Όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα των Ανωγείων στο σχολείο στη θέση Αρμί, με σκοπό να τα οδηγήσουν έξω και μακριά από το χωριό τους, όπως και έγινε οδηγώντας τα στο Πέραμα, πολύ λίγο τους ενδιέφερε η κατάσταση της υγείας των. Η βιασύνη τους να κάψουν και να λεηλατήσουν το χωριό ήταν μεγαλύτερη από το να δώσουν σημασία στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ένας αριθμός Ανωγειανών, γερόντων και γυναικών.Μεταξύ τους και η Αλεξάνδρα Φασουλά. Έγκυος, περιμένοντας να γεννήσει το πρώτο παιδί της από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα. Οδηγήθηκε και αυτή στο Αρμί και υποβλήθηκε στο μαρτύριο της εξαντλητικής πορείας που ακολούθησαν οι Ανωγειανές μέχρι να φτάσουν στο Πέραμα.
Η ίδια διηγείται:”..το 1942 αρραβωνιαστήκαμε με τον Κωστή, το 1943 στεφανωθήκαμε και το 1944 μας εδιώξανε οι Γερμανοί από το χωριό. Το ‘χάμε σύστημα. Αν ήθελα γαυγίζουνε οι σκύλοι εξέραμε ότι ερχόντουσαν οι Γερμανοί. Το φωνάζανε μετά στο χωριό.
-Γερμανοί έρχουνται! Γερμανοί έρχουνται!
Εκείνο το πρωινό ακούστηκε ότι ήρθανε οι Γερμανοί στο χωριό και είπανε να συγκεντρωθούμε όλες οι γυναίκες στο Δημοτικό σχολείο. Εγώ δεν επήγα αμέσως. Το ‘πα τση γειτόνισσας επειδή ήμουνε ετοιμόγεννη να γεννήσω. Κι άλλες φωρές που μας είχανε φωνάξει οι Γερμανοί δεν επήγαινα. Μου λέει η γειτόνισσα κάτσε και μη ‘ρθεις. Αλλά τελευταία ήρθανε τρεις Γερμανοί και μου λένε παρτί! Είπα ντως ότι δεν μπορώ, τώρα θα γεννήσω μα αυτοί με πήρανε. Μας συγκεντρώνουνε όλα τα γυναικόπαιδα στο σχολείο και τε μας εβάνουνε μπροστά το μεσημέρι. Και πηγαίναμε και πηγαίναμε με τα πόδια, που να πρωτοπάς. Κάθε δέκα γυναίκες ήτονε και ένας Γερμανός εμένα με είχανε τρεις στη μέση. Στο “Βαθύ Στενό” μας εφήκανε να πιούμε νερό. Εγώ ήμουνε με την μάνα και την πεθερά μου. Είδα ένα και φόριε τρία γαλόνια. Λέω ότι αυτός είναι αξιωματικός και αποφασίζω να πάω να του μιλήσω. Μου σύρνουνε τση φωνές η μάνα μου και η πεθερά μου, θα σε σκοτώσουνε μόνο μη πας μου λέγανε. Εγώ ήμουνε αποφασισμένη, δεν εμπορούσα να πηγαίνω άλλο με τα πόδια και λέω ντως ότι θα πάω κι ας με σκοτώσουνε. Επήγα και ο Γερμανός μου λέει τι θέλεις εσύ;Του λέω να με αφήσετε εδώ, δεν το βλέπεις ότι θα γεννήσω; Αυτός ήξερε λίγο τα Ελληνικά. Αυτός μου λέει όχι εδώ. Να κοιτάζεις να μ’αφήνεις πίσω σου. Θα σ’αφήσω στο Γενί Γκαβέ, στο Πέραμα, όχι εδώ.
