Γράφει ο Γρηγόρης Τραγγανίδας
Ο πατέρας της την έλεγε «αγοροκόριτσο». Οτι ήταν το αγόρι που ήθελε και δεν απέκτησε. Οτι ήταν «μισό αγόρι». Οτι «πυροβολούσε σαν παλικάρι». Ηταν αδύνατον να χωρέσει στο ναζιστικό κεφάλι του πως ένα κορίτσι μπορεί να πυροβολήσει υπέροχα σαν κορίτσι.
Και ήταν αδύνατον να φανταστεί ποτέ, πώς θα χρησίμευε αυτή η ικανότητα στην μονάκριβη κόρη του, την «πεταλουδίτσα» του, όπως την φώναζε, την Πρωταπριλιά του 1971, όταν φύτευε τρεις σφαίρες σε σχήμα V, το σήμα της νίκης, στο στήθος του δολοφόνου του Τσε.
Γιατί οι ναζί δεν έχουν φαντασία.
Εχει όμως η ζωή.
Γεμάτος από την αυτοπεποίθηση της ατιμωρησίας και την αυταρέσκεια της κενότητας, ο Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρο, γενικός πρόξενος της Βολιβίας στο Αμβούργο, υποδεχόταν την ελκυστική ξανθούλα Γερμανίδα που ζητούσε βίζα. Με κάποιο πρόσχημα τον ακολούθησε στο γραφείο του.
Ηταν πάντα πολύ προσεκτικός. Ποτέ δεν ένιωθε εντελώς ασφαλής, ακόμη και στην Γερμανία, στο διπλωματικό του πόστο.
Είχε τους λόγους του.
Να, όμως, που εκείνο το πρωινό της 1ης Απρίλη του 1971, το «εσωτερικό σύστημα ασφαλείας» του δεν δούλεψε.
Ποιος ξέρει.
Μπορεί να το «απενεργοποίησε» αυτή η χαριτωμένη ξανθούλα.
Ηταν αδύνατον να χωρέσει το φασιστικό κεφάλι του ότι θα μπορούσε ποτέ να κινδυνεύσει στο κέντρο της Ευρώπης, μέσα στο κτίριο του προξενείου, από μια γυναίκα που ήθελε να ταξιδέψει στην χώρα του.
Γιατί οι φασίστες δεν έχουν φαντασία.
Εχει όμως η ζωή.
Και αυτό που ακολούθησε όταν η πόρτα του γραφείου έκλεισε και έμειναν οι δυο τους, ο Βολιβιανός «πρόξενος» και η Γερμανίδα «τουρίστρια», παραπέμπει σε εκτέλεση: Η «χαριτωμένη ξανθούλα», ως δια μαγείας εμφάνισε ένα πιστόλι στο χέρι της, το ύψωσε προς τον «πρόξενο» και ψύχραιμα, ίσως και χαμογελώντας, ποιος ξέρει, πυροβόλησε τρεις φορές σχεδόν εξ επαφής.
Τα ανοίγματα εισόδου των σφαιρών στο στήθος του «πρόξενου» σχημάτισαν ένα ισοσκελές τρίγωνο.
Πολύ δύσκολο να ήταν σύμπτωση.
Αλλωστε, το σημείωμα που βρέθηκε πάνω στο πτώμα δεν έφηνε περιθώρια αμφιβολίας:
«Νίκη ή θάνατος!»
Το σύνθημα των Βολιβιανών παρτιζάνων.
Από την πρώτη στιγμή γεννήθηκαν πολλά ερωτηματικά. Οπως, για παράδειγμα, πώς κατάφερε η «δολοφόνος» να ξεφύγει, πολύ περισσότερο που η σύζυγος του Κιντανίλια άρχισε να τρέχει από πίσω της, αναγκάζοντάς την να χάσει πολύτιμο χρόνο; Οταν, επίσης, βρέθηκαν από την αστυνομία γυαλιά, περούκα, η τσάντα της ακόμη και το πιστόλι;
Κι όμως.
Δεν την βρήκαν.
Οχι εκεί.
Οχι τότε.
Και ένας ακόμη επαναστατικός θρύλος είχε μόλις γεννηθεί. Αυτός της «Ιμμιλα». Της «νεαρής Ινδιάνας».
