Του Γιώργου Λακόπουλου
Στο φετινό Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών -που αναβαθμίζει διαρκώς ο δραστήριος Συμεών Τσομόκος -οργανώθηκε και μια συζήτηση στη μνήμη του Κώστα Σημίτη, με συντονιστή τον δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη.
Σωστή πρωτοβουλία. Στη συζήτηση μετείχε και η μια από τις δυο κόρες του πρώην πρωθυπουργού. Με αξιοπρέπεια και συγκίνηση η καθηγήτρια Μαριλένα Σημίτη αναφέρθηκε σεμνά και περιεκτικά στον πατέρα της.
Κατά τα λοιπά, όμως, η συζήτηση υπήρξε ανιστόρητη, τραγελαφική και μάλλον σε βάρος της μνήμης του αείμνηστου πολιτικού. Με ευθύνη των τριών πολιτικών προέλευσης ΠΑΣΟΚ, που κλήθηκαν να αποτιμήσουν τη διαδρομή του.
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος, πολύ μεταγενέστερος του Σημίτη στο κόμμα και υπουργός του όταν έγινε Πρωθυπουργός, αλλά όχι και διάδοχός τους όπως ήλπιζε- είπε εξωφρενικά πράγματα, που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα και με το ΠΑΣΟΚ.
Ανάμεσα στα άλλα χαρακτήρισε τον Σημίτη «δεύτερο ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ» και εξομολογήθηκε ότι «με εντυπωσίαζε πάντα το πόσο πολύ ΠΑΣΟΚ ήταν». Προφανώς μιλούσε για άλλο κόμμα με άλλη προϊστορία.
Ο Σημίτης- αντιστασιακός και μέλος του ΠΑΚ- ήταν ανάμεσα στους 150, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου παρουσίασε τη Διακήρυξη 3ης Σεπτέμβρη -στη σύνταξη της οποίας μετείχε. Στάθηκε στο πλευρό του ιδρυτή, όταν εξόντωσε τους παλιούς φίλους του- του Σημίτη-από τη συμπράττουσα «Δημοκρατική Άμυνα». Αλλά συμμετοχή στο θρίαμβο του 1981 δεν είχε.
Το 1978 έφυγε για τη Γερμανία, μετά από εσωκομματική αντιδικία για μια…αφίσα. Επέστρεψε στις παραμονές της αναμενόμενης νίκης του ΠΑΣΟΚ, αυτοχρίσθηκε υποψήφιος στην Α’ Αθήνας, αλλά ο Παπανδρέου δεν τον συμπεριέλαβε στο ψηφοδέλτιο.
Στην πρώτη κυβέρνηση του τον έχρισε εξωκοινοβουλευτικό υπουργό Γεωργίας και δεν τον μετακίνησε ως το 1985. Αν πήραν στραβό δρόμο τα πράγματα στην ελληνική περιφέρεια, στην αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων και ειδικά στους συνεταιρισμούς, ήταν δικό του έργο.
Στη συνέχεια τον διόρισε, με τη λίστα, βουλευτή Α΄Πειραιά και από το 1988 ήταν εσωκομματικός αντίπαλός του: από τα «κεντροδεξιά σενάρια» μέχρι τη «σκευωρία του Πεντελικού», που είχε στόχο την εξόντωση του Παπανδρέου. Ενώ ήταν υπόδικος στο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο ο Σημίτης δεν πήγε να καταθέσει.
«Ο Σημίτης δεν είναι ΠΑΣΟΚ»
«Ο Σημίτης δεν είναι ΠΑΣΟΚ» έλεγε ο Ανδρέας. Σίγουρα δεν υπήρξε ποτέ ηγέτης του, με την έννοια ότι το οδήγησε από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Παρέλαβε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, μετά την τρίτη εκλογική νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου, την οποία ο ίδιος προσπάθησε να παρεμποδίσει.
Ευνοηθείς από το θάνατο του Γεννηματά έγινε πρωθυπουργός, έχοντας μαζί μόλις το ένα τρίτο της Κ.Ο. Είχε όμως την υποστήριξη της τότε «διαπλοκής», στην οποία ανταπέδωσε στο πολλαπλάσιο στη συνέχεια.