Η πεθερά μου λέει να πάμε μέχρι τον Αήμονα που ‘χάμε μια συντέκνισσα και να του πω να με αφήσει εκεί. Λέω του Γερμανού να με αφήσει στον Αήμονα. Αυτός ο Γερμανός ήτονε καλός, λίγο ηλικιωμένος και εδέχτηκε. Από την άλλη μεριά όμως ήτονε ένας κοντός, αδύνατος, ένας ψακωμένος Γερμανός και με ξάνοιγε άγρια. Εγώ νόμιζα ότι θα κάνω το παιδί εκείνη τη στιγμή γιατί ήμουνε και πρωτόγεννη και δεν ήξερα. Σ’όλο το δρόμο έλεγα Παναγία μου και βοήθησε με! και ο ψακωμένος Γερμανός μου φώναζε, παρτί, πόλεμος, άντε! και κάθε φορά μου παίζε μια στον ώμο με το όπλο. Εγώ του ‘λέγα πήγαινε μπροστά, είναι ανάγκη να πηγαίνομε μαζί; Αλλά αυτός δεν εκαταλάβαινε ήντα του ‘λέγα. Ο άλλος Γερμανός ο ηλικιωμένος μου ‘λέγε συνέχεια τι κρίμα εσύ! Μόλις περπατούσαμε λίγο εγώ κάθε είκοσι μέτρα να σταθώ γιατί δεν εμπόρουνα. Να ‘ρθεί πάλι ο κοντός να μου κάνει τα ίδια, να με σπρώχνει και να μου φωνάζει παρτί! Φύγε από μπροστά μου του ‘λέγα συνέχεια αλλά αυτός το ίδιο βιολί εβάστουνε συνέχεια. Τίποτα αυτός εκεί. Με χίλια βάσανα εκατάφερα και φτάξαμε στον Αήμονα. Όταν επροβάλαμε στο χωριό τον έχασα τον ηλικιωμένο Γερμανό και λέω ήντα θα γενώ τώρα. Εκοίταζα γύρου γύρου και μ’είδε από απόσταση και έρχεται. Μου λέει σταμάτα. Ο άλλος με χτύπουνε να προχωρώ. Ο Γερμανός που ήρθε κοντά βγάνει δυο σοκολάτες και μου λέει να τση φάω που είναι για τον πόνο και να μ’αφήσει όπου θέλω. Εγώ τση σοκολάτες τσι δώκα του κουνιάδου μου του Ζαχαρία που το σύρναμε μαζί μας κοπέλι δέκα χρονών ήτονε τότε. Όταν εφτάξαμε στον Αήμονα μας εφήκανε όλο τον κόσμο να πιούμε νερό. Αύγουστος μήνας, μεσημέρι. Άμα πέρασε λίγη ώρα ξανοίγω να ιδώ τον αξιωματικό και δεν τον έβλεπα πάλι. Ώφου και ήντα θα γενώ έλεγα. Μια στιγμή πάλι τον είδα να έρχεται από μακριά.
Ο κοντός ήτονε συνέχεια δίπλα μου. Μου λεει παρτί. Πήγαινε του λέω δεν βλέπεις ότι δεν μπορώ να πορπατώ; Μου κουμπίζει το όπλο απάνω μου και μου λέει πάλι παρτί! Εγώ έκλαιγα και να τον άλλο και μου λέει γιατί κλαις; Του λέει η μάνα μου δε βλέπεις παιδί μου να τη σκοτώσει θέλει. Γυρίζει ο αξιωματικός και του λέει σακραμέντο! Και τόνε διώχνει. Του λέω σε παρακαλώ άσε με εδώ στο χωριό. Εμπήκαμε σε ένα στενό και μας άφησε. Εξαιτίας μου μείνανε πολλές γυναίκες. Γιατί του λέει η πεθερά μου ότι θέλουμε βοήθεια από γυναίκες, θέλουμε μαμή και έτσι εμείναμε η πεθερά μου, η μάνα μου, μια θεία μου και δυο τρεις άλλες συγγενείς. Οι Γερμανοί ήρθανε δυο τρεις φορές και μας λέγανε παρτί αλλά ο αξιωματικός τση διώχνε. Όντεν εφύγαμε από τα Ανώγεια είχα πάρει ένα τυρί για τη γέννα μου και το σήκωνε η πεθερά μου. Έρχεται και μου λέει να του πάω το τυρί του Γερμανού μα βγαίνει του. Κόβγω το μισό τυρί και του το πάω και μου λέει όχι, δική σου μαντζαρία εμείς έχομε. Όταν εξεκουραστήκανε λίγο οι γυναίκες και εφέυγανε από τον Αήμονα με τση Γερμανούς πάλι πορεία ήρθε και με χαιρέτηξε. Η μάνα μου τόνε ρώτηξε αν χαλάσουνε το χωριό κι αυτός μας είπε μπαμ, μπαμ όλο κάτω. Τότε έβγαλε μια φωτογραφία από το τσεπάκι του και μου δείχνει τη γυναίκα του. Μου λέει ότι και η γυναίκα του ήτονε όπως κι εγώ έγκυος. Γι’αυτό με λυπήθηκε και μένα. Σου λέει αλάμπηλήρη ήντα να πάθει κι η δική του εκεί που είναι. Και ήθελε ο Θεός και εφύγανε και μας αφήκανε κειδά πέρα.
Το βράδυ ήρθε ο άντρας μου με τον Σταυρακοβασίλη να με ιδούνε. Είχανε ρωτήξει και εξέρανε που είμαστε. Μόλις ενύχτωσε και ήρθανε εφωνάξανε κάποιοι, Γερμανοί! Και φεύγουνε και δεν τσ’ είδαμε καθόλου. Εμείς επήγαμε και μείναμε στο σχολείο του Αήμονα και επερίμενα να γεννήσω. Μετά δυο μέρες ήρθε στον Αήμονα ο γούμενος ο Δακανάλης τση μονής Χαλέπας. Του ‘πάνε οι Αημονιώτες ότι είναι μια γυναίκα Ανωγειανή να γεννήσει και με κάλεσε και πήγα στο μοναστήρι που έμενε ένας συγγενής του γιατρός, Δακανάλης κι αυτός. Και πήγαμε με τη μάνα μου. Στο μοναστήρι ήτονε πολλοί ανθρώποι και μας επήγανε σε ένα αχεριώνα. Και σε δυο μέρες αρχινά η γέννα. Ούτε κρεβάτι ούτε πράμα. Χάμε στο χώμα εγέννησα. Και έκανα ένα αγόρι. Αλλά δεν ήτονε τυχερό και επέθανε. Εκατέβηκε λουροδεμένο και επέθανε.Εκατέβηκε λουροδεμένο και εχάθηκε. Όλα τα φταίνε οι Γερμανοί. Από την ταλαιπωρία του δρόμου και την προπατηξά εχάθηκε το κοπέλι. Αν ήμουνε στο σπίτι μου δεν ήθελα χαθεί. Από το μοναστήρι κάθε μέρα γροικούσαμε μπουμ μπουμ και εφαίνουντανε οι καπνοί που ανατινάζανε οι Γερμανοί το χωριό. Εγώ εγέννησα τέσσερις μέρες μετά που εφύγαμε από το χωριό, 17 Αυγούστου του 1944 και ήμουνε τότες 22 χρονών. Το ίδιο βράδυ τση γέννας ήρθε ο πεθερός μου και του λέω:
-Εχαλάσανε οι Γερμανοί το σπίτι μας;
-Σήμερο που έχασες το γιο σου εχαλάσανε και οι Γερμανοί το σπίτι, μου ‘πε.
Εγώ όταν ήρθα στο χωριό το σπίτι το γνώρισα από μια μουριά που είχε απ’ έξω. Στη Γερμανία επήγα και έκαμα ένα χρόνο. Ήταν η κόρη μου εκεί και ήθελα να κάνει εγχείρηση χολή και είχε δυο μικρά παιδιά. Και μου λέει να έρθεις μαμά να με βοηθήσεις. Εκεί που έμενε στη γειτονιά ήσανε όλοι Γερμανοί. Πολλές φορές εκατέβαινα να πάρω γράμματα από το γραμματοκιβώτιο και ένας γέρος Γερμανός κουτσός έβγαινε μπροστά μου και μου έλεγε:
-Καπούτ οι κρέτα! Στην Κρήτη ετραυματίστηκε και εκουτσάθηκε μας έλεγε.
Κι εγώ του ‘λέγα:
-Μα ήντα γυρεύγετε εσείς κι ήρθατε στην Κρήτη;
Τρόμος στον πλανήτη επικρατεί μετά την κλιμάκωση στον ρωσοουκρανικό πόλεμο, καθώς η Μόσχα απάντησε στα…
Θέση εμμέσως εναντίον της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά από την Κ.Ο. της ΝΔ, χωρίς να τον κατονομάζει,…
Του Αργύρη Αργυριάδη Δικηγόρου Εδώ και λίγες ημέρες το ΠΑΣΟΚ αποτελεί την αξιωματική αντιπολίτευση της…
Στο πλαίσιο των δράσεων του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για το Κλίμα, συνεχίζονται το Σαββατοκύριακο και ολοκληρώνονται…
Ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας συναντήθηκε σήμερα 22/11, στον Περισσό,…
Την Κυριακή διεξάγονται οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου προέδρου, σε μια…
This website uses cookies.