για την καταστολή της «Άνοιξης της Πράγας το 1968, τον έβαλε στη μαύρη λίστα της χώρας του και οδήγησε στην απαγόρευση των βιβλίων του. Αφού απολύθηκε, ο Κούντερα άρχισε να δουλεύει ως τρομπετίστας στα τζαζ καμπαρέ μικρών πόλεων, εργασιακό πεδίο στο οποίο βρήκε την καλλιτεχνική ελευθερία που αναζητούσε.
Πήγε στη Γαλλία το 1975, αφού αποβλήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας για «αντικομμουνιστικές δραστηριότητες». Πέρασε 40 χρόνια εξόριστος στο Παρίσι.
Ο ίδιος πήρε την γαλλική υπηκοότητα – αφού η πατρίδα του τού είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια. Τέσσερα χρόνια μετά την εγκατάστασή του στη Γαλλία, έγραψε το μυθιστόρημα «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» – γραμμένο σε πιο πειραματική γραφή, όπως και τα επόμενα έργα του.
Το 1984, το μυθιστόρημά του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» -που εκτυλίσσεται στην Τσεχοσλοβακία του 1968, κατά τη λεγόμενη «Άνοιξη της Πράγας»- αναδείχτηκε σε συγγραφικό θρίαμβο, κάνοντάς τον διάσημο σε όλο τον κόσμο.
Μιλώντας στον Φίλιπ Ροθ το 1980 στους New York Times, ο Κούντερα εξομολογήθηκε πως αισθάνεται πως «το μυθιστόρημα δεν έχει θέση. Οολοκληρωτισμός, είτε βασίζεται στον Μαρξ, είτε στο Ισλάμ ή οτιδήποτε άλλο, είναι ένας κόσμος απαντήσεων και όχι ερωτήσεων. Μου φαίνεται ότι σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι σήμερα προτιμούν να κρίνουν παρά να καταλαβαίνουν, να απαντούν παρά να ρωτούν. Τόσο πολύ που η φωνή του μυθιστορήματος δύσκολα μπορεί να ακουστεί πάνω από τη θορυβώδη ανοησία των ανθρώπινων βεβαιοτήτων…»
Ο ίδιος έχει επανειλημμένα τονίσει τη λογοτεχνική του ταυτότητά του ως μυθιστοριογράφου παρά ως πολιτικού συγγραφέα. Το 1976 δήλωνε στη γαλλική εφημερίδα Le Monde ότι το να αποκαλεί κανείς τα έργα του πολιτικά, είναι υπεραπλουστευτικό και, ως εκ τούτου, αποκρύπτει την πραγματική τους σημασία. Η μυθοπλασία του, συνυφασμένη με φιλοσοφική παρέκβαση και ισχυρά επηρεασμένη από τη γραφή του Ρόμπερτ Μούζιλ και τη φιλοσοφία του Νίτσε, απαντάται επίσης σε συγγραφείς όπως ο Αλέν Ντε Μποτόν και ο Άνταμ Θίργουελ.
Όπως συχνότατα έλεγε, ανέσυρε τις επιρροές του όχι μόνο από αναγεννησιακούς συγγραφείς όπως ο Βοκκάκιος και ο Φρανσουά Ραμπελέ αλλά επίσης από τους Λώρενς Στερν, Χένρι Φίλντινγκ, Ντενί Ντιντερό, Ρόμπερτ Μούζιλ, Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Χέρμαν Μπροχ, Φραντς Κάφκα, Μάρτιν Χάιντεγκερ και ίσως ισχυρότερα από τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, με του οποίου την κληρονομιά θεωρούσε ότι ταυτίζεται περισσότερο.
Με δικά του λόγια
Ο Κούντερα σπανίως έδινε συνεντεύξεις, θεωρώντας πως οι συγγραφείς πρέπει να μιλούν μέσα από το έργο τους.
Το 1976 δήλωνε στη γαλλική εφημερίδα Le Monde ότι το να αποκαλεί κανείς τα έργα του πολιτικά, είναι υπεραπλουστευτικό και, ως εκ τούτου, αποκρύπτει την πραγματική τους σημασία.
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του το 1980, και μάλιστα, στον επίσης σπουδαίο Αμερικανό συνάδελφό του Φίλιπ Ροθ, ο ίδιος περιέγραφε τη σχέση του μυθιστορήματος με τις βεβαιότητες.