Στο ΠΑΣΟΚ ούτε άλλαξε κάτι, ούτε κυρίαρχος έγινε ποτέ. Απλώς το μετέτρεψε σε «ομοσπονδιακό κόμμα» με ποσοστώσεις στις κυβερνήσεις και την Κ.Ε.. Ανάμεσα στον ίδιο, τον Άκη και τον Αρσένη, ενώ κάτι λίγα έπαιρνε και ο Λαλιώτης κατά καιρούς.
Επικράτησε χάρη σε παρασκηνιακές συμφωνίες που έκανε με την οικογένεια Παπανδρέου, η οποία στη συνέχεια με τον ένα γιο τον ταπείνωσε -λέγοντας ότι «παρέδωσε θολό δακτυλίδι» -και με τον άλλο τον έδιωξε από την Κ.Ο. για ασήμαντη αφορμή και τελικά και από τη Βουλή.
Παρότι για χάρη της, ο ίδιος παραβίασε το Καταστατικό και την πολιτική τάξη και παρέδωσε το κόμμα στον Γ. Παπανδρέου, σε ένα… διαμέρισμα, σαν να ήταν ιδιοκτησία του.
Αν αυτά τον καθιστούν «δεύτερο ιδρυτή» και «πολύ ΠΑΣΟΚ», οι λέξεις χάνουν το νόημά τους.
Πάντως, όταν τον εξοβέλισε ο Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ δεν πολυσκοτίσθηκε: ουδείς διαμαρτυρήθηκε! Ούτε καν οι τρεις που τον αγιοποίησαν τώρα στους Δελφούς.
Η «Σχολή Σημίτη»
Εκτός από τον Βενιζέλο και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης -που επίσης φιλοδοξούσε να τον διαδεχθεί- μίλησε θερμά. Ευλόγως. Ο Σημίτης για να τον κάνει γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής ξήλωσε τον -πρώτο κατά σειρά εκλογής στο Συνέδριο- Κώστα Λαλιώτη.
Αν μιλώντας τώρα για «Σχολή Σημίτη» εννοεί ότι από αυτόν διδάχθηκε να προσχωρήσει στη Δεξιά και να είναι πλέον βουλευτής του Μητσοτάκη, δεν ενισχύει και πολύ την υστεροφημία του πρώην Πρωθυπουργού.
Αν ο Σημίτης μας έβαλε στις «πρώτες καρέκλες της Ευρώπης»- όπως είπε αναφερόμενος στην ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ- είναι συζητήσιμο. Ιδίως για τον τρόπο που μας έβαλε -όπως απέδειξε η κατοπινή απογραφή. Όπως είναι η επιμονή του ιδίου του Σημίτη και των φίλων του να αποκρύπτουν ότι η επιλογή ένταξης στην ΟΝΕ έγινε από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1993.
Η τρίτη ομιλήτρια Άννα Διαμαντοπούλου, η περισσότερο ευνοηθείσα από όλους τους πρωθυπουργούς του ΠΑΣΟΚ και κυρίως από τον Σημίτη -που από τη μετριότητα της υφυπουργού του την έχρισε επίτροπο, δήλωσε ότι «ήταν μέντοράς της».
Πολλούς μέντορες είχε εκτός από τους τρεις πρωθυπουργούς του ΠΑΣΟΚ. Το 2004 έλεγε: «Παπανδρέου ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου μπορεί να το αλλάξει». Αργότερα μίλησε για τη μαθητεία της στον… Κώστα Μητσοτάκη, αλλά έτσι αντιμετώπισε και τον γιο του.
Συμπερασματικά και οι τρεις ομιλητές ήταν εκτός θέματος. Το βασικό έλλειμμα στη συγκεκριμένη συζήτηση ήταν ότι, εν γνώσει τους, απέκρυψαν αρνητικές πλευρές της διαδρομής και διακυβέρνησης Σημίτη. Π.χ. λέξη για τη λεηλασία του Χρηματιστηρίου, τα σκάνδαλα και τις συναλλαγές με εκτός ΠΑΣΟΚ ισχυρούς του χρήματος και της ενημέρωσης.
