Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά των παιδικών μας χρόνων. Εμένα και της αδελφής μου. Ο αδελφός μας δεν είχε γεννηθεί ακόμα κι εμείς, κολλημένες στο τζάμι της τραπεζαρίας μας, παρατηρούσαμε το μεγάλο κυπαρίσσι απέναντι απ’ το σπίτι μας. Έτσι καθώς έπεφτε η βροχή και γυάλιζαν τα κλαδιά του, έμοιαζε με πελώριο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η φαντασία μας το γέμιζε στολίδια, αστεράκια, καρδούλες, λαμπιόνια, και περιμέναμε με αγωνία την παραμονή των Χριστουγέννων για να στολίσομε όλοι μαζί το δέντρο μας στο σπίτι μας.
Ήταν οι εποχές που το δέντρο στολιζόταν ακριβώς την παραμονή. Και ήταν λίγα τα σπίτια που στόλιζαν δέντρο. Τι ευτυχία, τι χαρά, τι θαλπωρή να καθόμαστε στο χολ μας και να φτιάχνομε τα στολίδια! Η μαμά και ο μπαμπάς έκοβαν χοντρά χαρτόνια σε σχήμα καρδιάς, μισοφέγγαρου, αστεριού. Είχαν αγοράσει χρυσόχαρτα, μπλε, γυαλιστερά και ασημί χαρτιά, και κόκκινα. Μας τα έδιναν και τυλούσαμε αυτά που έκοβαν και ξεφωνίζαμε απ’ τη χαρά μας βλέποντάς τα να γίνονται τόσο όμορφα. Έπειτα ο μπαμπάς έφτιαχνε εκείνους τους φοβερούς μικρούς χιονάνθρωπους. Πως τους έφτιαχνε! Ήταν σαν αληθινά ανθρωπάκια, με βαμβάκι. Με χέρια, πόδια και κεφαλάκι. Η μαμά με βελόνα και μαύρη κλωστή ξεχώριζε τα πόδια, έδενε κόκκινη κλωστή στον λαιμό και έμοιαζε με κασκόλ και ‘’κεντούσε’’ μαύρα ματάκια, κόκκινο στόμα. Στα χέρια του κάρφωναν ένα ξυλάκι που έμοιαζε με σκούπα. Χαρές που κάναμε όταν ολοκληρωνόταν το κάθε αριστούργημα! Αγόραζαν και χρωματιστά λαμπιόνια και τα στολίδια ήταν έτοιμα.
Το κυπαρίσσι απέναντι μας έδινε τα πιο ωραία κλαδιά του τα οποία ο μπαμπάς τα συναρμολογούσε σε ωραιότατο δέντρο. Και κρεμούσαμε τα στολίδια μας, βάζοντας ανάμεσα τους κομμάτια βαμβάκι για να μοιάζει το δέντρο χιονισμένο. Τελευταίες κρεμούσαμε τις χρυσοκλωνιές. Γύρω στο δέντρο, στο σερβάν, ήταν οι πιατέλες με τους κουραμπιέδες και τα φοινίκια που έφτιαχνε η μαμά μας μαζί με την γιαγιά την Σμυρνιά. Τι ευτυχία! Μέσα στην απέραντη αγκαλιά των ευτυχισμένων παιδικών μας χρόνων χώνομαι όταν τρικυμίες και φουρτούνες ‘’εισβάλουν’’ στην ζωή μας. Είναι το πιο γλυκό καταφύγιο!
Και έπειτα ερχόταν ο Αη – Βασίλης κάτω απ’ το δέντρο, μας άφηνε τα δώρα του που βρίσκαμε το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Κάθε χρόνο, πάντα! Κι εγώ με την αδελφή μου είχαμε αρχίσει και αναρωτιόμαστε:
-Μα, τόσα πολλά παιδάκια, πως προλαβαίνει σε μια νύχτα;
-Και πως χωρούν τόσα δώρα σ’ ένα τσουβάλι;
-Θα πρέπει να κάνει στάσεις και να το γεμίζει συνέχεια το σακούλι του!
-Και καλά, εμείς δεν έχομε τζάκι. Από που μπαίνει;
-Μα και απ’ το τζάκι όταν μπαίνει, δεν σφηνώνει στην καμινάδα;
-Μωρέ, λες να ‘ναι ψέματα; Λες να μας τα φέρνει ο μπαμπάς;
-Μπορεί! Ξέρεις τι θα κάνομε; Θα κάνομε πως κοιμόμαστε και θα ξενυχτήσομε. Ή την μισή νύχτα θα κοιμηθεί η μια και την άλλη μισή νύχτα θα κοιμηθεί η άλλη και θα παρακολουθούμε ποιος φέρνει τα δώρα!
Έτσι λοιπόν κάναμε. Και είμαστε μικρές, ίσως εγώ πήγαινα πρώτη δημοτικού και η αδελφή μου δεν πήγαινε ακόμα στο σχολείο. Απ’ την αγωνία μας για να εξακριβώσομε την αλήθεια καμμιά μας δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα. Και τα ξημερώματα ακούμε το κρεββάτι των γονιών μας να τρίζει. Βλέπομε τον μπαμπά να σηκώνεται σιγά – σιγά και ν’ αφήνει τα δώρα στο δέντρο. Τότε, πετιόμαστε σαν ελατήρια απ’ το κρεββάτι και φωνάζομε συγχρόνως:
‘’Σε πιάσαμε μπαμπά, εσύ μας φέρνεις τα δώρα’’
Ο μπαμπάς, που ήταν ξέγνοιαστος, ξιπάστηκε στην κυριολεξία απ’ τις φωνές μας. Εμείς σκάσαμε στα γέλια! Κι εκείνος δεν ήθελε να χαλάσομε το όνειρό. Και σοβαρά, σοβαρά μας λέει:
‘’Γαϊδούρες, δεν κοιμάστε; Εε, πολλά παιδάκια ήταν φέτος, είπα μήπως δεν σας προλάβει και τον βοήθησα!’’
Εμείς όμως, είχαμε καταλάβει… αλλά κάναμε πως τον πιστέψαμε για να μην χαλάσομε την μαγεία, την χαρά του να μας αφήνει τα δώρα.
Πόσο μου λείπουν αυτές τις μέρες! Μου φαίνεται απίστευτο πως αυτοί που υπήρξαν ‘’ΤΟ ΠΑΝ’’ για μας δεν υπάρχουν πλέον!
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη