“Μα ήντα γυρεύγετε εσείς κι ήρθατε στην Κρήτη;”-79 χρόνια από το Ολοκαύτωμα των Ανωγείων

Κυριακή 13 Αυγούστου 1944. Οι Ναζί περικυκλώνουν τα Ανώγεια. Ψάχνουν να βρουν αντάρτες, αντιστασιακούς. Ψάχνουν, ρωτούν τους κατοίκους, απάντηση δεν παίρνουν και η απόφαση του διοικητή του Φρουρίου Κρήτης, στρατηγού Μίλλερ, ως διαταγή γίνεται άμεση εκτελεστέα. Κάψιμο και ισοπέδωση των Ανωγείων, ένα ολοκαύτωμα που κράτησε μέχρι την 5η του Σεπτέμβρη απλά και μόνο γιατί, όπως ανέφερε η διαταγή:

«Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρον της αγγλικής κατασκοπίας εν Κρήτη και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το φόνο του λοχία φρουράρχου Γενί-Γκαβέ και της υπ’ αυτόν φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ΙΣΟΠΕΔΩΣΙΝ τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου»…

Είκοσι τρείς ημέρες κάθε πρωί έμπαιναν στο χωριό του Ψηλορείτη οι Γερμανοί και κατά ομάδες λεηλατούσαν τα σπίτια και τις περιουσίες, έκλεβαν, βανδάλιζαν και με δυναμίτες ανατίναζαν ότι φιλοξενούσε και σκέπαζε τους ανθρώπους του ορεινού αυτού τόπου. Η απόλυτη ισοπέδωση, η απόλυτη καταστροφή. «Το χωριό ισοπεδωμένο. Δρόμοι δεν υπήρχαν. Δρόμοι ήταν ανοιχτοί, καινούριοι δρόμοι πάνω από τα χαλάσματα. Ξεπετιούντανε κρεατόμυγες να σε φάνε. Έβλεπες τα σκυλιά τόσανε στο πάχος, να τρώνε πτώματα. Έβλεπες κατσίκες, σκύλους και βόδια ακόμα σκοτωμένα μέσα στο χωριό. ‘Αναβαν δεξά ζερβά, ρούχα, ξύλα και εγροίκας μια μπόχα, μια βρώμα κι απ’ όπου κι αν είχε στραφείς έβλεπες ερείπια, χάλια. Και λέω.. ‘Αραγες, αυτό το χωριό, θα ξαναγίνει χωριό ποτές; Αυτό το χωριό θα ξαναγίνει χωριό πάλι;…», ακούμε τον γέροντα να περιγράφει τις εικόνες που έζησε και δεν ξεχνά στην Κινηματογραφική Καταγραφή της σύγχρονης ιστορίας των Ανωγείων (1900-1945) «Ο ΉΧΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Λευτέρη Χαρωνίτη.

Εκτελέσεις αμάχων, βία, καταπάτηση κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ακόμη και τους άντρες που χρησιμοποιούσαν ως δούλους μεταφορείς για τα κλοπιμαία τους που μετέφεραν στο χωριό Σείσαρχα και αυτούς μετά τους εκτελούσαν. Μαρτυρίες και καταγραφές φέρνουν στην επιφάνεια ιστορίες ανθρώπων που αρνούμενοι ή ακόμη και ανήμποροι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, δολοφονήθηκαν, εκτελέστηκαν και θάφτηκαν στα ερείπια του μίσους και του ολοκαυτώματος.

Στα χέρια και τις πράξεις των Ναζί, πράξεις παγκόσμιας κατακραυγής, παραδίδονται 940 σπίτια, κόποι μιας ολόκληρης ζωής από ορεσίβιους ανθρώπους ενός σκληροτράχηλου τόπου, που σκεπάστηκε όμως από τη σκληρότητα των κατακτητών καταγράφοντας στην ιστορία το 3ο ολοκαύτωμα των Ανωγείων 120 χρόνια μετά τα ολοκαυτώματα από πλευράς των Τούρκων. «Την ιστορία του χωριού θα πω με λίγα λόγια, πως τρεις φορές το κάψανε μα πάλι είναι Ανώγεια» λέει στη Μαντινάδα του ο Αριστείδης Χαιρέτης.

Όμως… Το χρέος των παππούδων, το γονιών προς τα παιδιά τους, όλων των Ανωγειανών προς τις επόμενες γενιές, δίνει τη δύναμη και πάλι τα Ανώγεια να ξαναχτιστούν… «Εδώ η πέτρα σου μιλεί και ο Βοριάς σου γνέφει, εκείνος που τα αφρουκαστεί, ελπίδες μόνο θρέφει», αναφέρει ο Μαντιναδολόγος Λευτέρης Μπέκρης που όπως είπε και στο Αθηναϊκό Πρακτορείο: «κανείς σε τούτο τον τόπο δεν μπορεί να φανταστεί ότι θα κλείσει τα μάτια του χωρίς να έχει κάμει το χρέος του». Και το χρέος δεν είναι άλλο πέρα από το χρέος που έχουν οι Κρητικοί στην Ράτσα όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης, ο οποίος ήταν μέλος από συστάσεως στις 17 Ιουνίου του 1945 της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων Κρήτης (Κ.Ε.Δ.Ω.Κ.) και μαζί με τους, καθηγητή Ιωάννη Καλιτσουνάκη, καθηγητή Ιωάννη Κακριδή, και τον Φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουτουλάκη από άκρη σε άκρη της Κρήτης κατέγραψαν με κόπους και θυσίες κάθε ωμότητα τόσο από τους Ιταλούς όσο και από τους Γερμανούς κατακτητές.

Στην έκθεσή του ο Νίκος Καζαντζάκης, μεταξύ άλλων γράφει για τα Ανώγεια: «Την 13ην οι Γερμανοί συμπληρώσαντες την κύκλωσιν, εισήλθον εις τα Ανώγεια και διέταξαν τους υπολειφθέντας κατοίκους (θα ήσαν περί τα 1.500 γυναικόπαιδα) να αναχωρήσουν εντός ημισείας ώρας προς την κατεύθυνσιν του Γενή-Καβέ, οπόθεν να διασκορπισθούν εις τα διάφορα χωρία της Ρεθύμνης. Μετά ταύτα, προέβησαν εις Ολοκαύτωμα, γενικήν λεηλασίαν του χωρίου, πλουσιωτάτου εις κτηνοτροφικά και εριουργικά προϊόντα. Μετά την δήλωσιν εκάστη οικία εκαίετο πρώτον και έπειτα ανετινάσσετο δια δυναμίτιδος. Κάθε νύκτα οι Γερμανοί απεσύροντο εις τα Σείσαρχα και την πρωϊαν επανήρχοντο. To μέγεθος της λεηλασίας θα κατανόηση κανείς, όταν λάβη υπ’ όψιν ότι αυτή διήρκεσεν από της 13 Αυγούστου μέχρι της 5 Σεπτεμβρίου. Κατά την διάρκειαν της διαρπαγής οι Γερμανοί εφόνευσαν εντός του χωρίου τον Γ. Σπιθούρην, μη δυνηθέντα ν’ αποχωρήση μετά των άλλων κατοίκων, επίσης τους παραλύτους εξαδέλφους Κωνστ. και I. Ξυλούρην (ή Κίτρη), και τον υπέργηρον Νικ. Αεράκην, εις τας αγκάλας του οποίου έθεσαν, μετά την εκτέλεσιν, δεξιά και αριστερά τα πτώματα δύο χοίρων προς χλευασμόν. Δύο αδελφαί, η χήρα Εμμ. Καλλέργη και η χήρα Εμμ. Καβλέντη, η χωλή Ειρήνη Καραϊσκου και η Ευαγγ. Ιω. Πασπαράκη, αρνηθείσαι ν’ αποχωρήσουν και προτιμήσασαι τον θάνατον απέθανον καείσαι και καταχωθείσαι έπειτα υπό τα ερείπια των ανατιναχθεισών οικιών των. Επίσης οι Γερμανοί εφόνευσαν τον εκ τραύματος της κεφαλής παράφρονα Εμμ. I. Σαλούστρον. Πολλοί άλλοι εφονεύθησαν εις τα πέριξ… Η επίσημος κατάστασις της Νομαρχίας Ρεθύμνης αναφέρει 117 Ανωγειανούς εκτελεσθέντας κατά την περίοδον της κατοχής…