Ο “εκσυχγρονισμός”
Τον παρουσίασαν ως αρχιερέα του «εκσυγχρονισμού» αλλά δεν είπαν τι ακριβώς εκσυγχρόνισε. Τη διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες; Ή την πώληση μιας τράπεζας, το προϊόν της οποίας εξανέμισαν οι εκλεκτοί του;
Κανείς δεν μίλησε για τους υπουργούς και τους συνεργάτες του, που πέρασαν από ανακριτικά γραφεία και φυλακές. «Ενοχλούνταν όταν του μιλούσα για τη διαφθορά, όχι γιατί υπήρχε, αλλά γιατί του μιλούσα» είπε ο -υποστηρικτής του για την Πρωθυπουργία- Θ. Πάγκαλος.
Του πίστωσαν «τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων», αλλά δεν είπαν ότι το κόστος τους εκτοξεύθηκε εξ αιτίας των χειρισμών του και τη σκανδαλώδη διαχείρισή τους.
Του αναγνώρισαν την ένταξη της Κύπρου, αλλά παρέλειψαν τα Ίμια και τις διατυπώσεις στη Μαδρίτη και το Ελσίνκι, που αξιοποιεί σήμερα η άλλη πλευρά. Ή την απώλεια διαπραγματευτικού όπλου με την αβασάνιστη άρση του βέτο στο 4ο Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο ΕΟΚ-Τουρκίας.
Ποιο ακριβώς ήταν το «πεντακάθαρο στίγμα» που άφησε πίσω του ο Σημίτης,- που μιλούσε σαν να μην κυβέρνησε ποτέ και δεν ανέλαβε καμιά ευθύνη όταν αναφέρονταν στη διακυβέρνηση του; Ότι ήταν «μεθοδικός» και «επίμονος». Ήταν, αλλά με ποιο αποτέλεσμα;
Μετά τον κακόφημο «εκσυγχρονισμό» του, που συσπείρωσε τα πιο τυχοδιωκτικά στοιχεία της χώρας, το 2004 δεν πήγε καν να λογοδοτήσει για την εντολή που πήρε το 2000. Έστειλε τον Γ. Παπανδρέου να χάσει στη θέση του, για να αφήσει -μετά την παράδοση της χώρας σε διεθνή οικονομικό έλεγχο- το ΠΑΣΟΚ στον Βενιζέλο με 12%, -που με τη σειρά του το πήγε στο 4,5%.
Το ατυχές, για την Ιστορία και την αλήθεια, σ’ αυτή τη συζήτηση ήταν ότι μιλούσαν τρία πρόσωπα που διέρρηξαν τις σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ, όταν σταμάτησε να είναι ιερή αγελάδα. Πλέον είτε λειτουργούν υπέρ των αντιπάλων του, όπως ο Χρυσοχοΐδης, είτε απλώς δεν έχουν δεσμούς, όπως ο Βενιζέλος, είτε το θυμήθηκαν ξανά όταν δεν είχαν τι άλλο να κάνουν, όπως η Διαμαντοπούλου -που μετείχε στη συζήτηση ως εκπρόσωπος του… «Δικτύου» της.
Ο Σημίτης υπήρξε ιστορική φυσιογνωμία, ευπρεπής άνθρωπος και σοβαρός πολιτικός. Από τον ιστορικό του μέλλοντος θα του αναγνωριστεί ό,τι του ανήκει. Από αυτή την άποψη πράγματι «συγκαταλέγεται στο φάσμα των πολύ μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων της χώρας», όπως ακούσθηκε.
Αν όμως υπήρξε και υποδειγματικός Πρωθυπουργός, μιλούν οι πολίτες, όταν καλούνται να βαθμολογήσουν όσους κυβέρνησαν από τη Μεταπολίτευση. Ή μήπως η γνώμη τους δεν μετράει;