Κατά κόσμον, Μόνικα Ερτλ.
Τα γερμανικά – και όχι μόνο – ΜΜΕ έπεσαν σε μια σχεδόν «ευφορική» κατάσταση. Μια ιστορία έρωτα, επαναστατικού πάθους, οικογενειακής «προδοσίας» και εκδίκησης που απλώνεται σε δύο ηπείρους και αφορά σε έναν από τους εμβληματικότερους επαναστάτες του 20ού αιώνα, δεν είναι κάτι που το βρίσκεις κάθε μέρα.
Διότι η όμορφη «δολοφόνος» δεν ήθελε να πάρει εκδίκηση για κάποιον τυχαίο, αλλά για τον θρυλικό Τσε Γκεβάρα, ο οποίος είχε δολοφονηθεί μερικά χρόνια πριν, το 1967, στην Βολιβία.
Οταν, μάλιστα, έγινε γνωστό πως ο «άγγελος τιμωρός» δεν προερχόταν από τις λατινοαμερικανικές ζούγκλες, αλλά ήταν μια Γερμανίδα με καταγωγή από την βόρεια Βαυαρία, ο δημοσιογραφικός «οίστρος» έπεσε σχεδόν σε καταληψία από το αληθινό «σενάριο» που ξετυλιγόταν ανέλπιστα μπροστά του.
Και όλα αυτά ήταν μόνο η αρχή.
Διότι η «τιμωρός», όχι μόνο ήταν Γερμανίδα, αλλά και κόρη ενός επιφανούς προπαγανδιστικού στελέχους των ναζί, του Χανς Ερτλ, ενός ταλαντούχου ορειβάτη, προπολεμικά, ο οποίος, ταυτόχρονα, ήταν και επικεφαλής κάμεραμαν του κινηματογραφικού συνεργείου της Λένι Ρίφενσταλ, της εμβληματικότερης ναζίστριας σκηνοθέτριας, το «βαρύ πυροβολικό» της προπαγανδιστικής μηχανής του Γκέμπελς, με την οποία γύρισαν μαζί την «Ολυμπία», για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, το προπαγανδιστικό «ντεμπούτο» των ναζί σε τέτοια ευρεία κλίμακα.
Ο Ερτλ είχε μια έντονη ερωτική σχέση με την Ρίφενσταλ και είναι εξαιρετικά πιθανόν, σχεδόν βέβαιο, ότι η Μόνικα ήταν η κόρη της.
Μπορεί ο Χανς Ερτλ να προσπάθησε αργότερα να εμφανιστεί ως ένας «αφελής», «ευκολόπιστος» και «μπερδεμένος» οπαδός των ναζί, αλλά σε όλη την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε στον προπαγανιστικό μηχανισμό τους, φωτογραφίζοντας και κινηματογραφώντας για τα κινηματογραφικά χρονικά της ναζιστικής προπαγάνδας, «Wochenschau».
Μάλιστα, ήταν από τους αγαπημένους κινηματογραφιστές του Ρόμελ, τον οποίο συνόδευε στις εκστρατείες του, αποκτώντας την φήμη του προσωπικού φωτογράφου του.
Εκτός αυτού, μετά την λήξη του πολέμου, ο, κατά τα άλλα «μπερδεμένος» ναζί, Ερτλ, το σκάει, όπως και πολλοί ακόμη ομοϊδεάτες του, στην Λατινική Αμερική, όπου δημιουργήθηκαν ναζιστικές «παροικίες». Πραγματικές «σφηκοφωλιές». Δεν έφυγε, όμως, αμέσως. Ζούσε κανονικά στην Δυτική Γερμανία με την, γεννημένη το 1937 στο Μόναχο, κόρη του, η οποία μεγάλωνε μέσα στην υποκριτική ηρεμία της μεταπολεμικής Γερμανίας σαν ένα οποιοδήποτε άλλο παιδί, οποιουδήποτε άλλου γονιού.
Ο δικός της πατέρας όμως δεν ήταν όπως οι άλλοι, αν και έκανε προσπάθειες να κρυφτεί πίσω από την τέχνη του, εξακολουθώντας να κάνει σινεμά.
Οταν δεν παραλαμβάνει το εθνικό βραβείο κινηματογράφου για το ντοκιμαντέρ του «Camp 5 (6.900 m)» στο Nanga Parbat, μια ταινία του 1953 για την πρώτη ανάβαση του μεγάλου Γερμανού αλπινιστή, Χέρμαν Μπουλ, μόνος του και χωρίς οξυγόνο, στο Nanga Parbat του Ιμαλαΐων, στα 8.000 μέτρα υψόμετρο, ο Ερτλ εξοργίζεται – με το γνωστό, αμετανόητο ναζιστικό θράσος – αλλά και τρομοκρατείται. Για πόσο ακόμα θα μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος;
Καταφεύγει στην Βολιβία όπου δημιουργεί μια φάρμα περίπου εκατό χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Λα Πας και ασχολείται με την εκτροφή βοοειδών. Τους επισκέπτες της φάρμας υποδεχόταν ένα γερμανικό πρόβατο και μια πινακίδα που έγραφε «Ελεύθερη Δημοκρατία της Βαυαρίας».
Οχι κι άσχημα για έναν «ευκολόπιστο» «αφελή»…
Ομως ο Χανς Ερτλ ήταν συνειδητός ναζί. Δεν έπαψε ποτέ να είναι. Η στενή του φιλία με τον Κλάους Μπάρμπι, τον γνωστό «χασάπη της Λυών», είναι απλά μία ακόμη απόδειξη, αλλά και μια σοβαρή ένδειξη για τις πιθανές, άλλες δραστηριότητες του, κατά τα άλλα, «εμιγκρέ», «αγρότη», «κινηματογραφιστή». Διότι, ως γνωστόν, ο Μπάρμπι, όπως και άλλα ναζιστικά στελέχη, μετά τον πόλεμο στρατολογήθηκε από την CIA και έδρασε ως πράκτορας, τόσο στην Λατινική Αμερική, όσο και στην Ευρώπη.
Στην Λατινική Αμερική διακρίθηκε ως «σύμβουλος» για την καταπολέμηση του κομμουνισμού, ενώ, ειδικά στην Βολιβία, όπου ζούσε και ο «κολλητός» του Ερτλ, ήταν ο εμπνευστής και οργανωτής των παραστρατιωτικών δολοφονικών συμμοριών που δρούσαν για λογαριασμό των βολιβιανών κυβερνήσεων στην καταστολή του επαναστατικού κινήματος.
Μάλιστα, συμμετείχε και στην οργάνωση της επιχείρησης για την εξόντωση του Τσε.
Ο Μπάρμπι συστήθηκε στον Ερτλ με το κωδικό του όνομα, «Κλάους Αλτμαν». Ο Ερτλ για χρόνια θα αρνούνταν ότι γνώριζε την πραγματική ταυτότητα του Ες Ες εγκληματία. Αργότερα όμως θα ομολογούσε ότι ο Μπάρμπι εξαρχής του είχε αποκαλύψει ποιος, πραγματικά, ήταν.
Μέσα σε αυτό το νοσηρό περιβάλλον μεγάλωνε η Μόνικα. Περιτριγυρισμένη από υπηρετικό προσωπικό που προλάβαινε κάθε επιθυμία της, προσπαθούσε να σκοτώσει την ώρα της με ιππασία και σκοποβολή, ενώ ακολουθούσε και τον πατέρα της σε γυρίσματα ντοκιμαντέρ μέσα στην βολιβιανή ζούγκλα, με τη νεαρή Βαυαρή να συλλέγει δηλητηριώδη φίδια που έπιανε μόνη της και τα έβαζε σε βάζα και να τηγανίζει πιράνχας στην φωτιά.
Ολα έδειχναν να οδεύουν σε ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον, το οποίο πιθανότατα θα περιελάμβανε και κάποιον γάμο με έναν γόνο ενός υψηλόβαθμου ναζί – μάλιστα το 1967 φαίνεται πως έκανε κι έναν τέτοιον γάμο – παιδιά, πάλι ιππασία, «μπάρμπεκιου», εγγόνια που θα ντύνονταν με τις στολές της χιτλερικής νεολαίας στις «γιορτές».
Αυτά μπορεί να συμβαίνουν στα ναζιστικά όνειρα.
Διότι, είπαμε, οι ναζί δεν έχουν φαντασία.
