Γράφει ο Αρχιμανδρίτης
Ιγνάτιος Θ. Χατζηνικολάου
Θεολόγος, τ. Λυκειάρχης
Μάΐος: Άνοιξις στην φύση. Με την Πρωτομαγιά, όχι μόνο εορτή της ευλογημένης εργατιάς, αλλά και της αγάπης. Αγάπης που δεν –πρέπει να– ξεκινά από την σάρκα. Κι όταν έτσι ξεκινά θεμελιώνεται στέρεα και «ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορινθ. 13,7).
Δυστυχώς σήμερα, με την ραγδαία αλλαγή πραγμάτων, καταστάσεων και αισθημάτων, μειώνεται η αγάπη. Η ανθρώπινη καρδιά πολλές φορές μοιράζεται σε πολλά, πολλές φορές ασήμαντα, φθαρτά και φθοροποιά.
Οι σημερινές συνθήκες ζωής και συνυπάρξεως, άλλαξαν και μετέτρεψαν τους ρόλους και εστέρησαν πολλούς από αγάπη, από στοργή, από τρυφερότητα, από μέριμνα και συναισθηματικόν σύνδεσμον.
Ένα από αυτά τα θύματα είναι και τα παιδιά αρχής γενομένης από την γέννησή τους ακόμη. Και τούτο γιατί η μητέρα είναι «υποχρεωμένη» να εργάζεται και να λείπει τις περισσότερες ώρες από το σπίτι και το παιδί, το τρυφερό αυτό πλασματάκι, να στερείτε το χάδι, τα φιλιά, την αγκαλιά και την αναντικατάστατη φροντίδα και θαλπωρή της μαμάς του.
Τα σκέφτομαι αυτά πολλές φορές, και ξεχωριστά τώρα με την ευκαιρία της λεγομένης «Ημέρας της Μητέρας» ή «Γιορτή της Μητέρας». Ήδη άρχισαν να γράφουν αφιερωμένα σ’ αυτήν άρθρα.
Θα ήθελα με το σημερινό μου γραφτό να μεταφέρω στους αγαπητούς μας αναγνώστες ένα υπέροχο άρθρο με τίτλον αυτόν που βάλαμε στην αρχή και με υπογραφή Ακυλίνα, γραμμένο στο εξαίρετο περιοδικό «Η Δράσις μας» τεύχος 455, Φεβρουάριος 2009:
«Ήταν μια αληθινή χαριτωμένη εικόνα… Στεκόμουν μπροστά στη βιτρίνα κάποιου βιβλιοπωλείου. Παραδίπλα μου, μέσα από το όμορφο δίχρωμο καροτσάκι του, ξεπρόβαλε μια γλυκειά παιδική μορφή. Ήταν δεν ήταν ενός έτους ο μικρούλης που μου χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα πρώτα κάτασπρα δοντάκια του, ενώ το ροδαλό προσωπάκι του έλαμπε από ενθουσιασμό.
Η μανούλα του συζητούσε με κάποια κυρία και ήταν τόσο απορροφημένη, που δεν έδωσε σημασία στο μικρό χεράκι που της τραβούσε το μανίκι. Ο μικρός έσκυψε, με ξανακοίταξε χαμογελώντας και ξανατράβηξε το χέρι της μαμάς του χωρίς όμως να λάβει ανταπόκριση. Ανασηκώθηκε τότε μια – δυό φορές, βγάζοντας παραπονιάρικες φωνούλες, μήπως και πετύχει να εισπράξει την προσοχή και το χαμόγελό της. Μάταιος ο κόπος… Η τρίτη του προσπάθεια έφερε τ’ αντίθετο αποτέλεσμα: μια τσιρικτή φωνή κι ένα εκνευρισμένο πρόσωπο που έσκυψε απειλητικά προς το μέρος του, δύο χέρια που τον απώθησαν στην πλάτη του καροτσιού κι ένα παράπονο: «Τι να σου πω, πολύ γκρινιάρης μου βγήκε ο μικρός μου».
Το καροτσάκι με το πολύτιμο φορτίο του απομακρύνθηκε βιαστικά και άδοξα. Το βλέμμα όμως του μικρού, καθώς κοιτούσε τη μανούλα του να μουρμουρίζει ήταν εκκωφαντικά σιωπηλό. Βοούσε το δικό του παράπονο… «Μαμά, κοίταξέ με λίγο, είμαι το μικρό σου αγοράκι, η χαρά σου όπως έλεγες τόσες φορές τους πρώτους μήνες της ζωής μου. Τότε σε κοιτούσα μόνο, αναγνώριζα στο πρόσωπό σου τη φωνή της μαμάς μου που άκουγα μέσα στου στους 9 μήνες. Η μυρωδιά σου με γέμιζε ασφάλεια καθώς με κρατούσες τρυφερά!
Μαμά, μεγαλώνω… Αρχίζω και σου λέω τα πρώτα λογάκια μου, απλώνω τα χέρια μου, αφήνω φωνούλες ενθουσιασμού στα παιχνίδια μου.. με ακούς; Με βλέπεις; Νοιώθεις πόσο σε έχω ανάγκη; Οι δουλειές, οι υποχρεώσεις, οι συζητήσεις, οι έξοδοι σε απασχολούν, σε ενδιαφέρουν, σε κουράζουν μα εγώ μεγαλώνω… Καταλαβαίνεις; Όλα αυτά θα επαναληφθούν, εκτός από την παιδική μου ηλικία. Θέλω να με πάρεις αγκαλίτσα και να παίξουμε με τα δάκτυλά μας, να με ακουμπήσεις τρυφερά στο μάγουλό σου και να πούμε τραγουδάκια, να κάτσεις δίπλα μου σαν αν μην υπάρχουν ούτε έννοιες, ούτε δουλειές και να μου δείχνεις χρωματιστές εικόνες στα βιβλία.
Μαμά, εγώ πάντα θα περιμένω πότε θ’ αφήσεις τις δουλειές να περιμένουν για μένα… Και θα είμαι τότε τόσο χαρούμενος… Δεν είμαι γκρινιάρης, οι περιστάσεις με αναγκάζουν να γίνω, μήπως κλέψω πιο πολλή ώρα απ’ την αγάπη σου.
Μαμά, σ’ αγαπώ! Δός μου το χρόνο μου!»