Οι Ανωγειανοί, πήραν την απόφαση πέρα από το θρήνο και τις μαύρες μέρες και έχτισαν την ‘Ανω Γη του Ψηλορείτη, από την αρχή. Συνέχισαν έως και σήμερα να μάχονται, τις βροχές, το χιόνι, τους αέρηδες, να συμφιλιώνονται με τη φύση και να ατενίζουν τον καυτό ήλιο και τη λάμψη του, χωρίς να μισοσφραγίζουν τα μάτια τους. Με αυτά τα μάτια της περηφάνιας βλέπουν στον ορίζοντα τον κόσμο που πάντα ονειρεύονται και φαντάζονται. Τον κόσμο που αναφέρουν στα τραγούδια τους, στις μαντινάδες τους, στα κείμενα τους, στα βιβλία και τα παραμύθια τους προς τα παιδιά. Τον κόσμο του έρωτα, της αγάπης, του πολέμου για λευτεριά, ενός κόσμου ντυμένου με το πέπλο της δημοκρατίας, φιλόξενου και αλληλέγγυου, του κόσμου που περήφανα μπορεί από τις στάχτες του πάντα να ξαναγεννιέται. Γι’ αυτό οι Ανωγειανοί μπορούν και μόνοι τους και με άλλους ανθρώπους… Μπορούν να αντέχουν, να γιατρεύονται και να παίρνουν από το χέρι τα μικρά κοπέλια και τις κοπελιές για να τους διδάξουν, να μη σκύβουν το κεφάλι. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι νέοι των Ανωγείων δεν εγκαταλείπουν το χωριό και παραμένουν στις δυσκολίες για επιβίωση πρωταγωνιστές.

Μιλούν με μαντινάδες και λένε: «T’ Ανώγεια είναι ο κορμός τα φύλλα ειν’ οι άλλοι, κι όποιος τσι ρίζες του ξεχνά είναι ντροπή μεγάλη». «Του τόπου η παράδοση πρέπει να συνεχίσει, Ανωγειανός γεννήθηκες, το χνάρι σου μη σβήσει». «Φύγετε σύννεφα ‘πο μπρος, ο ήλιος να προβάλλει, για δε μπορώ να τη θωρρώ ..τη καταχνιά σας πάλι».

Η διήγηση της Αλεξάνδρας Φασούλα

Όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα των Ανωγείων στο σχολείο στη θέση Αρμί, με σκοπό να τα οδηγήσουν έξω και μακριά από το χωριό τους, όπως και έγινε οδηγώντας τα στο Πέραμα, πολύ λίγο τους ενδιέφερε η κατάσταση της υγείας των. Η βιασύνη τους να κάψουν και να λεηλατήσουν το χωριό ήταν μεγαλύτερη από το να δώσουν σημασία στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ένας αριθμός Ανωγειανών, γερόντων και γυναικών.Μεταξύ τους και η Αλεξάνδρα Φασουλά. Έγκυος, περιμένοντας να γεννήσει το πρώτο παιδί της από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα. Οδηγήθηκε και αυτή στο Αρμί και υποβλήθηκε στο μαρτύριο της εξαντλητικής πορείας  που ακολούθησαν οι Ανωγειανές μέχρι να φτάσουν στο Πέραμα.

Η ίδια διηγείται:”..το 1942 αρραβωνιαστήκαμε με τον Κωστή, το 1943 στεφανωθήκαμε και το 1944 μας εδιώξανε οι Γερμανοί από το χωριό. Το ‘χάμε σύστημα. Αν ήθελα γαυγίζουνε οι σκύλοι εξέραμε ότι ερχόντουσαν οι Γερμανοί. Το φωνάζανε μετά στο χωριό.

-Γερμανοί έρχουνται! Γερμανοί έρχουνται!