«Είμαι επιφυλακτικός με τις λέξεις απαισιοδοξία και αισιοδοξία. Ένα μυθιστόρημα δεν επιβάλλει τίποτα, ένα μυθιστόρημα αναζητά και θέτει ερωτήματα. Δεν ξέρω αν το έθνος μου θα χαθεί και ποιος από τους χαρακτήρες μου έχει δίκιο. Επινοώ ιστορίες, φέρνω αντιμέτωπη την μία με την άλλη και με αυτό τον τρόπο θέτω ερωτήματα. Η ανοησία των ανθρώπων προέρχεται από το ότι έχουν ερωτήσεις για τα πάντα. Όταν ο Δον Κιχώτης βγήκε στον κόσμο, αυτός ο κόσμος έγινε ένα μυστήριο στα μάτια του. Αυτή είναι η κληρονομιά του πρώτου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος σε ολόκληρη τη μετέπειτα μυθιστορηματική ιστορία. Ο μυθιστοριογράφος διδάσκει τον αναγνώστη να κατανοεί τον κόσμο ως ερώτημα. Υπάρχει σοφία και ανοχή στη στάση αυτή. Σε έναν κόσμο χτισμένο πάνω σε απαραβίαστες βεβαιότητες, το μυθιστόρημα είναι νεκρό. Ο ολοκληρωτισμός, είτε βασίζεται στον Μαρξ, είτε στο Ισλάμ είτε σε οτιδήποτε άλλο, είναι ένας κόσμος απαντήσεων, παρά ερωτήσεων. Εκεί δεν έχει θέση το μυθιστόρημα. Σε κάθε περίπτωση μου φαίνεται πως σε όλο τον κόσμο πια οι άνθρωποι σήμερα προτιμούν να κρίνουν παρά να κατανοούν. Να απαντούν παρά να ρωτούν. Συνεπώς, η φωνή του μυθιστορήματος μετά βίας ακούγεται στη θορυβώδη ανοησία των ανθρώπινων βεβαιοτήτων».
«Ωστόσο, για έναν συγγραφέα ερωτευμένο με το παράδοξο, ο Κούντερα έχει έντονα ρυθμιστικές τάσεις. Στο “Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης”, ο Κούντερα δίδαξε στους αναγνώστες του να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στα παιδιά, τους αγγέλους, τους κυκλωτικούς χορούς, την ελπίδα, τη νοσταλγία και τον συναισθηματισμό. Αυτοί είναι οι απεσταλμένοι της απατηλής αισιοδοξίας. Το Βιβλίο του Γέλιου και της λήθης δίδαξε επίσης στους αναγνώστες ότι υπάρχει ένα καλό είδος γέλιου -το σαρδόνιο, το ασεβές και το σκωπτικό- και ένα κακό είδος, το οποίο είναι άκριτο, χαρούμενο και συγκαταβατικό. Υπάρχει πολύ από το κακό είδος στη “Γιορτή της Ασημαντότητας”» περιγράφει άρθρο του 2015 στο The Atlantic, με τίτλο «Εξακολουθεί να έχει αξία ο Μίλαν Κούντερα;» (Does Milan Kundera Still Matter?)
Η Gen Z και ο Μίλαν Κούντερα
Δυστυχώς, η Gen Z δεν έχει εντρυφήσει στο έργο του. Αν ρωτήσεις τα νέα παιδιά ποιος είναι ο Μίλαν Κούντερα, λίγα θα έχουν ακούσει το όνομά του και ακόμη λιγότερα θα έχουν διαβάσει τα βιβλία του. Κρίμα, αν σκεφτεί κανείς πως τη δεκαετία του ‘90 αποτελούσε το Must read των εφήβων.
Αν έπρεπε να επιλέξουμε 5 βιβλια του σπουδαίου αυτού συγγραφέα για να τον γνωρίσει κάποιος αυτά θα ήταν:
Ποια αρετή -βαρύτητα ή ελαφρότητα- ανταποκρίνεται καλύτερα στην ανθρώπινη μοίρα; Και πού σταματάει το σοβαρό για να παραχωρήσει τη θέση του στο επιπόλαιο, και αντιστρόφως; Με τη δική του τέχνη του παραδόξου, ο Κούντερα θέτει τα ερωτήματα αυτά σ’ ένα σύνθετο κείμενο, ξεκινώντας από μερικά απλά δεδομένα, που όμως αδιάκοπα εμπλουτίζονται με καινούριες αποχρώσεις, μέσα σ’ ένα παιχνίδι εναλλαγών όπου συναντιώνται αφήγηση, όνειρο και σκέψη, πρόζα και ποίηση, πρόσφατη και αρχαία ιστορία. Ποτέ άλλοτε ίσως στο έργο του Κούντερα δεν βρέθηκαν ενωμένες όσο μέσα στο κείμενο αυτό η σοβαρότητα και η αφέλεια.
«Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού. Το υγιές πνεύμα βρομάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι». Με αυτά τα λόγια θέλησε να πειράξει την ενθουσιώδη φίλη του ο Λούντβιχ, ο ήρωας του βιβλίου. Και γι’ αυτό το αστείο θα διαγραφεί από το κόμμα, θα αποβληθεί από το πανεπιστήμιο, θα καταταγεί στο στρατό σε τάγμα «τιμωρημένων» και θα υπηρετήσει τη θητεία του δουλεύοντας στα ορυχεία, στα οποία θα παραμείνει «εθελοντικά» άλλα 3 χρόνια. «Το αστείο» γράφτηκε το 1965 και πρόλαβε να εκδοθεί στην Τσεχοσλοβακία το 1967. Την εποχή της «Άνοιξης της Πράγας» και του βίαιου τερματισμού της με την εισβολή των ρωσικών τανκς «Το αστείο» αποτελούσε μια ηχηρή καταγγελία του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου έγινε έτσι το «ευαγγέλιο της εποχής» και γνώρισε τεράστια επιτυχία διεθνώς.
1968, εισβολή των ρωσικών τανκς στην τότε Τσεχοσλοβακία, 1975 ο Κούντερα, που του απαγορεύεται και εκδίδει του έργο του αλλά και να εργάζεται, αυτοεξορίζεται στη Γαλλία, 1978 κυκλοφορεί το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης, και αμέσως μετά, το 1979, του αφαιρείται η τσέχικη υπηκοότητα. Δύο χρόνια αργότερα ο Κούντερα παίρνει τη γαλλική υπηκοότητα. Μόνιμα εγκατεστημένος πια στο Παρίσι, Γαλλοτσέχος συγγραφέας, όπως δηλώνει ο ίδιος, αρχίζει από ένα σημείο και μετά να γράφει στα γαλλικά, και, αναθεωρώντας όλες τις προηγούμενες μεταφράσεις των έργων του, συγκροτεί ένα γαλλικό corpus.
Το βιβλίο αυτό βρίσκεται στο μεταίχμιο της συγγραφικής δράσης αλλά και της προσωπικής ζωής του Κούντερα, και αποτελεί ίσως το πιο ιδιόμορφο έργο του, ένα μυθιστόρημα που συναντά την “μπετοβενική στρατηγική των παραλλαγών” και συναρμόζει αριστοτεχνικά διήγημα, δοκίμιο, φαντασία και αυτοβιογραφία.
Το πρόβλημα δεν είναι ο θάνατος: είναι η αθανασία. Η “μικρή” και η “μεγάλη”. Τη “μικρή” την κερδίζουμε όλοι, λίγο πολύ, στη μνήμη αυτών που μας αγάπησαν. Τη “μεγάλη” την αξιώνονται εκείνοι που διαβαίνουν το όριο της φήμης… αλλά και κάποιοι γύρω τους. Σπονδυλωτό και πρωτότυπο αυτό το μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα κρατάει από την πρώτη μέχρι την τελευταία αράδα ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι έχει μεταφραστεί σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Πρόκειται για το περισσότερο κοσμοπολίτικο, σαφέστερα φιλοσοφικό και ελάχιστα πολιτικό σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του, ενώ παράλληλα ορίζει το ευρύτερο ύφος της μετέπειτα δημιουργίας του.
Παιδική ηλικία, μητρότητα, επανάσταση, η ίδια η ποίηση, αξίες ταμπού, διαβρώνονται μεθοδικά από την ειρωνική ματιά και το χιούμορ του Κούντερα, χωρίς όμως να λείπει η τρυφερότητα, ακόμα και η συγκίνηση, έτσι όπως τις γεννά η βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης μοίρας που διακρίνει όλο το έργο του συγγραφέα.
Τριάντα δύο επιζώντες υπάρχουν μετά το αεροπορικό δυστύχημα στο Καζακστάν, σύμφωνα με τις καζάκικες αρχές και συγκεκριμένα…
Την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024, στις 12:00 το μεσημέρι, πραγματοποιήθηκε μουσική πατινάδα με παραδοσιακά κάλαντα…
Αγαπητοί αναγνώστες, Ευχαριστούμε που είστε δίπλα μας και μας εμπνέετε να συνεχίσουμε τον δικό μας…
Η ψυχρή αέρια μάζα που έφτασε στην Κρήτη, σε συνδυασμό με διαταραχή στην ανώτερη ατμόσφαιρα,…
Επιβατικό αεροσκάφος με 110 ανθρώπους συνετρίβη, την Τετάρτη (25/12), κοντά στην πόλη Ακτάου του Καζακστάν και στον…
Έπεσε περαιτέρω στο 61% το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας, σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis. Θυμίζουμε ότι…
This website uses cookies.