“Μας πήγαν στη Σούδα όπου μας έβαλαν σε ένα σαπιοκάραβο το οποίο όταν περνούσε από τη Μήλο βομβαρδίστηκε αλλά τελικά κατάφερε να φτάσει στον Πειραιά.
Από εκεί μας οδήγησαν στον σταθμό Λαρίσης, μας έβαλαν σε ένα τρένο και μας οδήγησαν σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Σερβία. Εμάς, τις τρεις μοναδικές Ελληνίδες, μας φέρονταν χειρότερα απ’ όλες τις άλλες και πολλές φορές δεν μας έδιναν φαγητό μόνο και μόνο επειδή ήμασταν από την Ελλάδα.
Στο σέρβικο στρατόπεδο ξήλωνα την κεντητή κουβέρτα που είχα μαζί μου για σκέπασμα και αντάλλασσα την κλωστή με ψωμί.
Στη Σερβία έμεινα 6 μήνες και μετά από ένα σφοδρό βομβαρδισμό (όπου σκοτώθηκαν αρκετοί όμηροι μεταξύ των οποίων και ο Ηλίας Μαλανδράκης) μας έβαλαν σ’ ένα τρένο και μας οδήγησαν στο Άουσβιτς”.
Όσο ζούσε η Μαρία (πέθανε πριν μερικά χρόνια) διηγούνταν πάντα με μεγάλη συγκίνηση όλα όσα έζησε εκείνη την εποχή και μέχρι την τελευταία της στιγμή είχαν μείνει ανεξίτηλα γραμμένα στη μνήμη της.
Στο κολαστήριο του Άουσβιτς
Επόμενος σταθμός αυτής της φρικιαστικής περιπέτειας ήταν το κολαστήριο του Άουσβιτς που οι περισσότεροι από εμάς ανατριχιάζουμε και μόνο στο άκουσμα του. Φανταστείτε αυτούς που κατάφεραν να επιζήσουν από αυτό!
Και διηγούταν η Μαρία:
“Όταν φτάσαμε εκεί με ρώτησε κάποια γυναίκα γιατί βρέθηκα εκεί καθώς στο Άουσβιτς μετέφεραν σχεδόν αποκλειστικά Εβραίες. Με πήγαν στην απομόνωση απ’ όπου με έβγαλαν όταν διαπίστωσαν ότι δεν ήμουν Εβραία, μου πήραν τη βέρα μου και ότι είχα επάνω μου, μου έδωσαν ένα ριγέ φόρεμα, μου έκαναν ένα κόκκινο σταυρό στην πλάτη που σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να με κάψουν και μου χάραξαν στο αριστερό χέρι τον αριθμό κρατούμενης (Νο 82211)
Στη συνέχεια με πήγαν σ’ ένα μεγάλο εργοστάσιο πυρομαχικών όπου με έβαλαν και δούλευα σε ένα μηχάνημα. Όταν μια μέρα παραπονέθηκα ήρθε κάποιος Γερμανός και με κτύπησε.
Είχε κρατήσει μέσα της τόσο ζωντανά αυτά που εμείς βλέπουμε στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και πολλές φορές δεν τα πιστεύουμε.
Γι’ αυτήν η «ορχήστρα», το σπάσιμο της πέτρας μέσα σε διαρκή βροχή, η μυρωδιά των «φούρνων», τα χιλιάδες παραμορφωμένα πτώματα, η καταρράκωση της ανθρώπινης υπόστασης, το πιο τέλεια οργανωμένο ομαδικό έγκλημα στην ανθρώπινη ιστορία, ήταν μνήμες ζωντανές μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της.