Εκείνο το πρωινό ακούστηκε ότι ήρθανε οι Γερμανοί στο χωριό και είπανε να συγκεντρωθούμε όλες οι γυναίκες στο Δημοτικό σχολείο. Εγώ δεν επήγα αμέσως. Το ‘πα τση γειτόνισσας επειδή ήμουνε ετοιμόγεννη να γεννήσω. Κι άλλες φωρές που μας είχανε φωνάξει οι Γερμανοί δεν επήγαινα. Μου λέει η γειτόνισσα κάτσε και μη ‘ρθεις. Αλλά τελευταία ήρθανε τρεις Γερμανοί και μου λένε παρτί! Είπα ντως ότι δεν μπορώ, τώρα θα γεννήσω μα αυτοί με πήρανε. Μας συγκεντρώνουνε όλα τα γυναικόπαιδα στο σχολείο και τε μας εβάνουνε μπροστά το μεσημέρι. Και πηγαίναμε και πηγαίναμε με τα πόδια, που να πρωτοπάς. Κάθε δέκα γυναίκες ήτονε και ένας Γερμανός εμένα με είχανε τρεις στη μέση. Στο “Βαθύ Στενό” μας εφήκανε να πιούμε νερό. Εγώ ήμουνε με την μάνα και την πεθερά μου. Είδα ένα και φόριε τρία γαλόνια. Λέω ότι αυτός είναι αξιωματικός και αποφασίζω να πάω να του μιλήσω. Μου σύρνουνε τση φωνές η μάνα μου και η πεθερά μου, θα σε σκοτώσουνε μόνο μη πας μου λέγανε. Εγώ ήμουνε αποφασισμένη, δεν εμπορούσα να πηγαίνω άλλο με τα πόδια και λέω ντως ότι θα πάω κι ας με σκοτώσουνε. Επήγα και ο Γερμανός μου λέει τι θέλεις εσύ;Του λέω να με αφήσετε εδώ, δεν το βλέπεις ότι θα γεννήσω; Αυτός ήξερε λίγο τα Ελληνικά. Αυτός μου λέει όχι εδώ. Να κοιτάζεις να μ’αφήνεις πίσω σου. Θα σ’αφήσω στο Γενί Γκαβέ, στο Πέραμα, όχι εδώ.

Η πεθερά μου λέει να πάμε μέχρι τον Αήμονα που ‘χάμε μια συντέκνισσα και να του πω να με αφήσει εκεί. Λέω του Γερμανού να με αφήσει στον Αήμονα. Αυτός ο Γερμανός ήτονε καλός, λίγο ηλικιωμένος και εδέχτηκε. Από την άλλη μεριά όμως ήτονε ένας κοντός, αδύνατος, ένας ψακωμένος Γερμανός και με ξάνοιγε άγρια. Εγώ νόμιζα ότι θα κάνω το παιδί εκείνη τη στιγμή γιατί ήμουνε και πρωτόγεννη και δεν ήξερα. Σ’όλο το δρόμο έλεγα Παναγία μου και βοήθησε με! και ο ψακωμένος Γερμανός μου φώναζε, παρτί, πόλεμος, άντε! και κάθε φορά μου παίζε μια στον ώμο με το όπλο. Εγώ του ‘λέγα πήγαινε μπροστά, είναι ανάγκη να πηγαίνομε μαζί; Αλλά αυτός δεν εκαταλάβαινε ήντα του ‘λέγα. Ο άλλος Γερμανός ο ηλικιωμένος μου ‘λέγε συνέχεια τι κρίμα εσύ! Μόλις περπατούσαμε λίγο εγώ κάθε είκοσι μέτρα να σταθώ γιατί δεν εμπόρουνα. Να ‘ρθεί πάλι ο κοντός να μου κάνει τα ίδια, να με σπρώχνει και να μου φωνάζει παρτί! Φύγε από μπροστά μου του ‘λέγα συνέχεια αλλά αυτός το ίδιο βιολί εβάστουνε συνέχεια. Τίποτα αυτός εκεί. Με χίλια βάσανα εκατάφερα και φτάξαμε στον Αήμονα. Όταν επροβάλαμε στο χωριό τον έχασα τον ηλικιωμένο Γερμανό και λέω ήντα θα γενώ τώρα. Εκοίταζα γύρου γύρου και μ’είδε από απόσταση και έρχεται. Μου λέει σταμάτα. Ο άλλος με χτύπουνε να προχωρώ. Ο Γερμανός που ήρθε κοντά βγάνει δυο σοκολάτες και μου λέει να τση φάω που είναι για τον πόνο και να μ’αφήσει όπου θέλω. Εγώ τση σοκολάτες τσι δώκα του κουνιάδου μου του Ζαχαρία που το σύρναμε μαζί μας κοπέλι δέκα χρονών ήτονε τότε. Όταν εφτάξαμε στον Αήμονα μας εφήκανε όλο τον κόσμο να πιούμε νερό. Αύγουστος μήνας, μεσημέρι. Άμα πέρασε λίγη ώρα ξανοίγω να ιδώ τον αξιωματικό και δεν τον έβλεπα πάλι. Ώφου και ήντα θα γενώ έλεγα. Μια στιγμή πάλι τον είδα να έρχεται από μακριά.

Ο κοντός ήτονε συνέχεια δίπλα μου. Μου λεει παρτί. Πήγαινε του λέω δεν βλέπεις ότι δεν μπορώ να πορπατώ; Μου κουμπίζει το όπλο απάνω μου και μου λέει πάλι παρτί! Εγώ έκλαιγα και να τον άλλο και μου λέει γιατί κλαις; Του λέει η μάνα μου δε βλέπεις παιδί μου να τη σκοτώσει θέλει. Γυρίζει ο αξιωματικός και του λέει σακραμέντο! Και τόνε διώχνει. Του λέω σε παρακαλώ άσε με εδώ στο χωριό. Εμπήκαμε σε ένα στενό και μας άφησε. Εξαιτίας μου μείνανε πολλές γυναίκες. Γιατί του λέει η πεθερά μου ότι θέλουμε βοήθεια από γυναίκες, θέλουμε μαμή και έτσι εμείναμε η πεθερά μου, η μάνα μου, μια θεία μου και δυο τρεις άλλες συγγενείς. Οι Γερμανοί ήρθανε δυο τρεις φορές και μας λέγανε παρτί αλλά ο αξιωματικός τση διώχνε. Όντεν εφύγαμε από τα Ανώγεια είχα πάρει ένα τυρί για τη γέννα μου και το σήκωνε η πεθερά μου. Έρχεται και μου λέει να του πάω το τυρί του Γερμανού μα βγαίνει του. Κόβγω το μισό τυρί και του το πάω και μου λέει όχι, δική σου μαντζαρία εμείς έχομε. Όταν εξεκουραστήκανε λίγο οι γυναίκες και εφέυγανε από τον Αήμονα  με τση Γερμανούς πάλι πορεία ήρθε και με χαιρέτηξε. Η μάνα μου τόνε ρώτηξε αν χαλάσουνε το χωριό κι αυτός μας είπε μπαμ, μπαμ όλο κάτω. Τότε έβγαλε μια φωτογραφία από το τσεπάκι του και μου δείχνει τη γυναίκα του. Μου λέει ότι και η γυναίκα του ήτονε όπως κι εγώ έγκυος. Γι’αυτό με λυπήθηκε και μένα. Σου λέει αλάμπηλήρη ήντα να πάθει κι η δική του εκεί που είναι. Και ήθελε ο Θεός και εφύγανε και μας αφήκανε κειδά πέρα.

Το βράδυ ήρθε ο άντρας μου με τον Σταυρακοβασίλη να με ιδούνε. Είχανε ρωτήξει και εξέρανε που είμαστε. Μόλις ενύχτωσε και ήρθανε εφωνάξανε κάποιοι, Γερμανοί! Και φεύγουνε και δεν τσ’ είδαμε καθόλου. Εμείς επήγαμε και μείναμε στο σχολείο του Αήμονα και επερίμενα να γεννήσω. Μετά δυο μέρες ήρθε στον Αήμονα ο γούμενος ο Δακανάλης τση μονής Χαλέπας. Του ‘πάνε οι Αημονιώτες ότι είναι μια γυναίκα Ανωγειανή να γεννήσει και με κάλεσε και πήγα στο μοναστήρι που έμενε ένας συγγενής του γιατρός, Δακανάλης κι αυτός. Και πήγαμε με τη μάνα μου. Στο μοναστήρι ήτονε πολλοί ανθρώποι και μας επήγανε σε ένα αχεριώνα. Και σε δυο μέρες αρχινά η γέννα. Ούτε κρεβάτι ούτε πράμα. Χάμε στο χώμα εγέννησα. Και έκανα ένα αγόρι. Αλλά δεν ήτονε τυχερό και επέθανε. Εκατέβηκε λουροδεμένο και επέθανε.Εκατέβηκε λουροδεμένο και εχάθηκε. Όλα τα φταίνε οι Γερμανοί. Από την ταλαιπωρία του δρόμου και την προπατηξά εχάθηκε το κοπέλι. Αν ήμουνε στο σπίτι μου δεν ήθελα χαθεί. Από το μοναστήρι κάθε μέρα γροικούσαμε μπουμ μπουμ και εφαίνουντανε οι καπνοί που ανατινάζανε οι Γερμανοί το χωριό. Εγώ εγέννησα τέσσερις μέρες μετά που εφύγαμε από το χωριό, 17 Αυγούστου του 1944 και ήμουνε τότες 22 χρονών. Το ίδιο βράδυ τση γέννας ήρθε ο πεθερός μου και του λέω:

-Εχαλάσανε οι Γερμανοί το σπίτι μας;

-Σήμερο που έχασες το γιο σου εχαλάσανε και οι Γερμανοί το σπίτι, μου ‘πε.

Εγώ όταν ήρθα στο χωριό το σπίτι το γνώρισα από μια μουριά που είχε απ’ έξω. Στη Γερμανία επήγα και έκαμα ένα χρόνο. Ήταν η κόρη μου εκεί και ήθελα να κάνει εγχείρηση χολή και είχε δυο μικρά παιδιά. Και μου λέει να έρθεις μαμά να με βοηθήσεις. Εκεί που έμενε στη γειτονιά ήσανε όλοι Γερμανοί. Πολλές φορές εκατέβαινα να πάρω γράμματα από το γραμματοκιβώτιο και ένας γέρος Γερμανός κουτσός έβγαινε μπροστά μου και μου έλεγε:

-Καπούτ οι κρέτα! Στην Κρήτη ετραυματίστηκε και εκουτσάθηκε μας έλεγε.

Κι εγώ του ‘λέγα:

-Μα ήντα γυρεύγετε εσείς κι ήρθατε στην Κρήτη;

anogi.gr

"google ad"

Αγώνας της Κρήτης

Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Recent Posts

Πώς τα social media γέννησαν μια γενιά εφήβων κοριτσιών με κρέμες αντιγύρανσης

Τα στοιχεία που παρουσιάζει το Sky News δείχνουν ότι μέσα σε δύο χρόνια σημειώθηκε αύξηση 21% στις…

8 hours ago

Εκατό χρόνια φυλακή σε ομόφυλο ζευγάρι από τη Τζόρτζια για τον βιασμό των υιοθετημένων παιδιών του

«Αυτοί οι δύο κατηγορούμενοι δημιούργησαν πραγματικά ένα σπίτι φρίκης και έθεσαν τις εξαιρετικά σκοτεινές επιθυμίες…

8 hours ago

Η χώρα που σχεδόν μηδένισε τις συναλλαγές με χρήμα

Σε όλο τον κόσμο το πλαστικό χρήμα κερδίζει έδαφος. Οι κάρτες και οι εφαρμογές στα κινητά…

8 hours ago

“Θαύμα” στα ΤΕΠ του Νοσοκομείου Χανίων: Οι γιατροί έσωσαν νέο άνθρωπο στο “παρά πέντε”

Ελπίδα για το πολύπαθο Εθνικό Σύστημα Υγείας εξακολουθεί να δίνει το έμψυχο δυναμικό του, που…

11 hours ago

Στις 20 Γενάρη η δίκη για τη δολοφονία του Σήφη Βαλυράκη

Στις 20 Ιανουαρίου 2025 θα πραγματοποιηθεί η δίκη των δύο ψαράδων που κατηγορούνται για τη…

11 hours ago

Έσπασε το καγκουρόμετρο! 4 αυτοκίνητα γεμάτα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και κέρατα ταράνδων σεργιανίζουν την πόλη των Χανίων | Βίντεο

Είπαμε, να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα, να περάσουμε καλά, να κάνουμε και χαβαλέ, αλλά κάποιοι το…

11 hours ago

This website uses cookies.