Σε αντίθεση με την ζωή.
Ετσι η Μόνικα επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις στον πατέρα της, τον φίλο του Ρόμελ και του Κλάους Μπάρμπι, του εραστή της Λένι Ρίφενσταλ.
Για τον δημοσιογράφο, Γιούργκεν Σράιμπερ, ο οποίος ερεύνησε διαξοδικά την ζωή της Μόνικα Ερτλ και συμπεριέλαβε τα στοιχεία που μάζεψε στο βιβλίο, «Εκείνη που πέθανε σαν τον Τσε Γκεβάρα», οι αιτίες της βίαιης και ξαφνικής, τουλάχιστον έτσι όπως εκφράστηκε, ρήξης με τον πατέρα της, έχουν ψυχολογικό υπόβαθρο. Πιστεύει ότι η Μόνικα κληρονόμησε την «ριζοσπαστικότητα» (σσ. ο όρος έχει απο-ιδεολογικοποιηθεί εντέχνως από την κυρίαρχη συστημική ρητορική και εδώ μεταφέρεται εντός εισαγωγικών όπως τον χρησιμοποιεί ο Σράιμπερ) και το «θάρρος» του πατέρα της, αλλά, την ίδια στιγμή, ήθελε να αποστασιοποιηθεί από το ναζιστικό παρελθόν του. «Ο Χίτλερ έχει γίνει η απειλητική σκιά που θόλωνε την σχέση τους», γράφει ο Σράιμπερ.
Διχασμένη και εγκλωβισμένη ανάμεσα στην αυταρχική ανατροφή των παιδιών της «ελίτ» και το αντι-αυταρχικό πνεύμα των καιρών, η Μόνικα εξελίχθηκε σε μία «ξένη» μέσα στην ίδια της την οικογένεια. Αρχικά την ενοχλούσε και στην συνέχεια την εξόργιζε το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν αδιάφορος στην κοινωνική ανισότητα, την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσαν οι εργάτες, στην αγωνία των χρεοκοπημένων αγροτών, τις διακρίσεις και τον ρατσισμό σε βάρος των Ινδιάνων.
Την εξόργιζε που έβλεπε ιθαγενείς και μιγάδες εργάτες να δουλεύουν από το ξημέρωμα μέχρι την νύχτα, σκάβοντας σε ορυχεία
Την εξόργιζε που όποτε αυτοί οι εξαθλιωμένοι τολμούσαν να αντιδράσουν, τους σκότωνε ο στρατός ή τα τάγματα θανάτου και οι ιδιωτικοί στρατοί των εταιριών.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί ο τρόπος, οι αιτίες και η διαδικασία μέσα από την οποία χειραφετήθηκε η συνείδηση της Μόνικα από τα ναζιστικά ιδεολογήματα και στερεότυπα. Ακόμη κι έτσι, θα μπορούσε να εξελιχθεί το πολύ σε μια φιλελεύθερη αστή. Ακόμη κι αυτό θα ήταν σκάνδαλο για την ναζιστική παροικία της Βολιβίας και την βολιβιανή ελίτ, που αποτελούσαν το «φυσικό» περιβάλλον αυτής της εκπληκτικής κοπέλας. Ποιος ξέρει. Μπορεί αυτά που άφηναν αδιάφορη την στερεοποιημένη ναζιστική συνείδηση του πατέρα της, να λειτούργησαν καταλυτικά στην δική της, ευαίσθητη φύση.
Οπως και να έχουν τα πράγματα, το 1969, αυτή η μέχρι τότε «χαϊδεμένη» κόρη του ναζί μπαμπά, το «αστέρι» των δεξιώσεων της «υψηλής» βολιβιανής κοινωνίας, η νύφη – όνειρο κάθε «άριας» «αγίας» οικογένειας κάνει το πλέον αδιανόητο βήμα: Κόβει απότομα κάθε σχέση με την μέχρι τότε ζωή της σε όλες τις εκφάνσεις της και εξαφανίζεται.
Η αμέσως επόμενη εμφάνισή της δεν θα θυμίζει σε τίποτα την «αριστοκρατική» «debutant» των σαλονιών της Λα Πας. Διότι η «πεταλουδίτσα» είχε μεταμορφωθεί σε μια συνειδητή μαχήτρια του αντάρτικου Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (Ejército de Liberación Nacional) της Βολιβίας, που δημιούργησε ο ίδιος ο Τσετο 1966.
Η Μόνικα ήταν απόλυτα γοητευμένη από το παράδειγμα του Τσε. Σε αυτό βρήκε την διέξοδο για την απελευθέρωση συνολικά της ύπαρξής της. Η θυσία του αποτέλεσε το πλέον ακαταμάχητο τεκμήριο της ορθότητας της επιλογής ζωής για τον συνεχή αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Ερωτεύεται τον φίλο και συμπολεμιστή του Τσε, τον Γκίντο Αλβάρο Περέδο Λέιτε, γνωστό με το ψευδώνυμο «Ιντι». Στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας, ο Ιντι συμμετείχε στην ομάδα που προετοίμασε την έλευση του Τσε στην χώρα και μετά τον θάνατό του ανέλαβε επικεφαλής του ELN. Αλλάζει και το δικό της όνομα σε «Ιμιλλα», ινδιάνα κοπέλα. Πολύ σύντομα, οι σύντροφοί της θα την ανέφεραν ως «εκείνη που δεν γνωρίζει τρόμο».
Μαρτυρίες αναφέρουν ότι υπήρξαν μερικές ακόμη συναντήσεις με τον πατέρα της, οι οποίες κατέληξαν σε ομηρικούς καυγάδες.
Ο αμετανόητος ναζί την προβόκαρε με ειρωνικές ερωτήσεις όπως, «τί χάσατε στην ζούγκλα, ετοιμάζεστε να μετατρέψετε τους πιθήκους σε μαοϊκούς;».
Πιθανόν, πίσω από αυτόν τον σαρκασμό να κρύβεται επίσης και ο τρόμος μπροστά στην συνειδητοποίηση της μη αναστρέψιμης απώλειας της χαϊδεμένης κόρης. Αλλά, ακόμη χειρότερα, κρύβεται ο τρόμος της συνειδητοποίησης, ότι θα βρεθεί στην εξαιρετικά άβολη θέση να πρέπει να δικαιολογήσει στο περιβάλλον του, πώς είναι δυνατόν η κόρη του να είναι ενάντια σε μια κυβέρνηση με την οποία ο ίδιος έχει ιδιαίτερες σχέσεις και σε έναν πρόεδρο στον οποίο χάρισε ένα ακριβό ρολόι.
Τί να σκεφτόταν, άραγε, όταν έμαθε ότι η «πεταλουδίτσα» του καταζητούνταν από την αστυνομία μετά την απαλλοτρίωση τράπεζας για τις ανάγκες του αντάρτικου… χρησιμοποιώντας την οικογενειακή «Σεβρολέ»;
Η Μόνικα και ο ELN πάλευαν εναντίον ενός υπερεξοπλισμένου και πολυάριθμου εχθρού. Οι πιθανότητες οποιασδήποτε επιτυχίας παρέπεμπαν σε στατιστικά «θαύματος». «Θαύματα» όμως δεν γίνονται. Οι ευρείας κλίμακας εκκαθαρiστικές επιχειρήσεις, συντονισμένες από στρατιωτικούς συμβούλους των ΗΠΑ, ανάμεσά τους και πρώην ναζί όπως ο Μπάρμπι, έφεραν τον ELN σε κατάσταση συνεχούς άμυνας.
Ο έρωτας της Μόνικα και του Ιντι άνθιζε ανάμεσα στις σφαίρες και το αίμα, τόσο υπέροχος και τόσο απελπιστικά σύντομος, όσο η έκρηξη των χρωμάτων στο ηλιοβασίλεμα. Το βολιβιανό αντάρτικο πολεμούσε πλέον, όχι για την επιβίωσή του, αλλά για να αφήσει πίσω του μια παρακαταθήκη αυταπάρνησης και αξιοπρεπούς στάσης ζωής.
Και ήρθε η σειρά του Ιντι να δώσει αυτό το μάθημα.
«Χριστός με όπλο, σταυρωμένος από σφαίρες». Ετσι θρήνησε, μέσα σε αβάσταχτο πόνο, τον νεκρό αγαπημένο της η Μόνικα.
Αλλά έπρεπε ακόμα να υπομείνει και την προπαγανδιστική δημοσίευση των φωτογραφιών στις καθεστωτικές εφημερίδες, όπου δίπλα στο σώμα του νεκρού αντάρτη, γαζωμένου από τις σφαίρες, έπαιρνε πόζα θριαμβευτή ένας άνδρας με πούρο, τον οποίο η Μόνικα μίσησε με όλο το είναι της: Ο Ρομπέρτο Κιντανίλια.
Προσπαθώντας να κρατήσει το μυαλό της, όχι για την ίδια, αλλά για τους συντρόφους της και τον άσβεστο πόθο για εκδίκηση που όλο και φούντωνε μέσα της, η Μόνικα σχεδίαζε τον θάνατο του φονιά και τον περιέγραφε στο χαρτί, το 1970, σαν ματωμένο επίγραμμα:
«Κιντανίλια, Κιντανίλια…
Οι νύχτες σου πια δεν θα είναι ειρηνικές…
Αρπαξες την ζωή από τον Ιντι
Και μαζί του και όλο τον λαό».
Υλοποιώντας και την δήλωση του Φιντέλ, ότι θα δει νεκρούς όλους όσοι είχαν συμμετοχή στον θάνατο του φίλου, συμπολεμιστή και συντρόφου του. Ούτε η φυγή του στην Γερμανία υπό διπλωματική κάλυψη, δεν κατάφερε να τον γλιτώσει από την επαναστατική οργή.
Επιπλέον, αυτή η εκτέλεση έδωσε νέα ανάσα ηθικού στο αντάρτικο, ενώ η ύπαρξή τους και ο αγώνας τους έγιναν πρωτοσέλιδο στην Ευρώπη.
Τα σενάρια για το πώς κατάφερε να εξαφανίσει τα ίχνη της και να την χάσει η ιδιαίτερα έμπειρη γερμανική αστυνομία είναι πολλά ακόμη μέχρι σήμερα. Προφανώς, μια τέτοια επιχείρηση πολύ δύσκολα θα γινόταν χωρίς βοήθεια και η γερμανική και γενικά η ευρωπαϊκή εξωκοινοβουλετική Αριστερά και τα κινήματα της εποχής είχαν την θέληση και το οργανωτικό επίπεδο να προσφέρουν καταφύγιο σε μια συντρόφισσά τους.
Λέγεται, ότι είναι πιθανόν, η πρώτη κρυψώνα της αμέσως μετά την εκτέλεση να ήταν σε ένα κοινόβιο ακριβώς έναν όροφο πάνω από το γραφείο του στόχου της. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ακόμη και η αστυνομία δεν έψαξε εκεί, θεωρώντας το προφανώς πολύ θρασύ για να είναι αληθινό.
Το μόνο που έχει επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα είναι, ότι το όπλο της το έδωσε ο Ιταλός, αριστερός εκδότης, αλλά και καθοδηγητής του αντάρτικου πόλης, «Ομάδα παρτιζάνικης δράσης» («Gruppi d’Azione Partigiana») Τζιαντζιάκομο Φελτρινέλι, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν και ο πρώτος εκδότης του «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του Μπορίς Παστερνάκ.
Η Μόνικα με τον Φελτρινέλι ενώνονταν με βαθιά συντροφικά αισθήματα αλληλοεκτίμησης. Αλλωστε, ο Φελτρινέλι ήταν εκείνος που προσπάθησε να σώσει τον Τσε, ταξιδεύοντας γι’ αυτόν τον σκοπό το 1967 στην Βολιβία. Φτάνοντας εκεί έρχεται σε επαφή με τον Γάλλο φιλόσοφο, Ρεζίς Ντεμπρέ – ο οποίος είχε προηγηθεί σε μια προσπάθεια να συναντήσει τον Τσε – αλλά δεν προλαβαίνει να κάνει τίποτε άλλο γιατί συλλαμβάνεται με την βοήθεια πρακτόρων της CIA και τον απελαύνουν. Αργότερα, θα έφτανε στα χέρια του το ημερολόγιο του Τσε στην Βολιβία.
Ο θάνατος του μεγάλου επαναστάτη θα οδηγήσει τον Φελτρινέλι στην δημιουργία της ένοπλης ομάδας του, ξεκινώντας έναν πόλεμο εναντίον ταυτόχρονα κρατικών και κεφαλαιοκρατικών στόχων και ένοπλων φασιστικών, παρακρατικών οργανώσεων.
Ωστόσο, οι μυστικές υπηρεσίες θα καταφέρουν να τοποθετήσουν πράκτορά τους στην οργάνωση και στις 14 Μάρτη του 1972, κοντά σε έναν σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας θα βρεθεί το πτώμα του. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι ανατινάχθηκε κατά λάθος από τον εκρηκτικό μηχανισμό που «ετοίμαζε».
Αλλά ποιος πιστεύει έναν πράκτορα…
Ο Ντεμπρέ είχε χειρότερη «μοίρα» το 1967 διότι δεν την γλίτωσε με απέλαση όπως Φελτρινέλι, αλλά του φόρτωσαν σχεδόν όλον τον ποινικό κώδικα, καταδικάζοντάς τον σε 30 χρόνια φυλακή. Ωστόσο, δεν εξέτισε περισσότερα από τέσσερα διότι στο μεταξύ είχε υψωθεί ένα παγκόσμιο κίνημα διαμαρτυρίας προς το βολιβιανό καθεστώς, στο οποίο συμμετείχαν από τον Σαρτρ και τον Μαλρό… μέχρι τον ίδιο τον Ντε Γκωλ και τον πάπα.
Το πώς επέστρεψε η Μόνικα στην Βολιβία θα παραμένει πάντα ένα όμορφο μυστήριο, αφού ήταν η Νο1 καταζητούμενη παγκοσμίως και το όμορφο πρόσωπό της βρισκόταν στα χέρια κάθε αστυνομικού σε όλα τα αεροδρόμια. Το καλοκαίρι του 1971, ο πατέρας της θα έβλεπε την φωτογραφία της κόρης του να κυκλοφορεί παντού, επικηρυγμένη για 20.000 δολάρια, περισσότερα ακόμη και από την επικήρυξη του Τσε. Αλλά ο Χανς Ερτλ ήξερε πολύ καλά, ότι αυτό το ποσό, ελάχιστο οπουδήποτε αλλού, για την εξαθλιωμένη Βολιβία ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο για την κόρη του.
Ομως η Μόνικα δεν επέστρεψε στην Βολιβία μόνο για να βρει και πάλι τους συναγωνιστές της στην ζούγκλα και να συνεχίσει τον αγώνα. Επέστρεψε για να οργανώσει την απαγωγή ενός από τους σκληρότερους ναζί, ο οποίος αλώνιζε τον πλανήτη υπό την κάλυψη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με διάφορα ψευδώνυμα: Του Κλάους Μπάρμπι. Του «κολλητού» του «μπαμπά».
Αλλά τίποτα δεν λειτούργησε σύμφωνα με το σχέδιο. Ακόμη χειρότερα, η Μόνικα έπεσε στην αντίληψη του αρχιναζί, ο οποίος, για τις υπηρεσίες του στην εξόντωση του αντάρτικου, είχε λάβει από το καθεστώς το αξίωμα του λοχαγού των μυστικών υπηρεσιών και ήταν ο έμπιστος σύμβουλος του δικτάτορα.
Ο πάντα γκεσταπίτης Μπάρμπι είχε βρει τον επόμενο στόχο του.
Στις 12 Μάη του 1973, η Μόνικα, όπως ο Τσε, όπως ο λατρεμένος της Ιντι, πέφτει σε ενέδρα και εκτελείται. Η σορός της, όπως ο Τσε, όπως ο λατρεμένος της Ιντι, φωτογραφήθηκε και θάφτηκε σε άγνωστο μέρος.
Ακόμη και από τον πατέρα της.
Αλλά, τελικά, πόση σημασία μπορεί να έχει ένας τάφος;
Ο «άγγελος εκδικητής» του Τσε και του Ιντι, αυτό το κορίτσι που έσπασε κάθε δεσμό με τον παλιό κόσμο, πολεμώντας με το όπλο στο χέρι για έναν κόσμο αντάξιο του Ανθρώπου, είναι ζωντανό μέσα στις καρδιές μας.