«Ξυπνούσαμε τη νύχτα και ψάχναμε στα τυφλά για φαγητό. Όταν αρρωσταίναμε έπρεπε να περάσουμε γονατιστοί ένα μονοπάτι γεμάτο γυαλιά σπασμένα για να πάμε στο ιατρείο. Αρρωστοι για πολλές μέρες δεν υπήρχαν. Σχεδόν πάντα όποιος αρρώσταινε, πέθαινε. Όταν πάλι γινόταν κάποια «αταξία», μας έβγαζαν όλες έξω στο χιόνι. Εκεί μέναμε επί ώρες γονατιστές κρατώντας βαριές πέτρες στα χέρια. Τα ρούχα μας ήταν χάρτινα κι όταν δεν ήταν αρκετοί οι Εβραίοι για να γεμίσουν οι φούρνοι έπαιρναν στην τύχη συμπλήρωμα από μας», είχε πει σε συνέντευξη της.
Μέσα σ’ εκείνη την τραγική ομοιομορφία των ημερών που έζησε, είχε αποφασίσει πως δεν υπήρχαν σύμμαχοι και εχθροί. Υπήρχαν μόνο καλοί και κακοί άνθρωποι. Θυμόταν καλοσύνες από εχθρούς και κακία από συγκρατούμενους…
Επιστροφή με τα… πόδια!
Το Μάιο του 1945 όσοι είχαν επιζήσει τους άφησαν ελεύθερους αλλά το πώς έφτασαν στην Ελλάδα είναι δύσκολο να περιγραφεί, καθώς την περισσότερη διαδρομή την έκαναν με τα πόδια.
“Δεν θα ξεχάσω όμως ένα Έλληνα”, είχε πει η Μαρία, “που είδα σ’ ένα σταθμό ο οποίος είχε αυτοκίνητο, του ζήτησα να με πάρει μαζί του και αυτός το μόνο που είπε ήταν: Έχεις πόδια μπορείς να πας».
Στο χωριό της έφτασε τον Ιούλιο του 1945 όταν ετοίμαζαν το μνημόσυνο για κείνη και τον αδελφό της. Την υποδέχτηκαν με γλέντι τρικούβερτο, ωστόσο ο αδελφός της δεν γύρισε ποτέ. Δεν έμαθαν ποτέ για την τύχη του.
Παντρεύτηκε τον πιστό της αρραβωνιαστικό, έκανε οικογένεια, έγινε «μια απλή γυναίκα» κι ευτύχισε να διηγείται στα εγγόνια της «ιστορίες της κατοχής».
Όσο ζούσε μπορούσε να μιλά μέρες ολόκληρες για όσα πέρασε στους τόπους του μαρτυρίου της. Και μέσα στις διηγήσεις αυτές καταλαβαίνει αμέσως ο ακροατής της πως δεν γλίτωσε μόνο από τύχη. Ένα τρομερό αίσθημα αυτοσυντήρησης, θάρρος, υπομονή, κουράγιο, ελπίδα, σε συνδυασμό με το «γυναικείο ένστικτο» κι ένας «κοινός νους» καθαρός σαν τον αέρα του χωριού της, τη βοήθησαν.
Όμως η Μαρία που γύρισε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν ίδια με τη Μαρία που έφυγε, όσο κι αν προσπάθησε γι’ αυτό. Η εξορία της άφησε βαθιά σημάδια, ψυχικά και σωματικά: «Υποφέρουν τα πόδια μου από το γονάτισμα στο χιόνι και συχνά παίρνω χάπια για να κοιμηθώ», έλεγε πολλά χρόνια αργότερα.
Ο αδελφός της χάθηκε. Δεν έμαθαν ποτέ για την τύχη του. Η Μαρία μετά από πολλές περιπέτειες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατάφερε και δραπέτευσε. Γύρισε πίσω, περπατώντας. Έφτασε στο χωριό της. Στο χέρι της ήταν αποτυπωμένος ο αριθμός που είχε στο Άουσβιτς.
Παρόλο που είχαν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια, ο αρραβωνιαστικός της, την περίμεν. Έλεγε πάντα: «Η Μαρία θα γυρίσει». Και πράγματι, η Μαρία γύρισε και παντρεύτηκαν. Έκαναν οικογένεια και είναι απ’ τους ελάχιστους που κατόρθωσαν και διασώθηκαν απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.